When it comes to Turkey, Greece can no longer afford to be a sitting duck – Η Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει επιτυχώς την Τουρκία με την παρούσα πολιτική

 

Το βράδυ της Δευτέρας 12 Φεβρουαρίου 2018 μία τουρκική ακταιωρός σχεδόν εμβόλισε πλοίο του Ελληνικού Λιμενικού Σώματος  στα Ίμια. Δεν υπήρξαν θύματα, παρά μόνον περιορισμένες υλικές ζημίες, χάρη στην ψυχραιμία και δεξιοσύνη του Έλληνα πλοίαρχου.

Τις επόμενες δύο εβδομάδες τουρκικά πολεμικά πλοία απέκλεισαν την ΑΟΖ (αποκλειστική οικονομική ζώνη) της Κύπρου και εμπόδισαν εξέδρα της ιταλικής εταιρείας ΕΝΙ να πραγματοποιήσει προγραμματισμένες γεωτρήσεις.

Την Πέμπτη 1η Μαρτίου 2018 δύο Έλληνες στρατιωτικοί συλλαμβάνονται από τους Τούρκους στον Έβρο με την κατηγορία ότι εισήλθαν παρανόμως σε τουρκικό έδαφος. Οι δύο στρατιωτικοί κρατούνται στην Ανδριανούπολη.

Την ίδια χρονική περίοδο η Τουρκία επιχειρεί με στρατιωτικές της δυνάμεις σε επαρχία της Συρίας, έχει δηλαδή εισβάλει σε έδαφος άλλης χώρας.

Ο Πρόεδρος της Τουρκίας κ. Ερντογάν έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι η συνθήκη της Λωζάννης έχει σημεία που χρειάζονται αναθεώρηση και έχει πει χαρακτηριστικά: «όταν αλλάζουν τα πάντα, δεν μπορούμε να βρισκόμαστε στο σημείο που βρεθήκαμε τότε (στα σύνορα που χάραξε η συνθήκη της Λωζάννης).»

Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν φαίνεται να μπορούν να διαχειριστούν την νέα κατάσταση πραγμάτων με την Τουρκία, παραμένοντας καθηλωμένες σε παλιά και ξεπερασμένα πρότυπα εξωτερικής πολιτικής.

Δεν θα αναφερθώ περαιτέρω στην Κύπρο, αφού η ρίζα της αμοιβαία ανεπαρκούς πολιτικής βρίσκεται στην Ελλάδα.

Η εξωτερική πολιτική που ακολουθεί η Ελλάδα στο θέμα της Τουρκίας δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια αδέξια εκλογίκευση του συνδρόμου της κατωτερότητας που διακρίνει την Ελλάδα από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου. Τότε η Ελλάδα ήτανε μια διαλυμένη χώρα, με εμφανή τα σημάδια του εμφυλίου πολέμου, και με ένα πληθυσμό που είχε υποφέρει τα πάνδεινα και κοίταζε να βρει τρόπο να επιβιώσει.

Η χώρα επιβίωσε χάρη στο δόγμα Τρούμαν αλλά μπήκε στο πεδίο των διεθνών σχέσεων με σκυμμένο το κεφάλι, σαν τον φτωχό συγγενή. Το αντίθετο ακριβώς έπραξε η Τουρκία, που μπήκε στο νέο πεδίο διεθνών σχέσεων αποφασισμένη να διεκδικήσει τα πάντα, στηριγμένη πάνω στην  στρατηγική της θέση το υπογάστριο της τότε Σοβιετικής Ένωσης.

Η τεράστια ήττα που υπέστη η Ελλάδα το 1974 στην Κύπρο ήρθε σαν η πιο συντριπτική υπενθύμιση ότι η εξωτερική πολιτική και οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας είναι πολύ σοβαρές υποθέσεις που δεν αντιμετωπίζονται με τον αυτόματο πιλότο της πολιτικής της κατωτερότητας. Το 1974 είναι το ισχυρότερο πλήγμα που δέχθηκε η Ελλάδα στο διεθνή στίβο μετά το 1922. Και τα δύο από την Τουρκία.

44 χρόνια μετά,  τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Οι παλιές μέθοδοι, τρόποι, πολιτικές είναι ξεπερασμένες από την ίδια την ζωή. Η Τουρκία που έχουμε απέναντι μας είναι μια διαφορετική Τουρκία.

Στην Ελλάδα όμως εξακολουθεί να υπερισχύει η πολιτική της κατωτερότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανακοίνωση του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ) για τους δύο στρατιωτικούς που συνελήφθησαν από τους Τούρκους στον Έβρο, όπου αναφέρεται: «φέρεται να εντοπίστηκε (η ελληνική περίπολος) από τουρκική περίπολο, σε τουρκικό έδαφος» . Αν είναι ποτέ δυνατόν να σκάβουμε εμείς οι ίδιοι τον λάκκο μας! Γιατί ο συντάκτης της ανακοίνωσης χρησιμοποιεί την τουρκική εκδοχή των γεγονότων; Απίστευτα πράγματα! Πότε πρόλαβαν και πώς πιστοποίησαν οι επιτελείς του ΓΕΣ ότι οι Έλληνες στρατιωτικοί ήσαν σε τουρκικό έδαφος;

Από το τελευταίο αυτό συμβάν προκύπτει ότι η πολιτική της κατωτερότητας δεν παρέμεινε περιορισμένη στην εξωτερική πολιτική, αλλά όπως είναι φυσικό, επεκτάθηκε και στις ένοπλες δυνάμεις.

Η Τουρκία δεν είναι πια ένα Κεμαλικό κράτος. Με Πρόεδρο τον κ. Ερντογάν ονειρεύεται κάποιου είδους αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συσσώρευση των γεγονότων που ανέφερα στην εισαγωγή δεν είναι τυχαία ούτε ως προς την φύση της ούτε ως προς τον χρονισμό της. Με ανοιχτά μέτωπα στρατιωτικής επέμβασης στην Συρία και τις βλέψεις της στο Αιγαίο και την Θράκη, η Τουρκία δεν παύει ούτε στιγμή να διακηρύσσει τις προθέσεις της. Είναι χαρακτηριστικό ότι κ. Ερντογάν έχει δηλώσει ότι η Τουρκία μπορεί να συντηρήσει πολλαπλά ενεργά στρατιωτικά μέτωπα στη Συρία, το Αιγαίο και όπου αλλού χρειαστεί.

Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να παραβλέπει την αδυσώπητη πραγματικότητα: κανείς δεν πρόκειται να διασφαλίσει την εθνική μας ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα, παρά μόνον εμείς οι ίδιοι, με επικεφαλής μια πολιτική ηγεσία που δεν φοβάται την πολεμική αναμέτρηση, και με ένοπλες δυνάμεις που μπορούν να αξιοποιήσουν τα πλεονεκτήματα μας.

Η πραγματική φιλειρηνική πολιτική είναι εκείνη που στηρίζεται πάνω στην ικανότητα μιας χώρας να πολεμήσει. Όλα τα άλλα είναι λόγια του αέρα.

Χρειάζεται λοιπόν μια νέα πολιτική η Ελλάδα για να μπορέσει να σταθεί όρθια απέναντι στην λαίλαπα που έχει ήδη προκαλέσει ο κ. Ερντογάν.

Μια νέα πολιτική που να στηρίζεται στην στρατιωτική και διπλωματική ικανότητα της Ελλάδας.

Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να φτιάξουμε ένα πρόγραμμα πραγματικής ανανέωσης του υλικού και των όπλων των ενόπλων δυνάμεων. Σαν παράδειγμα θα αναφέρω την πολεμική μας αεροπορία. Η πολιτική της κατωτερότητας οδήγησε την ελληνική πολιτική ηγεσία σε ένα πρόγραμμα «εκσυγχρονισμού» του στόλου των μαχητικών αεροσκαφών F-16.  Την ίδια στιγμή που η Ελλάδα ετοιμάζει αυτό το κακομοίρικο πρόγραμμα για να μπαλώσει τις τρύπες στα μαχητικά της αεροσκάφη, η Τουρκία ετοιμάζεται να παραλάβει τα πρώτα υπερσύγχρονα F-35.

Αυτό το παράδειγμα τα λέει όλα.

Και η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας πρέπει να αλλάξει πορεία τόσο στην εξωτερική πολιτική όσο και την πολιτική στον τομέα των ενόπλων δυνάμεων.

Στον κάλαθο των αχρήστων τα μπαλώματα και η κακομοιριά, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους συμμάχους μας το πρόγραμμα  για τα υπερσύγχρονα F-35.

Το υπουργείο Εξωτερικών είναι ο χώρος στον οποίο θα πρέπει να πραγματοποιηθεί  η πρώτη μεγάλη αλλαγή πολιτικής. Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή θα πρέπει να πραγματοποιηθεί στον χώρο των εξοπλισμών των ενόπλων δυνάμεων.

 

Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση που έχει μπροστά του ο κ. Τσίπρας. Περιμένω με αγωνία να δω πως θα την αντιμετωπίσει. Αυτό που παίζεται στη σκακιέρα είναι η εθνική ακεραιότητα της Ελλάδας. Και αυτή σήμερα κινδυνεύει από τον κ. Ερντογάν και ο κίνδυνος αυτός ολοένα μεγαλώνει. Ο κ. Σημίτης το 1996 κινδύνεψε να γίνει ο πρώτος Έλληνας δημοκρατικά εκλεγμένος Πρωθυπουργός μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που απώλεσε τμήμα της εθνικής επικράτειας. Ο κ. Τσίπρας θα πρέπει να προσέξει ώστε να μην  βρεθεί ανήμπορος και μοιραίος σε αντίστοιχη θέση.