Donald Winnicott και Clare Britton

Τα πρώτα χρόνια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ιδιαίτερα μετά την θύελλα αεροπορικών επιθέσεων με στόχο το Λονδίνο τον Σεπτέμβριο του 1940, έξι εκατομμύρια κάτοικοι της Μεγάλης Βρετανίας απομακρύνθηκαν από τις πόλεις και μεταφέρθηκαν  στην ύπαιθρο, ανάμεσα σε αυτούς πολλά παιδιά. Ήταν μια πολύ δύσκολη κατάσταση ιδιαίτερα για τους γονείς που αποχωρίζονταν τα παιδιά τους και η απόφαση του χωρισμού επώδυνη. Ο πατέρας ήταν στον πόλεμο, η μητέρα δούλευε για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Τα περισσότερα παιδιά φιλοξενήθηκαν από οικογένειες. Ήταν παιδιά από εργατικές οικογένειες, που γινόντουσαν πρόσκαιρα μέλη μεσοαστικών οικογενειών, και η προσαρμογή ήταν δύσκολη. Τα πιο ‘δύσκολα’ παιδιά φιλοξενούνταν σε ξενώνες.

Η Clare Britton (1906 – 1984) γεννήθηκε στη Βόρεια Αγγλία, ένα από τα τέσσερα παιδιά στην οικογένεια ενός ιερέα με έντονη δραστηριότητα στην κοινότητα που υπηρετούσε. Το 1938 έχοντας ολοκληρώσει ένα πρόγραμμα σπουδών για κοινωνικές υπηρεσίες, ανέλαβε στην πρώτη της δουλειά σαν κοινωνική λειτουργός την υποστήριξη προβληματικών νέων σε μια κατεστραμμένη από την οικονομική κρίση πόλη στην Ουαλία. Έχοντας βιώσει την φτώχεια πολύ καιρό, επέστρεψε στο London School of Economics  και το 1941 ολοκλήρωσε ένα κύκλο σπουδών για την Ψυχική Υγεία. Στη συνέχεια ανέλαβε την υποστήριξη περίπου ογδόντα παιδιών με δυσκολίες που φιλοξενούνταν σε πέντε ξενώνες στην κομητεία του Oxfordshire. Ο παιδίατρος και ψυχαναλυτής Δρ. Winnicott (1896 – 1971) πήγαινε στους ξενώνες μια φορά την εβδομάδα, την Παρασκευή, και εκεί γνώρισε την Clare Britton. Το πρόβλημα που ανέλαβε να λύσει η Britton ήταν ότι το προσωπικό στους ξενώνες δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει και με ποιον τρόπο θα μπορούσε να αξιοποιήσει την παρουσία του γιατρού. Η Clare Britton συμβούλεψε το προσωπικό να παρατηρεί τι κάνει ο Δρ. Winnicott στις επισκέψεις του, και στη συνέχεια να πράττει αντίστοιχα, ώστε στην επόμενη εβδομαδιαία επίσκεψη του γιατρού να του παρουσιάσουν το τι έκαναν και να το συζητήσουν μαζί του. Η μέθοδος αυτή απέδωσε καρπούς. Η εβδομαδιαία συνάντηση του γιατρού με το προσωπικό των ξενώνων και την Britton άρχιζε με την παρουσίαση των πεπραγμένων της εβδομάδας. Ο Winnicott άκουγε με προσοχή και τις περισσότερες φορές αντί για σχόλια έκανε ερωτήσεις, πάντα με διακριτικό τρόπο, ώστε να μην κλονίσει ή προσβάλει κάποιο ευάλωτο μέλος της ομάδας. Αυτή η διαδικασία αποτέλεσε πηγή πολύτιμης εμπειρίας για όλους και έδωσε υλικό πάνω στο οποίο αργότερα ο Winnicott συζητώντας με την Britton, διαμόρφωνε θεωρητικές έννοιες.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Κάρι (Carrie), που φιλοξενούνταν σε ένα από τους ξενώνες που φρόντιζε η Britton. Η μητέρα της την επισκέπτονταν συχνά, αλλά την έπαιρνε και την πήγαινε στο μπαρ (pub) όπου μεθούσε, και την μάζευε η αστυνομία, που την είχε μάθει πια. Η Κάρυ επέστρεφε μόνη στον ξενώνα. Μια φορά η μητέρα έστειλε στην Κάρυ ένα δέμα. Η Κάρυ πήγε στο προσωπικό του ξενώνα και τους έδειξε με περηφάνεια το δέμα που της είχε στείλει η μητέρα της. Ήτανε σταφύλια τυλιγμένα σε ένα χαρτί και βαλμένα στο κουτί, που είχανε αρχίσει να χαλάνε, και είχανε γεμίσει το κουτί με υγρά. Αυτό δεν εμπόδισε την Κάρυ να είναι ευτυχισμένη με το δέμα, ήταν όλο δικό της, και το είχε στείλει η μητέρα της. Μια βραδιά η μητέρα της έπεσε στο μπαρ και υπέστη θανάσιμο τραυματισμό. Η Κάρυ ζήτησε από την μαγείρισσα, που ήταν καλή φίλη της, να πάει να μείνει στο δωμάτιο της. Μετέφερε το κρεββάτι της στο δωμάτιο της μαγείρισσας, και έμεινε εκεί μια εβδομάδα. Μετά επέστρεψε στο κανονικό δωμάτιο της. Υπέφερε όμως από παλινδρόμηση. Πήρε ένα μπιμπερό, το γέμιζε με γάλα, και πήγαινε στο κρεββάτι της ρουφώντας το γάλα από το μπιμπερό. Το προσωπικό του ξενώνα δεν ήξερε τι να κάνει, άφηνε την Κάρυ να εκφρασθεί όπως ήθελε, και την υποστήριζε όπως καλύτερα μπορούσε. Τελικά η Κάρυ τελείωσε το σχολείο, και το προσωπικό της βρήκε δουλειά σε μια φάρμα φίλων του ξενώνα, όπου η Κάρυ πέρναγε τη μισή εβδομάδα πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας.

Τα παιδιά που έφταναν στους ξενώνες έφερναν μαζί τους και ένα κομμάτι από το παρελθόν τους, από τον κόσμο που άφησαν πίσω τους, και μέσω του αντικειμένου αυτού προσκολλιούνταν  στον κόσμο αυτό, σαν να μην τον είχαν αφήσει. Για κάποια παιδιά αυτό το κομμάτι ήταν ένα ρούχο, που δεν άφηναν κανένα να αφαιρέσει από πάνω τους, αναγκάζοντας το προσωπικό του ξενώνα να τους δώσει αναισθητικό για να μπορέσουν να αφαιρέσουν τον ρουχισμό, που τις περισσότερες φορές ήταν σε άθλια κατάσταση.   Για άλλα ήταν ένα αρκουδάκι που είχε περάσει τα πάνδεινα, ή ένα παπάκι που έβαζαν στη μπανιέρα μαζί τους.

Τα παιδιά  κουβαλούσαν μέσα τους την αίσθηση της αποτυχίας και της ενοχής. Η θεμελιώδης υποστήριξη που έπρεπε να προσφέρει ο ξενώνας ήταν να βοηθήσει το παιδί να αναπαραστήσει το παρελθόν, όσο δύσκολο και αν ήταν αυτό. Μετά από ένα μακρύ χρονικό διάστημα, αυτή η αναπαράσταση συνέβαινε σε πολλά από τα παιδιά. Για να φτάσει όμως το παιδί στο σημείο αυτό, έπρεπε να διασχίσει μια δύσκολο και επίπονη διαδρομή. Αρχικά, μόλις το παιδί αισθανθεί ασφάλεια στο νέο το περιβάλλον, φορτώνει όλα τα κακά του παρελθόντος του σε αυτό, και πλάθει ένα κόσμο φανταστικό, όπου όλα είναι τέλεια, μακριά από τον ξενώνα. Αυτό σημαίνει ότι είναι επιθετικό απέναντι στο προσωπικό του ξενώνα, ο οποίος είναι το «κακό» περιβάλλον, που απειλεί το «τέλειο» περιβάλλον έξω από τον ξενώνα. Αν το προσωπικό του ξενώνα αντέξει αυτή τη δοκιμασία, το παιδί μπορεί χτίσει σχέσεις με το προσωπικό, που το βοηθούν να επανέλθει στην πραγματικότητα.

Οι πιο δύσκολες περιπτώσεις είναι εκείνες που το παιδί δεν έχει μέσα του σκιρτήματα ζωής. Σε αυτές το καλύτερο είναι να περιμένει ο κοινωνικός λειτουργός  υπομονετικά, για να δείξει το παιδί κάποιο σημάδι, ενθαρρύνοντας και υποστηρίζοντας και την παραμικρή προσπάθεια του παιδιού.

Τέτοια ήταν η περίπτωση ενός αγοριού έξι ετών, που έχασε και τους δύο γονείς του σε αεροπορική επιδρομή. Δεν μιλούσε, δεν έπαιζε, καθόταν σιωπηλό και παρατηρούσε όσα γινόντουσαν γύρω του. Την φιλοξενία και φροντίδα του ανέλαβε μια καλή οικογένεια που είχε παιδιά. Η θετή μητέρα του είχε αντιληφθεί τι συνέβαινε στον μικρό και δεν τον πίεσε ποτέ να κάνει κάτι. Ανέχθηκε την συμπεριφορά του και έδειξε απεριόριστη υπομονή ακολουθώντας τους ρυθμούς του αγοριού. Μετά από δεκαοκτώ μήνες, το αγόρι άρχισε να συνέρχεται. Οι πρώτες του απόπειρες να παίξει ήταν υποτονικές και λάμβαναν χώρα μόνο όταν τα άλλα παιδιά ήταν έξω, και το αγόρι ήταν μόνο με την θετή μητέρα του, που φρόντιζε να έχει χρόνο για να είναι μαζί του διαβάζοντας ή πλέκοντας. Σταδιακά το παιχνίδι του αγοριού έγινε πιο περίπλοκο, όμως σταματούσε πάντα όταν έμπαινε κάποιος στο δωμάτιο. Μια μέρα έχτισε ένα καταφύγιο και αναπαρέστησε τον θάνατο των γονέων του, ρωτώντας την θετή μητέρα του «Πονάς όταν πεθαίνεις;». Το αγόρι μπόρεσε έτσι να ξεπεράσει τον θάνατο των γονέων του, έχοντας νοιώσει την ασφάλεια και την αποδοχή του στο νέο του οικογενειακό περιβάλλον. Η συμβολή της θετής μητέρας είναι καθοριστική για την εξέλιξη αυτή και για το λόγο αυτό αξιέπαινη. Βοήθησε το αγόρι όχι μόνο με την αγάπη της, αλλά με την υπομονή και την διακριτική αποδοχή της «δύσκολης» συμπεριφοράς του, που του επέτρεψε να διαχειριστεί το πένθος και την κατάθλιψη του με τον τρόπο και τον ρυθμό του. Η δουλειά της Britton ήταν τόσο καλή που της ανέθεσαν εκτός από τα καθήκοντα της κοινωνικής λειτουργού και την διαχείριση και τη διοίκηση των ξενώνων. Έτσι μπόρεσε να δίνει λύσεις σε όλα τα προβλήματα λειτουργίας των ξενώνων, τις αλλαγές προσωπικού, τις μεταφορές παιδιών και την συνολική παροχή φροντίδας, και μπόρεσε να διαμορφώσει ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο κάθε μέρα τα παιδιά μπορούσαν να βιώσουν σταθερότητα και ασφάλεια.

Η εμπειρία που απέκτησε με τα ξεριζωμένα παιδιά οδήγησε τον Winnicott σε νέες πρακτικές. Ενώ πριν τον πόλεμο περνούσε τον περισσότερο χρόνο του σε ατομικές συνεδρίες με ασθενείς, και θεωρούσε ότι η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί να αποτελεί έργο ομάδας, μετά τον πόλεμο παραδέχθηκε ότι οι κοινωνικοί λειτουργοί μετέχουν στην διαδικασία περίθαλψης και φροντίδας του ασθενή, και σηκώνουν ένα μεγάλο μέρος του φορτίου. Έτσι έδωσε προτεραιότητα σε συμβουλευτικές συναντήσεις με κοινωνικούς λειτουργούς και γονείς. Η επιτυχής συνεργασία του με την κοινωνική λειτουργό τον έπεισε ότι οι δύσκολοι ασθενείς χρειάζονται και τους δύο. Ο ψυχίατρος – ψυχαναλυτής από μόνος του δεν επαρκεί για να δώσει στον ασθενή την απαιτούμενη καθημερινή υποστήριξη (holding). Για τον Winnicott ο κοινωνικός λειτουργός εξ ορισμού πρέπει να καταλάβει την συναισθηματική ανάπτυξη του ανθρώπου καθώς μεταβαίνει με αργό αλλά σταθερό βήμα από την κατάσταση της απόλυτης εξάρτησης στην ανεξαρτησία. Ο γιατρός δεν έκρυψε το ότι η άποψη του αυτή στηρίζεται στην πίστη στην ανθρώπινη φύση.

Η σχέση του γιατρού – ψυχαναλυτή με την κοινωνική λειτουργό εξελίχθηκε και μετασχηματίσθηκε από επαγγελματική σε προσωπική. Τον Μάιο 1944 η Clare απέρριψε μια προσφορά εργασίας επειδή θα προκαλούσε διαταραχή στη σχέση της με τον  Δρ. Winnicott. Ο πατέρας του Winnicott απεβίωσε τον Δεκέμβριο 1948 σε ηλικία 93 ετών. Εικάζεται ότι ο θάνατος του πατέρα απελευθέρωσε τον γιό από τα δεσμά ενός βασανισμένου γάμου. Η γυναίκα του Alice Taylor υπέφερε από ψυχικές διαταραχές και ήταν δυστυχισμένη, ο δε γάμος που έγινε το 1923 ήταν αποτυχημένος. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Winnicott άρχισε να απομακρύνεται από την συζυγική εστία. Πολλά βράδια κοιμόταν στο γραφείο του. Ήταν μία περίοδος πολύ δύσκολη για τον γιατρό, που υπέστη την πρώτη καρδιακή προσβολή του το 1949. Τον Αύγουστο του 1950 ο Winnicott μίλησε στον Karl, αδελφό της  Clare, και του ανέφερε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στην προσπάθεια του να πάρει διαζύγιο. Η πίεση οδήγησε τον γιατρό στο δεύτερο καρδιακό επεισόδιο τον Σεπτέμβριο του 1950. Τελικά οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν και το διαζύγιο εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 1951. Λίγες μέρες μετά, ο Donald και η Clare ενώθηκαν σε γάμου κοινωνία. Καθώς δεχόντουσαν τα συγχαρητήρια των καλεσμένων στο γάμο, η Clare τους είπε «τον έβαλα να μου υποσχεθεί ότι θα ζήσει να γίνει τουλάχιστον εκατό χρονών».

Η Επίσκεψη του Σπύρο Άγκνιου στη Ρόδο το 1971 – Spiro Agnew’s Visit to Rhodes in 1971

Ο Σπύρο Άγκνιου (1918 – 1996) γιός του Θεόφραστου Αναγνωστόπουλου, εξαδέλφου της γιαγιάς μου από τη μητέρα μου Αντωνίας Σωτηριάδου, και ως εκ τούτου δεύτερος εξάδελφος της μητέρας μου, διετέλεσε 39ος Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ στο χρονικό διάστημα 1969 – 1973.

Την 16η Οκτωβρίου 1971, σε ηλικία 53 ετών, με την ιδιότητα του Αντιπροέδρου των ΗΠΑ, με Πρόεδρο τον Ρίτσαρντ Νίξον,  ο Άγκνιου επισκέφθηκε την Ελλάδα με την γυναίκα και τις δύο κόρες τους. Η εβδομαδιαία επίσκεψη είχε δύο μέρη. Το πρώτο ήταν επίσημο, το δεύτερο προσωπικό.

Την Τετάρτη 20η Οκτωβρίου 1971 ο Άγκνιου μετέβη στην Ρόδο, συνοδευόμενος από τον Στυλιανό Παττακό. Στη Ρόδο συνάντησε την μητέρα μου, μετά από επιθυμία του ιδίου και προετοιμασία που διήρκεσε μερικές εβδομάδες.

Η συνάντηση έγινε στο κτίριο της νομαρχίας Δωδεκανήσου. Ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο της ασφαλείας ήρθε στο σπίτι μας και πήρε την μητέρα μου. Όταν την ενημέρωσαν ότι στη συνάντηση της με τον Άγκνιου θα παρίστατο και ο Στυλιανός Παττακός, αυτή αρνήθηκε και ζήτησε να επιστρέψει στο σπίτι.

Μετά από συνεννοήσεις με τον ίδιο τον Άγκνιου, οι άνδρες της ασφάλειας που συνόδευαν την μητέρα μου της ανακοίνωσαν ότι στη συνάντηση δεν θα παρίστατο ο Παττακός λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων. Η συνάντηση διήρκεσε περίπου 20 λεπτά. Από όσα ανέφερε μετά η μητέρα μου, ο Άγκνιου ήταν ιδιαίτερα φιλικός και η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την οικογένεια και τους συγγενικούς δεσμούς. Όταν στο τέλος ο Άγκνιου ρώτησε την μητέρα μου αν ήθελε να του ζητήσει κάτι, εκείνη του απάντησε «να βοηθήσετε στην επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα».    

Μετά από την συνάντηση αυτή δεν υπήρξε καμιά άλλη επικοινωνία της μητέρας μου με τον Άγκνιου. Ήταν σα να μην υπήρχε. Σημειώνω ότι ο αδελφός της μητέρας μου Γιώργος ζούσε στο Σικάγο των ΗΠΑ από το 1951. Ο Άγκνιου δεν τον έψαξε και δεν τον συνάντησε ποτέ. Ο λόγος για τον οποίο συνάντησε την μητέρα μου παραμένει άγνωστος.

Η οικογένεια Άγκνιου αναχώρησε από την Αθήνα για το ταξίδι της επιστροφής την 23η Οκτωβρίου 1971. Αναφορά της Βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα  με ημερομηνία 27 Οκτωβρίου 1971, εκτιμά ότι η επίσκεψη Άγκνιου στην Ελλάδα αποτέλεσε έκφραση ισχυρής υποστήριξης των ΗΠΑ προς την στρατιωτική δικτατορία.

Μέχρι σήμερα ο Σπύρο Άγκνιου είναι ο μοναδικός Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ που παραιτήθηκε από το αξίωμα του το 1973 επειδή περιέπεσε σε ποινικά αδικήματα.

Lunch in Microlimano, Piraeus, Greece

Microlimano is a small fishing harbor in Piraeus that today features a wide variety of dining and entertainment options. What follows is photos from a Sunday lunch in one of the restaurants located by the sailing boat dock.

Sea Urchin Eggs. An absolute delight for the sea lover.

Grilled Octopus with “stamnagathi” greens. The greens are slightly bitter, dressed in olive oil and lemon juice. The octopus is grilled and sliced thinly. Divine simplicity.

Grilled Grouper Fillet. The fish was grilled whole, and then deboned when served.

Grilled Grouper Head. The absolute fish delicacy.

Madonna and Child paintings by Botticelli and Raphael in Berlin

This post is about Madonna and Child paintings by Raphael and Botticelli in Berlin’s Gemäldegalerie.

Raphael, Madonna with Child, St. John and a Child Saint (Madonna Terranuova)

Raphael, Madonna with Child, St. John and a Child Saint (Madonna Terranuova), ca. 1505, oil on poplar © Staatliche Museen zu Berlin, Gemäldegalerie. Photo N. Moropoulos

Of the five paintings of the Virgin Mary by Raphael owned by the Gemäldegalerie, the Madonna Terranuova (named for the collection from which it was acquired), which dates from circa 1505, and hence from the beginning of the artist’s Florentine period, is the largest and most monumental panel, and the only one in tondo form.

Together with the Madonna Connestabile (Saint Petersburg, Hermitage), which dates from 1504, it is one of Raphael’s earliest paintings in this format. It can be traced to an earlier pen-and-ink drawing by Raphael (Lille) from the earlier Umbrian period, which shows the Virgin Mary and the Christ Child with the young John the Baptist; here they are flanked by two background figures: an angel (Michael) and Saint Joseph. In the drawing, then, there was no space for a landscape. The drawing was later cut down, becoming semicircular above, and a large section is missing on the lower right, which originally showed the Christ Child’s legs, the Virgin’s lower left arm, and Joseph’s hand. Researchers regarded a contemporary copy of the drawing now in Berlin as preserving the original, pristine condition of the compositional drawing in Lille, but the differences between the two should not be overlooked.

In the Berlin drawing, the Virgin’s lower left arm emerges from her cloak, the hand open, in a way that resembles the painting. In the Lille drawing, in contrast, the cloak does not conceal Mary’s now visible upper arm. Similar deviations are noticeable with regard to Joseph’s hands. Given the deviations in the Berlin copy in relation to the original drawing, it cannot be simply assumed that the Berlin version reflects the missing parts of the original drawing in Lille. Instead, the Berlin drawing probably represents a different stage of compositional development, or may be a variant from the hand of an unknown Umbrian artist. A fragment of the cartoon showing the head of the Virgin is found in the Berlin Kupferstichkabinett (my note: see below). The pictorial conception corresponds to an Umbrian compositional schema dating from the late 15th century, one adopted by Raphael from Perugino (1493; Paris, Musée du Louvre) and adapted in the early Berlin panel (1502; no. 145).

After deciding to use the tondo form for the Madonna Terranuova, he omitted the flanking saints, which must now have seemed to him old-fashioned, dividing the background of the composition horizontally precisely at the lateral axis into a lower half, which is covered by a balustrade, and an upper half, which displays a landscape with an expansive sky, against which the head and shoulder contours of the Virgin are set off sharply. By juxtaposing the infant John the Baptist on the left with the figure of another, half-nude boy with halo on the right as a counterpart,

Raphael creates the type of pyramidal or triangular composition he would often use subsequently. Noticeable in the soft sfumato, the extroverted gestures, and the developed spatiality is the influence of Leonardo da Vinci, who had returned to Florence from Milan in 1503. His art made a deep impression on Raphael, who borrowed the motif of the Virgin’s gracefully outstretched left hand from Leonardo’s Madonna of the Yarnwinder (1501 ; the best version, possibly an original, is owned by the Duke of Buccleuch).

Raphael introduces this motif only during a later working stage. Infrared reflectography shows the initial preliminary drawing of the left-hand. It “was supposed to rest on the thigh, gently supporting the foot of the child” (J. Meyer zur Capellen 1994)| 200 Masterpieces of European Painting – Gemaldegalerie Berlin, 2019).

Head of the “Madonna Terranuova” (fragment of the cardboard), drawing, around 1505. Black pencil, heightened with white, stippled, on paper.

Despite the badly damaged, even fragmentary state of preservation, the outstanding quality of this drawing cannot be overlooked. The draughtsman created the tilted head of a young woman of particular delicacy with a black pen. This is an original-size drawing (a so-called cartoon), which apparently served to transfer this head to the picture support when a painting was being executed. This was done mechanically, namely by fingering through the most important lines, which also explains why the paper has suffered so much. Nonetheless, it is in the hand of Raphael, as it depicts the head of the so-called Madonna Terranuova (so named after the collection from which it was acquired), now housed in the Berlin Gemäldegalerie. (DK 2019)

Raphael, Mary with the Child / Madonna Solly, painting, around 1500/1502

Raphael, Mary with the Child / Madonna Solly, around 1500/1502. Credit: National Museums in Berlin, Picture Gallery / Christoph Schmidt

In Raphael’s picture, the child’s head turn and line of sight are newly motivated by the book that Maria is holding out to him with her right hand and which she is reading herself: the book is the common focus of attention for mother and child. Raphael also follows Perugino’s Umbrian stylistic type of the half-length Madonna in front of a landscape with gentle hill contours that are enlivened by individual trees. But the approach to a psychological penetration and visualization of the interrelationship between mother and child is new, a first achievement of his more modern, more humane conception of art – he varied the motif of the book in a stylistically and temporally related Madonna picture (Los Angeles, Norton Simon Museum of Art ), to which various preliminary drawings refer, which were sometimes erroneously associated (as in the 1931 report) with the Madonna Solly.

A pen drawing by Raphael in the Louvre (no. 1607) is related to the latter. – The bird, which the child holds with a fine cord in the right and left hand, symbolizes the soul (cf. Rubens cat. no. 763) and, as a goldfinch eating thistles and thorns, points to the passion and resurrection of Christ. – A second, contemporary version (1961 in an Italian private collection) was published by Longhi as the original first version”. The latter, however, is merely a copy.* Perhaps the Madonna Dotallevi (Ident. No. 147) is the earliest.

The Florentine painter Sandro Botticelli (1445-1510) is considered one of the most important artists of the Renaissance. Countless reproductions have been made of his works, with some creators adding a slant or “modern touch”, resulting in a work that has acquired a momentum and trajectory in its own right. Many of these re-workings are so removed from the originals that Botticelli has become a household name and can be used as a touchstone for fashion and lifestyle without any mention being made of his paintings. Products are named after him, popular-culture personalities allude to his motifs in fashioning their own image, and some of the characters portrayed in his works – particularly his “Venus” – are now firmly embedded in collective awareness.

Installation of the picture gallery in the Kaiser-Friedrich-Museum, room 37, painting by Botticelli photography [1933 – 1939]. Credit: National Museums in Berlin, Central Archive

Sandro Botticelli “Mary with the Child and Singing Angels” (102A).- Sandro Botticelli “Saint Sebastian” (1128).- Sandro Botticelli, workshop “Giuliani de’ Medici” (106B).- Sandro Botticelli, workshop “Profile portrait of a young woman” (106A) Reason: reorganization of the collection

The Virgin and Child with Singing Angels (Raczyński Tondo)” was painted around 1480.

Sandro Botticelli The Virgin and Child with Singing Angels. © Staatliche Museen zu Berlin, Gemäldegalerie. Photo N. Moropoulos

Possibly the cyclorama belonged to the brothers of S. Francesco in Florence. Mary is crowned as the queen of heaven, and at the same time she is the compassionate mother of the Christ child destined for sacrifice. He grabs her breast. The nurturing Mary was considered by theologians to be the mother of all people and the giver of salvation. Singing angels praise her, holding lilies as symbols of purity. Just as one always looked for the ideal of earthly female beauty in the face and figure of Mary, so one can see in the angels the embodiment of youthful, harmonious proportions. Botticelli mastered the demanding format with a well thought-out pictorial arrangement that takes up the round of the boundary: the Madonna is enthroned in the center of multiple circling movements.| Prestel Museum Guide – Picture Gallery Berlin, 2017

Below you can see another picture by Botticelli, “Mary with the child and angels carrying candlesticks“painted around 1485/1490, which belonged to the collection of the Gemäldegalerie but is no longer there. Most probably it has been destroyed in May 1945 in the control tower of the anti-aircraft bunker in Berlin’s Friedrichshain..

Sandro Botticelli, Mary with the Child and angels carrying candlesticks – Credit: National Museums in Berlin, Picture Gallery / Gustav Schwarz

Ancient Greek Art in Berlin’s “Altes Museum”

I took these photographs when I visited the “Altes Museum” in Berlin in 2002. I checked recently the online collection of the Museum, and all the objects are there.

Greek wine-mixing vessel, Attic red-figure, attributed to the vase painter Euphronios, c. 515 BC
Wounded Amazon of Polycletus from Argos
Statue, clothed, standing
3rd quarter of the 5th century BC

Early Imperial marble copy after a Greek bronze original by the sculptor Polyklet for the sanctuary of Artemis in Ephesus. From antiquity, a competition between the most famous sculptors of classical times for the depiction of a wounded amazon has survived. Polyklet’s work has been recognized as the finest and one of the most celebrated masterpieces of the Classical period. Repeated many times in Roman times, the Berlin statue is one of the best copies.

Torso of the Doryphorus of Polykleitos from Argos
Statue, nude, standing
mid 5th century BC

Roman copy of the early Imperial period after a Greek bronze statue of Polykleitos. The shape of the spear-bearer of Polykleitos reflects the experimental examination of the interplay of stress and relief in the depiction of the human body. Depicted is the ideal of the athletic, armed man who uses his life and limb for the freedom of his city.

Bronze statue of a young man (so-called praying boy)
Statue, nude, standing
Late 4th century BC/ early 3rd century BC

The statue, found in the Renaissance, went through many collections before Frederick II acquired it. His arms are imaginatively complemented and give the statue its name. Stylistically, he is associated with the environment of the sculptor Lysippus of Sicyon. At this point since 1830, it is the signet of the antique collection.

so called Narcissus
Statue, nude, standing
Late 5th century BC/ early 4th century BC

Roman copy of the 2nd century AD. after the Greek bronze statue of the so-called Narcissos by Polyket around 400 BC. Chr.

Pouring Satyr
Statue, nude, standing
2nd quarter of the 4th century BC

Roman copy around 150 AD. after a Greek original from around 370 – 350 BC; the original is attributed to the Attic sculptor Praxiteles.

Emil Nolde Graphik – 12 Kunstkarten – 12 Etchings on cards

Emil Nolde is one of my favourite German artists. Today I present 12 of his etchings printed on post cards.

Emil Nolde, Hamburg
Emil Nolde, Girl
Emil Nolde, Candle Dancers
Emil Nolde, Big Windmill
Emil Nolde, Tingel Tangel II
Emil Nolde, Tingel Tangel III
Emil Nolde, Young Daenin
Emil Nolde, Youngsters
Emil Nolde, Strange Beings
Emil Nolde, Small Female Dancer
Emil Nolde, Kabaret
Emil Nolde, Fishing Steam Boat
Emil Nolde, Blond Woman

“Clean” Monday’s Lunch – 27 February 2023

Clean Monday is the day that marks the beginning of the 40 days that lead to the Orthodox Easter. The Greek custom is that we celebrate the beginning of Lent with a feast that does not include meat, fish, eggs, milk and other diary products.

This year I was invited to join my sister and her friends on the traditional lunch.

Here are the highlights of the meal.

Thank you Tonia!

Taramossalata
Dolmades with vine leaves and rice, Pickled Volvoi (root vegetable), Pickled Artichokes
Braised octopus with green olives and bay leaves
Fried squid
“Fouskes” in olive oil, lemon and brine
Grilled cuttlefish and shrimp

Γλυκόξινες Βενετσιάνικες Σαρδέλες (Sarde in Saor)

Ένα φθινοπωρινό μεσημέρι του 2011 γευμάτισα την τρατορία Antica Mola dai Costa. Βρίσκεται επάνω στο Rio della Misericordia (κανάλι του ελέους), στην περιοχή Cannaregio της Βενετίας. Μόλις είχα επισκεφθεί το Ghetto Nuova (Εβραϊκό Γκέτο), που βρίσκεται σε απόσταση λίγων μέτρων, και είναι το πρώτο Εβραϊκό γκέτο στον κόσμο. Συγκροτήθηκε με απόφαση του Δόγη Leonardo Loredan και της Ενετικής Γερουσίας την 29η Μαρτίου 1516. Όλοι οι Εβραίοι της Βενετίας έπρεπε να ζουν στην περικλεισμένη αυτή περιοχή. Το γκέτο διατηρήθηκε μέχρι το 1797, όταν ο Ναπολέων κατέλαβε και κατέλυσε την Δημοκρατία της Βενετίας. Με απόφαση του την 11η Ιουλίου 1797 κατήργησε τον διαχωρισμό του γκέτο από την υπόλοιπη Βενετία. 

Το Εβραϊκό Γκέτο στο Cannaregio. Πηγή: Google Maps

Το τρίτο Σάββατο κάθε Ιουλίου στη Βενετία γίνεται μια μεγάλη γιορτή, πάνω στο μικρό νησάκι Τζιουντέκα. Η γιορτή είναι αφιερωμένη στον Ευλογημένο Λυτρωτή (Santissimo Redentore), που έσωσε την πόλη από την επιδημία πανούκλας του 1575. Η επιδημία κράτησε δύο χρόνια και σκότωσε πάνω από 50,000 κατοίκους. Για να ευχαριστήσουν τον Θεό για την σωτηρία τους, οι Βενετσιάνοι ανέθεσαν στον διάσημο αρχιτέκτονα Αντρέα Παλάντιο (Andrea Palladio) να χτίσει στο μικρό νησάκι Τζιουντέκα μια εκκλησία αφιερωμένη στον Ευλογημένο Λυτρωτή της Γαληνοτάτης.

Ένα από τα πιάτα που σερβίρονται στην γιορτή του Ευλογημένου Λυτρωτή είναι γλυκόξινες σαρδέλες (Sarde in Saor). Η λέξη saor είναι παραφθορά της λέξης sapore στη βενετσιάνικη διάλεκτο και σημαίνει «νοστιμιά». Το πιάτο είναι παραλλαγή του πιάτου ‘Pesce in Saor’, που όπως αναφέρει η Claudia Roden στο βιβλίο της The Book of Jewish Food το μαγείρευαν οι Εβραίοι της Βενετίας την Παρασκευή και το έτρωγαν το Σάββατο. Η παραδοσιακή συνταγή που αναφέρει η Roden είναι παραλλαγή του πορτογαλικού ‘escabeche’, λέξη που προέρχεται από την μεσαιωνική αραβική sikbaj που έχει περσική ρίζα, και σημαίνει «ξινό». Το κύριο συστατικό είναι ψάρι γλώσσα, που μπορούσαν να προμηθευτούν μόνο οι εύποροι κάτοικοι της Βενετίας. Οι φτωχοί το έφτιαχναν με σαρδέλες. Η παρασκευή έχει τρία διακριτά στάδια. Στο πρώτο αλευρώνεται και τηγανίζεται το ψάρι σε φυτικό λάδι χωρίς ιδιαίτερη γεύση. Στο δεύτερο ετοιμάζεται η γλυκόξινη σάλτσα που θα σκεπάσει το ψάρι στο τρίτο στάδιο. Η σάλτσα στη βενετσιάνικη εκδοχή της έχει βάση τα κρεμμύδια. Αρχικά τηγανίζονται μέχρι να μαλακώσουν σε αγνό παρθένο ελαιόλαδο και μετά προστίθεται ξύδι από άσπρο σταφύλι, άσπρο κρασί, σταφίδες και σπόροι κουκουνάρι, αλάτι και πιπέρι, και σιγοβράζουν για 10 λεπτά. Στο τρίτο στάδιο, τα ψάρια τοποθετούνται σε στρώσεις σε ένα δοχείο με ψηλά τοιχώματα. Ανάμεσα σε κάθε στρώση τοποθετείται ολίγο από το μίγμα της σάλτσας. Όταν ολοκληρωθούν οι στρώσεις, συμπληρώνεται το μίγμα με την υπόλοιπη σάλτσα.  Το δοχείο κλείνεται και τοποθετείται στο ψυγείο. Τρώγεται την επομένη.

Sarde in Saor Φωτογραφία Νίκος Μορόπουλος

Η μέθοδος παρασκευής saor εφαρμόζεται και σε κρέατα όπως το κουνέλι. Από την Βενετία διαδόθηκε και στο Βυζάντιο, όπου η σάλτσα ονομάστηκε ‘σαβούρα’, που στη σημερινή παραφθορά της είναι το ΄σαβόρο’. Στην Κρήτη στο σαβόρο προσθέτουν δενδρολίβανο, ενώ στην Κέρκυρα προσθέτουν και ντομάτα.

Το πιάτο που γεύτηκα στην τρατορία ήτανε πιστό στην παραδοσιακή συνταγή. Νομίζω ότι η τρυφερότητα των κρεμμυδιών είναι σημαντικό κριτήριο επιτυχίας του πιάτου. Δεν πρέπει να είναι σκληρά, ούτε όμως και να λιώνουν, γιατί όλες οι άλλες υφές στο πιάτο είναι τρυφερές και κρεμώδεις. Το άλλο κρίσιμο χαρακτηριστικό είναι η ισορροπία ανάμεσα στο ξινό και το γλυκό. Όπως σε τόσα άλλα μαγειρικά εγχειρήματα, και εδώ χρειάζεται εμπειρία, ώστε το πιάτο να βγαίνει σωστό κάθε φορά. Όσες επιθυμούν μια πιο ελαφρά εκδοχή του πιάτου, μπορούν να ψήσουν τις σαρδέλες στο φούρνο, προσέχοντας να μην διαλυθούν.