Ταξίδια με το πλοίο της γραμμής


Αγάπησα τα πλοία της γραμμής από τον πατέρα μου, που δεν ταξίδευε με αεροπλάνο. Από εκείνον έμαθα τη λέξη «μπουνάτσα», που προέρχεται από την ενετική ‘bonazza’, και σημαίνει κάλμα, αρυτίδωτη θάλασσα, θάλασσα σα λάδι. Από τον πατέρα μου έμαθα και τους ανέμους.
Αναφέρω τους αγαπημένους μου ανέμους. Η «τραμουντάνα», από το λατινικό trans-montanus, που σημαίνει «πάνω από τα βουνά» (για τους Λατίνους τις Άλπεις). Είναι το όνομα που δίνουν οι ναυτικοί της Μεσογείου στον Βόρειο άνεμο. Ο «γαρμπής» είναι νοτιοδυτικός άνεμος. Η λέξη έχει προέλθει από την αραβική garbī `δυτικός΄ και την συγγενική της ενετική ‘garbin’. Ο «σιρόκος» είναι νοτιοανατολικός άνεμος, προέρχεται από την ιταλική – ενετική λέξη ‘scirocco’.
Το ταξίδι με πλοίο μου έδινε μια αίσθηση απόδρασης από την καθημερινότητα μου, μια εμβάπτιση σε κάτι καινούργιο, διαφορετικό, ξέγνοιαστο, συνεχώς ανανεούμενο. Το πλοίο ήταν μια κολυμβήθρα που καθάριζε και ηρεμούσε το νου και την ψυχή.

Τι εύκρατη που γίνεται η σκέψη , όταν
τα μπλε σου βγαίνουν περίπατο.

Οδυσσέας Ελύτης

Τα πλοία εκείνης της εποχής – μιλάμε για τις δεκαετίες 1960 και 1970 – ήτανε «βάρκες σε σχέση με τα σημερινά. Μιαούλης, Κανάρης, Καραϊσκάκης, Αικατερίνη, Μιμίκα.
Το ταξίδι ξεκινούσε από το λιμάνι της Ρόδου. Μόλις κατεβαίναμε από το ταξί ερχόντανε οι αχθοφόροι να πάρουνε τις βαλίτσες. Η στολή τους ήτανε ένα μπλε λουλακί πουκάμισο καμωμένο από χοντρό ύφασμα κι ένα κασκέτο. Μερικοί ήταν ξυπόλητοι. Περιττό να πω ότι όλοι ξέρανε τον «κύριο Μορόπουλο». Περνάγαμε το διάδρομο του Τελωνείου (μετά την απελευθέρωση τους από τον ιταλικό ζυγό τα Δωδεκάνησα είχαν ένα ειδικό δασμολογικό καθεστώς) και κατευθυνόμασταν προς το πλοίο που τότε έδενε πλευρικά και κατέβαζε σκάλα για τους επιβάτες. Με τον αχθοφόρο να τρέχει μπροστά, μπαίναμε στο χώρο υποδοχής του πλοίου.
Ο πατέρας μου πάντοτε ταξίδευε σε καμπίνα πρώτης θέσης ή λουξ και γευμάτιζε στην τραπεζαρία του πλοίου. Τα φιλοδωρήματα που έδινε τον είχαν καταστήσει γνωστό και δημοφιλή στους καμαρότους και τους σερβιτόρους των πλοίων της γραμμής.


Ο αχθοφόρος πήγαινε με ένα καμαρότο τις αποσκευές στην καμπίνα και μετά πηγαίναμε στο σαλόνι όπου ο μπαμπάς απολάμβανε το ουίσκι του και κάπνιζε κι ένα τσιγαράκι.
Από τις πιο όμορφες στιγμές του ταξιδιού ήταν η αναχώρηση, μια διαδικασία που ξεκινούσε με την αναγγελία «Προσοχή! Προσοχή! Παρακαλούνται οι κύριοι επισκέπται να εξέλθουν του πλοίου. Το πλοίο είναι έτοιμο για αναχώρηση.» Λίγο μετά ένας ναύτης «έλυνε» τη σκάλα, δηλαδή αφαιρούσε τα πλευρικά κολωνάκια και μετά την ανέβαζε για να διπλώσει και να «κουμπώσει» στα πλευρά του πλοίου. Παράλληλα με το ανέβασμα της σκάλας οι ναυτεργάτες στην προκυμαία έλυναν τους κάβους και οι μηχανές φούλαραν όπισθεν ολοταχώς. Σε λίγα λεπτά το πλοίο είχε αποκολληθεί από την προκυμαία και εκτελούσε την μανούβρα για να γυρίσει και να βγει από το λιμάνι. Το πραγματικό ξεκίνημα του ταξιδιού ήταν η στιγμή που έχοντας κάνει τη μανούβρα, ο καπετάνιος έδινε το πρόσταγμα «Πρόσω ολοταχώς»!


Ένα καλοκαίρι στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με τον αείμνηστο φίλο Νικόλα Χατζηγρηγορίου πήραμε το πλοίο από τη Ρόδο και πήγαμε στην Σητεία της Κρήτης. Ο Νικόλας έπεισε τον πατέρα του να μας παραχωρήσει το αυτοκίνητο του, ένα Φόρντ Τάουνους. Το πλοίο δεν είχε γκαράζ, ανέβασαν το αυτοκίνητο με το βίντσι και το έδεσαν πάνω στην κουβέρτα της πλώρης. Στο κατάστρωμα γνωρίσαμε μια παρέα Γερμανούς δασκάλους που κάνανε περιοδεία στα νησιά. Μιλούσαμε ώρες πολλές. Για την ομάδα «Baader-Meinhof», για τους «Gastarbeiter», (φιλοξενούμενοι εργάτες, όρος της δεκαετίας του 1970, για τους οικονομικούς μετανάστες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), για το πόσο κακοπληρωμένοι ήσαν οι δάσκαλοι στη Γερμανία. Είναι σα να τους έχω τώρα δίπλα μου. Οι Γερμανοί συνταξιδιώτες μου έδωσαν την εικόνα μιας (Δυτικής τότε) Γερμανίας βαθιά διχασμένης, που συμπλήρωνε την εικόνα που σχημάτιζα από μυθιστορήματα όπως «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» (Die verlorene Ehre der Katharina Blum) του Γερμανού συγγραφέα Heinrich Böll (1974), που έγινε ταινία το 1974 από τους Volker Schlöndorff και Margarethe von Trotta.

Nikos Kavvadias: Embarking – Νικος Καββαδιας: Μπαρκαροντας

«Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη

και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.

Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.»

Αδημοσίευτοι στίχοι που βρέθηκαν στην ατζέντα του Νίκου Καββαδία, πιθανά για να μπουν στον πρόλογο της συλλογής «Τραβέρσο».

μπαρκάρω: <από το ιταλικό imbarcare> επιβιβάζομαι σε πλοίο, ή φεύγω με πλοίο ως ναυτικός

Ήταν Κυριακή, 17 Μάϊου 1974, όταν ο Νίκος Καββαδίας, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές και συγγραφείς, 64 ετών τότε, γεννημένος το 1910, συνάντησε φίλους του στο Τουρκολίμανο (έτσι το λέγαμε τότε το Μικρολίμανο) για μεσημεριανό φαγητό. Στις 4 το ίδιο απόγευμα μπαρκάριζε στο κρουαζιερόπλοιο «Υδροχόος», όπου ήταν Ασυρματιστής Α’. (Σημειώνω εδώ και τριάντα χρόνια δεν υπάρχει πια θέση ασυρματιστή στα καράβια.) Ο «Υδροχόος» έμελλε να είναι το στερνό καράβι του Καββαδία. Γύρισε από το μπάρκο στον «Υδροχόο» το Νοέμβριο του 1974 και πέθανε ξαφνικά στην Αθήνα εννιά μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1975 από εγκεφαλικό, περιμένοντας το επόμενο μπάρκο που δεν ήρθε ποτέ (το πλοίο ήτανε φορτηγό και άργησε να έρθει).
Στην αποβάθρα του τελευταίου μπάρκου πήγε τον Καββαδία ο φίλος του Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος. Εκεί ποζάρισαν οι δύο φίλοι για την φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα «Επτά Ημέρες» της «Καθημερινής» (Φεβρουάριος 1999).
Γιατί να πήρε άραγε την απόφαση να μπαρκάρει και πάλι ο Καββαδίας; Το ερώτημα αυτό γεννήθηκε καθώς κοίταζα την φωτογραφία, που αγκαλιάζει δύο διαφορετικούς κόσμους. Τον στεριανό Παπαδημητρακόπουλο, και τον ναυτικό Καββαδία, λίγο πριν τον αποχωρισμό.
Δεν υπάρχει απάντηση του ίδιου του Καββαδία στο ερώτημα αυτό. Ο «φυσιολογικός άνθρωπος» θα κοίταζε να μείνει στην Αθήνα, κοντά στους φίλους και γνωστούς, κοντά στην ανερχόμενη ποιητική του διαδρομή, με την επικείμενη έκδοση της συλλογής «Τραβέρσο». Όμως ο Καββαδίας δεν είναι ο «φυσιολογικός» άνθρωπος. Είναι ο περιθωριακός, είναι ο ναυτικός. Αυτή του η ιδιότητα θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την απόφαση του, αναλύοντας την σε δύο διαστάσεις: τον Θάνατο και τον Έρωτα.

Hellenic Mediterranean Lines: Aquarius

Ο Θάνατος (και η Σωτηρία)
Το 1932 ο Καββαδίας έγραψε το ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ», επιχειρώντας να δώσει απάντηση στο ερώτημα που είχε θέσει τότε ο Εμμανουήλ: «Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…»
Γράφει ο Καββαδίας:

«Γνωρίζω κάτι που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δεν σας γνώρισα ποτέ… σκεφτείτε εγώ.
Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ»
(Νίκος Καββαδίας, «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ», Μαραμπού, 1933)

Θα υποθέσω ότι ένας από τους λόγους του μπάρκου του Καββαδία είναι η Σωτηρία. Καθώς πλησιάζει ο Θάνατος, ο Άνθρωπος αποζητά την Σωτηρία. Κι αυτή τη Σωτηρία ο Ναυτικός Νίκος Καββαδίας τη βρίσκει στη θάλασσα. Τη θάλασσα του ναυτικού. Η σωτηρία στη θάλασσα είναι ταυτόχρονα και απόδραση στη θάλασσα, είναι ταυτόχρονα και επιστροφή στην μεγάλη Ερωμένη. Ο Καββαδίας γυρνάει στη θάλασσα για να πεθάνει εκεί, και τρέμει και μόνο με την ιδέα ότι μπορεί να τον βρει ο θάνατος στην στεριά. Το άγχος του κοινού και θλιβερού θανάτου το εκφράζει ολοκάθαρα:

«Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.»
(Νίκος Καββαδίας, «Mal du départ», Μαραμπού, 1933)

Για τον Καββαδία το να είναι ναυτικός ήτανε συστατικό στοιχείο του ΥΠΑΡΧΕΙΝ, και δεν γινότανε να το αποχωριστεί. Η πραγματική ζωή του ήτανε η ζωή του ναυτικού. Η ζωή στη στεριά ήτανε το διάλειμμα, η παρένθεση. Δεν θα «λευτερωθεί» ποτέ από την θάλασσα.

«Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ‘καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια…»
(Νίκος Καββαδίας, «Βάρδια», 1954).

«Ξανάπιασα πάλι βάρδια. Θα λευτερωθώ κάποτε από την Μεσόγειο;»
(Genova 21.4.1954, επιστολή του Καββαδία από το «Ιωνία» προς τον φίλο του λογοτέχνη Μ. Καραγάτση).

Ο Έρωτας
Το 1973, σε ηλικία 63 ετών, ο Καββαδίας συνάντησε σε μια παρουσίαση του έργου του από τον Καθηγητή Μ. Μητσάκη στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ την φιλόλογο Θεανώ Σουνά, την οποία ερωτεύτηκε. Από την αρχή όμως αυτός ο έρωτας ήτανε προβληματικός, αφού νεαρή φιλόλογος ήτανε μόλις 25 χρονών, και από ότι φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα, ο έρωτας του Καββαδία παρέμεινε ανεκπλήρωτος.

«Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή
το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου.»
(Γράμμα του Νίκου Καββαδία προς την Θεανώ Σουνά, χωρίς ημερομηνία)

Μια φωτογραφία βεβαιώνει ότι η Θεανώ Σουνά ήτανε παρούσα στο μεσημεριανό γεύμα που προηγήθηκε του τελευταίου μπάρκου. Και σίγουρα ήτανε και ένας από τους λόγους που μπάρκαρε ο Καββαδίας. Πως αλλιώς θα μπορούσε ο ναυτικός Καββαδίας να διαχειριστεί το τεράστιο αδιέξοδο του έρωτα του; Μόνο φεύγοντας μακριά, μόνο δραπετεύοντας στη θάλασσα.

Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…Θεανώ

Μόνο που το καράβι πήρε μόνο του τον Καββαδία, που κατάφερε να πείσει την Θεανώ ότι οι δύο τους δεν έχουν μέλλον.

«Της έλεγα, της επέμενα να φύγει, εγώ εξήντα πέντε, εσύ είκοσι πέντε, δεν ταιριάζει, φύγε. Και έφυγε. Και τώρα την παρακαλώ να γυρίσει και δεν γυρίζει. Ἑσύ᾽, μου λέει, ῾δεν επέμενες να σ᾽ αφήσω; Ε, σ᾽ άκουσα, τώρα τι θέλεις;᾽ Προχθές έπιασα ένα τσιγάρο και τώρα σκέφτομαι να το ξαναρχίσω. Να τ᾽ αρχίσω;»
(Μήτσος Κασόλας «Νίκος Καββαδίας: Γυναίκα – Θάλασσα – Ζωή: Αφηγήσεις στο μικρόφωνο» (Αθήνα 2004)

«Ὁ έρωτάς σου μία πληγή και τρείς κραυγές.»
(Νίκος Καββαδίας, «Αντινομία», Τραβέρσο, 1974)

Αναπόφευκτη κατάληξη η απελπισία. Ο κόσμος ερήμωσε, η αγάπη χάθηκε, ο άντρας γέρασε, μοναδική του προσμονή πια ο θάνατος.

«Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερό τιμόνι.
Mια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.»
(Νίκος Καββαδίας, «Πικρία», Τραβέρσο, 1975)

Δεν είναι τυχαίο ότι η «Πικρία» είναι το τελευταίο ποίημα του Καββαδία. Το έγραψε στις 7 Φεβρουαρίου 1975, λίγες μέρες πριν πεθάνει ξέμπαρκος, μόνος, χωρίς τη Θεανώ, στη στεριά.

Crete, Greece

I share some of the photos I took over the years on the island of Crete in Greece.

Fishing boat in Kolymbari, Chania – Ψαρόβαρκα στο Κολυμπάρι, Χανιά
Ruin in Kolymbari – Ερειπωμένο σπίτι στο Κολυμπάρι
Lobster in Kolymbari – Αστακός στο Κολυμπάρι
House in Vrahassi – Σπίτι στο Βραχάσι
House in Vrahassi – Σπίτι στο Βραχάσι
Taverna ‘Platanos; in Vrahassi – Ταβέρνα “Πλάτανος”, Βραχάσι
The port in the city of Chania – Το λιμάνι στα Χανιά
Building in the port of Chania – Κτίριο στο λιμάνι των Χανίων
Houses in the port of Chania – Σπίτια στο λιμάνι των Χανίων
Gate in Rethymno – Πϋλη στο Ρέθυμνο
Gate in Rethymno – Πϋλη στο Ρέθυμνο
Minoan Palace in Kmossos – Το παλάτι του Μίνωα στην Κνωσσό

Isola Dovarese, Cremona, Italia

google_map

municipio
Isola Dovarese, Municipio

2006_piazza_giacommo_matteotti
Isola Dovarese, Piazza Giacomo Matteotti

2006_piazza_giacommo_matteotti2
Isola Dovarese, Piazza Giacomo Matteotti

2006_cooperativa
Isola Dovarese, Cooperativa

isola_dovarese_biker
Isola Dovarese, Biker

caffe_la_crepa_inside
Isola Dovarese, the dining area of Caffe La Crepa

isola_dovarese_fumo_po
Isola Dovarese, River Oglio

 

Why “change” initiatives fail?

We witness so many so – called “change” initiatives in our everyday lifes, be it in business or politics, and often wonder what are the chances of them succeeding or failing.

Most of them are put together by “experts” and the executives / politicians in charge and then they are announced to the people, be it the employees of the corporation or the citizens, with the intent to convince them that this change is good for them and that they should support it, and along with it the leaders pursuing it.

I am most interested when this change initiative involves me directly, e.g. in case I work for the corporation that undergoes change, or am a citizen in the country where the elected leader promises change. I want to know what are the factors that make a change initiative succees or fail. In this article I discuss one of them, the open inquiry.

A critical issue in all of the change initiatives is to what extent they have been subjected to an inquiry that is open, in the sense that it involves stakeholders other than the decision makers and it enables them to question the leaders and designers of change and potentially challenge and modify underlying assumptions, principles, values and beliefs.

This is critical because people instinctively or not do not trust out-of-the-box “closed” change initiatives that have not been put to the test of an open discussion. Of course a person who has vested interests, e.g. whose power will increase as a result of the change, will not challenge it but unquestionably support it.

ancientgreekmask2

Roman, Republican or Early Imperial, Relief of a seated poet (Menander) with masks of New Comedy, 1st century B.C. – early 1st century A.D., Princeton University Art Museum

In addition to the inquiry itself, people always consider the openness to change of the leader(s) of the change initiative. In other words, they ask “how can they change others, if they are not able to change themselves?”

The leader therefore must demonstrate that she is capable of personal change herself, which implies that she is open to questioning of her behavior’s underlying assumptions and norms, and is willing during the process to suffer a complete loss of the unilateral control which the leaders usually exercise. In the process the leader may feel vulnerable, but this is not necessarily something negative.

Argyris and Schon (1) note that contrary to traditional wisdom, feeling vulnerable while encouraging enquiry is a sign of strength. Change is more likely when you advocate your principles, values and beliefs in a way that invites inquiry into them and encourages other people to do the same.

ancientgreekmask5.jpg
Image credit: The Kennedy Center Arts Edge

In view of the preceding arguments, I argue that it is more likely that a change initiative will succeed if its leader is open to change and espouses critical enquiry, compared to a leader who is an advocate of the control school that lets nothing out.

During this inquiry people will be able to ask questions and discuss with the leader(s) the various aspects of the change initiative. Even better, the change initiative will be formulated in such a way that it allows for adjustments to be made to it following the inquiry, and/or in during the inquiry process.

I find very interesting that it is rare for this issue to be raised during the planning, implementation and review of a change initiative.

At a time when everyone talks about and/or promises change, it is essential in my view to ask the simple question: “has this change initiative undergone a public, i.e. open inquiry?” Or is it the case that announcements were made and people were asked to enlist to the change camp?

The same approach would apply to politics. When a candidate or a party make a declaration of intent to change the status quo, to do things differently, why not invite people to a public discourse regarding change?

Reference

(1) Argyris and Schon, Organizational Learning II, Addison – Wesley, 1996

 

 

 

Crossing the Rio-Antirio Bridge: From Mainland Greece to the Peloponese

The Rio – Antirio Bridge connects mainland Greece to the northwestern tip of the Peloponese. It is 2,380 meters long, and in addition to the benefits it offers to the users of Greece’s transportation network, it is beautiful to look at.

In my crossing I went from right to left (Antirio – Rio).

This post is a reproduction of a bridge crossing using phorographs I have taken from the inside of the vehicle while driving through.

Toll station. Price for a car is 13.50 Euros. View of the bridge is restricted.
Can see the bridge, but it is tiny from here.
Let the crossing begin!
Approaching the Peoponese coastline. The end.

Other bridge related posts:

  1. Do not jump off from the bridge
  2. Painting London’s Waterloo Bridge

Michalitsi, Tzoumerka, Greece – Μιχαλίτσι, Τζουμέρκα

Βολτάροντας στα Τζουμέρκα, πέρασα από ένα χωριό που το λένε Μιχαλίτσι.

Ήτανε πρωί, ο ήλιος έλαμπε, κι ο οργανισμός μου ζητούσε ένα ωραίο καφέ.

Μόλις φτάνω στην μικρή πλατεία παρκάρω, και βγαίνω.

Μιχαλίτσι, Κεντρική Πλατεία – Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Φωτο: Νίκος Μορόπουλος

Το πρώτο που με εντυπωσίασε είναι ότι το καμπαναριό της εκκλησίας είναι στο κέντρο της πλατείας, και όχι δίπλα στην εκκλησία. Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου χτίστηκε το 1870 από τους ντόπιους μάστορες. Το χωριό ήτανε ένα από τα μαστοροχώρια της Ηπείρου.

Μιχαλίτσι, Κεντρική Πλατεία -Το καμπαναριό. Φωτο: Νίκος Μορόπουλος

Το καμπαναριό στέκει μοναχό στη μέση της πλατείας, και είναι εντυπωσιακό.

Μιχαλίτσι, Κεντρική Πλατεία -Το Κρυφό Σχολείο. Φωτο: Νίκος Μορόπουλος

Δίπλα το καφενείο, ταβέρνα, ξενώνας “Το Κρυφό Σχολείο”. Πέτρινο, πεντακάθαρο, με μαυροπίνακα ενημερωμένο και με όλα τα καλά. Εκεί θα πιώ και τον καφέ μου. Παραγγέλνω τον καφέ και  ακολουθεί η στοχομυθία.

ΕΓΩ: “Έχετε ωραία εκκλησία εδώ.”

“Εκκλησία έχουμε, κόσμο δεν έχουμε.”

Μιχαλίτσι, Κεντρική Πλατεία -Καφεπαντοπωλείον Μιχαλιτσίου. Φωτο: Νίκος Μορόπουλος

Η λιτή απάντηση με χτύπησε κατακούτελα. Κοίταξα απέναντι, σε ένα ισκερό μέρος κάτω από τα δέντρα, καθόντουσαν μια παρέα από ηλικιωμένους άντρες και παίζανε χαρτιά. Όλοι ντυμένοι καλοκαιρινά αλλά με επιμέλεια, σιδερωμένο παντελόνι, πουκάμισο, παπούτσι και κάλτσα.

Το καφεπαντοπωλείον Μιχαλιτσίου παραδίπλα ενοικιάζεται. Απόλυτη ησυχία.

Μιχαλίτσι, Κεντρική Πλατεία -Ηρώον Μιχαλιτσίου. Φωτο: Νίκος Μορόπουλος

Δίπλα στους χαρτοπαίκτες το Ηρώο του χωριού, αφιερωμένο στους νεκρούς των πολέμων 1912 – 1922.

Μιχαλίτσι, Κεντρική Πλατεία -Προτομή Δημητρίου Γ. Κοσμά. Φωτο: Νίκος Μορόπουλος

Κοντά στο ηρώο βρίσκεται η προτομή του Δημητρίου Γ. Κοσμά, Δασκάλου, Ακροναυπλιώτη που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το Μάιο του 1944 στην Καισαριανή. Με αυτή την αφορμή διάβασα για τους Ακροναυπλιώτες. Ήτανε κομμουνιστές που φυλακίστηκαν από τον Μεταξά. Με την έναρξη του πολέμου το 1940 δεν αφέθηκαν ελεύθεροι, παρόλο που ζήτησαν να πάνε να πολεμήσουν.  Παραδόθηκαν στους Γερμανούς από την κατοχική Κυβέρνηση και το 1943 μεταφέρθηκαν στο Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου,από όπου έκαναν το τελευταίο τους ταξίδι για την Καισαριανή.

Αργότερα έμαθα ότι το Μιχαλίτσι είναι δύο κοινότητες, μία βόρεια και μια νότια. Εγώ επισκέφθηκα τη νότια. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο πλατείες είναι περίπου 3 χιλιόμετρα.

Τέλειωσα τον καφέ μου κι αποχώρησα.

Στο δρόμο σκεφτόμουνα πόσο διαφορετικό είναι το Μιχαλίτσι από τη Ροδαυγή.

Στη Ροδαυγή είχε κόσμο, είχα ανοιχτά μαγαζιά, είχε ζωή. Το Μιχαλίτσι ήτανε ήσυχο, μα πολύ ήσυχο. Ακόμη και οι χαρτοπαίζοντες δεν κάνανε θόρυβο.

Δείτε επίσης τα ακόλουθα άρθρα σχετικά με τα Τζουμέρκα:

Ροδαυγή

Μονή Χρυσοσπηλιώτισσας, Κάτω Γραικικό

 

 

 

 

 

 

Rodavgi, Tzoumerka, Epirus, Greece – Ροδαυγή (Νησίστα), Τζουμέρκα

Ροδαυγή (Νήσιστα) Μερική άποψις – Φωτο: Νίκος Μορόπουλος

Η Ροδαυγή είναι ένα υπέροχο χωριό στα Τζουμέρκα, 24 χιλιόμετρα βόρεια από την Άρτα.

Το παλιό του όνομα είναι Νησίστα, το Ροδαυγή είναι πρόσφατο, ονομάστηκε έτσι το 1962. Ο ιστοχώρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Ροδαυγής αναφέρει ότι “Στους αρχαίους χρόνους έφερε την επωνυμία Αθήναιον.”

Βρέθηκα στη Ροδαυγή πηγαίνοντας από την Άρτα στο Προσήλιο, και κάθισα να πιω ένα καφέ.

Το χωριό είναι χτισμένο σε μια υπέροχη πλαγιά, έχει υψόμετρο 740 μέτρα (πλατεία) και οι μόνιμοι κάτοικοι είναι περίπου 200. Στο καφενείο μίλησα με κάποιους από αυτούς. Ακολουθεί περίληψη της σύντομης συζήτησης, σε ερωταπαντήσεις.

ΕΓΩ: “Από που προέρχεται η ονομασία Νησίστα;”

“Μάλλον είναι Σέρβικη.”

ΕΓΩ: “Πόσοι είναι οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού;”

“Πάνω κάτω 200. Όμως δεν έχουμε νέους. Οι νέοι έχουνε φύγει.”

ΕΓΩ: “Εσείς τι δουλειά κάνετε;”

Συνταξιούχοι και εγώ και η σύζυγος. Πριν ήμουνα τουβλάς στα Γιάννενα. Στις καλές μέρες είχα επτά τεχνίτες στο συνεργείο μου. Τώρα δεν κινείται τίποτε.

ΕΓΩ: “Ποια είναι η οικονομική κατάσταση εδώ; ”

Εμείς εδώ ζούμε με 200 Ευρω το μήνα. Ευτυχώς, γιατί το περίσσευμα πηγαίνει στα παιδιά και τα εγγόνια που έχουνε μεγάλες ανάγκες.

ΕΓΩ: “Που κατοικούν τα παιδιά και τα εγγόνια;”

Στα Γιάννενα.

ΕΓΩ: “Ποιες ήτανε οι κύριες δουλειές για τους κατοίκους στο παρελθόν;”

Το χωριό έβγαζε καλούς κτιστάδες. Άλλοι γινόντουσαν χωροφύλακες, άλλοι δάσκαλοι.

ΕΓΩ: “Είστε αισιόδοξος ή απαισιόδοξος για το μέλλον;”

Ο κ. Τσίπρας που είναι από εδώ κοντά μας είχε δημιουργήσει μεγάλο ενθουσιασμό. Τώρα είμαστε μουδιασμένοι.

ΕΓΩ: “Καλό καλοκαίρι”

Επίσης.

Ροδαυγή: Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Φωτο: Νίκος Μορόπουλος

Στη Ροδαυγή υπάρχει από το 1804 μια καταπληκτική εκκλησιά, η “Αγία Παρασκευή”.

Είναι χωρίς υπερβολή το καμάρι του χωριού.

Ροδαυγή: Η βρύση δίπλα στη σκάλα της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής. Φωτο: Νίκος Μορόπουλος

Και οι κάτοικοι που μετανάστευσαν στη Βόρεια Αμερική δεν το ξεχνάνε το χωριό τους, όπως δείχνει και η υπέροχη πέτρινη βρύση δίπλα στα σκαλιά που οδηγούν στο ναό.

Η Ροδαυγή έχει λαογραφικό μουσείο, πολιτιστικό σύλλογο και σύλλογο γυναικών. Όλα σημάδια αγάπης των κατοίκων που διατηρούν την ταυτότητα του χωριού.

Η μικρή κοινότητα μπορεί να προσφέρει στον επισκέπτη όλες τις μικρές ανεκτίμητες χαρές και ανέσεις.

Υπάρχουν ξενώνες, καφενεία-ουζερί, ταβέρνες-ψησταριές, πρατήριο άρτου, παντοπωλείο, και χειροποίητα κοσμήματα.

Τα τοπικά προϊόντα είναι τσίπουρο, μέλι, κάστανα, μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού, ρίγανη, και καρύδια.

Φεύγοντας από την Ροδαυγή, έχω την επιθυμία να ξανάρθω.

Δείτε επίσης τα ακόλουθα άρθρα σχετικά με τα Τζουμέρκα:

Μιχαλίτσι

Μονή Χρυσοσπηλιώτισσας, Κάτω Γραικικό

 

 

 

 

 

 

 

 

A stroll in the Muslim Quarter of the Old City of Jerusalem

This is a photo journal of a quick visit to the Muslim Quarter in the Old City of Jerusalem.

It covers the triangle Via Dolorosa, Suq Khan Ez-Zeit, and El – Wad.

corner

 

corner2

el_wad1a

el_wad2

el_wad3

okra

zucchini

figs

sweets1

sweets2

sweets3a

sweets4

sweets5

 

abu1

abu2

dolorosa1

dolorosa2

butcher

dolorosa3

dolorosa6

dolorosa4

Ez_Zeit1

stationVI

stationVII

old_man

mother_child