‘ Ένα Δώρο για νέες νοικοκυρές’ της Ελένα Μαλαχάβιετς – A Gift for Young Housekeepers

Το βιβλίο της Ελένα Μαλαχάβιετς (Elena Molokhovets) «Ένα Δώρο για νέες νοικοκυρές» (Podarok molodym Khozjaikam  – A Gift for Young Housekeepers) περιγράφει την κουζίνα και έμμεσα τον πολιτισμό της ύστερης τσαρικής Ρωσίας. Το βιβλίο απευθύνεται σε εύπορες οικογένειες και στοχεύει να βοηθήσει  άπειρες νέες νοικοκυρές. Το βιβλίο δίνει μια μυθιστορηματική εικόνα της κουζίνας και της τραπεζαρίας των πλούσιων γαιοκτημόνων της Ρωσίας πριν το 1917. Περιλαμβάνει μενού για γιορτές και ειδικές περιστάσεις, καθημερινά μενού για τρία επίπεδα εισοδημάτων, μενού για τις ημέρες νηστείας, όπως και για τις οικιακές βοηθούς και τα παιδιά. Επίσης αναφέρεται στα εργαλεία και σκεύη που είναι απαραίτητα στην κουζίνα, και δίνει οδηγίες για το πως πρέπει να στρώνεται το τραπέζι για ένα γεύμα ή για το τσάι. Περιλαμβάνει επίσης συμβουλές για την διαχείριση του σπιτιού, όπως και για την καλλιέργεια μανιταριών στο κελάρι του σπιτιού, και την διαμόρφωση χώρου για να ξαπλώνει ο μάγειρας στην κουζίνα. Θέτει υψηλά ποιοτικά κριτήρια για την κουζίνα, ενώ ταυτόχρονα  εστιάζει και στη διαχείριση του κόστους.

Η συγγραφέας γεννήθηκε το 1831 στον Αρχάγγελο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, σε μια οικογένεια στρατιωτικών. Το έτος θανάτου της συγγραφέως είναι άγνωστο. Παντρεύτηκε έναν αρχιτέκτονα και απέκτησε μαζί του δέκα παιδιά. Κατέγραφε συστηματικά τις συνταγές που μαγείρευε στο σπίτι της και όταν έγινε 30 χρονών, ο άντρας της της πρότεινε να τις εκδώσει σε ένα τόμο. Ο λογοκριτής της Αγίας Πετρούπολης ενέκρινε την έκδοση του βιβλίου την 9η Αυγούστου 1860.  Η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε την 21η Μαΐου 1861, το έτος που απελευθερώθηκαν οι δουλοπάροικοι και ο Τολστόι έγραφε το έργο του «Πόλεμος και Ειρήνη». Το βιβλίο περιείχε 1500 συνταγές και δεν ανέφερε το όνομα της συγγραφέως, ούτε καν τα αρχικά της. Η εικοστή έκδοση κυκλοφόρησε το 1897, περιείχε 3218 συνταγές και τυπώθηκε σε 800 σελίδες με μικρή γραμματοσειρά και ολίγα διαγράμματα, χωρίς καμία εικόνα. Η τελευταία έκδοση στα ρωσικά τυπώθηκε το 1920 στο Βερολίνο και περιείχε 1000 συνταγές περισσότερες από την εικοστή έκδοση.

Hermitage Fine Art, Monaco

Σε ορισμένες συνταγές η συγγραφέας προσδιορίζει το είδος νερού που πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Διακρίνει τρία είδη νερού: από το ποτάμι, από το πηγάδι, και νερό βροχής. Η προτίμηση της είναι το ποταμίσιο, ενώ αποφεύγει το νερό του πηγαδιού, επειδή μολύνεται εύκολα.

Η νοικοκυρά θα πρέπει να προσέξει πριν σερβίρει πράσινα αγγουράκια τουρσί. Αν για παράδειγμα το αγγουράκι τουρσί είναι πολύ έντονα πράσινο, θα πρέπει να το τρυπήσει με μια καρφίτσα. Αν η καρφίτσα αλλάξει χρώμα προς το πράσινο, το τουρσί έχει υποστεί αλλοίωση σε μη επικασσιτερωμένο χάλκινο δοχείο και δεν πρέπει να καταναλωθεί.

Συμβουλεύει τις νοικοκυρές να καθαρίζουν στο ποτάμι τα βοδινά στομάχια με τα οποία θα μαγειρέψουν  πατσά, και τους προτείνει μετά την σφαγή να θάψουν το μοσχαρίσιο κρέας  σε καλό χώμα σε βάθος 1,5 μέτρα και να το αφήσουν εκεί 12 ώρες για να γίνει τρυφερό. Το λίπος που μένει από το ψήσιμο μιας αγριόκοτας ή μιας χήνας αναμειγνύεται με φαγόπυρο  για να φάνε οι υπηρέτες του σπιτιού.

Hermitage Fine Art, Monaco

Στην έκδοση του 1914 παρατίθενται οι μαρτυρίες αναγνωστριών από ένα σύλλογο γυναικών στο Σμολένσκ σύμφωνα με τις οποίες το βιβλίο έσωσε πολλές οικογένειες. Χάρη στις συμβουλές της συγγραφέως, οι νέες αυτές γυναίκες δημιούργησαν μια τόσο ευχάριστη ατμόσφαιρα στα σπίτια τους, που οι άντρες και οι πατεράδες τους δεν είχαν ανάγκη να ξεπορτίσουν σε εστιατόρια και καφενεία με όλες τις επώδυνες συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν αυτές οι αποδράσεις στην ομαλή ζωή της οικογένειας.     

Μετά την επανάσταση του 1917 το βιβλίο «Ένα Δώρο για νέες νοικοκυρές» θεωρήθηκε ότι ήταν ένα σύμβολο αστικής παρακμής και εξαφανίστηκε. Δημοσιεύτηκε στην αγγλική γλώσσα στις ΗΠΑ, αλλά στην Σοβιετική Ένωση παρέμεινε εκτός κυκλοφορίας μέχρι την κατάρρευση της το 1991. 

Κροκέτες Μπακαλιάρου


Η συνταγή αυτή (Buñuelos de Bacalao) από το βιβλίο της Claudia Roden “The Food of Spain” είναι πανεύκολη, και γευστική. Μου αρέσει επειδή συνδυάζει το ψάρι με την πατάτα και δεν έχει πολύ αλεύρι.
Υλικά
• 300 γραμμάρια πατάτες. καθαρισμένες και κομμένες σε κύβους
• 250 γραμμάρια υγράλατος μπακαλιάρος, που έχει αφαλατωθεί
• 2 μεγάλα αυγά, χτυπημένα ελαφρά
• 2 σκελίδες σκόρδο, περασμένες στον τρίφτη
• 2 κουτάλια της σούπας αλεύρι για όλες τις χρήσεις
• Αλάτι και πιπέρι (προσοχή στο αλάτι, μπορεί να έχει ο μπακαλιάρος)
• ½ κουταλάκι του γλυκού σόδα ή μπέϊκιν πάουντερ
• 4-5 κουτάλια της σούπας μπύρα
• 2 κουτάλια της σούπας πλατύφυλλο μαϊντανό κομμένο λεπτά
• Αραβοσιτέλαιο για το τηγάνισμα
Βράζετε τις πατάτες μέχρι να μαλακώσουν και μετά τις λιώνετε.
Αφαιρείτε το δέρμα και τα κόκκαλα από τον μπακαλιάρο, τον βράζετε σε ήπια βράση για 2 λεπτά, αφήνετε να κρυώσει και σπάτε τα κομμάτια σε ίνες με τα χέρια σας.
Αναμειγνύετε τις πατάτες με το μπακαλιάρο σε ένα μπολ, και προσθέτετε αλάτι και πιπέρι.
Προσθέστε τα λοιπά υλικά και ανακατέψτε καλά.
Τοποθετείστε στο ψυγείο για 2 ώρες.


Σε ένα τηγάνι με βαθύ πάτο τοποθετείστε λάδι που φτάνει στα 1,25 εκατοστά βάθος.
Αφήστε το λάδι να κάψει τόσο που ένα κομμάτι ψωμί σκουραίνει αλλά όχι πολύ γρήγορα, χωρίς να μαυρίζει.
Με ένα κουτάλι της σούπας παίρνετε μίγμα και φτιάχνετε μικρά δεματάκια. Καθένα να έχει περίπου 2 κουταλιές υλικό.
Τηγανίζετε μέχρι να πάρουν ένα χρυσαφί χρώμα, γυρίζοντας μόνο μια φορά.
Στεγνώνετε σε απορροφητικό χαρτί και σερβίρετε με μια φρέσκια σαλάτα.

Ηπίως αλίπαστο σκουμπρί


Προτιμώ το σκουμπρί, όπως και όλα τα λιπαρά ψάρια ηπίως αλίπαστα.

Ηπίως αλίπαστο είναι το ψάρι που έχει μείνει σε ήπιο διάλυμα νερού και αλατιού για 2 ώρες.

Το κύριο χαρακτηριστικό του ηπίως αλίπαστου σκουμπρίου είναι ότι ότι η υφή του παραπέμπει σε φρέσκο σχεδόν ωμό ψάρι, αφού το αλάτι έχει μόνο δώσει μια υπέροχη γεύση χωρίς όμως να επισκιάζει την αυθεντική γεύση του ψαριού. Σε συνδυασμό με φρέσκο ελαιόλαδο και χυμό λεμόνι είναι ένας υπέροχος μεζές.
Ο Γιαπωνέζος σεφ Naomichi Yasuda ισχυρίζεται ότι το καλύτερο σούσι γίνεται με ολόφρεσκο ψάρι που έχει προηγούμενα καταψυχθεί.

Αυτό κάνω και εγώ με το σκουμπρί. Βάζω τα φρέσκα ψάρια σε μια λεκάνη με πολύ νερό και πάγο για τέσσερις περίπου ώρες για να φύγει το αίμα και μετά τα βάζω στον καταψύκτη. Τα αποψύχω λίγο πριν τα παρασκευάσω. Η διαδικασία αυτή σκοτώνει όλα τα παράσιτα και με κανένα τρόπο δεν χαλάει το ψάρι, αρκεί να μπει στην κατάψυξη φρέσκο. Στη συνέχεια φιλετάρω το σκουμπρί και αφαιρώ τη σκληρή πέτσα που έχει. Αν δεν θέλετε να μπείτε στον κόπο, ζητείστε να το κάνει ο ψαράς σας.

Υλικά
2 κιλά σκουμπρί φιλέτο, χωρίς την διαφανή σκληρή μεμβράνη που το περιβάλει
2 λίτρα νερό
2 κούπες χοντρό θαλασσινό αλάτι
½ κούπα ελαιόλαδο
1 λεμόνι στυμμένα
Παρασκευή
Εμβαπτίζουμε τα φιλέτα στο διάλυμα με το χοντρό αλάτι και το νερό, προσθέτοντας 2 κούπες θρυμματισμένο πάγο. Τα αφήνουμε 2 ώρες.
Στη συνέχεια στεγνώνουμε τα φιλέτα σε χαρτί απορροφητικό και τα τοποθετούμε σε μια πιατέλα. Προσθέτουμε το ελαιόλαδο και τα αφήνουμε 10 λεπτά πριν τα σερβίρουμε.
Σερβίρισμα
Προσθέτουμε σταγόνες από χυμό λεμονιού στο ψάρι πριν το σερβίρουμε. Συνοδεύουμε με φρέσκο ψωμί και τσίπουρο, ή ούζο, ή ένα δροσερό λευκό κρασί με οξύτητα και σώμα, όπως το ασύρτικο.

“Clean” Monday’s Lunch – 27 February 2023

Clean Monday is the day that marks the beginning of the 40 days that lead to the Orthodox Easter. The Greek custom is that we celebrate the beginning of Lent with a feast that does not include meat, fish, eggs, milk and other diary products.

This year I was invited to join my sister and her friends on the traditional lunch.

Here are the highlights of the meal.

Thank you Tonia!

Taramossalata
Dolmades with vine leaves and rice, Pickled Volvoi (root vegetable), Pickled Artichokes
Braised octopus with green olives and bay leaves
Fried squid
“Fouskes” in olive oil, lemon and brine
Grilled cuttlefish and shrimp

Start of 2022 Lunch in Greece – Αρχή του 2022: Μεσημεριανό Γεύμα εν Ελλάδι

Το πρώτο μεσημεριανό γεύμα του 2022 αποτελεί μια ευκαιρία να τιμήσεις τον τόπο πάνω στον οποίο κυλά ο χρόνος. Κατά κάποιο τρόπο ο τόπος καθορίζει τον χρόνο.

Το μενού περιλαμβάνει προϊόντα της Ελλάδας. Καλή Χρονιά!

Φούσκες από τα Δωδεκάνησα

Θρούμπες από τη Θράκη

Αυγοτάραχο από το Μεσολόγγι

Σαλάμι αέρος από το Καρπενήσι (Στρεμμένος)

Πίττα με καυκαλήθρες (δική μου)

Μοσχαρίσια λάπα με ξυνόχοντρο του Μανούσου από τη Ρέθυμνο (μαγειρεμένη στη γάστρα)

Η λάπα πρέπει να έχει το λιπάκι της.Την αγοράζω ολόκληρη, και την κόβω σε κομμάτια, κάθε μερίδα περίπου 200 γρ, το καθένα. Εγώ έκανα 8 μερίδες με τη συνταγή αυτή. Βάζω λίγο ελαιόλαδο στην γάστρα, αλατοπιπέρώνω το κρέας, και ψήνω σε φούρνο 250 βαθμών με τη γάστρα ανοιχτή για να πάρει χρώμα το κρέας. Αφού πάρει χρώμα το κρέας, προσθέτω ένα ξυλάκι κανέλλα, αστεροειδή γλυκάνισο, και μπαχάρι, και περιχύνω με μια φιάλη καλό κόκκινο κρασί. Χαμηλώνω τη φωτιά στους 180, σκεπάζω τη γάστρα και το αφήνω για 2 ώρες. Μετά προσθέτω τον ξυνόχοντρο (500 γρ), μια κονσέρβα με ψιλοκομμένη ντομάτα (ΚΥΚΝΟΣ) και ολίγο νερό ώστε τα υγρά να καλύπτουν καλά τον τραχανα. Επαναφέρω στον φούρνο και ψήνω για μία ώρα ακόμα. Βγάζω από τον φούρνο, αφαιρώ το σκέπασμα από τη γάστρα, και το αφήνω να ηρεμήσει για 30 λεπτά.

Spicy Bacalao Bain-marie

Η αλχημίστρια “Μαρία η Εβραία” εφηύρε κατά τον Ζώσιμο Πανοπολίτη την μέθοδο επεξεργασίας τροφών “το λουτρό της Μαρίας”, ή bain-marie.

Προς τιμήν της σήμερα μαγείρεψα στους 85 βαθμούς φιλέτο βακαλάου με φύλλα δάφνης, σκελίδες σκόρδου, πουλ μπιμπέρ, (Pul biber), αλάτι και εστραγκόν.

Το λάδι που έβαλα είναι ελάχιστο, νερό καθόλου, τα περισσότερα υγρά που βλέπετε στην απεικόνιση είναι από το ψάρι. Λιώνει στο στόμα, πεντανόστιμο, με πολλά αρώματα. Τα δε κουφετάκια σκόρδου ακαταμάχητα!

Η φιλόλογος που έγινε και μαγείρισσα

Η μητέρα μου ήτανε καθηγήτρια στο Γυμνάσιο (σήμερα θα ήτανε και στο Λύκειο). Μετά την αποφοίτηση της από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο τέλος της δεκαετίας του 1940, διορίστηκε ως φιλόλογος στην Δημόσια Εμπορική Σχολή Ρόδου. Το νησί είχε πρόσφατα ενσωματωθεί μαζί με τα άλλα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα.

Εκεί γνώρισε τον πατέρα μου, Πολιτικό Μηχανικό, που είχε αποφοιτήσει από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και μετά από πολλά έτη στρατιωτικής θητείας είχε διοριστεί νομο-μηχανικός στη Δωδεκάνησο, με έδρα τη Ρόδο.

Όταν το ζεύγος παντρεύτηκε το 1951, σύμφωνα με αφήγηση της μητέρας μου, δεν ήξερε να βράσει ούτε ένα αυγό, κάτι το οποίο ίσχυε και για τον πατέρα μου. Για λόγους πληρότητας της αφήγησης, σημειώνω ότι ο πατέρας μου ήτανε μάστορας σουβλιστής και ψήστης αμνοεριφίων σε ξυλοκάρβουνα. Σε αυτόν χρωστάω τα όσα ξέρω σήμερα στον τομέα αυτό.

Στην οικογενειακή εικόνα προστέθηκε και η μητέρα του πατέρα μου, η γιαγιά Αγγελική, που εγκαταστάθηκε και αυτή στη Ρόδο και για ένα διάστημα αναπλήρωσε το μαγειρικό κενό της φιλολόγου μητρός μου. Χωρίς αμφιβολία, η παρουσία της γιαγιάς αύξησε την πίεση στην μητέρα μου, να ανταποκριθεί στα μαγειρικά της καθήκοντα.

Έτσι η φιλόλογος μητέρα αποφάσισε να βάλει στη ζωή της και τη μαγειρική. Ποια μαγειρική όμως; Η γιαγιά Αγγελική εκπροσωπούσε την ελληνική ποιμενική παραδοσιακή μαγειρική, εμπλουτισμένη με στοιχεία από την Μικρά Ασία. Υπήρχε όμως και εναλλακτική.

Κάθε φορά που κάνουμε μια “Στροφή” στη ζωή, κουβαλάμε μαζί μας το παρελθόν. Εν προκειμένω η μητέρα φιλόλογος παρόλον ότι δεν ήξερε να μαγειρεύει είχε πλουσιότατο μαγειρικό παρελθόν από το πατρικό της σπίτι.

Ο πατέρας της μητέρας μου ήτανε εύπορος μέχρι το κραχ του 1929. Στο σπίτι του απασχολούσε μαγείρισσα, που μαγείρευε ήπιες εκδοχές της Γαλλικής κουζίνας. ‘Έτσι η μητέρα μου τα είχε όλα έτοιμα στην κουζίνα και δεν έκανε απολύτως τίποτε. Η μητέρα της, γιαγιά Αντωνία, ουδέποτε ασχολήθηκε με την κουζίνα, οπότε δεν υπήρχε μέσα στο σπίτι κάποιος να προσανατολίσει την μητέρα μου προς την μαγειρική.

Σαν παιδί και έφηβη, η υποψήφια μαγείρισσα μητέρα μου έτρωγε αυτά που αρέσουν στα παιδιά, όπως πατάτες τηγανητές και γλυκά, δεν έτρωγε λαχανικά, και θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς κακομαθημένη. Όταν μάλιστα ο πατέρας της την πίεζε να δοκιμάσει κάτι, όπως αγκινάρες, η μητέρα μου έτρεχε και κρυβότανε κάτω από το κρεββάτι της, περιμένοντας την γιαγιά της, που την λάτρευε, να έρθει και να την “πείσει” να επιστρέψει στο τραπέζι.

Στην αρχή η μητέρα μου πήρε μαθήματα από την γιαγιά Αγγελική, και άρχισε να μετέχει στην διαδικασία, βλέποντας τη γιαγιά και κάνοντας. Σημειώνω ότι αυτή η διαδικασία ελάμβανε χώρα παράλληλα με την πλήρη απασχόληση της στο σχολείο όπου δίδασκε, και την άσκηση οικογενειακών καθηκόντων, που σταδιακά περιέλαβαν και την φροντίδα και ανατροφή της αδερφής μου και εμένα, όπως και την φροντίδα των δύο γονέων της, της Αντωνίας και του Σπυρίδωνα, που εγκαταστάθηκαν και αυτοί στη Ρόδο.

Η μαγειρική της μητέρας μου ήταν ιδιαίτερη, είχε κάτι το μοναδικό, είχε χαρακτήρα, είχε προσωπικότητα. Η μαμά δεν αντέγραφε ένα πιάτο, δημιουργούσε τη δική της εκδοχή για αυτό. Στις αγκινάρες αλά πολίτα αυγολέμονο είχε βρει την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο όξινο του λεμονιού και το ημίγλυκο της σάρκας της αγκινάρας, που απογείωνε το πιάτο σε κάτι εξαιρετικό. Στα λαδερά είχε επιλέξει να περιορίσει την ποσότητα του ελαιόλαδου, για να αναδείξει περισσότερο την γεύση της πρώτης ύλης, χωρίς να χάνει το πιάτο συνολικά σε γεύση και απόλαυση. Ακόμα και ο πατέρας μου, που ήτανε προσκολλημένος σε κάποια χαρακτηριστικά, όπως το πολύ λάδι στα λαδερά, σταδιακά προσχώρησε στην εκδοχή της μητέρας μου, απλά επειδή ήτανε πιο γευστική. Η κότα μιλανέζα ήτανε το πιάτο στο οποίο εκδήλωνε στο έπακρο την απόλυτη προσήλωση της στην επίτευξη γευστικής αρμονίας. Μου ήτανε αδύνατο να πιστέψω ότι ένα κοτόπουλο θα έφτιαχνε ένα τόσο γευστικό πιάτο. Νομίζω ότι το μυστικό της ήτανε στη μπεσαμέλ. Έφτιαχνε την γευστικότερη μπεσαμέλ του κόσμου. Κατά κάποιον τρόπο, η μητέρα μου είχε αναπτύξει την ικανότητα να φτιάχνει γευστικότατες σάλτσες, όπως μπεσαμέλ, αυγολέμονο, στιφάδο, και κρέμες όπως μαγιονέζα, ταραμοσαλάτα.

Το πνεύμα της “ιδιαίτερης” εκδοχής όμως είχε σαφή όρια, που ξεκινούσαν από την “ουσία” του πιάτου. Η μητέρα μου δεν μαγείρεψε ποτέ αυτή τη μάζα με πάστα, κρέμα γάλακτος, εκατό τυριά και ένα κιλό μπέικον που στην ελληνική κουζίνα παλαιότερων δεκαετιών αναφερόταν ως “σουφλέ”.

Η μαγειρική της είναι ότι κάλυπτε μεγάλη γκάμα από συστατικά, γλυκά και αλμυρά. Το πρώτο υλικό που έρχεται στη μνήμη είναι τα μοσχαρίσια μυαλά, που τα μαγείρευε και βραστά, και τηγανητά, όπως και μοσχαρίσια γλώσσα, και βραστή αλλά και – πρωτίστως – στιφάδο. Το άλλο είναι ο μοσχαρίσιος πατσάς. Στη δεύτερη ζωή της ή την τρίτη, η μητέρα μου θα πρέπει να ήτανε πατσατζής. Είχε βέβαια και καλό πελάτη, τον πατέρα μου, που μπορούσε να φάει τέσσερα και πέντε πιάτα στην καθισιά του. Απλά λάτρευε τον πατσά αυγολέμονο. Και η φιλόλογος έμαθε να τον μαγειρεύει υπέροχα.

Εκτός από τον πατέρα μου, η μαγείρισσα είχε και άλλους αφοσιωμένους πελάτες. Τα γλυκά του κουταλιού που ετοίμαζε κάθε χρόνο με πρωταγωνιστή το νεραντζάκι εξαντλούνταν σε χρόνο ρεκόρ. Ο υπεύθυνος για αυτό ήταν ο αδερφός της, ο θείος Γιάννης Μαυρογένης, που κάθε φορά που ερχότανε στο σπίτι πήγαινε πρώτα στον μπουφέ με τα βάζα με τα νεράντζια, καταβρόχθιζε άγνωστο αριθμό, αναστέναζε σα να είχε γεννήσει, και μετά ερχόντανε να μας μιλήσει και να μας δεί. Μια φορά ήτανε τόσο ανυπόμονος να γευθεί τα “χαπάκια” του όπως τα έλεγε, που του έπεσε το βάζο κι έγινε κομμάτια και θρύψαλα. Ψύχραιμος ο θείος Γιάννης, μάζεψε τα γυαλιά από το πάτωμα, και άρχισε να τρώει τα χαπάκια του που παρέμεναν στο σιροπιασμένο πάτωμα, σα να μην είχε συμβεί τίποτε.

Τα γλυκά του κουταλιού αποτέλεσαν και την πρώτη και μοναδική αφορμή για ξυλοφόρτωμα από τον πατέρα μου, σε ηλικία 3 ετών. Είχαμε εντοπίσει με την αδερφή μου το ράφι του μπουφέ στο οποίο φύλαγε η μητέρα μας τα γλυκά, αλλά είμασταν πολύ κοντοί για να έχουμε πρόσβαση σε αυτά. Έτσι, ανεβήκαμε στη σκάλα και κοντέψαμε να σκοτωθούμε. Ο πατέρας μου άκουσε τη φασαρία, μπήκε στην τραπεζαρία και μας βρήκε στο πάτωμα με τη σκάλα από πάνω μας, οπότε έπεσε το λεγόμενο ξύλο της αρκούδας.

Ακόμα και οι καλύτεροι όμως βρίσκουνε αργά ή γρήγορα τα όρια τους. Ένα βράδι, χτυπάει το κουδούνι και ακούγεται η φωνή του ψαρά μας, του Μιαούλη: “Μοροπούλαινα, σου έφερα ένα ψάρι”.

Κατεβαίνει τις σκάλες η Μοροπούλαινα και βρίσκει σε μια λινάτσα ένα ροφό εξάκιλο που σπαρταρούσε ακόμη. Εκεί παρέδωσε τα όπλα και ανέθεσε την μεταφορά του ψαριού στον πατέρα μου.

Την άλλη μέρα ο ροφός έγινε βραστός.

Η σχέση με τους προμηθευτές και η καθημερινή βόλτα στην αγορά πρωί πρωί, πριν πάει στο σχολείο, ήτανε ιδιαίτερα σημαντικό μέρος της καθημερινής ρουτίνας της μητέρας μου, το οποίο απολάμβανε. Αντίστοιχες “βόλτες” έκανε και ο πατέρας μου, και έτσι είχανε καταλήξει σε κάποιον καταμερισμό μεταξύ τους. Όλα τα μαναβικά και τα φρούτα τα αγόραζε η μαμά, κρέας ο μπαμπάς (από τον Μαντά), μπακάλικο και οι δύο, ενώ τα ψαρικά μας τα έφερνε ο Μιαούλης στο σπίτι. Μερικές φορές πήγαινα κι εγώ στην Αγορά της Ρόδου με τη μαμά, και μου άρεσε γιατί όλοι μου δίνανε κάτι να δοκιμάσω. Άλλο που δεν ήθελα. Στην αγορά της Ρόδου, θυμάμαι τον Γιώργο τον μανάβη, με κατσαρά μαύρα μαλλιά και υγρά μαύρα μάτια. Κάθε φορά που πήγαινα με την μητέρα μου για ψώνια, ο Γιώργος έπινε από ένα σωληνάτο ποτήρι ένα άσπρο υγρό. Κάποια μέρα τον ρώτησα “είναι καλό το γάλα σας κύριε Γιώργο;” “Μόνο καλό;” μου απάντησε, “το καλύτερο! Σε κάνει να βλέπεις τον κόσμο καλύτερο!”

Η μαγείρισσα μητέρα μου είχε και την ικανότητα να αυτοσχεδιάζει και να ετοιμάζει ποιοτικό φαγητό στο πιτς φυτίλι. Ένα καλοκαίρι στην Πάτμο, στο εστιατόριο που είχε ο θείος Γιάννης με τον συνεταίρο και φίλο του, Άγγελο Βρεττό, κατά τις 6 το απόγευμα, έρχεται μια παρέα 10 ατόμων, Γάλλοι, με μια σακούλα γεμάτη αστακούς. Ο μάγειρας έλειπε, στο εστιατόριο ήτανε μόνο η μητέρα μου, η γυναίκα του Άγγελου Κική και ένας σερβιτόρος. Οι Γάλλοι ήθελαν να φάνε τους αστακούς, και είπανε στη μαμά να τους μαγειρέψει όπως θέλει. Εκείνη δεν τους είπε ότι είναι και αυτή πελάτισσα, αλλά δέχτηκε, και είπε στο σερβιτόρο να περιποιηθεί τους πελάτες όσο εκείνη ετοίμαζε το γεύμα.

Έβρασε τους αστακούς και αφού αφαίρεσε την ουρά και τις δαγκάνες, έφτιαξε με τις εναπομείνασες ουσίες ένα γευστικό ζωμό και στη συνέχεια ριζότο. Οι Γάλλοι ενθουσιάστηκαν, και είπαν ότι ήτανε από τα καλύτερα πιάτα που είχανε γευθεί ποτέ.

Ακόμη και σήμερα, ανατρέχοντας σε βιβλία της, βρίσκω μέσα χειρόγραφες συνταγές με σημειώσεις. Σα να είναι στην κουζίνα δίπλα, και να ετοιμάζει το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Καλά Μαγειρέματα! Καλά Χριστούγεννα!

Spicy and Flavorful Musky Octopus with Pasta – Γευστικοί και Πικάντικοι Μοσχιοί με Χωριάτικα Μακαρόνια

Το σημερινό πιάτο έχει θέμα τους μοσχιούς, ή μοσχοχτάποδα, ολόφρεσκους, μαγειρεμένους με αρωματικά φυτά, λιαστές ντομάτες, λεμόνι τουρσί και καυτερές πράσινες πιπεριές.

Τους αγόρασα σήμερα το πρωί στην τιμή των 7 ευρώ ανά κιλό. Το χταπόδι παραδίπλα στον πάγκο του ιχθυοπώλη είχε 18 ευρώ το κιλό.

Ομολογώ όμως ότι εκτός από την τιμή, ο κύριος λόγος που μαγειρεύω μοσχιούς είναι επειδή μου αρέσουν τα μικρά τους ποδαράκια. Και η γεύση τους δεν απέχει πολύ από εκείνη των μικρών χταποδιών, που έτσι κι αλλιώς είναι σπάνια. Μικρά χταπόδια έχω φάει μόνο στη Γένοβα της Ιταλίας και το Παλέρμο της Σικελίας.

moschioi_fresh.jpg

Μέρος της όλης διαδικασίας είναι το καθάρισμα τους. Ιδιαίτερα σημαντικό, αφού στο καθάρισμα καταλαβαίνεις αν η αρχική εντύπωση της φρεσκάδας είναι πραγματική ή όχι. ‘Όταν είναι φρέσκα, το καθάρισμα της κουκούλας αφήνει στα χέρια ένα άρωμα θαλασσινής φρεσκάδας.

Βρίσκω επίσης ότι η εξοικείωση με την ανατομία του όντος προς βρώση αποτελεί και μια διαδικασία θεραπείας του θεμελιώδους τραύματος της μαγειρικής, που συνίσταται στην χρήση συστατικών που κάποτε υπήρξαν ζώντα όντα.

Η σημερινή συνταγή δεν έχει ντομάτα, παρά μόνο λιαστή.  Επίσης δεν έχει κρεμμύδια.

pasta.jpg

Τα συστατικά είναι τα ακόλουθα:

  • Λιαστές ντομάτες
  • Λεμόνια τουρσί
  • Καυτερές πράσινες πιπεριές
  • Σκόρδα
  • Φύλλα λουϊζας
  • Φύλλα δάφνης
  • Δενδρολίβανο
  • Αλάτι
  • Ψιλοκομμένος μαϊντανός και βασιλικός για τα μακαρόνια
  • Λίγο ελαιόλαδο

moschioi_served.jpg

Αφού πρώτα τσιγαρίσω τις ψιλοκομμένες πιπεριές, τα σκόρδα, τις λιαστές ντομάτες και τα λεμόνια (μόνο τη φλούδα, η σάρκα από το τουρσί δεν τρώγεται)  μαζί με τα αρωματικά φυτά, προσθέτω τους καθαρισμένους μοσχιούς και αφήνω να πάρουν μια βράση. Στη συνέχεια χαμηλώνω τη φωτιά, σκεπάζω και αφήνω να μαγειρευτούν στο ζουμί τους για 20 περίπου λεπτά. Δεν προσθέτω καθόλου νερό.

Αφού μαγειρευτούν οι μοσχιοί, τους αφαιρώ από το μαγειρικό σκεύος και προσθέτω νερό, ίσα ίσα για να βράσουν τα μακαρόνια. Χρησιμοποίησα σήμερα τα χωριάτικα μακαρόνια από το “‘Έξοχον“. Είναι εξαιρετικά. Δεν πετάω σταγόνα μετά. οπότε χρειάζεται προσοχή να είναι το νερό όσο ακριβώς χρειάζεται.

Μόλις μαλακώσουν τα μακαρόνια σβήνω τη φωτιά, προσθέτω τον μαϊντανό και το βασιλικό, ανακατεύω καλά, και προσθέτω λίγο ελαιόλαδο.

moschioi_served_detail.jpg

Προτιμώ να χρησιμοποιώ τα μακαρόνια που είναι σαν σωλήνες επειδή όλη η σάλτσα και η νοστιμιά εισέρχεται και παραμένει εις την κοιλότητα τους.

Σερβίρω μακαρόνια με μοσχιούς μαζί, με ένα δροσερό ροζέ, για παράδειγμα το “ΓΕΝΕΣΙΣ” του ΚΕΧΡΗ,από σταφύλια Gewurztraminer και Ξινόμαυρο. Και μετά δεν ζητάω να πάω στον Παράδεισο, για λίγο είμαι ήδη εκεί.  Τι παραπάνω μπορεί κανείς να ζητήσει από την μαγειρική;

 

Garum: a condiment’s journey through the centuries – Γάρος: Ένα καρύκευμα στη διαδρομή των αιώνων

Το όνομα Aulus Umbricius Scaurus μπορεί να μη λέει πολλά σήμερα σε κάποιον Ευρωπαίο, όμως στην Αρχαία Ρώμη και Πομπηία έλεγε πολλά. Ήταν ένας από τους μεγάλους παραγωγούς Garum, του καρυκεύματος που έφτιαχνε με βάση το σκουμπρί, και τον είχε κάνει πάμπλουτο. Η έπαυλη του στην Πομπηία ήταν από τις πιο εντυπωσιακές.

‘Ο γάρος ήταν πολύ διαδεδομένος στην ρωμαϊκή εποχή. Το ρωμαϊκό βιβλίο μαγειρικής του 1ου αιώνα «De re coquinaria» (Απίκιος) αναφέρει τον γαύρο ως συστατικό στις περισσότερες συνταγές. Συναντάται ως σάλτσα με κρασί (oenogarum), ξύδι (oxygarum), με πιπέρι (garum piperatum), με λάδι (oleogarum) ή και με νερό (hydrogarum).’ Γάρος (καρύκευμα)

Η χρήση του γάρου ήταν τόσο εκτεταμένη επειδή, όπως αναφέρει ο Andrew Dalby, οι Ρωμαίοι δεν χρησιμοποιούσαν αλάτι, παρά μόνο γάρο για να νοστιμέψουν το φαγητό. Αυτό φαίνεται και στις συνταγές του Απικίου.

Στο Σατυρικό του Πετρώνιου, ο Τριμάλχιος λέει:

«Άς φάμε!  Αυτό είναι το καλύτερο πιάτο του δείπνου». Τέσσερις σκλάβοι […] αφαίρεσαν το σκέπασμα του δίσκου που ήταν στο τραπέζι […]. Στις γωνιές του δίσκου, τέσσερα αγαλματίδια έριχναν πικάντικο γάρο (garum piperatum) στο πιάτο.

Ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει ότι η λέξη  Garum προέρχεται από την ελληνική «Γάρος», που χρησιμοποιούσαν ο Αριστοφάνης, ο Σοφοκλής και ο Αισχύλος, ανάμεσα σε άλλους.  Ο Πλίνιος αναφέρει ότι ο γάρος παρασκευαζόταν από εντόσθια ψαριών που υφίστανται ζύμωση σε διάλυμα νερού με αλάτι. Το υγρό που προκύπτει είναι ο γάρος.

Η παραγωγή του γάρου στην αρχαία Ελλάδα ήταν βιομηχανική. Ίσως αυτή ήταν μια από τις λίγες βιομηχανίες της εποχής. Τα κέντρα παραγωγής ήταν στην Κόρινθο και την Δήλο.

Ο Σαράντης Βασιλείου, σε άρθρο του για την μαγειρική της Κούταλης Προποντίδας, αναφέρει ότι ο καλύτερος γάρος παρασκευάζεται από συκώτι σκουμπριών. «Η ωρίμανση γινόταν μέσα σε αλάτι για μήνες στον ήλιο, και στο τέλος η διατήρησή του αποκλειστικά σε εκλεκτό ελαιόλαδο.»

Η εκλεκτή σάλτσα είχε την αρνητική ιδιότητα να λερώνει και να μην ξεπλένεται. Για το λόγο αυτό λέμε ότι τα ρούχα «γάριασαν», δηλαδή δεν καθαρίζονται πια.

Ο γάρος δεν σταμάτησε τη διαδρομή του από την αρχαία Ελλάδα στην αρχαία Ρώμη. Συνέχισε την πορεία του και έφτασε στο Βυζάντιο.

Ο επίσκοπος Λιούτπραντ της Κρεμόνα, που επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη στο τέλος του 10ου αιώνα, αναφέρει: «(μας σέρβιραν) ένα παχύ αρνί  με άφθονα σκόρδα, κρεμμύδια, και πράσα, περιχυμένο με γάρο, που ήταν έξοχο».

Ο γάρος συνέχισε να χρησιμοποιείται στην Ανατολή και μετά την πτώση του Βυζαντίου.

Ο Πιερ Μπελόν (1547-1549), ένας Ευρωπαίος που ταξίδεψε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ανέφερε ότι γεύτηκε τηγανητά ψάρια με γάρο.

Η ευρεία χρήση του γάρου φαίνεται να σταματά τον 16ο αιώνα, με την εισαγωγή της ντομάτας στην Ευρώπη. Οι Ιταλοί ερευνητές Alfredo Carannante, Claudio Giardino, και Umberto Savarese σε μελέτη τους αναφέρουν ότι ένα καρύκευμα παρόμοιο με τον γάρο παράγεται σήμερα στο χωριό Cetara που είναι κοντά στο Amalfi στην περιφέρεια της Καμπανίας στην Ιταλία.

The Kitchen Maid in European painting: 17th – 18th century

Introduction

When I visited the National Gallery of Art in Washington DC, I saw Chardin’s “The Kitchen Maid”. This painting became the trigger for this post. I have written in the past about Chardin’s food and kitchen paintings.
Today’s theme belongs to “genre painting”, which depicted scenes from everyday life, both high and low. The artist Samuel von Hoogstraten in his “Introduction to the elevated school of painting” (1678) defines three “grades” of painting: still ife painting at the lowest level, history  painting at the highest, and genre painting occupying the middle ground. The term “genre” painting itself was not used until the end of the 18th century by the French writer Quatremere de Quincy (Genre Painting in Northern Europe, Jennifer Meagher Department of European Paintings, The Metropolitan Museum of Art).
The period covered in the post ends at the beginning of the industrial revolution which changed the real and painted world.

Anthony Oberman – Kitchen Maid, detail

The Kitchen Maid in the Household

The kitchen maid was a domestic servant at the bottom of the social structure. As an example of social pre-industrial structure, in the 17th century the English society had four layers, descending from nobility and upper gentry down through the professional and merchant classes, the yeomanry and finally to the common people (labourers, husbandmen, artificers and servants) (quoted in Jane Holmes, Domestic Service in Yprkshire, 1650 – 1780. Ph. D. Thesis, University of York, 1989.).
In the hierarchy of domestic servants, the kitchen maid was an under cook. In the countryhousereader I found the following descriptions of the relevant jobs in England.
Kitchen maid/Cook maid. Often very skilled women or with the ambition to be so, they were part of the team of females overseeing everything in the kitchen department from cleanliness and efficiency to food preparation as well as answering to the demands of the dining table on a daily basis. (Wage: 18thcentury – £4; 19th century – £14; 20th century – £25)
 Dairy maid. The 18th century image of a buxom maiden flirting with stable boys or the tenant farmer’s son added to the romance of the dairy maid and her rural freedoms. In reality she stood to support the network of employees connected with country house self-sufficiency. A woman in this job knew how to churn butter, to recognise the perfect creams for eating and how best to use the milky by-products for a variety of ingredients in the kitchen. This role became less crucial to the country house structure by the 20th century due to the impact of large-scale dairy farming and the ease at which produce could be bought from the open market. (Wage: 18th century – £5; 19th century £12; 20th century – £15)

Scullery maid. A country house maid-of-all-work whose routine revolved around supporting the kitchen maids with fetching and carrying, scrubbing, washing and scouring pots, pans and the kitchen generally! Her duties consisted of whatever the other staff (mainly the kitchen maids) thought fit within that department. (Wage: 18th century – £2 10s; 19th century £6; 20th century – £12)

 Painting the Kitchen Maid – Themes

The post is structured along four themes:
  • Scenes with religious backgrounds
  • The kitchen scene
  • The beautiful maid
  • The solitary figure
 The use of a religious story in the background of a kitchen scene gos back to the 16th century.
Starting with a picture painted by Joachim Bueckelaer in the middle of the 16th century, I continue with an engraving by Jacob Matham which clearly features the kitchen maid / kitchen scene theme with a biblical scene in the background. The theme concludes with the three paintings by Velazquez that have a kitchen scene with a kitchen maid as their subject.
In the second section I present a kitchen scene painted by a Dutch painter and in the third two paintings that focus on the aesthetic, sensual, and sexual aspects of the subject

Finally, in the fourth section I present the maid painted as a solitary figure.

Scenes with religious backgrounds

“God is to be found amid pots.”

St. Teresa of Avila

(Read more: http://globalnation.inquirer.net/1301/the-god-of-small-things#ixzz4zYJ6yMUL
Follow us: @inquirerdotnet on Twitter | inquirerdotnet on Facebook)

Most common scenes from the New Testament is Jesus’ visit to the house of Martha and Mary, and the Supper at Emmaus.

Martha and Mary were the sisters of Lazarus, who was resurrected by Jesus. One day Jesus visits the house of the two sisters. Martha gets on with the preparation of a meal for the visitor, while Mary listens to Jesus talking and does nothing.  At some point Martha complains to Jesus that she has no help, and asks him to tell Mary to give her a hand. Jesus vindicates Mary in his response.

Martha is seen as the representative of “vita activa”, whereas Mary represents “vita contemplativa”.

Jesus’ visit highlights the conflict between Catholics and Protestants. Catholics believe that salvation is the result of good works, whereas Protestants view it as a matter of faith.

In any case, Martha is the “kitchen maid”, and the kitchen maid is “Martha”.

Joachim Bueckelaer 1569

Kitchen scene, with Jesus in the House of Martha and Mary in the background

Joachim Bueckelaer – Kitchen Piece, with Jesus in the House of Martha and Mary in the background

oil on canvas, 110 × 140.5 cm (43.3 × 55.3 in)

Rijksmuseum,Amsterdam, Holland

Jacob Matham, 1603

Kitchen_Scene_with_Kitchen_Maid_Preparing_Fish

Jacob Matham (Netherlandish, Haarlem 1571–1631 Haarlem)

Kitchen Scene with Kitchen Maid Preparing Fish, Christ at Emmaus in the Background, from Kitchen and Market Scenes with Biblical Scenes in the Background, 1603.

Engraving, sheet: 9 1/2 x 12 5/8 in. (24.2 x 32 cm)

Metropolitan Museum of New York.

Velazquez, 1618

Diego Velazquez, Christ in the House of Mary and Martha

Diego Velazquez,

Christ in the House of Mary and Martha

oil on canvas, 60 × 103.5 cm (23.6 × 40.7 in)

National Gallery of Art, London, England

The young maid in the foreground is obviously upset, almost crying, while she toils to prepare aioli to serve with the fish. The older woman next to her seems to be pointing to the picture in the background, where Jesus is preaching to both sisters.

Velazquez, 1617/18

Kitchen Maid with the Supper at Emmaus by Diego Velázquez

Kitchen Maid with the Supper at Emmaus by Diego Velázquez

Oil on canvas, 55 x 118 cm

National Gallery of Ireland, Dublin

“This painting is widely considered to be Velázquez’s earliest known work. The artist painted Christ appearing to his disciples at Emmaus in the left background. In the foreground he depicted a Moorish servant working in the kitchen. The inversion of the religious and the worldly subjects was inspired by Flemish painters, including Pieter Aertsen.”

There is an additional element in this picture compared to the previous one. The maid may be a slave. Some analysts claim that by including a Moorish maid whi apprently is a slave in this picture, Velazquez wanted to make a statement against slavery.

Velazquez, 1618/20

Diego Velazquez-La Cucinera, Art Institute of Chicago

Diego Velazquez

La Cucinera, La mulata, The Kitchen Maid

Oil on canvas, 21 7/8 x 41 1/8 in. (55.9 x 104.2 cm)

Art Institute of Chicago

Unlike its sister painting in Dublin, this one does not have the Emmaus Supper scene in the background. Velazquez erased the biblical scene in a move to “disengage” the topic from the biblical story and emphasize its contemporariness.

The kitchen scene

“Young men from the farm flirting with maids in kitchens or in the marketplace is a theme that descends from Pieter Aertsen (1507/8-1575) and his Antwerp pupil Joachim Beuckelaer to a fair number of Dutch and Flemish painters. The earlier works in this tradition convey religious and ethical ideas while entertaining the viewer with scenes of human comedy and abundant displays of naturalistic representation. Dutch authors such as Erasmus (1466?–1536) and Dirck Volkertsz Coornhert (1522–1590) compared food and sex as sensual pleasures and also condemned professions such as cookery, butchery, and fishmongering as serving the baser appetites.” (Kitchen Scene)

Peter Wtewael, 1620s

Working Title/Artist: Kitchen Scene Working Date: 1620s
photography by mma, Digital File DP146469.tif
retouched by film and media (jnc) 10_11_12

Peter Wtewael, Kitchen Scene, oil on canvas, 44 3/4 x 63 in. (113.7 x 160 cm)

Metropolitan Museum of Art, New York, New York, USA

Peter was the son of Joachim Wtewael. The painting was originally attributed to Jan Steen, and then to Joachim Wtewael.

‘In The Met’s picture, the kitchen maid’s skewering of a chicken, the young man’s offer of a bird (a duck, in this case), and his handling of an open jug with an extended middle finger are clear allusions to sexual intercourse. “Hunting the hare” was a euphemism for lovemaking, but here the dead hares probably stand for fertility, as does the basket of eggs (which were also considered an aphrodisiac). The various meats (vlees, or flesh) refer to carnal desire, and draw a parallel between gluttony and lust. The hanging cock and almost any form that appears phallic (especially the pestle in a mortar) amplify the humor, and also demonstrate the artist’s powers of invention and description.’ (Kitchen Scene)

The beautiful maid

The kitchen maid has been presented in a multitude of sexual contexts. Given the conditions of her employment, a kitchen maid did not have a solid ground on which to protect herself from unwanted gestures of the male members of the family and the guests. In a miraculous way, the sweaty, smelly young woman was transfromed into a sex object as if she had come out of her luxurious toilet. Totally hypocritical, totally unacceptable, but these were the times.

Sir Nathaniel Bacon,c. 1620 – 1625

Cookmaid with Still Life of Vegetables and Fruit c.1620-5 Sir Nathaniel Bacon 1585-1627 Purchased with assistance from the Art Fund 1995 http://www.tate.org.uk/art/work/T06995

Cookmaid with Still Life of Vegetables and Fruit c.1620-5 Sir Nathaniel Bacon 1585-1627

1510 x 2475 mm

Purchased with assistance from the Art Fund 1995 http://www.tate.org.uk/art/work/T0699

Tate Gallery, London, England

“Bacon, according to a letter dated 19 June [1626], was growing melons at his estate in East Anglia, and he was known to have a keen interest in horticulture. The subject would most likely have had erotic connotations. The abundance of ripe melons surrounding the cookmaid echo her voluptuous cleavage.”

Boucher, 1735

boucher_la_belle_cuisiniere

François Boucher (1703-1770)

La Belle cuisinière (The Beautiful Kitchen Maid)

Before 1735
Oil on wood / H. 55,5 cm L. 43,2 cm

Musee Cognacq-Jay, Paris, France.

The solitary figure

The artiifciality of the maid as a sex object is relinquished in the paintings where the maid is painted as a solitayr figure.

Anonymous, between 1631 and 1677

Anonymous, The Kitchen Maid, 31cm by 24 cm

Rijksmuseum,Amsterdam, Holland

This maid is a real person, there is no cleavage, no flirting with anyone, she just carries on with her job.

Vermeer, c. 1660

Johannes Vermeer, The Milk Maid (or The Kitchen Maid) oil on canvas, h 45.5 cm × w 41 cm

Johannes Vermeer, The Milk Maid (or The Kitchen Maid) oil on canvas, h 45.5 cm × w 41 cm

Rijksmuseum,Amsterdam, Holland

“…his “milkmaid” exudes a very earthy appeal, with her pushed-up sleeves (revealing pale skin normally covered), her ample form (similar to that of women in slightly earlier works by Rubens), and her faint smile. The box on the floor is a foot warmer with a pot of coals inside; foot warmers frequently suggest feminine desire in Dutch genre paintings  (because they would heat not only feet but everything under a woman’s long skirt). “

(Source:  Johannes Vermeer (1632–1675) and The Milkmaid, Walter Liedtke Department of European Paintings, The Metropolitan Museum of Art)

Chardin, 1738

Jean Siméon Chardin (French, 1699 – 1779 ), The Kitchen Maid, 1738, oil on canvas, Samuel H. Kress Collection 1952.5.38, National Gallery of Art, Washington DC

Jean Siméon Chardin (French, 1699 – 1779 ), The Kitchen Maid, 1738,

oil on canvas, Samuel H. Kress Collection 1952.5.38,

National Gallery of Art, Washington DC, USA

Chardin in this picture is the king of understatement. The picture is stripped to the bare minimum of elements needed to illustrate the subject. Not even a line is superfluous. The maid is staring at empty space. Time has stopped.

Chardin, 1738

Jean-Siméon Chardin (French, 1699 – 1779 ), The Scullery Maid, c. 1738, oil on canvas, Corcoran Collection (William A. Clark Collection; Frame: Gift of the Women’s Committee of the Corcoran Gallery of Art) 2014.79.708

Chardin, The Scullery Maid, oil on canvas, 47 × 38.1 cm (18 1/2 × 15 in.)

National Gallery of Art, Washington DC, USA

The shiny pots tell us how well the mid is doing her job. She is looking away from the barrel, at something we cannot see. She is in the picture with her body, but outside the picture with her mind.

Chardin, 1739

CHARDIN, Jean-Baptiste-Siméon, Servant Returning from Market, 1739

CHARDIN, Jean-Baptiste-Siméon, Servant Returning from Market, 1739

Louvre, Paris, France

There is nothing like the abundance of the Dutch kitchen scenes in Chardin. Only the bread is clearly visible.

The maid has an enigmatic smile and looks away. As noticed in previous pictures, she is at the smae time inside the picture and out of it.

after Gerrit Dou, 1754

The Flemish kitchenmaid; a young girl seated in a kitchen and peeling carrots, surrounded by tubs and kitchen utensils, carrots and fish in foreground; after Gerrit Dou Etching and engraving

The Flemish kitchenmaid; a young girl seated in a kitchen and peeling carrots, surrounded by tubs and kitchen utensils, carrots and fish in foreground; after Gerrit Dou

Etching and engraving

British Museum, London

Henry Walton, 1776

Plucking the Turkey exhibited 1776 Henry Walton 1746-1813 Purchased 1912 http://www.tate.org.uk/art/work/N02870

Plucking the Turkey

Plucking the Turkey exhibited 1776 Henry Walton 1746-1813 Purchased 1912 http://www.tate.org.uk/art/work/N02870

Tate Gallery, London, England

“This painting was exhibited in London in 1776, during the early stages of the war with revolutionary America. Walton’s image of a cookmaid plucking a turkey is an example of the kind of lowly subject-matter denigrated by Sir Joshua Reynolds and the new Royal Academy.
 
But it may also make a coded political reference. The turkey was very closely associated with America: Benjamin Franklin even proposed that it should become the symbol of independent America, instead of the eagle. The painting may, therefore, be a pro-British comment on the anticipated fate of the rebellious colonists.”