Επιθυμία

«Ο άνθρωπος υποφέρει σε ολόκληρη τη ζωή του, και αυτό προκαλείται από  την επιθυμία. Ο μόνος τρόπος για να δραπετεύσει από αυτήν την κατάσταση είναι να απαρνηθεί παντελώς την επιθυμία.»

Arthur Schopenhauer, Γερμανός Φιλόσοφος

Ια

Πολλές φορές οι επιθυμίες δεν είναι θετικές, αλλά αρνητικές. Επεξηγώ πάραυτα. Ας υποθέσουμε ότι επιθυμώ ένα κόκκινο μήλο. Η επιθυμία είναι θετική όταν μου αρέσει το κόκκινο μήλο σαν αυτό που είναι, δηλαδή ένα κόκκινο μήλο. Η επιθυμία είναι αρνητική όταν μου αρέσει το κόκκινο μήλο επειδή δεν είναι ένα πράσινο μήλο.

Όταν η επιθυμία είναι θετική, είναι πολύ πιθανό κάποια στιγμή, αν όχι άμεσα, να αποκτήσω επίγνωση του τι είναι ένα κόκκινο μήλο.

Όταν η επιθυμία είναι αρνητική, οι πιθανότητες να αποκτήσω την επίγνωση του κόκκινου μήλου είναι πολύ λιγότερες. Το πιο πιθανό είναι να παραμείνω εγκλωβισμένος στην άρνηση του πράσινου μήλου.

Αυτή η άρνηση όμως μπορεί να με κρατήσει πολύ μακριά από το να γνωρίσω το τι είναι ένα κόκκινο μήλο.

Τα ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση που αντί για “μήλο” γράψετε “επάγγελμα”, “φίλος/φίλη”, “ερωμένος/ερωμένη” και ούτω καθ’ εξής.

Ιβ

Σχολιάζουσα την ανωτέρω τοποθέτησιν μου μία γνωστή μου θύμισε τον στίχον «άσπρα μούρα, μαύρα μούρα», οπότε και εγώ ευαισθητοποιηθείς καταλλήλως απήντησα ότι δεν μπορώ παρά να ενθυμηθώ την στιχουργική συνέχεια (“είσαι μια παλιο-χαμούρα”), ήτις παραπέμπει εις την εξισωτικήν μηδενιστικήν προσέγγισιν σύμφωνα με την οποίαν “τι Παπάγος τι Πλαστήρας”, ή έτι πλησιέστερον, “τι μπρόκολα τι λάχανα”.

Σύμφωνα με αυτήν και οι δύο επιλογές απορρίπτονται καθόσον ανήκουν εις μη επιθυμητήν κατηγορίαν, απορρίπτονται δηλαδή συλλήβδην όλα τα μήλα, ανεξαρτήτως χρώματος και λοιπών χαρακτηριστικών. Θα μου επιτρέψετε να χαρακτηρίσω την προσέγγισιν αυτήν ως το επόμενον στάδιον της αρνητικής επιθυμίας. Ήγουν ότι το υποκείμενον που επόθησε το κόκκινον γεώμηλον επειδή δεν του άρεσε το πράσινο, κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι ούτε το κόκκινο του αρέσει, οπότε απορρίπτει άπαντα τα γεώμηλα και πάει για άλλα.

Πρόκειται δηλαδή για επιδείνωση, για το επόμενο στάδιο, όπου δεν υπάρχει πλέον ουδέν στοιχείον επιθυμίας, αλλά μόνο καθολική απόρριψις. Το υποκείμενο μεταβαίνει από την αρνητική επιθυμία στην καθολική απόρριψη. Κάπως έτσι εκλογικεύονται και λαϊκές ρήσεις όπως “όλες οι γυναίκες είναι… εκτός από την μητέρα μου”, ή “όλοι οι άντρες είναι γουρούνια”, και πολλά άλλα παρόμοια. Η μετάβαση στην καθολική απόρριψη, που συνοδεύεται από τον θάνατο της επιθυμίας, βρίσκεται στην βάση και της ουτοπικής αντιλήψεως σύμφωνα με την οποία στον Παράδεισο θα είναι όλα καλύτερα σε σχέση με τον παρόντα βίο. Πιλάφια, ουρί, Άγιος Πέτρος, και όλα τα σχετικά. Και βέβαια, μην ξεχνάμε ότι έτσι γυρνάμε εκεί από όπου εκδιωχθήκαμε, δηλαδή εις τον Παράδεισον, μόνο που τώρα δεν μας αρέσουν πια τα μήλα.

ΙΙ

Α. Τα χάδια και τα φιλιά θεωρούνται αποδεικτικά στοιχεία παθιασμένης επιθυμίας

Β. Χρειάζονται αποδεικτικά στοιχεία για την επιθυμία;

Γ. Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στα αποδεικτικά στοιχεία και την εξήγηση;

Δ. Είναι η εξήγηση το πρώτο βήμα στην απόδοση νοήματος σε ένα συμβάν; 

Ε. Η απόδοση νοήματος είναι λογική πράξη ή είναι υπεράνω λογικής;

Ο μηχανικός πατέρας μου


Ο πατέρας μου σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, και το 1949 διορίστηκε μηχανικός στον Νομό Δωδεκανήσου που είχε ενσωματωθεί στην Ελλάδα το 1947 μετά από πολλά χρόνια ιταλικής κατοχής. Ο νομομηχανικός Δωδεκανήσου και προϊστάμενος του πατέρα μου ήταν ο Νικήτας Αβραμέας, που μαζί με την γυναίκα του Ζωή έγιναν αχώριστοι με τον πατέρα μου. Από το ζεύγος Αβραμέα ο πατέρας μου γνώρισε, ερωτεύτηκε και νυμφεύθηκε την μητέρα μου. Το ζεύγος στεφάνωσαν οι Αβραμέα.
Ένα από τα έργα που επέβλεψε ως δημόσιος υπάλληλος ήταν η κατασκευή ενός συγκροτήματος εργατικών κατοικιών κοντά στο Ροδίνι, στην πόλη της Ρόδου. Στην τελετή παραδόσεως του συγκροτήματος στους δικαιούχους, παρέστησαν ο βασιλέας Παύλος και η γυναίκα του Φρειδερίκη. Σε σχετική φωτογραφία ο πατέρας μου ανταλλάσσει χειραψία με τον βασιλέα Παύλο.
Κάποια στιγμή ο πατέρας μου αποφάσισε να ιδιωτεύσει και ασχολήθηκε με τρεις διακριτές δραστηριότητες σε έργα πολιτικού μηχανικού. μελέτες, κατασκευές και επιβλέψεις. Το μεγαλύτερο έργο του ήταν η κατασκευή κτηρίων της Φωνής της Αμερικής στην περιοχή Αφάντου στη Ρόδο. Το καλοκαίρι με έπαιρνε μαζί του από το πρωί στο εργοτάξιο και με έβαζε να κάνω δουλειές. Η αγαπημένη μου ήτανε να “ποτίζω” το μπετόν με το λάστιχο. Επειδή έβλεπα ότι κάθε Σάββατο πρωί πλήρωνε τους εργάτες, του ζήτησα να πληρώνει κι εμένα, κάτι που έκανε με τεράστιο χαμόγελο. Είχα κι ένα κουμπαρά και τα έβαζα όλα τα χρήματα μου εκεί, αφού κατάφερνα για τα δικά μου έξοδα να παίρνω – με διάφορες δικαιολογίες – λεφτά από την αδερφή μου.
Η συνεργασία με τους Αμερικάνους μηχανικούς που είχαν έρθει στη Ρόδο για το έργο, οδήγησε σε μια μεγάλη οικογενειακή φιλία με το ζεύγος Rosenblatt από την Βαλτιμόρη του Μέρυλαντ, που είχαν εγκατασταθεί στη Ρόδο με τα δύο παιδιά τους. Πέρα από το ότι ήτανε υπέροχοι άνθρωποι, είχανε ένα σπίτι τεράστιο στην αυλή του οποίου υπήρχε μία γούρνα που το καλοκαίρι τα παιδιά είχαμε μετατρέψει σε πισίνα, παρόλο που είχε μέσα φυτά και χορτάρια. Όταν γύρισαν στην Αμερική, οι Rosenblatt μας άφησαν όλες τις οικιακές συσκευές που είχαν. Η ναυαρχίδα ήταν ένα τεράστιο ψυγείο Westinghouse, στο οποίο χώρεσε άνετα ένας ροφός έξι κιλών. Δίπλα της έλαμπε στην κουζίνα μια κάτασπρη κουζίνα με γκάζι που ο φούρνος της χωρούσε να ψήσεις ολόκληρο αρνί. Το 1979 στη διάρκεια μιας επίσκεψης μου στη Βοστώνη, είχα την χαρά να συναντηθώ με την κόρη της φιλικής οικογενείας, την Τζούντι, που ήταν αρχιτέκτων και ζούσε εκεί, και να θυμηθούμε τα παιδικά μας χρόνια.
Οι Αμερικάνοι μηχανικοί αναγνώρισαν την συμβολή του πατέρα μου στο έργο αποδίδοντας του την τιμητική ιδιότητα του μέλους της American Society of Civil Engineers (ASCE). Ήτανε κάτι για το οποίο ήτανε περήφανος. Το θεωρούσε αναγνώριση των προσπαθειών και των ικανοτήτων του, και κατά κάποιο τρόπο τον παρηγορούσε που δεν μπόρεσε – λόγω των συνθηκών διαβίωσης – να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην αντισεισμική μελέτη κατασκευών.
Με τους Αμερικάνους σχετίζεται κι ένα άλλο επεισόδιο από τις πατρικές μου αναμνήσεις. Ήτανε Πάσχα του 1965 και πολλά πλοία του Έκτου Στόλου επισκέφθηκαν τη Ρόδο. Ο φιλόξενος πατέρας μου κάλεσε 60 αξιωματικούς να φάμε μαζί το Πάσχα. Σούβλισε δέκα αρνιά και έφερε και ορχήστρα, με την Αννούλα από το Βόλο, που ήτανε η αγαπημένη του τραγουδίστρια στο κέντρο “Μπαμπούλας”. Έγινε χαμός, και είχαμε και ειδύλλιο στο τέλος, αφού ένας πλοίαρχος ερωτεύθηκε σφόδρα την εξαδέλφη της μητέρας μου, την θεία Μαίρη, που μας επισκεπτόταν συχνά.
Όταν βοηθούσα τον πατέρα μου επιμελούμενος κάποια από τα σχέδια των μελετών του, μου ανέλυε πάντοτε την σημασία της σωστής μελέτης αλλά και της υποδειγματικής εφαρμογής της, ώστε η κατασκευή να είναι σωστή. Για χρήματα, έξοδα, κέρδη, δεν ανέφερε τίποτε. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Το σπουδαιότερο κίνητρο του ήταν να κάνει μια δουλειά για την οποία θα ήταν περήφανος, όχι να μεγιστοποιήσει το κέρδος του. Στον ελεύθερο χρόνο του έλυνε διάφορα προβλήματα και είχε σχετική αλληλογραφία με τον καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Θεοδόση Τάσιο, που όταν απεβίωσε ο πατέρας μου ανακοίνωσε τον θάνατο του στο αμφιθέατρο στο ΕΜΠ. Ήμουν στο 4ο έτος των σπουδών μου.
Η τάση του πατέρα μου να ασχολείται με τα δύσκολα, τον οδήγησε στο να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην αντισεισμική ικανότητα των κατασκευών που μελετούσε, επέβλεπε και κατασκεύαζε. Αυτός νομίζω ήτανε ο λόγος που ο ξενοδόχος Νίκος Σουλούνιας του ανέθεσε στην δεκαετία του 1970 την μελέτη και επίβλεψη κατασκευής του ξενοδοχείου «Αλεξία» στην πόλη της Ρόδου, το οποίο λειτουργεί συνεχώς από τότε μέχρι σήμερα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ήτανε η αγάπη που έτρεφε για τους εργάτες και τους εργοδηγούς που είχε στα συνεργεία του. Πολλά απογεύματα Σαββάτου, όταν σχολάγανε από το εργοτάξιο, τους πήγαινε με ταξί στον “Μπαμπούλα” να φάνε και να πιούν και να διασκεδάσουν. Όταν μεγαλώσαμε, η αδερφή μου κι εγώ τον πειράζαμε, και τον αποκαλούσαμε “βασιλικό κομμουνιστή”. Γιατί ήτανε βασιλικός μέχρι το κόκκαλο (στο δημοψήφισμα του 1974 ήτανε για κλάματα) και φερότανε στους εργάτες σα να ήτανε συνέταιροι του. Το “βασιλικός” του άρεσε, για το “κομμουνιστής” είχε σοβαρές ενστάσεις!
Από τους στενούς συνεργάτες του πατέρα μου θυμάμαι τον Αργύρη Γιαννακέ και τον Λουκά Παραή Ο Αργύρης Γιαννακές (ο “Αργυράκος”) από την Απολακκιά της Ρόδου, ήταν έμπειρος επιστάτης σε οικοδομικά έργα. Μια εποχή διανυκτέρευε στη διάρκεια της εβδομάδας στο σπίτι μας στην πόλη της Ρόδου επειδή η οικογένεια του ήτανε στο χωριό και δεν μπορούσε να πηγαινοέρχεται κάθε μέρα, παρά μόνο τα Σαββατοκύριακα. Τα βράδια που βγαίνανε οι γονείς μου, πρόσεχε την αδερφή μου κι εμένα. Πολλές φορές μας πήγαινε σινεμά. Ευγενικός, χαμογελαστός, υπέροχος άνθρωπος! Ο επιστάτης Λουκάς Παραής ήτανε σχεδόν πάντα δίπλα του και τον βοηθούσε, ακόμα και όταν σταμάτησε τις εργολαβίες και περιορίστηκε στις μελέτες και τις επιβλέψεις. Το Μεγάλο Σάββατο και την Κυριακή του Πάσχα ο Λουκάς ήτανε από το πρωί στο σπίτι μας, ανεκτίμητος συντελεστής στην τελετουργία του σουβλίσματος των αμνών και το ψήσιμο τους. Όταν πέθανε ο πατέρας μου ο Λουκάς ήτανε σα να είχε πεθάνει ο δικός του ο πατέρας.
Η αγαπημένη βόλτα του πατέρα μου ήτανε αργά το απόγευμα, μετά τη δουλειά του, στο Μαντράκι στην πόλη της Ρόδου. Το ταξί – πάντα με ταξί, δεν ήθελε να οδηγεί – τον άφηνε στο Μαντράκι, και αφού έκανε τη βόλτα του πήγαινε στο μεγάλο καφεζαχαροπλαστείο “Ακταίον” και απολάμβανε το ουίσκι του. Το πιο εντυπωσιακό ταξί που θυμάμαι ήταν ένα Chevrolet Impala με τα κυματιστά πίσω φτερά. Καθόμουνα και το χάζευα στην πιάτσα των ταξί που βρισκόταν δίπλα στην κεντρική αγορά της Ρόδου. Μερικές φορές πήγαινα κι εγώ στο «Ακταίον» και έτρωγα παγωτό.
Εκτός από μελέτες, επιβλέψεις και κατασκευές, ο πατέρας μου ήταν καλός και στην συμβουλευτική υποστήριξη νέων μηχανικών. Στο σπίτι μας στην πλατεία Φώκιαλη σύχναζαν νέοι μηχανικοί για να συμβουλευθούν τον πατέρα μου. Ανάμεσα τους ο Κοσμάς Σφυρίου. Η αρνητική διάσταση αυτής της ικανότητας του, ήταν ότι προσπαθούσε να κάνει το ίδιο και σε μένα και τους φίλους μου που σπουδάζανε την δομική μηχανική. Μας έβαζε να λύνουμε ασκήσεις, και ήτανε μάλλον αυστηρός.

A Paternal Memento – Ενθύμιο Πατρός

Ψάχνοντας στα αρχεία μου, βρήκα ένα ημερολόγιο του πατρός μου, του έτους 1973. Το είχαν εκδώσει τα “Τσιμέντα Όλυμπος – Ηρακλής” και περιείχε ζωγραφιές του νέου τότε ζωγράφου Δημήτρη Μυταρά. Ενθυμούμαι ότι το είχα βρεί σε άριστη κατάσταση στο γραφείο του πατέρα μου μετά τον θάνατο του και το φύλαξα, από ένστικτο περισσότερο, παρά επειδή είχα κάποιον άλλο λόγο. Εξάλλου τότε το έβλεπα πρώτη φορά, και στη φούρια του μαζέματος του γραφείου δεν είχα χρόνο να το κοιτάξω με την προσοχή που του άξιζε.

Ο Δημήτρης Μυταράς γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1934 και απέθανε στην Αθήνα το 2017. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά.

Οι ζωγραφιές που περιλαμβάνει το ημερολόγιο αναφέρονται στην Εύβοια. Τυχαίνει η Βόρεια Εύβοια να είναι ο τόπος καταγωγής του πατέρα μου. Ίσως γι’ αυτό κράτησε το ημερολόγιο, που σήμερα κοντεύουν 50 χρόνια από την έκδοση του.

Μου αρέσουν τα χρώματα που χρησιμοποιεί ο Μυταράς και με εντυπωσιάζει το φώς σε όλες τις ζωγραφιές. Είναι ένα φώς μουντό, στην αρχή ή το τέλος της μέρας, ή στη μέση μιας φεγγαρόλουστης νύχτας.

Εύβοια
Κάρυστος – Η Περιοχή “Κύλινδρος”
Κάρυστος – Το Κάστρο
Άροτρο
Λατομείο
Ο Κήπος του Μουσείου
Χαλκίδα – Ο Βούρκος (απο μια χαλκογραφία του 18ου αιώνα)
Συνοικισμός
Χαλκίδα – Σιδηροδρομικός Σταθμός και Λιμάνι
Σκηνή Δρόμου
Γκαράζ
Χαλκίδα – Το Σπίτι του Μάλλιου

Η Μάρθα – Αφήγημα σε συνέχειες – Μέρος 4ο

17 Απριλίου 2022. Ώρα πρωϊνή.

Η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να αντικρύζεις το φαινόμενο της ζωής. Κάποτε έρχεται μια μέρα που λάμπει το φως. Μετά όμως ξαναρχίζει η εναλλαγή του σκότους με το σκότος.  

Κάπως έτσι αισθανόταν η Μάρθα αυτόν τον καιρό. Στα δεσμά του σκότους, του ερεβώδους σκότους, που την είχε αιχμαλωτίσει από τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι ο μεγάλος έρωτας της ζωής της είχε σβήσει σαν το κερί. Τρεμόσβηνε για χρόνια τώρα, ωσότου δύο μήνες πριν απέδωσε το πνεύμα. Ό,τι είχαν απομείνει δηλαδή, που δεν ήταν και πολλά.

Επρόκειτο για μια καταστρεπτική εξέλιξη.

Η Μάρθα είχε αλλάξει τη ζωή της για να μπορέσει να δοθεί χωρίς όρια σε αυτόν τον έρωτα.

Και τώρα δεν μπορούσε να πάρει την παλιά ζωή της πίσω.

Ούτε και ήξερε αν είχε μια νέα ζωή μπροστά της.

Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν συντρίμμια και αποκαΐδια.

Η τελευταία πράξη του δράματος ήταν εντυπωσιακή.

Βράδυ στο νησί. Οι δύο τους στο μπαρ αμίλητοι. Εκείνος απλά καπνίζει. Εκείνη καπνίζει και πίνει. Κάποια στιγμή σηκώνονται και φεύγουν. Οδηγεί εκείνη. Σε μια κλειστή στροφή ξύνει την ξερολιθιά. Όλο το δεξί φτερό θέλει αντικατάσταση. Ίσα ίσα τσουλάει ο τροχός.

Με τα χίλια ζόρια φτάνουν στο σπίτι.

«Τα κατάφερες πάλι» της λέει εκείνος.

«Δικό μου το αυτοκίνητο, το κάνω ό,τι θέλω» του απαντά.

«Όσο πιο πολύ πίνεις, τόσο περισσότερο θολώνει το μυαλό σου, δεν ξέρεις τι κάνεις, δεν ξέρεις τι λες» επιμένει εκείνος.

«Αυτά να τα λες αλλού, όχι σε μένα!» απαντά σε έξαλλη κατάσταση η Μάρθα.

Την πλησιάζει και την ραπίζει.

Το χέρι του πιάνεται στο σκουλαρίκι της και «ανοίγει». Το αίμα απλώνεται παντού.

Το ξημέρωμα τον βρήκε να πλένει με το λάστιχο την ματωμένη βεράντα.

Η Μάρθα είχε αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα.

Όταν ξύπνησε μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε χωρίς να πει κουβέντα.

Η Μάρθα – Αφήγημα σε Συνέχειες (Μέρος 3ο)

3 Απριλίου 2022. Ώρα πρωϊνή.

Κάθε πρωϊνό στην Ζανζιβάρη μοιάζει με το προηγούμενο, εκτός από τις ημέρες που ο καθαρός ουρανός και ο ήλιος εναλλάσσονται με τη βροχή. Η βροχή χαμηλώνει ακόμη περισσότερο τις στροφές της ζωής, την κάνει πιο ράθυμη, η υγρασία διαπερνά το κορμί σαν ένα ήπιο αλλά δραστικό ναρκωτικό.

Η Μάρθα βγήκε στο μπαλκόνι για να υποδεχθεί την πρωϊνή βροχή.

Στο μυαλό της κλωθογύριζε το ερώτημα με το οποίο έκλεισε η αυλαία την περασμένη νύχτα.

«Τι στην ευχή ήρθα να κάνω στη Ζανζιβάρη;»

Αποφάσισε να πάρει το πρωϊνό της στο δωμάτιο, και κάθισε να μου γράψει την επιστολή που παραθέτω με ακρίβεια παρακάτω.

Είναι η 26 Αυγούστου 1960 και η μητέρα της Μάρθας Ρόζα μαζί με τους γονείς και τον αδελφό της ευρίσκονται εν πλώ, επιβιβασθέντες στο υπερωκεάνειο «Βασίλισσα Φρειδερίκη», με προορισμό την Λισαβώνα. Συνταξιδεύουν με την οικογένεια του Ανδρέα Παπανδρέου, πρωτότοκου γιού του Γεωργίου Παπανδρέου, αρχηγού της Ένωσης Κέντρου, που έχει προορισμό τη Νέα Υόρκη.

Ο πρώτος ενδιάμεσος σταθμός του δρομολογίου του υπερωκεανείου ήταν η Νάπολη στην Καμπανία της Ιταλίας. Η Ρόζα είδε τον Ανδρέα Παπανδρέου να κατεβαίνει πρώτος την σκάλα και να κατευθύνεται προς ένα τηλεφωνικό θάλαμο που υπήρχε στην αποβάθρα. Τι να συνέβαινε άραγε; Τα όσα αναφέρει στη συνέχεια η Ρόζα τα άκουσε από τον ίδιο τον Ανδρέα στη συνέχεια του ταξιδιού. Της τα εκμυστηρεύτηκε καθώς ξόδευαν ένα απόγευμα μαζί στο μεγάλο σαλόνι του πλοίου, την ώρα που η Μαργαρίτα και τα παιδιά ήσαν στις καμπίνες τους λόγω θαλασσοταραχής. Η συζήτηση αυτή ήτανε η αρχή μιας μακράς φιλίας ανάμεσα στο Ρόζα και τον Ανδρέα.  

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Το φθινόπωρο του 1959 έλαβε εκπαιδευτική άδεια ενός έτους και μετέβη με την οικογένεια του στην Αθήνα, όπου παρέμεινε μέχρι τον Αύγουστο του 1960. Κατά την παραμονή του στην Αθήνα ο Ανδρέας αναθέρμανε τις σχέσεις του με τον καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ξενοφώντα Ζολώτα, που εκείνη την εποχή ήταν Διοικητής στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ο Ζολώτας εκτιμούσε τον Α. Παπανδρέου και μίλησε για αυτόν στον Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, με στόχο να βρεθεί ένας τρόπος για να επιστρέψει ο Ανδρέας στην Ελλάδα.  

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ήταν ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, και Υπουργός Προεδρίας στην Κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του Μαΐου 1958. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος από τον Ιανουάριο 1959 ήταν ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Οι δύο άνδρες άκουσαν με προσοχή τον Ζολώτα, τον οποίο εκτιμούσαν και εμπιστευόντουσαν, να τους μιλάει για τον Α. Παπανδρέου. Και οι δύο είχαν την μετριοπάθεια και ευρυμάθεια που απαιτείται για να ακούσουν και μετάσχουν στη διαμόρφωση ενός σχεδίου που θα επέτρεπε στον γιό του αρχηγού της Ενώσεως Κέντρου να επιστρέψει στην Ελλάδα. Και αυτό έπραξαν.

Σαν πρώτο βήμα του σχεδίου, πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η ημερομηνία δεν είναι γνωστή. Ο Ανδρέας έκανε καλή εντύπωση στον Πρωθυπουργό, και το σχέδιο προχώρησε στο δεύτερο βήμα. Την 5η Ιουλίου 1960 ο Ανδρέας έστειλε στον Πρωθυπουργό επιστολή με την οποία εκδηλώνει την πρόθεση του να επιστρέψει στην Ελλάδα προκειμένου να αναλάβει τη Διοίκηση του υπό σύσταση «Κέντρου Οικονομικών Ερευνών», ή/και να γίνει Σύμβουλος στην Τράπεζα της Ελλάδος, η/και να γίνει καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.     

Η προτίμηση του Ανδρέα ήταν η διοίκηση του «Κέντρου Οικονομικών Ερευνών», που αργότερα μετονομάστηκε σε ΚΕΠΕ. Όπερ και εγένετο. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενέκρινε την σύσταση της νέας μονάδας και την ανάληψη της διοίκησης της από τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο Ανδρέας είπε σ τη Ρόζα ότι όταν κατέβηκε από το πλοίο στη Νάπολη τηλεφώνησε στον πατέρα του και του είπε ότι πήρε την μεγάλη απόφαση, και θα γυρίσει στην Ελλάδα. Διαφορετική είναι η αφήγηση του Μόντυ Στερνς, Αμερικανού διπλωμάτη που τοποθετήθηκε στην Αμερικανική Πρεσβεία της Αθήνας στο τέλος του 1958 και απέκτησε φιλικές σχέσεις με την οικογένεια Παπανδρέου. Το καλοκαίρι του 1981 ο Στερνς τοποθετήθηκε πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα.

Σύμφωνα με τον Στερνς, η Μαργαρίτα Παπανδρέου του είπε ότι ο Ανδρέας κατέβηκε από το πλοίο για να τηλεφωνήσει σε μια νεαρή Ελληνίδα που εργαζόταν στην Αμερικανική αποστολή βοηθείας, και την είχε γνωρίσει στην διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα.

Ο Ανδρέας γύρισε στην Ελλάδα την 16η Ιανουαρίου 1961 και διορίστηκε Επιστημονικός Διευθυντής και Πρόεδρος του «Κέντρου Οικονομικών Ερευνών». Στην θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1964.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου επέστρεψε στην Ελλάδα χωρίς καμία παρέμβαση του Γεωργίου Παπανδρέου, που ήταν στην κυριολεξία θεατής και ακροατής στις εξελίξεις. Σε επιστολή του στον γιο του με ημερομηνία 26/9/1960, ο Γεώργιος Παπανδρέου αναφέρει ότι σύμφωνα με αυτά που μαθαίνει από τους Τσάτσο, Κανελλόπουλο και Ζολώτα, όλα πάνε καλά και εκτιμά ότι οι μηνιαίες αποδοχές του Ανδρέα στη νέα του θέση θα είναι 39.000 δραχμές. Σημειώνω ότι το 1960 ο «επι βαθμώ καθηγητού» διοριζόμενος εκπαιδευτικός λειτουργός ελάμβανε μικτές μηνιαίες αποδοχές 2.090 δραχμές.

Εδώ σταματά η σημερινή αφήγηση της Μάρθας. Αναφέρει στην επιστολή της ότι η κουφόβραση που επικρατεί την έχει σχεδόν υπνωτίσει και θα κατέβει στην πισίνα για να δροσιστεί, μήπως και ξυπνήσει.

 «Τι στην ευχή ήρθα να κάνω στη Ζανζιβάρη;»

Δεν βαριέσαι, και αύριο μέρα είναι ψιθύρισε η Μάρθα  και φόρεσε το μαγιό της.

Η Μάρθα – 27 Μαρτίου 2022 (Μέρος 2ο)

Αφήγημα σε συνέχειες

27 Μαρτίου 2022. Ώρα απογευματινή.

Η γεωγραφική απόστασις (από σήμερα δεν υπάρχει διαφορά ώρας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ζανζιβάρη καθόσον σήμερον την 3ην πρωϊνήν οι δείκτες μετέβησαν έμπροσθεν μίαν ώραν και έδειξαν την 4ην πρωϊνήν) έχει τρόπον τινα απελευθερώσει θετικήν θυμικήν ενέργειαν εντός της Μάρθας, και ούτως αυτή κατέστη έτι περισσότερον ανοικτή απέναντι μου, συγκριτικά με το πως ήταν πριν αναχωρήσει για το Ινδικό αρχιπέλαγος. Έτσι, για πρώτη φορά από τότε που γνωριστήκαμε, σε εκτενή επιστολή της ήτινα μου απέστειλε ηλεκτρονικά, η Μάρθα αποφάσισε να μου πεί λίγα λόγια για την οικογένεια της. Ομολογώ ότι όσα μου είχε προείπει για το αγρόκτημα στο Εστορίλ μου είχαν εξάψει την περιέργεια, δεν είχα όμως διατυπώσει ερωτήσεις, διατηρώντας την κρυφή ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα μου έλεγε περισσότερα για την οικογένεια της. Να λοιπόν που η στιγμή αυτή ήλθε. Αφού διάβασα την επιστολή της Μάρθας, και έμπλεος ελπίδων ότι θα ακολουθήσουν και άλλες παρόμοιες πολλές, από ένστικτο τα μεταφέρω εις το ακέραιον εις αυτήν την αυθόρμητον αφήγησιν, χωρίς να γνωρίζω τα αίτια, η εξερεύνησις των οποίων μπορεί να περιμένει.  

Η μητέρα της Μάρθας, η Ρόζα Φερέϊρα, γεννήθηκε στην Λισαβώνα το 1935, κόρη του Πορτογάλου επιχειρηματία Φερνάντο Φερέϊρα και της Ελληνίδας μουσικού Σοφίας Σφυρόερα. Παραμένει εν ζωή και κατοικεί στο αγρόκτημα της οικογένειας Φερέϊρα στο Εστορίλ.

Είχε έναν αδελφό, τον Εουσέμπιο, που γεννήθηκε στην Λισσαβώνα το 1930 και απεβίωσε στο Εστορίλ το 2021. Είναι ο ντον Εουσέμπιο που είχε προαναφέρει η Μάρθα.

Τον Αύγουστο του 1960 η οικογένεια Φερέϊρα ταξίδεψε στην Ελλάδα.  Η Ρόζα ήτανε τότε 25 ετών. Το ταξίδι στην Ελλάδα το περίμενε με λαχτάρα αφού είχε ήδη λάβει πτυχίο κλασσικών σπουδών με ειδίκευση στα Ομηρικά Έπη από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στην Αγγλία και μετά τις καλοκαιρινές διακοπές της θα ολοκλήρωνε την διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ (Cambridge) στην Αγγλία με θέμα την μορφολογική και λεξιλογική ανάλυση της Οδύσσειας.

Την Κυριακή 21 Αυγούστου 1960 είχε προγραμματισθεί από την Εθνική Λυρική Σκηνή η παρουσίαση της όπερας «Νόρμα» του  Μπελλίνι, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, σκηνικά Γιάννη Τσαρούχη και μουσική διεύθυνση του Τούλιο Σεραφίν. Στον ομώνυμο ρόλο η Μαρία Κάλλας! Ήταν η πρώτη φορά που θα παρουσιαζόταν όπερα στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.

Με τη φροντίδα της μητέρας της Ρόζας, Σοφίας Σφυρόερα, που ήταν διεθνούς φήμης πιανίστα, και γνώριζε τα μέσα και τα έξω της ελληνικής μουσικής, η οικογένεια Φερέϊρα εξασφάλισε εισιτήρια για την ιστορική παράσταση και λίγες μέρες πριν την ημερομηνία της παράστασης κατέλυσε στο Ναύπλιο,  στο ξενοδοχείο «Αμφιτρύων».

Η Κυριακή 21 Αυγούστου στην Επίδαυρο ξεκίνησε με συννεφιά, που αργότερα έφερε ψιλόβροχο. Λίγο πριν την παράσταση άρχισε να πέφτει πολλή βροχή, στρέϊτ – θρού που έλεγε και ο Ζαμπέτας. Οι χιλιάδες θεατές που είχαν προσέλθει ήδη στο χώρο του αρχαίου θεάτρου πάσχιζαν να βρούνε ένα σκέπαστρο να προστατευθούν από τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα.

Η οικογένεια Φερέϊρα κατέφυγε σε ένα σκέπαστρο για προσωρινή προστασία. Εκεί άκουσαν την αναγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ότι οι κάτοχοι εισιτηρίων για τη σημερινή παράσταση που δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί λόγω καιρού, προσκαλούνται να παρακολουθήσουν – αν θέλουν και μπορούν – την παράσταση της Τετάρτης 24 Αυγούστου.

Η Ρόζα βρέθηκε να στέκεται στο σκέπαστρο δίπλα σε ένα καλοντυμένο νέο και αντάλλαξαν ματιές. Οι ματιές συνδυάστηκαν με λίγες κουβέντες.

«Τι ατυχία!» είπε η Ρόζα.

«Ποιος το περίμενε!» απάντησε ο νέος.

Αναπόφευκτα, η κουβέντα έφτασε στο πως θα φύγουν από το αρχαίο θέατρο.

«Που θέλετε να πάτε;» ρώτησε ο νέος.

«Στο Ναύπλιο, θα παραμείνουμε εκεί μέχρι την παράσταση της Τετάρτης», απάντησε η Ρόζα.

«Ω, τι σύμπτωσις! Κι εγώ θα παραμείνω στο Ναύπλιο, συνοδεύω ξέρετε την εξαδέλφη μου, που λατρεύει την Κάλλας.»

«Που είναι τώρα η εξαδέλφη σας;» ρώτησε η Ρόζα.

«Χαθήκαμε με τη βροχή και την αναστάτωση, έχει όμως το δικό της αυτοκίνητο και θα την συναντήσω στο Ναύπλιο.» απήντησε ο νέος, και συμπλήρωσε. «Μιλάμε τόση ώρα και δεν συστηθήκαμε. Λέγομαι Αλέξανδρος Κανελλόπουλος, χαίρομαι για τη γνωριμία.»

«Ρόζα Φερέϊρα, είμαι εδώ με τους γονείς και τον αδελφό μου, χαίρομαι και εγώ.» αποκρίθηκε η Ρόζα.

Στο σημείο αυτό η πένα της Μάρθας στέρεψε. Μου υποσχέθηκε ότι θα συνεχίσει την αφήγηση της αύριο, τώρα μια εσωτερική ορμή την οδηγεί στην παραλία, να γευθεί την αρμύρα της θάλασσας και την κάψα του ήλιου.

Ένα από τα θαύματα της ύπαρξης είναι η επίδραση που έχουν η θάλασσα και ο ήλιος στο ανθρώπινο κορμί. Η θωπεία τους αρκεί για να φύγουν οι σκοτεινές σκέψεις από το μυαλό, να αλαφρώσει η ψυχή από τα βάρη που κουβαλάει, και να δεί τον κόσμο με ένα φίλτρο χαλάρωσης και αποδοχής.

Η Μάρθα – 26 Μαρτίου 2022 (Μέρος 1ο)

Αφήγημα σε συνέχειες

26 Μαρτίου 2022. Ώρα πρωϊνή.

Η φίλη μου η Μάρθα μετέβη στην Ζανζιβάρη για διακοπές λίγες μέρες πριν. Την αποκαλώ φίλη παρόλον ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω και άλλους επιθετικούς χαρακτηρισμούς, προς χάριν απλότητος και προκειμένου να αναδυθούν εκ του κειμένου και της κρίσεως της αναγνώστριας τα χαρακτηριστικά της σχέσεως μου με την Μάρθα.

Κατέλυσε στο ξενοδοχείο Park Hyatt Zanzibar.

Το όνομα της προέρχεται από το αραμαϊκό όνομα Marta που σημαίνει “οικοδέσποινα ή κυρία”. Έχει τις ρίζες του στη λέξη mar που σημαίνει “πικρός, δυνατός, κύριος, αφέντης”.

Η Μάρθα μου έγραψε ότι ήθελε να παρελάσει εχθές, την ημέρα που εορτάζουμε την Εθνική Επανάσταση, αλλά δεν την άφησαν. Η Ζανζιβάρη έχει αυστηρούς κανόνες στην κυκλοφορία, κι έτσι δεν έκλεισαν τους δρόμους για να παρελάσει η Μάρθα. Άπλωσε λοιπόν την Ελληνική σημαία που κουβαλούσε στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου και τραγουδούσε ασταμάτητα τον Εθνικό Ύμνο μέχρι που βράδιασε. Η Διεύθυνση του ξενοδοχείου ανησύχησε και φώναξε ασθενοφόρο. Ανέβηκαν οι άνθρωποι με το φορείο επάνω και κρατούσαν και ένα άσπρο μεγάλο φόρεμα που είχε κορδέλες από πίσω αλλά όταν τους είπε η Μάρθα ότι είναι Ελληνίδα και εορτάζει, δεν της το φόρεσαν. Απλά της έκαναν μια ένεση για να πέσει λίγο η πίεση της, είχε ανεβάσει από τον εθνικό ενθουσιασμό.

Το βράδυ που ξύπνησε χαλαρή και όμορφη, η Μάρθα βγήκε στην παραλία να βρει εστιατόριο να φάει μπακαλιάρο. Πείναγε πολύ. Δεν βρήκε μπακαλιάρο, αλλά χταποδάκι για ορεκτικό και σκορπίνα στα κάρβουνα για κύριο. Τι μπακαλιάρος, τι σκορπίνα, σκέφτηκε, όλα είναι στο μυαλό και την ψυχή μας, επιθυμίες και προσδοκίες, άλλες διαμορφωμένες, άλλες θολές και σκοτεινές.

Αποκοιμήθηκε με την μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Την νανούρισε ο φλοίσβος και η φωνή μιας νεάνιδος που τραγουδούσε τοπικά άσματα a cappella.

Ο πόθος, ο έρωτας, η λαχτάρα να αντικρύσεις τον αγαπημένο, δεν έχουν πατρίδα.

Ονειρεύτηκε τον Ντον Εουσέμπιο, θείο της μητέρας της, Πορτογάλο τυχοδιώκτη, με τον οποίο ήταν ερωτευμένη όταν διήγε την ευαίσθητη ηλικία των 9 ετών.

Ο Ντον Εουσέμπιο είχε ένα αγρόκτημα στο Εστορίλ, στο οποίο η Μάρθα περνούσε τα καλοκαίρια όταν ήταν μαθήτρια. Τα πρωϊνά πήγαινε για ιππασία με το πόνυ που της είχε χαρίσει ο θείος της, που της είχε αδυναμία. Τα απογεύματα έπαιζε με τα παιδιά των υπηρετών, και παρακολουθούσε τον ντον Εουσέμπιο καθώς αυτός ετοιμαζόταν για να πάει να παίξει στο Καζίνο του Εστορίλ που ήτανε δίπλα στο αγρόκτημα.

Powder her Face (G)

A few days ago, I heard on BBC Readio 3 Thomas Adès’s Piano Concerto, performed by the pianist Kirill Gerstein and the Leipzig Gewandhaus Orchestra, conducted by Thomas Ades.

Thomas Adès is a British composer, pianist and director. His opera “Powder Her Face” was introduced in 1995 at the Cheltenham Festival, and afterwards came to the Almeida in London. I saw one of the Almeida Theatre 1995 performances as at the time I was living in England, in a suburb located conveniently near central London, and was enjoying the abundance of operatic offerings throughout the year.

I was working very hard, traveling a lot, but there were these moments of “freedom”, when I would just leave the office, drive to the Royal Opera House at the Covent Grarden, buy myself a ticket for the performance of the night and forget about everything.

Ades was 24 years old at the time (1995), one of the golden boys of British modern music.

In October 2020 I enjoyed over the radio waves his piano concerto, but cannot say that I remember much from the opera.

Longwater House, Portsmouth Road, Kingston upon Thames

The memories that remain have to do with my companion G.

The process of association started from the “Piano Concerto”, led me to “Powder her Face”, and then to G and more.

G lived in Athens and was visiting me. At the time I had a flat in Kingston upon Thames, overlooking the river.

I remember driving to London late afternoon on the day of the performance. Almeida Theatre was full. G was as always immaculately dressed in black. I can still smell her parfume.

G stayed for almost a week.

“Powder her Face” was one of three opera performances we saw.

View of Thames from Kingston upon Thames, Portsmouth Road

We would spend a lot of time in the living room, overlooking the river, listening to music, talking about the vicissitudes of life.

And the small things, like the reason she started painting her toenails red.

A few months back, in April 1995 I had travelled to Brazil and recounted to her my views on the exhuberant baroque of the Portuguese colony that became Brazil.

Sir Thomas Browne

Sir Thomas Browne wrote that “There is no antidote against the Opium of time” (Hydriotaphia, Chapter 5). But in my memory G survives in spite of what Browne alleges. As I write this I feel that she is next to me, listening to music, reading, asking the odd question.

I cannot put my finger on an explanation for this persistence, for her image being almost constantly with me, but only speculate that there are forces that keep this memory alive.

These forces may be related to missing her companionship, the endless conversations, the insights that we shared. At the same time, they may emanate from the unresolved issues, the unanswered questions.

Maria Callas La Traviata 1956 La Scala

The other opera we saw with G in London in 1995, was Verdi’s “La Traviata”.

We went to a staging of the 1994 Richard Eyre production, revived by Patrick Young, conducted by Philippe Auguin. Violetta was sung by the American soprano Carol Vaness.

One of the evenings during her stay I cooked an “Italian” meal. I had bought pasta with cattlefish ink, black as coal, from Carluccio’s deli in Neal Street, a beautfiful shop in Central London, and some squid and prepared a dish which I remember well because we spent a lot of time discussing it. Colors, texture, taste, aroma.

This was the case with G. We could discuss anything and have a great time doing it.

During the 1993 – 1994 Christmas period I was in G’s house in Athens, where she had invited some friends to dinner. She had prepared a roast and once she presented it, she started slicing it. In an awkward move she managed to cut herself. One of the guests was a surgeon who attended to the cut and the incident went no further.

Having returned to England, in February 1994 I flew to Berlin for a long weekend and during a break from museum visits I wrote her a postcard inquiring about her condition. I expressed cautiously my concern that something was eating her from the inside.

I had almost instictively formulated the hypothesis that the cut of Christmas was no accident, but a cry for help, and wanted to make sure that I could help her, if she needed help.

Tragic comic masks – Mosaic in Hadrian’s Villa

G wrote back to me and we exchanged a few letters. There was no direct answer, but clear appreciation of my hunch that something was eating her inside. She knew I cared, and she knew she could ask for help, or just discuss whatever it was.

This happened a year later, in 1995, during her visit to England. She stated the reason for her being almost in a state of turmoil.

The second “La Traviata” performance we saw was in Birmingham, a production of Welsh National Opera, WNO.

I drove us there during the day, attended the performance and then had dinner at an Indian restaurant near the theatre (I think it was the Hippodrome) and drove home late at night.

The performance was good, but what impressed me was the audience. Compared to the crowd in the ROH stalls of Covent Garden, we could very well have been in a different country.

A comment is in order about the ROH in Covent Garden.

David Hockney: Sir David Webster, 1971

But first I must retrieve an image from my memory. That of David Hockney. I saw him on a rainy day at the end of 1995 in Floral Street, by the ROH. He is one of my favorite artists and I consider myself lucky to have met him, albeit by chance and for only a fraction of a second.

Due to the dire financial conditions faced by it in the age of COVID-19, the Royal Opera House are going to sell in auction the portrait of Sir David Webster, former chief executive and arts pioneer, a David Hockney painting they have in their possession. It is estimated the painting will fetch 18 million GBP.

Having gone on the David Hockney trail, it would be a shame not to mention his stage sets for the 1992 Richard Cox production of Richard Strauss’ “Die Frau ohne Schatten” (The Woman without a Shadow).

ROH Poster for the 1992 Production

I now come to the comment I was going to make before I ventured into the David Hockney memory lane.

The Royal Opera House in the 1990s (I do not know if they still do) had a policy to sell a few 5 GBP tickets on the day of each performance so that people who could not afford the expensive tickets could enjoy an opera. These days the stall tickets on the average would sell for more than 100 GBP.

A couple of times I was lucky to buy these cheap tickets and found myself in another world. It was way up, as high as you can imagine, you could hardly see what was happening on the stage, but the sound was wonderful. In these cheap seats I met a London bus conductor who confided in me very proudly that he has seen “all ROH productions in the last 40 years”.

There was also another wonderful ROH policy that I benefited from. Some performances were not very popular. The ROH crowd by definition is traditional.

In Spring 1995 Benjamin Britten’s “Billy Budd” did not sell all the stall tickets, and the house discounted them. Instead of more than 100 GBP I paid 25 GBP on the night. It was a wonderful Francesca Zmbello production.

Paul Hindemith’s “Mathis der Maler” was another performance in 1995 that I enjoyed with a heavily discounted ticket. In a workshop focusing on the opera I had the opportunity to meet Peter Sellars, the American Theatre and Opera Director. Another invaluable consequence was my introduction to the world of Matthias Grunewald.

G’s “operatic” visit ended and she returned back to Athens.

A year later I moved back to Greece.

I lost G a few years later. It was a blackout, a complete loss of communication. I was travelling in the Balkan peninsula at the time, and took this loss in my stride. Her image would come to me while I was crossing the flat landscape near Skopje or the meandering route by the river Vardar (Axios in Greek) in what today is the Republic of Northern Macedonia, or as I was walking across the Bulgaria – Northern Macedonia border up on the mountains.

The benefit of such a blackout is that you are left with all the good memories, and you escape from experiencing some nasty incidents. The negative side is that there might have been a chance for a reversal, which is now lost.

Unfortunately I have recently experienced a similar situation with another friend.

We change as we progress in life, and real communication is difficult.

I am left with the memories.

Which I consider not a small thing.

Quite the opposite. I consider myself lucky and blessed to have experienced all the wonderful moments with G. And the memories will stay with me until my death.

Ένα τραγούδι για το χελιδόνισμα από τα Σιάννα της Ρόδου

Ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο που είχε εκδώσει και χαρίσει στη μητέρα μου ο νονός μου, Ν.Γ. Μαυρής, βρήκα ένα όμορφο τραγούδι για το χελιδόνισμα από το χωριό Σιάννα της Ρόδου, και το καταγράφω.

Ξεκινώ με τον ορισμό. Από την Πύλη της Ελληνικής γλώσσας παραθέτω τον ορισμό που δίνει στο λεξικό του ο Τριανταφυλλίδης.

χελιδόνισμα το [xeliδónizma]: καθένα από τα λαϊκά παιδικά τραγούδια που τραγουδούσαν τα παιδιά για να καλωσορίσουν την άνοιξη κρατώντας ένα ξύλινο χελιδόνι. [ελνστ. χελιδόνισμα]

Χελιδόνι πέταξε,

ηύρεν πύργον κι΄έκατσε,

κ΄εχαμοκελάδησε:

Μάρτη, Μάρτη μου καλέ,

και Απρίλη θαυμαστέ,

όσοι μείς οι μαθητές

μαθημένοι είμεστε

ν΄αγοράζουμεν εφτά,

να πουλούμεν δεκαεφτά.

Το κρασί μες στο ποτήρι,

και τα σύκα στο μαντήλι

και τ΄αυγά μες στο καλάθι.

Δόστε μας την όρνιθα μας,

μη μας γερ΄ο δάσκαλος μας

κ΄’εχετε το κρίμα μας

και την αμαρτίαν μας.

Που πάνω που τ΄ ανώφλια σας

έχει μια περιστέρα.

Ανοίξετε την πόρτα σας

να πούμεν καλησπέρα.

Σαμουέλ Μπο-Μποβύ

Το τραγούδι αναφέρεται στα “Βυζαντινά – Μεταβυζαντινά, Τόμος Ι (1946) Μέρος Ι”σε άρθρο του Ελβετού Σαμουέλ Μπο-Μποβύ (Samuel Baud-Bovy), του “Νέστορα” της Δημοτικής μας μουσικής , που γυρνούσε στα 1930 τα Δωδεκάνησα για να συλλέξει τη μουσική μας παράδοση. Ο Μποβύ πραγματοποίησε τρία ταξίδια, τα καλοκαίρια των ετών 1930, 1931 και 1933.

Ο Μπο-Μποβύ στο άρθρο του για το χελιδόνισμα αναφέρει σαν πηγή για τραγούδι από τα Σιάννα το άρθρο του Αναστάσιου Αναστασιάδη, «Από τα έθιμα της νήσου Ρόδου. Εορτή εν τη πρώτη του έαρος εν Ρόδω», στο περιοδικό Φόρμιγξ, περ. Β΄, έτ. Στ΄, αρ. 5-6, (Αθήνα 15-30 Σεπτεμβρίου 1910), σσ. 4-5· Επίσης παραπέμπει στο βιβλίο του Α. Βροντή, Της Ρόδου παραδόσεις και τραγούδια, Ρόδος Απόλλων, 1930.

“Φάε ρε σπασο-παΐδη!”

Η λέξη αυτή είναι σύνθετη.

Το πρώτο της μέρος προέρχεται από το “σπάζω”.

Είναι παραφθορά, αναφέρεται μάλλον σε κάτι σπασμένο.

Το δεύτερο της μέρος προέρχεται από τα παΐδια, τα πλευρά του σώματος.

Η λέξη αναφέρεται σε κάποιον άνθρωπο που είναι τόσο αδύνατος, που είναι εύκολο να του σπάσεις τα πλευρά, ή που τα πλευρά του είναι τόσο εκτεθειμένα που σπάζουν εύκολα.

Την λέξη την έμαθα από τον πατέρα μου, και δεν την έχω ακούσει από κάποιον άλλο. Μάλλον ήτανε δικής του εμπνέυσεως και κατασκευής.

Την χρησιμοποιούσε για να χαρακτηρίσει τον ΧΧ, γιο μιας φίλης οικογένειας, που ήταν πολύ αδύνατος. Ο ΧΧ την εποχή εκείνη ήτανε ούτε 10 ετών.

Ο ΧΧ ερχότανε συχνά στο σπίτι μας, και η μεγάλη επιχείρηση του πατέρα μου ήτανε να τον κρατήσει για φαγητό το μεσημέρι, ή το βράδυ, ανάλογα με την περίσταση, και να τον ταΐσει.

Η διαδικασία ήτανε απλή.

Κάθιζε τον ΧΧ στο τραπέζι δίπλα του, και του γέμιζε συνέχεια το πιάτο, κραυγάζοντας και γελώντας ταυτόχρονα: “Φάε ρε σπασο-παΐδη!”

Ο κύριος Γιάννος, όπως τον αποκαλούσε ο ΧΧ

Ο ΧΧ στην αρχή φοβήθηκε, δεν είχε αντιμετωπίσει κάτι παρόμοιο στον πρότερο βίο του. Η οικογένεια του ήτανε αστική, με την πραγματική έννοια του όρου, και στο τραπέζι δεν είχανε τέτοια συμβάντα.

Στη συνέχεια όμως, ο ΧΧ εξοικειώθηκε με την τελετουργία, και κατάλαβε ότι οι κραυγές του πατέρα μου ήτανε περισσότερο έκφραση αγάπης και παραίνεσης να φάει λιγάκι για να δυναμώσει, παρά κάτι άλλο.

Η τραπεζαρία μας ήτανε δίπλα στην κουζίνα, διασυνδεόταν με αυτήν με ένα πέρασμα σαν το “πάσο” των εστιατορίων, οπότε ήτανε πολύ εύκολο να έχομε αδιάλειπτη τροφοδοσία για να φάει ο ΧΧ. Η δε μητέρα μου, μαθημένη καλά από τις ιδιορρυθμίες του πατέρα μου, φρόντιζε να υπάρχει πάντα επαρκής ποσότητα και ποικιλία στα οικογενειακά τραπέζια.

Ο “κύριος Γιάννος” λοιπόν έγινε φίλος του ΧΧ και οι συνεστιάσεις έγιναν συχνότερες. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια περίοδο που η οικογένεια του ΧΧ είχε ένα οικογενειακό θέμα που απαιτούσε την συχνή απουσία της μητέρας του ΧΧ, οπότε ο ΧΧ ερχότανε στο σπίτι μας, και “έπεφτε” στην αγκαλιά του “κυρίου Γιάννου”, που άλλο δεν ήθελε για να φτιάξει η διάθεση του.

“Φάε ρε σπασο-παΐδη!”

Η σίτιση του ΧΧ είχε πλέον γίνει απαραίτητη για την οικογενειακή μας ευρυθμία.

Το σκηνικό επαναλαμβανόταν και σε εξόδους σε εστιατόρια και ταβέρνες, ίσως με ηπιώτερο τελετουργικό, χωρίς ποτέ όμως να λείπει η φράση κλειδί.

“Φάε ρε σπασο-παΐδη!”

Τελικά όλες οι προσπάθειες του “κυρίου Γιάννου” πήγανε σε καλή μεριά, ο ΧΧ έγινε άντρας δύο μέτρα μπόι. Κι εγώ με την θύμηση του, κάθισα και έγραψα αυτό.