Unexpected Memorial for Aunt Maria – Αναπάντεχο Μνημόσυνο για τη Θεία Μαρία

Η θεία μου η Μαρία αναχώρησε από αυτόν τον κόσμο το 2008. Ήταν ένα  συννεφιασμένο πρωινό, κι εγώ βρισκόμουνα στη Σερβία, όταν αντήχησε το κινητό μου τηλέφωνο.

Ο Κώστας, γιος της θείας Μαρίας ήτανε στην άλλη άκρη.

“Την χάσαμε την Μαρία” μου είπε.

Η Μαρία ήτανε η μεγαλύτερη από τις τρεις αδελφές του πατέρα μου, και η πιο αγαπημένη μου. Την είχα ξεχωρίσει επειδή ήτανε πάντα με το χαμόγελο, και είχε ιδιαίτερα υψηλή ευφυΐα. Επίσης αγαπούσε και θαύμαζε τον πατέρα μου με ένα τρόπο που με είχε οδηγήσει στο να αναγνωρίσω αρετές και προτερήματα του, που αλλιώς χανόντουσαν πίσω από το πολύ αυστηρό προσωπείο του.

Μεγάλωσε στην Ιστιαία Ευβοίας, όπου και γνώρισε τον σύζυγο της, τον θείο Σπύρο.

Παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένεια στην Ιστιαία.

Εκτός από υπέροχος άνθρωπος, η Μαρία ήτανε και εξαιρετική μαγείρισσα.  Σε κάθε επίσκεψη μου στην Ιστιαία είχα την ευκαιρία να απολαύσω ένα εξαίσιο γεύμα.

Το σήμα κατατεθέν για το τραπέζι της Μαρίας ήτανε ένα σκληρό πρόβειο τυρί από το κοντινό χωριό της Κοκκινομηλιάς. Μοσχοβολούσε γάλα και είχε μια απίστευτη  γευστική ένταση, που την απογείωνε το αλάτι. Και σκέτο, αλλά και για την γέμιση της θεϊκής τυρόπιτας που έφτιαχνε, αυτό το τυρί το είχα συνδέσει με τη θεία Μαρία, την ευγένεια, την αγάπη, την ευστροφία της.

Η θεία Μαρία ως ευφυής άνθρωπος είχε καταλάβει πόσο μου άρεσε το τυρί, κι έτσι κάθε φορά μου έφερνε και ένα συμπλήρωμα στο πιάτο “για να τελειώσω το κρασί μου”.

Η γευστική μνήμη του τυριού από την Κοκκινομηλιά παρέμεινε ανεξίτηλη στο μυαλό μου και  τον ουρανίσκο μου, και σήμερα αναβίωσε.

Ο τοπικός φούρναρης είναι από τα Τρίκαλα και από καιρού εις καιρόν έχει τυρί από τα πάτρια εδάφη του. Ρώτησα λοιπόν σήμερα αν έχει τυρί. Μετά από πολύ ενδοιασμό και μισόλογα, μου έφερε να δοκιμάσω ένα κομματάκι.

“Είναι εξαιρετικό, απλά του ξέφυγε λίγο το αλάτι”  μου είπε. Δοκιμάζω και βλέπω μπροστά μου την θεία Μαρία. Το τυράκι του φούρναρη από τα Τρίκαλα ήτανε  ολόιδιο με το τυράκι της Κοκκινομηλιάς.

Συγκρατήθηκα για να μην εκφράσω τον ενθουσιασμό μου. “Καλό είναι, θα το πάρω” αποκρίθηκα.

Καθώς γράφω αυτό το σημείωμα, έχω ένα πιατάκι με το τυράκι δίπλα και μασουλάω, πίνοντας ουζάκι. Σαν να κουβεντιάζω όπως παλιά με την θεία Μαρία.

 

 

 

 

 

Why “change” initiatives fail?

We witness so many so – called “change” initiatives in our everyday lifes, be it in business or politics, and often wonder what are the chances of them succeeding or failing.

Most of them are put together by “experts” and the executives / politicians in charge and then they are announced to the people, be it the employees of the corporation or the citizens, with the intent to convince them that this change is good for them and that they should support it, and along with it the leaders pursuing it.

I am most interested when this change initiative involves me directly, e.g. in case I work for the corporation that undergoes change, or am a citizen in the country where the elected leader promises change. I want to know what are the factors that make a change initiative succees or fail. In this article I discuss one of them, the open inquiry.

A critical issue in all of the change initiatives is to what extent they have been subjected to an inquiry that is open, in the sense that it involves stakeholders other than the decision makers and it enables them to question the leaders and designers of change and potentially challenge and modify underlying assumptions, principles, values and beliefs.

This is critical because people instinctively or not do not trust out-of-the-box “closed” change initiatives that have not been put to the test of an open discussion. Of course a person who has vested interests, e.g. whose power will increase as a result of the change, will not challenge it but unquestionably support it.

ancientgreekmask2

Roman, Republican or Early Imperial, Relief of a seated poet (Menander) with masks of New Comedy, 1st century B.C. – early 1st century A.D., Princeton University Art Museum

In addition to the inquiry itself, people always consider the openness to change of the leader(s) of the change initiative. In other words, they ask “how can they change others, if they are not able to change themselves?”

The leader therefore must demonstrate that she is capable of personal change herself, which implies that she is open to questioning of her behavior’s underlying assumptions and norms, and is willing during the process to suffer a complete loss of the unilateral control which the leaders usually exercise. In the process the leader may feel vulnerable, but this is not necessarily something negative.

Argyris and Schon (1) note that contrary to traditional wisdom, feeling vulnerable while encouraging enquiry is a sign of strength. Change is more likely when you advocate your principles, values and beliefs in a way that invites inquiry into them and encourages other people to do the same.

ancientgreekmask5.jpg
Image credit: The Kennedy Center Arts Edge

In view of the preceding arguments, I argue that it is more likely that a change initiative will succeed if its leader is open to change and espouses critical enquiry, compared to a leader who is an advocate of the control school that lets nothing out.

During this inquiry people will be able to ask questions and discuss with the leader(s) the various aspects of the change initiative. Even better, the change initiative will be formulated in such a way that it allows for adjustments to be made to it following the inquiry, and/or in during the inquiry process.

I find very interesting that it is rare for this issue to be raised during the planning, implementation and review of a change initiative.

At a time when everyone talks about and/or promises change, it is essential in my view to ask the simple question: “has this change initiative undergone a public, i.e. open inquiry?” Or is it the case that announcements were made and people were asked to enlist to the change camp?

The same approach would apply to politics. When a candidate or a party make a declaration of intent to change the status quo, to do things differently, why not invite people to a public discourse regarding change?

Reference

(1) Argyris and Schon, Organizational Learning II, Addison – Wesley, 1996

 

 

 

In memoriam John Moropoulos – Στην μνήμη του Ιωάννη Μορόπουλου

Σήμερα είναι η μεγάλη γιορτή του Ιωάννη του Προδρόμου και τιμώ την μνήμη του πατέρα μου, Ιωάννη Μορόπουλου. Γεννήθηκε στην Ιστιαία Ευβοίας, γιος του Νικόλαου και της Αγγελικής, και σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Ε.Μ.Π. Αποφοίτησε το 1949 μετά την πολυετή στρατιωτική του θητεία και διορίστηκε μηχανικός στη νεοσύστατη Νομαρχία Δωδεκανήσου, με έδρα τη Ρόδο, την οποία αγάπησε σα δεύτερη πατρίδα του. Εκεί γνώρισε την μητέρα μου, που είχε διορισθεί φιλόλογος στην Εμπορική Σχολή, την οποίαν ηράσθη σφόδρα. Παντρεύτηκαν το 1951 και απέκτησαν δύο παιδιά.

Ο προϊστάμενος του πατέρα μου το 1949 στη Ρόδο ήταν ο Νικήτας Αβραμέας, Πολιτικός Μηχανικός, παντρεμένος με τη Ζωή Αβραμέα, που πριν τον πόλεμο ήταν νοσηλεύτρια στην Βασιλική Αυλή. Οι γονείς μου – ο καθένας χωριστά – γνωρίστηκαν με το ζεύγος Αβραμέα στην μικρή κοινωνία όσων είχαν πάει στη Ρόδο για την ανοικοδόμηση, ταιριάξανε και κάνανε πολύ παρέα, κάτι που οδήγησε στα στέφανα. Ο Νικήτας και η Ζωή Αβραμέα στεφάνωσαν το ζεύγος Μορόπουλου.

Ένας άλλος μηχανικός που συνεργάστηκε με τον πατέρα μου ήταν ο Χριστοφίδης (δυστυχώς δεν θυμάμαι το μικρό του όνομα). Ερχότανε συχνά στη Ρόδο με τη γυναίκα του Μαίρη Χριστοφίδου και κάνανε πολύ παρέα με τους γονείς μου και τους Αβραμέα.

Έτσι με το που γεννήθηκε η αδελφή μου η Ζωή Αβραμέα και η Μαίρη Χριστοφίδου έγιναν οι νονές της.

Μετά τα πρώτα χρόνια στη Ρόδο, ο πατέρας μου αποφάσισε να ασκήσει το ελεύθερο επάγγελμα. Το έργο που θυμάμαι είναι οι εγκαταστάσεις της φωνής της Αμερικής στη Ρόδο, που δεν υπάρχουν πια. Το καλοκαίρι με έπαιρνε μαζί του από το πρωί στο εργοτάξιο και με έβαζε να κάνω δουλειές. Η αγαπημένη μου ήτανε να “ποτίζω” το μπετόν με το λάστιχο. Επειδή έβλεπα ότι κάθε Σάββατο πρωί πλήρωνε τους εργάτες, του ζήτησα να πληρώνει κι εμένα, κάτι που έκανε με τεράστιο χαμόγελο. Είχα κι ένα κουμπαρά και τα έβαζα όλα τα χρήματα μου εκεί, αφού κατάφερνα για τα δικά μου έξοδα να παίρνω – με διάφορες δικαιολογίες – λεφτά από την αδερφή μου.

Απέκτησε σχέσεις με τους Αμερικάνους μηχανικούς που είχαν έρθει στη Ρόδο για το έργο, και με μερικούς έγινε πολύ φίλος. Θυμάμαι το ζεύγος  Rosenblatt από την Βαλτιμόρη, που είχαν εγκατασταθεί στη Ρόδο με τα δύο παιδιά τους. Πέρα από το ότι ήτανε υπέροχοι άνθρωποι, είχανε ένα σπίτι τεράστιο στην αυλή του οποίου υπήρχε μία γούρνα που το καλοκαίρι τα παιδιά είχαμε μετατρέψει σε πισίνα, παρόλο που είχε μέσα φυτά και χορτάρια.  Όταν γύρισαν στην Αμερική, οι Rosenblatt μας άφησαν όλες τις συσκευές που είχαν. Η ναυαρχίδα ήταν ένα τεράστιο ψυγείο Westinghouse, στο οποίο χωρούσαμε και η αδερφή μου και εγώ. Το χωριστήκαμε με πόνο ψυχής όταν πέθανε ο πατέρας μου και κλείσαμε το σπίτι στη Ρόδο.

Εκτός από τις προσωπικές σχέσεις όμως, οι Αμερικάνοι μηχανικοί αναγνώρισαν την συμβολή του πατέρα μου στο έργο αποδίδοντας του την τιμητική ιδιότητα του μέλους της American Society of Civil Engineers (ASCE). Ήτανε κάτι για το οποίο ήτανε περήφανος.

Με τους Αμερικάνους σχετίζεται κι ένα άλλο επεισόδιο από τις πατρικές μου αναμνήσεις. Ήτανε Πάσχα του 1965 και πολλά πλοία του Έκτου Στόλου επισκέφθηκε τη Ρόδο. Ο φιλόξενος πατέρας μου κάλεσε 60 αξιωματικούς να φάμε μαζί το Πάσχα. Σούβλισε 10 αρνιά και έφερε και ορχήστρα, με την Αννούλα από το Βόλο, που ήτανε η αγαπημένη του τραγουδίστρια στον κέντρο “Μπαμπούλας“.   Έγινε χαμός, και είχαμε και ειδύλλιο στο τέλος, αφού ένας πλοίαρχος ερωτεύθηκε σφόδρα την εξαδέλφη της μητέρας μου, την θεία Μαίρη, που μας επισκεπτόταν συχνά.

Η φιλοξενία και η απλοχεριά ήτανε έμφυτα στον πατέρα μου. Θυμάμαι τόσους και τόσους επισκέπτες από την Αθήνα, που ερχόντουσαν στο σπίτι μας στη Ρόδο, σχετικούς και άσχετους. Όλους τους περιποιήθηκε σα να ήτανε πολύ κοντινοί φίλοι.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ήτανε η αγάπη που έτρεφε για τους εργάτες και τους εργοδηγούς που είχε στα συνεργεία του.  Πολλά απογεύματα Σαββάτου, όταν σχολάγανε από το εργοτάξιο, τους πήγαινε με ταξί στον “Μπαμπούλα” να φάνε και να πιουν και να διασκεδάσουν. Όταν μεγαλώσαμε, η αδερφή μου κι εγώ τον πειράζαμε, και τον αποκαλούσαμε “βασιλικό κομμουνιστή”. Γιατί και βασιλικός ήτανε μέχρι το κόκκαλο (στο δημοψήφισμα του 1974 ήτανε για κλάματα) και φερότανε στους εργάτες σα να ήτανε συνέταιροι του. Το “βασιλικός” του άρεσε, για το “κομμουνιστής” είχε σοβαρές ενστάσεις! Από τότε όμως (δεκαετία 1970) έλεγε ότι η Κίνα είναι ο γίγαντας που κοιμάται και κάποτε θα κυριεύσει τον κόσμο.

Στις γιορτές ερχόντουσαν στο σπίτι, μαζί με τις οικογένειες τους, οι επιστάτες και εργοδηγοί. Θυμάμαι τον Λουκά, και τον Τριαντάφυλλο. Αξέχαστος θα μου μείνει ο Αργύρης Γιαννακές (ο “Αργυράκος”) από την Απολακκιά της Ρόδου, που επειδή η οικογένεια του ήτανε στο χωριό και δεν μπορούσε να πηγαινοέρχεται, περνούσε τη βδομάδα στο σπίτι μας, και τα βράδια που βγαίνανε οι γονείς μου, πρόσεχε την αδερφή μου κι εμένα. Ευγενικός, χαμογελαστός, υπέροχος άνθρωπος!

Το 1968 ο πατέρας μου μου ανέθεσε μια ειδική αποστολή. Να τον εκπροσωπήσω στον γάμο της νεώτερης αδελφής του, που θα γινότανε στην Αθήνα. Εκείνος δεν μπορούσε να παραστεί λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων. Με πήγε στον ράφτη, μου έραψε ένα κοστουμάκι, και με έβαλε στο αεροπλάνο. Θυμάμαι ότι είχανε έρθει και μέλη της οικογένειας από την Αμερική, που δεν τους είχα ξαναδεί κι όλοι ρωτάγανε για τον Γιάννη.  Πάντως όλα πήγανε καλά, κι ο γάμος στέφθηκε με επιτυχία.

Εκτός από καλός μηχανικός, ήτανε και καλός δάσκαλος. Όταν σταμάτησε τις εργολαβίες κι έκανε μόνο μελέτες και επιβλέψεις μάζευε στο γραφείο του νέους μηχανικούς και τους βοηθούσε να λύσουν προβλήματα θεωρίας και πρακτικής. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Κοσμά Σφυρίου, που αργότερα εξελέγη βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ, να συνεργάζεται με τον πατέρα μου, τον οποίο και αναφέρει κάθε φορά που συναντιόμαστε.

Η αγαπημένη του βόλτα στην πόλη της Ρόδου ήτανε στο Μαντράκι. Το ταξί – πάντα με ταξί, δεν ήθελε να οδηγεί – τον άφηνε στο Μαντράκι, και αφού έκανε τη βόλτα του πήγαινε στο μεγάλο καφεζαχαροπλαστείο “Ακταίον” και απολάμβανε το ουϊσκι του.

Είχε πολλά παρατσούκλια, αφού τον αγαπούσαμε όλοι. Το πιο χαρακτηριστικό είναι “Σπανιόλος”. Επειδή του άρεσε και η λέξη “μόρτης”, τον λέγαμε κι έτσι. Κι έτσι τον θυμόμαστε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

On Light and Shadow: A “Fluxus Eleatis” Discourse

“Our life shall pass away as the trace of a cloud, and come to nought as the mist that is driven away with the beams of the sun. For our time is as a shadow that passeth away and after our end there is no returning.” Wisdom of Solomon 2.4

Participants

Johann Wolfgang von Goethe, German writer

Ernst Gombrich, British-Austrian art historian

Mr. F, wanderer

Hugo von Hofmannsthal, Austrian poet

Ms. B, anthropologist (of unknown ethnicity)

Marcel Proust, French writer

Miss. T, gourmant

Junichiro Tanizaki, Japanese author

Leonardo (da Vinci), Florentine painter, artist, scientist

Martin Gayford, English, Art critic

The Discourse (Fragments)

Ernst Gombrich“By shadow (ombra) is meant that which a body creates on itself, as for instance a sphere that has light on one part and gradually becomes half light and half dark, and that dark part is described as shadow (penumbra)Half-shadow (mezz’ombra) is called that area that is between light and the shadow through which the one passes to the other, as we have said, gradually diminishing little by little according to the roundness of the object. Cast shadow (sbattimento) is the shadow that is caused on the ground or elsewhere by the depicted object . . . .” – After Filippo Baldinucci, Vocabulario Toscana dell’Arte del Disegno, Florence 1681.

Johann Wolfgang von Goethe: Where there is much light, the shadow is deep. A shadow is made when an object blocks light. The object must be opaque or translucent to make a shadow. A transparent object will not make any shadow, as light will pass straight through it.

Junichiro Tanizaki:  Why should this propensity to seek beauty in darkness be so strong only in Orientals? The West too has known a time when there was no electricity, gas, or petroleum, and yet so far as I know the West has never been disposed to delight in shadows. Japanese ghosts have traditionally had no feet; Western ghosts have feet, but are transparent. As even this trifle suggests, pitch darkness has always occupied our fantasies, while in the West even ghosts are as clear as glass. This is true too of our household implements: we prefer colors compounded of darkness, they prefer the colors of sunlight. And of silver and copperware: we love them for the burnish and patina, which they consider unclean, unsanitary, and polish to a glittering brilliance. They paint their ceilings and walls in pale colors to drive out as many of the shadows as they can. We fill our gardens with dense paintings, they spread out a flat expanse of grass.

Mr. F: The opening aria in Handel’s opera Serse (Xerxes), sung by the man character, Xerxes I of Persia, is about the shade of a plane tree.

Ombra mai fu (Never was a shade)

Tender and beautiful fronds
of my beloved plane tree,
let Fate smile upon you.
May thunder, lightning, and storms
never bother your dear peace,
nor may you by blowing winds be profaned.
A shade there never was,
of any plant,
dearer and more lovely,
or more sweet.

Leonardo da Vinci, The Virgin and Child with St. Anne and the Young St. John the Baptist (The Burlington House cartoon)
(London, National Gallery of Art)

Leonardo (da Vinci): Shadow is the obstruction of light. Shadows appear to me to be of supreme importance in perspective, because, without them opaque and solid bodies will be ill defined; that which is contained within their outlines and their boundaries themselves will be ill-understood unless they are shown against a background of a different tone from themselves. And therefore in my first proposition concerning shadow I state that every opaque body is surrounded and its whole surface enveloped in shadow and light. . . . Besides this, shadows have in themselves various degrees of darkness, because they are caused by the absence of a variable amount of the luminous rays; and these I call Primary shadows because they are the first, and inseparable from the object to which they belong. . . . From these primary shadows there result certain shaded rays which are diffused through the atmosphere and these vary in character according to that of the primary shadows whence they are derived. I shall therefore call these shadows Derived shadows because they are produced by other shadows . . . Again these derived shadows, where they are intercepted by various objects, produce effects as various as the places where they are cast . . . And since all round the derived shadows, where the derived shadows are intercepted, there is always a space where the light falls and by reflected dispersion is thrown back towards its cause, it meets the original shadow and mingles with it and modifies it somewhat in its nature.

Martin Gayford: “According to ancient sources, the first artist ever to use this device (chiaroscuro: contrasting light and dark) was an Athenian named Apollodorus. It was he, according to the historian Plutarch, who ‘first invented the fading in and building up of shadow’. Apollodorus was called ‘Skiagraphos’ (‘Shadow Painter’). Before he began to model his figures, Pliny says, there was no painting ‘which holds the eye’.

 

Miss. T: Monsieur Proust “In the Shadow of Young Girls in Flower”, the second volume of “In Search of Lost Time”, you define memory.

Marcel Proust: The greater part of our memory lies outside us, in a dampish breeze, in the musty air of a bedroom or the smell of autumn’s first fires, things through which we can retrieve … last vestige of the past, the best of it, the part which, after all our tears have dried, can make us weep again. Outside us? Inside us, more like, but stored away…. It is only because we have forgotten that we can now and then return to the person we once were, envisage things as that person did, be hurt again, because we are not ourselves anymore, but someone else, who once loved something that we no longer care about.

Mr. F: The woman without a shadow.

Hugo von Hofmannsthal: “Er wird zu Stein.”

Ms. B: If the Empress still does not cast a shadow within three days, the Emperor will be turned to stone. The following clip is from a stunning production with David Hockney’s stage designs.

Hugo von Hofmannsthal: “My earliest sketches for the libretto are based on a piece by Goethe, “The Conversation of German Emigrants” (1795). I have handled Goethe’s material freely, adding the idea of two couples, the emperor and empress who come from another realm, and the dyer and his wife who belong to the ordinary world.” (as quoted in wikipedia)

Giorgio de Chirico L’enigma di una giornata (II) ~ 1914 Museo d’arte contemporanea dell’Università di San Paolo

Ernst Gombrich: “Cubism reinstated the role of shadows both to guide and confuse the viewer. Later still the Surrealists exploited the effect of shadows to enhance the mood of mystery they sought, as in Chirico’s dreamlike visions of deserted city squares, where the harsh shadows cast by the statue and solitary figures add to the sense of disquiet.’

Martin Gayford: “Shadows can convey information, but also create illusions.”

Ryoji Ikeda, test pattern [no.5], 2013, audiovisual installation at Carriageworks. Commissioned and presented by Carriageworks and ISEA2013 in collaboration with Vivid Sydney. Image Zan Wimberley | © Carriageworks/WikiCommons
Junichiro Tanizaki:  And so it has come to be that the beauty of a Japanese room depends on a variation of shadows,heavy shadows against light shadows—it has nothing else. Westerners are amazed at the simplicity of Japanese rooms, perceiving in them no more than ashen walls bereft of ornament. Their reaction is understandable, but it betrays a failure to comprehend the mystery of shadows. Out beyond the sitting room, which the rays of the sun can at best but barely reach, we extend the eaves or build on a veranda, putting the sunlight at still greater a remove. The light from the garden steals in but dimly through paper-paneled doors, and it is precisely this indirect light that makes for us the charm of a room. We do our walls in neutral colors so that the sad, fragile, dying rays can sink into absolute repose.

© Roy Zipstein

Junichiro Tanizaki: It has been said of Japanese food that it is a cuisine to be looked at rather than eaten. I would go further and say that it is to be meditated upon, a kind of silent music evoked by the combination of lacquerware and the light of a candle flickering in the dark. In the cuisine of any country efforts no doubt are made to have the food harmonize with the tableware and the walls; but with Japanese food, a brightly lighted room and shining tableware cut the appetite in half. The dark miso soup that we eat every morning is one dish from the dimly lit houses of the past. I was once invited to a tea ceremony where miso was served; and when I saw the muddy, claylike color, quiet in a black lacquer bowl beneath the faint light of a candle, this soup that I usually take without a second thought seemed somehow to acquire a real depth, and to become infinitely more appetizing as well. Much the same may be said of soy sauce. In the Kyoto-Osaka region a particularly thick variety of soy is served with raw fish, pickles, and greens; and how rich in shadows is the viscous sheen of the liquid, how beautifully it blends with the darkness.

 

 

Kokoretsi on charcoal but not on the spit – The agony and ecstasy of the grill

Summary 

This is a post about kokoretsi, the offal delicacy, grilled on charcoal. The challenge is that on this occasion there is no spit.

Περίληψη

Αυτό το άρθρο έχει θέμα του το ψήσιμο του κοκορετσιού στα κάρβουνα. Η πρόκληση προέρχεται από το ότι το κοκορέτσι δεν έχει περαστεί σε σούβλα, αλλά είναι σε δίχτυ.

telos2

Kokoretsi – Photo: N. Moropoulos

 

“Εκ του τέλους άρχεσθαι”  Άγνωστος Σύγχρονος Φιλόσοφος

Ο Galip Tokoz, ιδιοκτήτης της αλυσίδας ταχυφαγείων Sampiyon Kokorec, δήλωσε σε δημοσιογράφο εφημερίδας: «Το κοκορέτσι είναι για τους Τούρκους σαν την μορφίνη».

Αγαπημένο το κοκορέτσι και στην Ελλάδα μας. Σύμφωνα με διάφορα άρθρα που διαβάζω στο διαδίκτυο, το έτρωγαν και οι Αρχαίοι Έλληνες χιλιάδες χρόνια πριν. Ένα άρθρο αναφέρει ότι στον Όμηρο το κοκορέτσι είναι η «πλεκτή». Στο έγκυρο λεξικό Liddell-Scott όμως αναφέρεται ως σπείρα, συστροφή, σχοινί, κορδόνι.

Άλλη μια λέξη που αναφέρεται ότι είναι το κοκορέτσι στην αρχαία ελληνική είναι «μίμαρκυν». Στο ίδιο λεξικό όμως η λέξη «μίμαρκυς» ορίζεται σαν λαγός σε σούπα ή στο ίδιο του το αίμα, με αναφορά στους Αχαρνείς του Αριστοφάνη.

koko1
Kokoretsi – Photo: N. Moropoulos

 

Δύσκολο λοιπόν το να βρεις την άκρη με τους αρχαίους Έλληνες και το κοκορέτσι. Όχι τόσο δύσκολο όμως για τους σύγχρονους. Μαζί με τους Τούρκους και τους Αλβανούς είμαστε σήμερα οι μόνοι που τρώμε κοκορέτσι.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Μπαμπινιώτη, η λέξη κοκορέτσι προέρχεται από την αλβανική kukurec. Η αλβανική καταγωγή αναφέρεται και από   την «That Best Bite» που αναφέρει ότι το κοκορέτσι μπήκε μαζικά στην Τουρκική αγορά ταχυφαγείων στη δεκαετία του 1960, όταν πολλοί Αλβανοί δούλευαν στην κρεαταγορά της Κωνσταντινούπολης.

koko21

Kokoretsi – Photo: N. Moropoulos

Πρόσφατα έψησα για πρώτη φορά ένα κοκορέτσι στο δίχτυ στα κάρβουνα, γιατί η ψησταριά ήτανε μικρή και δεν χωρούσε σούβλα. Είχα τόσο  μεγάλη αγωνία για το τελικό αποτέλεσμα, που αποθανάτισα το ψήσιμο και έτσι προέκυψε αυτό το χρονικό. Η αγωνία είναι εν μέρει δικαιολογημένη, αφού μέχρι τώρα δεν είχα ψήσει ποτέ κοκορέτσι στο δίχτυ στα κάρβουνα.

Το κοκορέτσι το έφτιαξε ο ΛΑΜΠΡΟΣ, ένα εξαιρετικό κρεοπωλείο στη στενή Ευβοίας, από όπου προμηθεύομαι τα κρεατικά μου. Ζύγιζε 3 κιλά όταν το πήρα. Αφού στράγγιξε καλά ολονυκτίς, ήτανε έτοιμο για ψήσιμο. Πριν το βάλω στην φωτιά το αλάτισα και πιπέρισα ελαφρά. Όταν η πρώτη ύλη είναι υψηλής ποιότητας, πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού η πραγματική γεύση και τα αρώματα της, χωρίς διαστρεβλώσεις.

koko22

Kokoretsi – Photo: N. Moropoulos

Η αρχή του ψησίματος έχει ένα βασικό σκοπό. Να «ιδρώσει» το κοκορέτσι χωρίς να καεί.  Αυτό σημαίνει δυνατή φωτιά, αλλά και αρκετή απόσταση από τη φωτιά, με δεδομένο ότι δεν έχεις την ευχέρεια να γυρίζεις το κοκορέτσι συνέχεια, αλλά μόνο κάθε 5 λεπτά περίπου. Το χρώμα είναι πολύ ανοικτό.

koko23

Kokoretsi – Photo: N. Moropoulos

Μετά από 20 λεπτά το χρώμα έχει αρχίζει να αλλάζει, ενώ έχει αρχίσει να στάζει. Το στάξιμο το σημάδι ότι η θερμοκρασία είναι η σωστή.  Όσο περνάει η ώρα το χρώμα σκουραίνει, ενώ αρχίζει και η ευωδία από τις σταγόνες που πέφτουν στα κάρβουνα και εξαερώνονται σκορπίζοντας εκατομμύρια σωματίδια στον αέρα. Στο χρονικό αυτό σημείο πρέπει να μειωθεί η απόσταση από τη φωτιά, ενώ η συχνότητα γυρίσματος γίνεται 10 από πέντε λεπτά.

lolo24

Kokoretsi – Photo: N. Moropoulos

60 λεπτά. Αρχίζει να μελώνει. Αυτό που βλέπετε στην επάνω μεριά είναι μια κρούστα γεμάτη νοστιμιά. Με την πρόοδο του ψησίματος βλέπετε και την αισθητή μείωση της διαμέτρου του κοκορετσιού. Καλό σημάδι, και απόδειξη της φρεσκάδας των υλικών. Προσθέτω κάρβουνα στη φωτιά, όχι πολλά, ο στόχος είναι η συντήρηση και όχι η ενίσχυση.

koko25

Kokoretsi – Photo: N. Moropoulos

120 λεπτά. Η θερμοκρασία έχει ανέβει πολύ, και αρχίζει να σκουραίνει το έντερο, με την εμφάνιση του φαινομένου Maillard. Η κρούστα επεκτείνεται, το χρώμα σκουραίνει ακόμη περισσότερο.

Το φαινόμενο Maillard είναι στην ουσία ο γάμος μορίων υδρογονάνθρακα με αμινοξέα, στον οποίο προστίθενται και μόρια νατρίου και θείου. Το σκούρο καφέ χρώμα και η έντονη μεστή γεύση (umami)  οφείλονται σε αυτό το φαινόμενο. Το φαινόμενο για να εμφανισθεί απαιτούνται θερμοκρασίες πάνω από 120 βαθμούς Κελσίου. Αν σκεφτούμε ότι το νερό βράζει στους 100 βαθμούς, έχουμε την εξήγηση γιατί τα βραστά φαγητά ή τα φαγητά χύτρας δεν έχουν σκούρο χρώμα, παρεκτός εάν έχουμε προηγούμενα τσιγαρίσει τα υλικά.

Όπως έχει πει ο κάτοχος βραβείου Νόμπελ στη Χημεία Jean-Marie Lehn, «Το φαινόμενο Maillard είναι η πιο διαδεδομένη εφαρμοσμένη χημική αντίδραση στον κόσμο.»

Προσθέτω κάρβουνα στη φωτιά.

 

koko10

Kokoretsi – Photo: N. Moropoulos

160 λεπτά. Το καραμέλωμα έχει απλωθεί παντού. Το μόνο που μένει τώρα είναι να γίνει τραγανό το έντερο στην εξωτερική επιφάνεια, χωρίς όμως να στεγνώσει μέσα.

180 λεπτά. Το τέλος του ψησίματος. 3 ώρες, για 3 κιλά.

koko11

Kokoretsi – Photo: N. Moropoulos

Προσέξτε πόσο έχει μικρύνει η διάμετρος! Επίσης, πόσο λεπτή είναι η «φλούδα» με τα έντερα. Και έτσι πρέπει στο κοκορέτσι με φρέσκα υλικά. Σε πολλές ταβέρνες βρίσκω κοκορέτσι τεραστίων διαστάσεων με μια φλούδα έντερα περίπου μισό πόντο. Αυτό δεν μου αρέσει, και «μυρίζει» κατεψυγμένα έντερα από την Ισπανία και εντόσθια από πολύ μεγάλα ζώα.  Το σωστό κοκορέτσι όμως θέλει εντόσθια από μικρό (κάτω του 12μηνου) ζώο και φρέσκα έντερα.

koko12

Kokoretsi – Photo: N. Moropoulos

Το αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι – χωρίς μετριοφροσύνη – εξαιρετικό. Τα έντερα τραγανά έξω, ζουμερά μέσα, τα εντόσθια γεμάτα χυμούς και αρώματα. Το αλάνθαστο τεστ, το λίπος, είναι γλυκό και δεν σε μπουκώνει. Όσο καλύτερο το ζώο, τόσο καλύτερο και το λίπος του. Το ίδιο ισχύει και για τα γλυκάδια, τα οποία όπως λέει και το όνομα τους είναι γλύκισμα. Τα εντόσθια γεμάτα νοστιμιά.

Μπράβο στον ΛΑΜΠΡΟ που έχει τέτοια ποιότητα, μπράβο και στον ψήστη που ολοκλήρωσε την αποστολή του!  Ζήτω το κοκορέτσι! Και την επόμενη φορά ένδοξο σπληνάντερο! Και γαρδούμπες!

 

Θυσιάζω αρνάκι άσπρο και παχύ, Μαρία Πενταγιώτισσα

arniexothema.grtselemedes

Executive Summary

Dear non-Greek speaking readers, I am honored to have you visiting my site.

This is to let you know that this post is written in Greek only. It describes an agonizing attempt to sacrifice a white lamb to an unfulfilled love. Similar to the sorry state of the love itself and the unfortunate love stricken author, the sacrifice fails miserably.

The  post is not translated because the whole story is built around cultural references that only a Greek speaking person can decode to an adequate level, and thus appreciate the level of genius that is required in order to write this post. I am a modest person by nature and thus do not want to elaborate this point further.

Εισαγωγή

Το Πάσχα ανάμεσα σε όλα τα άλλα είναι και η θυσία του αμνού. Ο αγνός και αθώος αμνός θυσιάζεται. Πληρώνει με τη ζωή του για κάποιον σκοπό κάποιων άλλων, εκτός από αυτόν.

Η θυσία σαν τελετουργία πάει χιλιετίες πίσω.

Αρχίζοντας από τον Όμηρο, διαβάζουμε στην Ιλιάδα για την εκατόμβη που προσφέρουν ο Οδυσσέας και ο Χρύσης στον Φοίβο Απόλλωνα για να ελεηθεί τους Δαναούς.

Ευκαιρία να δούμε μερικές σχετικές λέξεις στο Ομηρικό κείμενο, με τη βοήθεια του λεξικού Liddell $ Scott, ενώ οι αποδόσεις στα νέα ελληνικά είναι των Ι.Θ. Κακριδή και Ν. Καζαντζάκη.

  • αυερύω, αυέρυσα: έλκω το κεφάλι του θύματος προς τα πίσω, έτσι ώστε να κόψω το λαιμό του. Η απόδοση στα νέα ελληνικά είναι «αναλαιμίζω»
  • σφάζω, έσφαξα: σφαγιάζω τα ζώα που πρέπει να προσφερθούν ως θυσία. Η λέξη δεν έχει αλλάξει, είναι η ίδια στα νέα ελληνικά!
  • δέρω, έδειρα: αφαιρώ το δέρμα. Στη νέα ελληνική, η λέξη είναι γδέρνω.
  • σπλάγχνα: εντόσθια που φυλάσσονταν και τα έτρωγαν οι προσφέροντες την θυσία. Στη νεοελληνική έχουμε τη λέξη «σπλάχνα». Δηλαδή χάσαμε στη διαδρομή των χιλιετιών ένα «γάμμα».
  • οβελός, οβελοίσιν: σούβλα. Στη νεοελληνική χρησιμοποιούμε και την λέξη «οβελίας».

Ομήρου Ιλιάδα, Α’ 440 – 469 (απόδοση Ι.Θ. Κακριδής, Ν. Καζαντζάκης)

Τότε ο Οδυσσέας ό πολυκάτεχος μπρος στο βωμό τη φέρνει

και την παράδωσε στου κύρη της τα χέρια λέγοντας του:

«Χρύση, ο ρηγάρχης Αγαμέμνονας με στέλνει να σου δώσω

πίσω την κόρη, και να σφάξουμε περίσσια αρνιά στο Φοίβο,

να ελεηθεί, αν θελήσει η χάρη του, τους Δαναούς, τι αλήθεια

με πίκρες έχει πολυστέναχτες ποτίσει τους Αργίτες.»

Τούτα μιλώντας του την έδωκε, κι αυτός την κόρη εδέχτη

όλο χαρά᾿ κι εκείνοι γρήγορα τ᾿ αγιάτικα σφαχτάρια

στήσαν αράδα, στον καλόχτιστο βωμό του Φοίβου γύρω.

… (η ευχή του Χρύση)

Είπε, και την ευκή του επάκουσεν ο Απόλλωνας ο Φοίβος·

κι ως ευκηθήκαν και πασπάλισαν μετά τ᾿ αγιοκριθάρια,

αναλαιμίσαν τ᾿ αρνοκάτσικα, τα σφάξανε, τα γδάραν,

χώρισαν τα μεριά, τα τύλιξαν τρογύρα με τη σκέπη,

διπλώνοντας τη, κι από πάνω τους κομμάτια κρέας πιθώσαν.

Σε σκίζες πάνω ο γέρος τα ‘καιγε, και με κρασί φλογάτο

τα περεχούσε, και πεντόσουβλες στο πλάι του οι νιοί κρατούσαν.

Και σύντας τα μεριά αποκάηκαν και γεύτηκαν τα σπλάχνα,

λιανίσαν τ᾿ άλλα και περνώντας τα στις σούβλες να τα ψήνουν

επήραν γνοιαστικά, κι ως ψήθηκαν, τ᾿ αποτραβήξαν όλα.

Κι απ᾿ τις δουλειές αυτές σα σκόλασαν κι ετοίμασαν τις τάβλες,

έτρωγαν, κι είχαν ως εταίριαζε καθείς το μερτικό του.

και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο…

murillo

Πάντα υπάρχει ένα άσπρο αρνάκι

Εμπνευσμένος από τους Δαναούς,  αλλά και τον Άγιο Ιωάννη, που απεικονίζεται ως παις με τον αμνό, αποφάσισα να θυσιάσω κι εγώ έναν αμνό.  Ο Κατακουζηνός δεν αναφέρει θυσίες, καθόσον το ποίημα είναι παιδικό. Όπως όμως όλοι γνωρίζουμε, τα αρνάκια μπορεί να πάθουνε πολλά χειρότερα από το να σπάσουν ένα ποδαράκι!

 Αλέξανδρος Κατακουζηνός, «Το αρνάκι»

 Αρνάκι άσπρο και παχύ

της μάνας του καμάρι

εβγήκε εις την εξοχή

και στο χλωρό χορτάρι.

Απ’ τη χαρά του την πολλή

απρόσεκτα πηδούσε

της μάνας του τη συμβουλή

καθόλου δέν ψηφούσε.

«Καθὼς παιδί μου προχωρείς

και σαν ελάφι τρέχης

να κακοπάθης ημπορείς

και πρέπει να προσέχεις».

Χαντάκι βρέθηκε βαθύ

ορμά σαν παλληκάρι

να το πηδήση προσπαθεί

και σπάει το ποδάρι!

maria-pentagiotissa

Μαρία η μοιραία γυναίκα

Ο αμνός θα θυσιασθεί στην ποδιά της Μαρίας της Πενταγιώτισσας. Μπας και σπάσει η γκίνια και ο έρωτας μου παύσει να είναι ανεκπλήρωτος.

«Μαρία Πενταγιώτισσα», Δημώδες Άσμα της Φωκίδας

Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά, Μαρία Πενταγιώτισσα

Αχ, και στο Χρυσό κριάρια, μωρή δασκαλοποόλα

Και στης Μαρίας την ποδιά, Μαρία Πενταγιώτισσα

Αχ, σφάζουνται παλικάρια, παιδιά σαν τα βλαστάρια

Μαρία, πού ‘ν’ τ’ αδέρφια σου; Μαρία Πενταγιώτισσα

Αχ, μωρή δασκαλοποόλα, που ‘σύ τα κάνεις ούλα

solomos

Διονύσιος ο αισιόδοξος

Το Πάσχα είναι η Άνοιξη.  Και είναι ο ξανθός ο Απρίλης που βρίσκεται πίσω από την θυσία του αμνού, αυτός φταίει για όλα, που έστησε χορό με τον έρωτα και μου πήραν τα μυαλά, και θυμήθηκα την Μαρία, και μόνο με μια θυσία θα ηρεμήσω.

Τώρα που το καλοσκέφτηκα, για τη θυσία φταίει και ο Σολωμός και όλοι οι ρομαντικοί ποιητές που με έκαναν τόσο ευαίσθητο και κάθομαι και ασχολούμαι με ανεκπλήρωτους έρωτες. Όχι ότι η Μαρία η Πενταγιώτισσα δεν το αξίζει, χαλάλι της όλα, αλλά η θυσία είναι θυσία.

Όπως έχετε καταλάβει ευρίσκομαι ενώπιον διλήμματος. Να θυσιάσω ή να μη θυσιάσω;

 Διονύσιος Σολωμός, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ΄, Απόσπασμα 6, Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,

Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,

Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους

Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.

Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,

Χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,

Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,

Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,

Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.

Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.

Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ‘ναι κι άσπρο,

Ακίνητ’ όπου κι αν ιδής, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,

Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,

Που ‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.

Αλαφροίσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες;

Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,

Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,

Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,

Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,

Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

quartette

Μάρκος ο απαισιόδοξος

Ο Μάρκος ο Βαμβακάρης έπιασε αλλιώς το θέμα της Άνοιξης.  Βαθύτατα ερωτικός τύπος, ο Βαμβακάρης μάλλον περνούσε ερωτική απογοήτευση όταν έγραψε αυτό το ποίημα και το σχετικό τραγούδι.

Είναι όμως ακριβώς αυτή η ικανότητα να κρύβεις μέσα σου το ολόκληρο το βαθύ σχίσμα που χωρίζει τον ψεύτη ντουνιά από τα ματόκλαδα που λάμπουν, που σε κάνει μεγάλο (ή μεγάλη).

Κι έτσι ο Μάρκος που εδώ τα βλέπει όλα μαύρα ξαφνικά συνέρχεται και λίγο μετά τραγουδά για τα λαμπυρίζοντα ματόκλαδα.

Το αποφάσισα. Δεν την γλυτώνει τη θυσία ο αμνός.

Μάρκος Βαμβακάρης, «Τι μ’ ωφελούν οι άνοιξες»

Τι μ’ ωφελούν οι άνοιξες, τι οι ομορφιές του κόσμου,

αφού ο κόσμος χάνεται, ψεύτη ντουνιά κι έξαφνα ο εμπρός μου,

αφού ο κόσμος χάνεται, ψεύτη ντουνιά κι έξαφνα ο εμπρός μου.

Τι και αν λιώσαν μάνα μου, απ’ τα βουνά τα χιόνια,

τι και αν θα `ρθει η άνοιξις, ψεύτη ντουνιά, αχ και κελαηδούν αηδόνια,

τι και αν θα `ρθει η άνοιξις, ψεύτη ντουνιά, αχ και κελαηδούν αηδόνια.

Όλα στο κόσμο μάταια, τα πάντα ματαιότης

κι ένα λουλούδι ψεύτικο, ψεύτη ντουνιά, είναι η ανθρωπότης,

κι ένα λουλούδι ψεύτικο, ψεύτη ντουνιά, είναι η ανθρωπότης.

arnaki-patares7

Χάλασε ο φούρνος!

Ετούτη λοιπόν την Άνοιξη, με τον ξανθό Απρίλη και τον Έρωτα, με τη Μαρία την Πενταγιώτισσα να με κολάζει με τη σκέψη της, με τις εικόνες της εκατόμβης θυσίας των Δαναών στον Φοίβο,  επήρα τον λευκό αμνό και τον έβαλα στον φούρνο για τη θυσία.

Καλή ποιήτρια η Κική Δημουλά, δεν λέγω, αλλά ο φούρνος της μου τα χάλασε όλα!

Η θυσία απέτυχε!

Ο αμνός δραπέτευσε!

Η Μαρία Πενταγιώτισσα θα μείνει για πάντα όνειρο!

Και για όλα αυτά φταίει η ποίηση!

Κική Δημουλά, “Πάσχα στο φούρνο “

Από τη συλλογή «Ενός λεπτού μαζί» (1998)

Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.

Άνοιξα το φούρνο με θυμό τι φωνάζεις είπα

σε ακούνε οι καλεσμένοι.

Ο φούρνος δεν καίει, βέλαξε

κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική

χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας.

Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.

Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος

το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα

η σφαγή.

eggs

Ηθικό δίδαγμα

Μην ερωτευθείτε την Μαρία την Πενταγιώτισσα.

Μην διαβάζετε ρομαντικούς ποιητές.

Μην εμπιστεύεσθε τον φούρνο μιας ποιήτριας αν θέλετε να ψήσετε κάτι. Καλύτερα στον φούρνο της γειτονιάς.

Αν σκέφτεσθε να κάνετε μια θυσία, καλύτερα να θυσιάσετε τον εαυτό σας, ή ένα κομμάτι του. Ο αμνός είναι πολύ βολικός, αλλά σε τελική ανάλυση δεν φταίει τίποτε να πληρώνει τα δικά σας τα σπασμένα.

I am a fool to want you

Edvard Munch, Separation
Edvard Munch, Separation

“I’m A Fool To Want You”

I’m a fool to want you
I’m a fool to want you
To want a love that can’t be true
A love that’s there for others too
I’m a fool to hold you
Such a fool to hold you
To seek a kiss, not mine alone
To share a kiss that devil has known
Time and time again I said I’d leave you
Time and time again I went away
But then would come the time when I would need you
And once again these words I’ll have to say
Take me back, I love you
Pity me, I need you
I know it’s wrong,it must be wrong
But right or wrong, I can’t get along without you
I am a fool to want you - Frank Sinatra - Columbia 78 (1951)
I am a fool to want you – Frank Sinatra – Columbia 78 (1951)

“I’m a Fool to Want You” is a 1951 song composed by Frank Sinatra, Jack Wolf, and Joel Herron.

It is one of my all time favourites. Desperate, frail, exhausted, dispirited, wounded but still alive, surrendered to a gruesome passion, the lover sings almost like in a confession that makes one wish to be destroyed by an impossible love, to be a fool, rather than not experience this love at all. I do not know. I never had this experience, but I always learn. I heard the song for the first time with a friend who at the time was in love with a man who later almost destroyed her. They were both married with other spouses at the time. Naturally, the performer was Billie Holiday.

Frank Sinatra with Ava Gardner in 1951
Frank Sinatra with Ava Gardner in 1951

Today I will start from the very beginning, 1951, Frank Sinatra, and gradually move forward to other performers and interpretations.

The song was written in early 1951 during a dark and desperate period in Sinatra’s soap opera-like relationship with actress Ava Gardner (“The Last Goddess” was “the” love of his life). So great was Sinatra’s grief and deep his despair over losing her that her attempted to end his own life on two separate occasions.

Frank Sinatra first recorded the song with the Ray Charles Singers on March 27, 1951 in an arrangement by Axel Stordahl in New York.

He was 36 years old when he sang this song. Sinatra and Gardner began their affair in the fall of 1949 while Sinatra was still married to his first wife (the mother of Nancy, Frank Jr. and Tina). Granted a divorce, Sinatra quickly married Gardner in November ‘51. But their fervent and volatile love was simply too hot and all-consuming and they separated in October ‘53. After a series of many failed reconciliations the two finally divorced in July ‘57, two short months after Sinatra made a second recording of this song.

He recorded the second version at the Capitol Tower in Hollywood on May 1, 1957, arranged and conducted by Gordon Jenkins, which was released in 1957 on the album Where Are You?.

The great Billie Holiday also sang the song.

This song is from Billie`s final album “Lady in Satin” completed in 1958 and released in her lifetime. Her final album, Billie Holiday, being recorded in March 1959 and released just after her death.

Billie Holiday in Olympia, November 1958
Billie Holiday in Olympia, November 1958

Ray Ellis said of the album: “I would say that the most emotional moment was her listening to the playback of “I’m a Fool to Want You”. There were tears in her eyes…After we finished the album I went into the control room and listened to all the takes. I must admit I was unhappy with her performance, but I was just listening musically instead of emotionally. It wasn’t until I heard the final mix a few weeks later that I realized how great her performance really was.”

tsuyoshi-yamamoto-trio-_-midnight-sugar

After the shattering performance by Billie Holiday, it is time to listen to Tsuyoshi Yamamoto trio’s rendition of 1974. Soft, slow, but inspired, like the flow of blood back in the empty vessels of the despairing lover. There is no voice. The piece is from the album “Midnight Sugar”. Touring with the Micky Curtis Band, Yamamoto had the chance to explore several international experiences that he would later use on this album as he worked with this band in France, England and Switzerland. In this album, the Tsuyoshi Yamamoto Trio plays two of Tsuyoshi’s own blues improvisations followed by jazz ballads that became standards for the trio. Yamamoto’s skill and his jazz feeling adds that certain touch of liveliness and spontaneity

Tsuyoshi Yamamoto (piano) Isoo Fukui (bass) Tetsujiro Obara (drums).

I move on with another instrumental interpretation of the song, rendered by Dexter Gordon’s saxophone.

The saxophone adds a dimension of fragility and volatility, and in this sense it also exacerbates the – naturally emerging – internal upheaval, making an even stronger impression on the listener. I just love it.

Dexter_Gordon_-_ClubhouseLP

It came out in the album Clubhouse, recorded in 1965, but not released until 1979 by Blue Note Records.

It is time to wrap up and close. I have chosen Elvis Costello and Chet Baker for the closing interpretation.

I like Costello and his interpretation, whilst I find Chet Baker’s performance magical. They performed in Ronnie Scott’s, London, on the 6th June 1986.

The musicians of this memorable performance were:

What a great song, and how magnificent the interpretations!

Dan Hicks and His Hot Licks: “I scare myself” and a little more – in the context of perplexed personal situations

Sylvia Plath in Yorkshire, 1957
Sylvia Plath in Yorkshire, 1957

It was sometime in the early 1980’s.

I was in my late 20s and doing postgraduate work in the United States of America.

As luck has it, I was cohabitating with a woman. I do not want to comment on the merits of cohabitation before marriage here. Suffices to say that it was one of the wisest things I have ever done. And I will explain why later.

My good cousin “J” one day introduced me to the genius of Dan Hicks.

“I scare myself” became an obsession for me.

Dan Hicks
Dan Hicks

Before I continue, I must warn the reader (if there is any) of this that the text and the images and the songs and everything about it may appear to be totally incoherent and structureless.

This is one of the conditions of life that cannot be changed. So I take it for granted, as a given inevitability and continue. (You have been warned!)

But who is Dan Hicks?

In order to answer this question in a respectable way I will borrow from Wikipedia.

Hicks at the Santa Fe Brewing Co. June 28, 2009
Hicks at the Santa Fe Brewing Co. June 28, 2009

Daniel Ivan Hicks (born December 9, 1941, in Little Rock, Arkansas), is an American singer-songwriter.

Hicks’ father, Ivan L. Hicks (married to the former Evelyn Kehl), was a career military man. At age five, an only child, Hicks moved with his family to California, eventually settling north of San Francisco in Santa Rosa, where he was a drummer in grade school and played the snare drum in his school marching band.

At 14, he was performing with area dance bands. While in high school, he had a rotating spot on Time Out for Teens, a daily 15-minute local radio program, and he went on to study broadcasting at San Francisco State College during the late 1950s and early 1960s.

Taking up the guitar in 1959, he became part of the San Francisco folk music scene, performing at local coffeehouses.”

Charlatans in 1966 or1967. Dan Hicks is the first from the right.
The Charlatans in 1966 or1967. Dan Hicks is the first from the right.

And now I switch to another source, “Triviana Magazine”.

‘After earning his bit of fame and fortune in his early 20s, as a folkie in Bay Area  coffee houses, singing and finger-picking in 1963, he joined the Charlatans as a drummer in 1965 — the Charlatans being the blues-rock band that a lot of people are now calling the beginning of what became the San Francisco rock scene.

But Hicks wasn’t content to sit behind the traps, so started his own band, doing an acoustic swing-folk kind of thing with just him on guitar, a bass player  and two female singers. That eventually became Dan Hicks and His Hot Licks, and from 1968 through about 1973,  they were, indeed, hot.

Dan Hicks has said about the song: “I was in love when I wrote this song…either that, or I’d just eaten a huge hash brownie.”‘

Dan Hicks
Dan Hicks

As I have already mentioned, I gor to know Dan Hicks because of the song “I scare myself”.

‘I Scare Myself’ and ‘It’s Not My Time to Go’… I think they’re two of the best songs ever written”Elvis Costello

If Elvis Costello says so, we better listen!

The thing is though, I loved the song long before I Read what Elvis Costello said about it.

With hindsight, I can say that I loved the song because I was scared when I heard it.

I did not know what the hell I was going to do with the cohabitant.

I was receiving mixed signals and was perplexed.

Was she true love, or was she just a passer by?

She already had a failed marriage in her bag, I was a marriage free person at the time.

Life always twists things and gives the answers to the unsuspecting humans.

This is exactly what happened with my situation.

One day my cohabitant fell out of our love nest, then she came back in tears asking for re-admission.

But is there a jailed person who sees an open door in the jail complex and shies away from it?

I beg to say there is not!

And so my cohabitation ended in glory, but my love of the song remains to date.

And I continue ot be scared. Mostly for other reasons now.

striking it rich

The song was released with the album “Striking it Rich” (1972).

I scare myself

I scare myself
just thinking about you
I scare myself
when I’m without you
I scare myself
the moments that you’re gone
I scare myself
when I let my thoughts run

and when they’re runnin’
I keep thinking of you
and when they’re runnin’
what can I do?

I scare myself
and I don’t mean lightly
I scare myself
it can get frightenin’
I scare myself
to think what I could do
I scare myself
it’s some kinda voodoo

and with that voodoo
I keep thinking of you
and with that voodoo
what can I do?

but it’s oh so, so, so different
when we’re together
and I’m oh so so much calmer, I feel better
for the stars have crossed our paths forever
and the sooner that you realize it, the better

then I’ll be with you
and I won’t scare myself
and I’ll know what to do
and I won’t scare myself
and then I’ll think of you
and I won’t scare myself
and then my thoughts’ll run
and I won’t scare myself

then I’ll be with you
and I won’t scare myself
and I’ll know what to do
and I won’t scare myself
and I’ll think of you
and I won’t scare myself
and my thoughts will run
and I won’t scare myself…

Dan Hicks & The Hot Licks live at the High Noon Saloon in Madison, WI, Sunday, December 9th, 2007, Dan’s Birthday!

Original Recordings

Pendle Witches: Mist II Paula Rego 1996
Pendle Witches: Mist II Paula Rego 1996

Dan Hicks is a wise man.

He knows that love can hurt.

And so he sings that he does not want love, if love ….

This is a treatise on gastrolinguistics. In case you wonder what gastrolinguistics is, do not worry, you are not the only one.

Instead of giving an answer to the difficult question, I cope out and invite you to read what Dan Hicks says.

I don’t want love

“Hey, that’s pretty cool

Why don’tcha turn that up?”

Some folks say when you fall in love

You lose your appetite
If love makes you feel that way

Listen to what I say, dear

If love makes you give up steak and potatoes

(That’s what you eat?)

Rice, corn, chitlins, and tomatoes

If love makes you give up all those things

I don’t want love

If love makes you give up ham and greens

Chicken pot pie and lima beans

If love makes you give up all them things

(Don’t want it)

(Don’t want it)

I don’t want love

Ooo…

Well, I am here to say to you that

I love my bread and my meat

Take a look at me and it’s plain to see

That I’m a man

That loves to eat

So, if love makes you give up steak and tomatoes

Eggs over easy and hashbrown potatoes

If love makes you give up stuff like that

(Oh no)

Heh, I don’t want love

No, no, no, no, no, no, no

If love makes you give up corn-dogs and mustard

Cracker Jacks, tootie fruity custard

If love makes you give up onion rings

I don’t want love

(Don’t want it)

If love makes you give up pizza night

Garlic mashed potatoes, then it’s outta sight

If love makes you give up all those things

No no, not me

Well, my baby’s awful skinny

And she don’t like meat

And she can’t stand breakfast in bed

And as for me, well, where’s my seat?

‘Cause it’s time that I was fed

So if love makes you give up saute and pate

And foie gras

And stuff you have to flambé

If love makes you give up buffalo wings

I don’t want love

No, no

Not me

No sir

No siree

I, I, I, I, I don’t want love

Pass the sausage!

“I don’t want Love”

After this wonderful declaration lets watch an original 1970’s video for old times’ sake.

Dan Hicks and his hot licks in 1972

In closing, two more songs, one by Dan Hicks and another by Tom Waits.

Both wonderful.

Thank you Dan!

…and please,

“Pass the sausage!”

Dan Hicks & His Sidekicks – Canned Music

The Piano has been drinking – a Tom Waits Song

Sources

1. Triviana Magazine “Gettin’ in His Licks!”

2. Wikipedia

3. Al Gravitar Rodando

Dr. Nikolaos G. Mavris – Δρ. Νικόλαος Γ. Μαυρής

Ο Νικολαος Μαυρης ηταν ο νονος μου.

Τον εχω στην καρδια μου και ενθυμουμαι πολυ καλα τις συναντησεις μας. Επισης εχω αρκετα απο τα βιβλια του.

Σε αυτο το κειμενο συνυπαρχουν προσωπικες αναμνησεις, στοιχεια βιογραφικα και αποσπασματα απο τα γραπτα του Δρος Νικ. Γ. Μαυρη (οπως πολυ συχνα υπεγραφε τα κειμενα του).

Αυτονοητα, αυτη ειναι μια προσωπικη ματια.

Θελω να εκφρασω αυτην την αυρα που απεπνεε ο Νικολαος Μαυρης, και ειχα την τυχη να απολαυσω.

N G Mavris in front of the “Roses” Hotel in Rhodes, 1950 – Ο Ν Γ Μαυρης στο ξενοδοχειο των Ροδων, στη Ροδο το 1950

Αιγυπτος και Κασος

Ο Νικολαος Γεωργιου Μαυρης (ΝΓΜ) ηταν ενας Ελληνας της διασπορας.

Γεννηθηκε στην πολη Zagazig της Αιγυπτου το 1899, γιος του γιατρου Γεωργιου Μαυρη απο την Κασο, ενα μικρο νησι στη Νοτιοανατολικη γωνια του Αγαιου, χωμενο αναμεσα στην Κρητη και την Καρπαθο.

Tο Zagazig ειναι μια πολη στο Δελτα του Νειλου, περιπου 50 μιλια βορια του Καϊρου και θεωρειται το κεντρο της εμποριας βαμβακιου και σιτηρων της Αιγυπτου.

Μερικες φορες ο ΝΓΜ αναφεροταν στην περιοδο της ζωης του που εζησε στην Αιγυπτο. Παντοτε με πολλη αγαπη και νοσταλγια.

Την θεωρουσε την πιο “αθωα” περιοδο της ζωης του. Εκεινες τις στιγμες ανεφερε και μερικες αραβικες λεξεις χωρις παντα να τις μεταφραζει.

Ητανε τοσο ωραιος ο ηχος των Αραβικων λεξεων, αντηχουσαν σαν μουσικη!

Zagazig, Egypt
Zagazig, Egypt

Σε αρθρο της, η Φωτεινη Τομαη στην εφημεριδα “Το Βημα“, μας ενημερωνει σχετικα με τον Ελληνισμο της Αιγυπτου:

“Κατά το τέλος του 18ου αιώνα ο ελληνισμός της Αιγυπτου δεν ξεπερνούσε τις 2.000. Η κατασταση αλλαξε ριζικα μεσα σε ενα αιωνα. Σύμφωνα με μια πρώτη επίσημη απογραφή της Αιγύπτου το 1907, οι κατέχοντες επισήμως την ελληνική υπηκοότητα κάτοικοι της χώρας ανήρχοντο σε 132.947. Το διάστημα μεταξύ 1880 και 1920 σημειώθηκε η μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων της Αιγύπτου. Δημιουργήθηκαν κοινότητες με προεξάρχουσα εκείνη της Αλεξανδρείας, αλλά και του Καΐρου, σύλλογοι και εμπορικά σωματεία, αδελφότητες, ενώ ιδρύθηκαν νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία ακόμη και φιλανθρωπικά σωματεία για την ενίσχυση με συσσίτια των αδυνάμων να συντηρηθούν οικονομικά. Γενικά ο ελληνισμός της Αιγύπτου ανεδείχθη σε κυρίαρχη από οικονομικής πλευράς δύναμη, με έντονη πνευματική και κοινωνική δράση, λαμπρύνοντας την ίδια του την πατρίδα, την Ελλάδα, στη φιλόξενη γη της Αιγύπτου, μιας χώρας με μακραίωνη επίσης ιστορία.”

The old hardour in Fri, on Kassos island – Το λιμανακι της Μπουκας στο Φρυ της Κασου

Στον Προλογο του πρωτου τομου της Δωδεκανησιακης Βιβλιογραφιας του εκδοθηκε το 1965 (βλεπε και παρακατω), και απεσπασε το Βραβειον της Ακαδημιας Αθηνων το 1957, ο ΝΓΜ αναφερει:

“Εχει μια μικρη ιστορια το βιβλιο αυτο. Μια ιστορια που αρχιζει πριν απο πολλα χρονια, οταν ο γραφων – νεαρος τοτε μαθητης του Γυμνασιου στο Καϊρο – ενδιαφερομενος για την ιστορια της ιδιαιτερας του πατριδας, ερευνουσε διαφορα συγγραμματα και περιοδικα, ιδιως στην εκει Εθνικη Βιβλιοθηκη, με τον σκοπο και την ελπιδα να βρη κατι σχετικο με την ιστορια της Κασου.”

Απο τα γυμνασιακα του χρονια λοιπον ξεκιναει το μεγαλο ταξιδι της βιβλιογραφικης ερευνας, που τοσα πολλα απεδωσε και στα Δωδεκανησα αλλα και στην Ελλαδα.

Ειναι χαρακτηρισιτκη η προταση με την οποια ο ΝΓΜ κλεινει τον Προλογο:

“Ετσι γραφτηκε το βιβλιο αυτο, που για μενα δεν ειναι απλως ενα βιβλιο αλλα ενα αληθινο βιωμα, αφου τοσα χρονια το εζησα και με εζησε.”

N G Mavris, Governor of the Dodecanese, 1948
N G Mavris, Governor of the Dodecanese, 1948

Απο την Αιγυπτο στην Αμερικη

Το προθεμα “Δρ.” στο ονομα του, οφειλεται στο οτι ο ΝΓΜ ηταν ιατρος. Σπουδασε ιατρικη στην Αθηνα απο το 1918 εως το 1923.

Το 1923 επιστρεφει στην Αιγυπτο, οπου παραμενει μεχρι το 1925.

Το 1925 πηγαινει στο Παρισι οπου εξειδικευεται στην οφθαλμιατρικη, και παρακολουθει μαθηματα φιλολογιας και νομικης.

Το 1935 παντρευεται την Ιουλια Νικολαου, κορη Κασιωτη εφοπλιστη, με την οποια απεκτησε τεσσερα παιδια.

Το 1936 εγκαθισταται οικογενειακως στην Αθηνα, οπου θα παραμεινει μεχρι το 1940.

Πρακτικον Ιδρυσεως της Εταιρειας Δωδεκανησιακων Μελετων
Πρακτικον Ιδρυσεως της Εταιριας Δωδεκανησιακων Μελετων

Στις 15 Απριλιου 1936 ιδρυει μαζι με επτα αλλους Δωδεκανησιους διανοουμενους την Εταιρια Δωδεκανησιακων Μελετων.

Το “Πρακτικον Ιδρυσεως Εταιριας Δωδεκανησιακων Μελετων” αναφερει:

“Εν Αθηναις σημερον την 15ην Απριλιου 1936 ημεραν Τεταρτην και ωραν 7 μ.μ. οι υπογεγραμμενοι Δωδεκανησιοι διανοουμενοι συνελθοντες εν τη οικια του Δρος Νικ. Μαυρη απεφασισαμεν την ιδρυσιν οργανωσεως υπο την επωνυμιαν ‘Εταιρια Δωδεκανησιακων Μελετων’ οι σκοποι και αι κατευθυνσεις της οποιας καθορισθησονται δια του καταστατικου της υπο την εγκρισιν απαντων των ιδρυτων.

(ακολουθουν τα ονοματα και οι υπογραφες των ιδρυτων)

Μιχ. Μιχαηλιδης Νουαρος

Δρ. Νικ. Γ. Μαυρης

Εμμανουηλ Πρωτοψαλτης

Βασσος Βαρικας

Ανδρεας Παπανδρεου

Αναστασιος Φραγκος

Γεωργιος Θ. Γεωργιαδης

Βασσος Χανιωτης”

dodekanesian_archive

Η φωτοτυπια του Πρακτικου περιλαμβανεται στον εκτο τομο του περιοδικου συγγραμματος “Δωδεκανησιακον Αρχειον“, 1976.

Ο ΝΓΜ αναφερει (σ.187): “… η ωραια εκεινη προσπαθεια δεν ειχεν αμεσον συνεχειαν. Ολη η προσοχη και η δραστηριοτης των συμπατριωτων μας τοτε, ητο εστραμμενη  κυριως και πρωτιστως προς τους απελευθερωτικους μας αγωνας. … μονο μετα την απελευθερωσιν  των νησιων μας και την ενσωματωσιν των επραγματοποιηθη η ΔΙΛΕ (Δωδεκανησιακη Ιστορικη και Λαογραφικη Εταιρια)”

(Σημειωση δικη μου: Η ΔΙΛΕ θα επανασυσταθει το 1948 και θα εκδωσει την “Δωδεκανησιακη Βιβλιογραφια” του ΝΓΜ. )

Ο ΝΓΜ δεν θα παραμεινει στην Αθηνα για πολυ. Μετα απο μια συντομη παραμονη στο Παρισι, και με την εναρξη του Β’ Παγκοσμιου Πολεμου, ο ΝΓΜ μεταβαινει στην Αμερικη.

Αμερικη

Αναπτυσσει δραστηριοτητα υπερασπισης των υπο κατοχην Δωδεκανησων, διδάσκει μαθήματα νεοελληνικής λογοτεχνίας σε Πανεπιστήμια των Η.Π.Α. (οπως το Κολουμπια της Νεας Υορκης) και εκδίδει το περιοδικό Βυζαντινά-Μεταβυζαντινά.

The Dodecanesians are not enemy aliens, 1942
The Dodecanesians are not enemy aliens, 1942

Η πρωτη μεγαλη του επιτυχια στην Αμερικη ηταν η αρση του χαρακτηρισμου των Δωδεκανησιων ως “εχθρων” απο το Αμερικανικο Υπουργειο Εξωτερικων.

Απο το 1912 τα Δωδεκανησα ησαν υπο Ιταλικη κατοχη, σαν αποτελεσμα μιας συνθηκης αναμεσα στην Τουρκια και την Ιταλια.

Με δεδομενη την εμποελεμη κατασταση αναμεσα στις ΗΠΑ και την Ιταλια, ηταν φυσικο επακολουθο να θεωρουνται ολοι οι Δωδεκανησιοι “εχθροι”, λογω της Ιταλικης κατοχης, την οποιαν ομως αρχικα παρεβλεψαν οι Αμερικανοι. Ο ΝΓΜ υπεβαλε και παρουσιασε αναγορα σχετικη με το θεμα, και επεισε τους Αμερικανους δια το ορθον του αιτηματος του να παψουν να θεωρουνται οι Δωδεκανησιοι ως “εχθροι αλλοδαποι”.

Η αναφορα που υπεβαλε ο ΝΓΜ εξεδοθη το 1942 σε μπροσουρα με τον τιτλο: «THE DODECANESIANS ARE NOT ENEMY ALIENS»

(Οι Δωδεκανησιοι δεν ειναι εχθροι αλλοδαποι!)

Η επομενη μεγαλη μαχη που εδωσε ο ΝΓΜ αφορουσε ενα κορυφαιο Ιταλο αντιφασιστα, τον κομη Σφορτσα, και τις αποψεις του σχετικα με την επανενωση των Δωδεκανησων με την Ελλαδα.  Η έκδοση του γνωστού φυλλαδίου «Sforza contra Sforza » που κυκλοφόρησε κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανάγκασε τον ίδιο τον Sforza να παραδεχθεί την ελληνικότητα των νήσων.

N. G. Mavris, Sforza vs. Sforza, 1943
N. G. Mavris, Sforza vs. Sforza, 1943

O Ιταλός κόμης Sforza 1922 εγινε υπουργος Εξωτερικων της Ιταλιας το 1920, και αμεσως σχεδον απερριψε το συμφωνο Βελιζελου – Τιτονι (προκατοχου του) που προεβλεπε την παραδοση των Δωδεκανησων στην Ελλαδα.

Ο Σφορτσα ηταν αντιφασιστας και το 1926 εφυγε απο την Ιταλια, εχοντας παραιτηθει απο το κυβερνητικο του αξιωμα το 1922, με την ανοδο του Μουσολινι στην εξουσια. Απο το 1940 εζησε για λιγο στην Αγγλια και μετα στην Αμερικη, οπου παρεμεινε μεχρι το 1943, οποτε επεστρεψε στην Ιταλια μετα την καταρρευση του Μουσολινι.

Την περιοδο 1947-1951 διετελεσε και παλι υπουργος Εξωτερικων. Απεβιωσε το 1952.  

Ο ΝΓΜ ητανε πολυ θορυβημενος επειδη ο Σφορτσα στην Αμερικη δεν ειχε λαβει σαφη θεση για την επανενωση των Δωδεκανησων με την Ελλαδα. Το φυλλαδιο που εξεδωσε το 1943 ειχε σκοπο να ασκησει πιεση στον Σφορτσα για να λαβει μια θεση θετικη για την επανενωση, κατι που τελικα εγινε. Ο κόμης Sforza παραδέχθηκε δημόσια την ελληνικότητα των Δωδεκανήσων και στη Νέα Υόρκη συγκαλείται Πανδωδεκανησιακό Συνέδριο (1943), σε ψήφισμα του οποίου κηρύσσεται η Ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα.

Μετά από την αποχώρηση των Ιταλών τα Δωδεκάνησα (1943) πέρασαν στη γερμανική κατοχή και το 1945 παραδόθηκαν προσωρινά σε βρετανική στρατιωτική κατοχή έως τις 31 Μαρτίου 1947, οπότε παραδόθηκαν στην ελληνική στρατιωτική διοίκηση.

Απο το φυλλαδιο αυτο θεωρω πολυ ενδιαφερον και το παραθετω, το ακολουθο αποσπασμα (η μεταφραση απο το αγγλικο πρωτοτυπο ειναι δικη μου):

‘Για περισσοτερους απο τεσσερις αιωνες υπο Οθωμανικη ηγεμονια, αυτα τα νησια (τα Δωδεκανησα) ησαν πληρως αυτονομα. Η μονη τους συνδεση με την Υψηλη Πυλη ηταν η πληρωμη ενος ετησιου φορου που αποτελουσε και την εμμεση παραδοχη της Οθωμανικης εξουσιας. Η κατοχη των νησιων απο τους Ιταλους το 1912 στη διαρκεια του Ιταλο-Τουρκικου πολεμου, χαρακτηρισθηκε απο τον τοτε υπουργο εξωτερικων της Ιταλιας κ. Τζιολιτι σαν “προσωρινη” και “οφειλομενη σε στρατιωτικους λογους”. ‘

Βυζαντινα Μεταβυζαντινα Volume I (1946) PART I
Βυζαντινα Μεταβυζαντινα Volume I (1946) PART I

Στην Εισαγωγη του Πρωτου Μερους του Πρωτου Τομου στα “Βυζαντινα – Μεταβυζαντινα”, ο ΝΓΜ γραφει (η μεταφραση απο το αγγλικο πρωτοτυπο ειναι δικη μου):

“Αισθανομεθα οτι η δημιουργια των ‘Βυζαντινων – Μεταβυζαντινων’, μιας περιοδικης εκδοσης αφιερωμενης αποκλειστικα στις σπουδες με θεμα το Βυζαντιο και τη Συγχρονη Ελλαδα, τεκμηριωνεται πληρως απο την σοβαρη ερευνητικη δραστηριοτητα και το ενδιαφερον πολλων γενεων Αμερικανων ερευνητωνπου ασχολουνται με το Βυζαντιο και τη Συγχρονη Ελλαδα… Η δραστηριοτητα του διακεκριμενου Ρωσου ερευνητη καθηγητη Α.Α. Βασιλιεφ στο Ουϊσκονσιν απο το 1925 και Νταμπαρτον Οακς προσφατα, εδωσε μεγαλη ωθηση στις Βυζαντινες σπουδες στην Αμερικη, και τους εδωσε επισης ευρυτερο και πιο συστηματικο χαρακτηρα με την εμπνευση του. “

Ο ΝΓΜ στην Ροδο το 1948
Ο ΝΓΜ στην Ροδο το 1948

Απελευθερωση  – Πολιτικός Γενικός Διοικητής Δωδεκανήσου

Τέλος στις αρχές του 1948, σύμφωνα με νόμο, τα Δωδεκάνησα αποτέλεσαν Γενική Διοίκηση με έδρα τη Ρόδο και πρώτο «Πολιτικό Γενικό Διοικητή Δωδεκανήσου» το Ν. Μαυρή.

Ο ΝΓΜ παραιτήθηκε στις αρχές του 1950, για να πάρει μέρος στις πρώτες βουλευτικές εκλογές της 5 ης Μαρτίου του 1950 με δικό του συνδυασμό, την «Ανεξάρτητον Πολιτικήν Ένωσιν Δωδεκανήσου» χωρίς να εκλεγεί.

Στις εκλογές της 9 ης Σεπτεμβρίου του 1951 εκλέχτηκε βουλευτής Δωδεκανήσου με τον «Ελληνικόν Συναγερμόν» του Αλέξ. Παπάγου.

Διετέλεσε ξανά Γενικός Διοικητής Δωδεκανήσου την περίοδο Δεκέμβριος 1952 – Απρίλιος 1954.

Μετά τη λήξη της θητείας του το 1954 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Για την περιοδο της διοικησης των Δωδεκανησων, ο φιλος του ΝΓΜ Κωστας Αγαπητιδης αναφερει σε ομιλια (1982) αφιερωμενη στον ΝΓΜ τις ακολουθες σημειωσεις του ΝΓΜ:

“Ο ψυχικος παραγων θα ειναι απο τα δυσκολωτερα πραγματα που θα με απασχολησουν. Η πολυχρονος, δηλαδη, σκλαβια, υπο την οποιαν εζησαν οι Δωδεκανησιοι, επεφερε τραυματα ψυχικα, δια την επιλυσιν των οποιων θα εμφυσηθει νεα πνοη. Ειμαι ακομα καταπληκτος απο τον στρατιωτικον χαιρετισμον μερικων κατοικων, και παιδιων ακομα. Προδιδει αυτο μιαν συνηθειαν κτηθεισαν απο την τρομοκρατικην βιαν και την πιεσιν, την ασκηθεισαν υπο των κατακτητων επι του λαου.” 

 

dodekanesian_bibliography

Η Μουσα της Βιβλιογραφιας

Μετα τα Δωδεκανησα και την Κασο, η μεγαλη αγαπη του ΝΓΜ ηταν αναμφισβητητα η Βιβλιογραφια.

Η αγαπη αυτη συνοδευοταν απο ταλεντο και ικανοτητα.

Η «Δωδεκανησιακή Βιβλιογραφία» αποτελει το πρωτο μεγαλο βιβλιογραφικο εργο του ΝΓΜ.

“Η ιδικη μας προσπαθεια απεβλεψεν εις τον καταρτισμον μιας συστηματικης και εξαντλητικης, ει δυνατον, βιβλιογραφιας ητις θα περιελαμβανε – αυτο θα ητο το ιδεωδες – ολα τα σχετικα με την Δωδεκανησον δημοσιευματα , εις οιανδηποτε γλωσσαν, εις οιανδηποτε εποχην και επι οιουδηποτε θεματος και αν εγραφησαν…Εαν ομως η επιθυμητη πληροτης μιας βιβλιογραφιας δεν εξαρταται παντοτε απο την ιδικην μας θελησιν και προσπαθειαν, η ακριβεια των δηοσιευομενων, αποτελει αντιθετως, ιδικην μας και μονον ιδικην μας υποχρεωσιν και ευθυνην. Δια τον λογον αυτον η περιγραφη των λημματων εγενετο, κατα κανονα, εξ αυτοψιας. Τα ολιγα δε εξ αυτων των οποιων κατεστη δυνατη η εξ αυτοψιας περιγραφη, διακρινονται των αλλων εκ του ατερισκου (*) οστις προηγειται του σχετικου λημματος ”  (σελιδα κε’ του πρωτου τομου)

Ο πρωτος τομος εκδοθηκε το 1965 στην Αθηνα. Ενας δευτερος τομος εκδοθηκε αργοτερα, ενώ μέχρι σήμερα παραμένει ανέκδοτος ο τρίτος τόμος. Οπως αναφερει ο συγγραφεας στην σελιδα κε’ του πρωτου τομου:

 “Ολοκληρον το περισυλλεγεν υλικον αποτελουμενον απο δεκα, περιπου, χιλιαδας λημματα γραμμενα εις 18 γλωσσας εκτος της Ελληνικης, απεφασισθη, δια να ειναι πλεον ευχρηστον, να εκδοθει εις τρεις αυτοτελεις τομους.” 

Ο ΝΓΜ στον περιβολο της εκκλησιας της Φανερωμενης στη Ροδο
Ο ΝΓΜ στον περιβολο της εκκλησιας της Φανερωμενης στη Ροδο

Το δευτερο μεγαλο βιβλιογραφικο εργο του ΝΓΜ ειναι η ιδρυση και λειτουργια της Βιβλιογραφικής Εταιρείας της Ελλάδος. Με το παθος και την επιμονη του η Βιβλιογραφικη Εταιρια της Ελλαδος εξεδωσε Την Ελληνικη Βιβλιογραφια για μερικα χρονια.

Στον Προλογο της Ελληνικης Βιβλιογραφιας 1976, που εκδοθηκε το 1977, ο ΝΓΜ γραφει:

“Εδω, θα θελαμε να μονο να τονισωμε και παλι, την αναγκη να τηρειται, ο ατυχως μη τηρουμενος νομος για την υποχρεωτικη καταθεση στην Εθνικη Βιβλιοθηκη ολων των εκτυπουμενων εντυπων στη χωρα μας…. Μια ειναι, εν τουτοις, η σωτηρια, η μοναδικη λυση για να εχουμε πληρη Γενικη Βιβλιογραφια στον τοπο μας: να προχωρησει η Πολιτεια στη δημοσιευση του νεου νομου ‘Depot Legal’  

Αυτος ο νομος ψηφιστηκε τελικα το 2003. Σύμφωνα με αυτον (Ν.3149/2003) το υλικό που κατατίθεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη είναι κάθε αντικείμενο που δημιουργείται για να αποθηκεύσει ή να μεταφέρει, με οποιοδήποτε μέσο, πληροφορίες σε χειρόγραφη, έντυπη, γραφική, ψηφιακή, οπτική, ακουστική ή οποιαδήποτε άλλη δυνατή μορφή.

Στο τελος του Προλογου του 1976, ο ΝΓΜ αναφερεται και στην μητερα μου:

“Στην υπευθυνη της συνταξεως, φιλολογο κυρια Παναγιωτα Μοροπουλου, ξεχωριστες εκφραζουμε ευχαριστιες. Γιατι με δικη της πρωτοβουλια, ανελαβε να διευρυνει τις ερευνες και αναζητησεις που πιο πανω αναφεραμε, παρ’ ολους τους κοπους – σωματικους και πνευματικους – που μια τετοια προσπαθεια προυποθετει. Εργασθηκε επικεφαλης του συνεργειου μας και επετυχε τελικα μια πληροτητα που υπερβαινει καθε προηγουμενηαλλα και με ακριβεια παντα, και με ιδιαιτερη επιμελεια στη συνταξη και εμφανιση του τομου τουτου.”

(Ο προλογος του ΝΓΜ εχει ημερομηνια “Οκτωβριος 1977”. Τον Απριλιο 1977 πεθανε ο πατερας μου.)

Η τελευταια χρονια που επιμεληθηκε ο ΝΓΜ ηταν το 1977. Η εκδοση καθυστερησε δυο χρονια.

Ενα τεραστιο εργο βιβλιογραφιας του ΝΓΜ δεν εχει εκδοθει ακομη, και ισως δεν εκδοθει ποτε.

Ειναι η Ελληνικη Βιβλιογραφια 1864-1897.

(Σημειωση δικη μου: Ο ΝΓΜ αφησε την τελευταια του πνοη το 1978.)   

Ο Ερανιστης, Τευχος 47, Αθηνα 1970
Ο Ερανιστης, Τευχος 47, Αθηνα 1970

Ενα αλλο δειγμα βιβλιογραφικης τεχνικης του ΝΓΜ παρουσιαζεται στο τευχος 47 του “Ερανιστη“, με τιτλο “Βιβλια ουδεποτε εκδοθεντα“, Αθηνα 1970.

Το ακολουθο αποσπασμα ειναι χαρακτηριστικο:

“Οπως εινε γνωστον, δεν ειναι σπανιαι αι περιπτωσεις των αναδρομικων, ιδιως, βιβλιογραφιωνεις τας οποιας εχουν παρεισφρυσει τιτλοι ‘βιβλιων’ τα οποια ομως εις την πραγματικοτητα ουδεποτε εξεδοθησαν.

Τα βιβλια αυτα δια τα οποια, καθ’οσον γνωριζω, δεν εχομεν ημεις ειδικον ορον, ονομαζουν οι γαλλοι Editions supposees:  , οι αγγλοσαξωνες Bibliographical ghosts και οι γερμανοι vermutete Ausgabe.  …

Ο πλεον συνηθης (λογος για την παρουσια ‘ανυπαρκτων’ βιβλιων’) οφειλεται εις την τυχον υπαρχουσαν διαφοραν χρονολογιας μεταξυ της σελιδος τιτλου (εσωφυλλου) και του εξωφυλλου. Η διαφορα αυτη μπορει να εινε ενος ετους ή και περισσοτερων ετων….

Εις την δημιουργιαν ανυπαρκτων εκδοσεων συμβαλλει επισης η υπαρξις εις ενα βιβλιον δυο τιτλων, ενος ελληνικου και ενος ξενογλώσσου….

Αναλογα προβληματα δημιουργουνται επισης οταν προκειται περι αχρονολογήτων βιβλιων.

Ούτως, επι παραδείγματι, εχομεν εις την Βιβλιογραφιαν των Γκίνη-Μέξα τα εξης δυο λημματα που αφορουν το ίδιον βιβλίον.

*5384. – Διαλογος μεταξυ Ιωαννου και Δημητριου. Μερος πρωτην (sic). Ο Σολωμος και οι υποψηφιοι του. Εις 8ον, σελ. 43. Ανευ ετους, αλλα πιθανως τω 1851. Φ.Μ. [ιχαλοπουλος]. 

*6886. – Διαλογος μεταξυ Ιωαννου και Δημητριου. Μερος πρωτην (sic). Ο Σολωμος και οι υποψηφιοι του. Εις 8ον, σελ. 43. Ανευ τοπου και ετους, αλλα πιθανωτατα εν Ζακυνθω τω 1856. ΛΟΒ.Κ. Ι/ΙΙ.  “

Ιδιοχειρος αφιερωση
Ιδιοχειρος αφιερωση

Οδος Νεοφυτου Βαμβα 3

Απο τις ζωηρωτερες αναμνησεις μου αφορουν τις επισκεψεις στο σπιτι του ΝΓΜ στο Κολωνακι, οδος Νεοφυτου Βαμβα 3, στη δεκαετια του 1960.

Φθαναμε με την μητερα μου στο σπιτι (και γραφειο) του ΝΓΜ γυρω στις 5 το απογευμα.

Ηταν ενα ευρυχωρο μεγαλο διαμερισμα στον δευτερο οροφο. Δεν υπηρχε γυμνος τοιχος, παρα μονον στην κουζινα και την τουαλετα.

Ολοι οι αλλοι τοιχοι ηταν καλυμμενοι απο βιβλιοθηκες που στεναζανε κατω απο τα βαρη των βιβλιων που κρατουσαν.

Το πρελουδιο της συναντησης ητανε μια συζητηση αναμεσα στον ΝΓΜ και την μητερα μου, συνηθως με θεμα το παθος του, τη Βιβλιογραφια, αλλα και τη Λαογραφια.

Συντομο πρελουδιο ομως , για να προλαβουμε το θεατρο: Ιψεν, Στριντμπεργκ, Ντυρενματ.

Δεν θυμαμαι καλα. Παντα απογευματινη παρασταση, που τελειωνε λιγο μετα τις 8.

Και μετα το θεατρο με τα ποδια πηγαιναμε στο Εστιατοριο ΚΟΡΦΟΥ, στην οδο Κριεζωτου , που δεν υπαρχει πια.

(Σημειωνω οτι το εστιατοριο εκλεισε περι το 1975. Το κτηριο κατεδαφιστηκε και εγινε παρκινγκ αυτοκινητων.)

Το τυπικο γευμα ειχε βραστα κολοκυθακια (στην εποχη τους), φετα σφυριδα, και κρεμ καραμελ για επιδορπιο.

Οι σερβιτοροι με τα κολλαριστα σακκακια και την μαυρη γραβατα εκινουντο ως σε χορογραφια. Παλαια σχολη, άλλα ηθη εκεινη την εποχη.

Το γευμα ηταν και το πιο ζωντανο για μενα κομματι, αφου ειχα την ευκαιρια να μιλησω με τον νονο, κι αυτος ειχε την καλη διαθεση να με ακουσει και να συζητησει μαζι μου.

Δεν τον ακουσα ποτε να μιλαει αρνητικα ή ασχημα για ανθρωπο. Ητανε εξαιρετικα ευγενης και εσωστρεφης ανθρωπος.

Μου εδινε την εντυπωσε οτι στο μυαλο του κλωθογυριζανε πολλες σκεψεις ολη την ωρα.

Μονο στο ΚΟΡΦΟΥ εδειχνε χαλαρος και γελαστος.

Ο ΝΓΜ χαιρετα την Παναγιωτα Μαυρογενους το 1953
Ο ΝΓΜ χαιρετα την Παναγιωτα Μαυρογενους το 1953

Παρνηθα

Ο ΝΓΜ για το μεγαλυτερο διαστημα της ζωης του ητανε ενας ανθρωπος της μεγαλης πολης, του αστικου κεντρου.

Ο Κωστας Αγαπητιδης, στην Ομιλια που αφιερωσε στο ΝΓΜ το 1982 αναφερει χαρακτηριστικα:

“Οταν ηταν βουλευτης (1951-1952), μου ελεγε πως το ξενοδοχειο της ‘Μεγαλης Βρεταννιας’, οπου εμενε τοτε, ηταν ο,τι καλυτερο μπορουσε να υπαρχει γι’ αυτον ως διαμονη. Οποιαδηποτε στιγμη, βγαινοντας εξω, του ηταν πολυ ευκολο να παει στη Βουλη ή στην Πλατεια Συνταγματος, στη Βιβλιοθηκη της Βουληςγια τα παλια ή το Βιβλιοπωλειο Ελευθερουδακη για συγχρονα βιβλια. Μεσα σ’ αυτη την περιορισμενη εκταση μπορουσε να ζησει, να εντρυφησει, να δρασει, να συγγραψει, να ψυχαγωγηθει.”  

Και δεν ειναι βεβαια τυχαιο οτι οταν εγκατασταθηκε στην Αθηνα για τα καλα επελεξε το Κολωνακι για τοπο διαμονης του.

Προς το τελος της ζωης του ομως ο ανθρωπος του αστικου κεντρου παρουσιαζει μια “στροφη”.

Δεν γνωριζω τα αιτια, και δεν εχουν ισως καμια σημασια.

Ισως η επιδεινωση της υγειας του του επεβαλε τον αγερα της εξοχης.

Το γεγονος ειναι οτι ο ΝΓΜ αρχισε να επισκεπτεται συχνα την Παρνηθα, οπου λειτουργουσαν τα ξενοδοχεια “Ξενια” και “Μον Παρνες”.

Εμενε εκει αρκετες εβδομαδες τους θερινους μηνες.

Εκει ητανε και η τελευταια φορα που τον ειδα, το καλοκαιρι του 1978.

Τον επισκεφθηκα με την μητερα μου στην Παρνηθα, λιγο πριν αναχωρησω για την Αμερικη οπου θα σπουδαζα.

Ητανε εμφανως καταβεβλημενος και αδυνατος. Μιλησαμε ελαχιστα.

Με φιλησε και μου ευχηθηκε επιτυχια.

Ο ΝΓΜ απεβιωσε στις 3 Νοεμβριου του 1978.

Ο ΝΓΜ το 1959
Ο ΝΓΜ το 1959

Επιλογος

Η Δωδεκανησιακη Βιβλιογραφια ειναι αφιερωμενη απο τον ΝΓΜ ως εξης:

” Στα Παιδια μου. Για να γνωρισουν καλυτερα την πατριδα τους και να την αγαπησουν ακομη περισσοτερο.”