Arthur Rimbaud – Αρθούρος Ρεμπώ

Ο ποιητής και στιχουργός Νίκος Γκάτσος έγραψε το 1976 τους στίχους ενός τραγουδιού με τίτλο «Μεθυσμένο Καράβι». Το μελοποίησε ο Μάνος Χατζηδάκις και το περιέλαβε στο άλμπουμ «Αθανασία».
Αρθούρε Ρεμπώ
απόψε θα μπω
στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι
μακριά ν’ ανοιχτώ
σε κύκλο φριχτό
που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει
Εκείνη την εποχή ψηλάφιζα την ποίηση, του τέλους του 19ου αιώνα, ο Ρεμπώ ήταν στο μυαλό μου ένας αντάρτης της ποίησης. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα ζούσα και εργαζόμουν στην Αγγλία. Οι «Εκλάμψεις» ήταν στο κομοδίνο δίπλα στο κρεββάτι μου. Με βοηθούσαν να σβήσω τις παραστάσεις της εργάσιμης ημέρας και να ταξιδέψω σε έναν άλλο κόσμο.
Ο Βερλαίν έγραψε ότι η ποίηση του Ρεμπώ απελευθέρωσε την ποίηση από την γλώσσα της κοινής λογικής. Ο υπερρεαλιστής André Breton περιέγραψε τον Ρεμπώ σαν «ένα πραγματικό θεό της εφηβείας».
Ο Ρεμπώ γεννήθηκε το 1854. Ο πατέρας του Frédéric ήταν στρατιωτικός και η μητέρα του Vitalie Cuif μια καθώς πρέπει κόρη εύπορου αγρότη από την περιοχή της Σαρλβίλ, που όσοι την γνώρισαν δεν την είδαν ποτέ να χαμογελά. Απέκτησαν πέντε παιδιά. Όταν υπηρετούσε στη Βόρεια Αφρική, ο πατέρας είχε μεταφράσει το Κοράνι και δημοσιεύσει ένα βιβλίο με αστεία της Αραβίας. Από την άλλη μεριά, η μητέρα ήταν ένας πρακτικός άνθρωπος που έλεγε ότι το μόνο που μετράει στη ζωή είναι οι πράξεις. Ο πατέρας εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ο Αρθούρος ήταν 5 ετών.

Rimbaud's tombe in Charleville
 Ο τάφος του Rimbaud’ στην γενέτειρα του Charleville

Σε επιστολή του τον Μάϊο 1871 στον δάσκαλο του Izambard, ο «προφήτης» ποιητής προαναγγέλλει την αποδόμηση του εαυτού:
“Je est un autre”
«Εγώ είναι κάποιος άλλος»
Τον Σεπτέμβριο του 1871 έγραψε στον ποιητή Paul Verlaine (Βερλαίν) και του στέλνει κάποια δείγματα της γραφής του. Ο Βερλαίν του απάντησε «Πρόσελθε αγαπητή μεγάλη ψυχή, σε περιμένουμε, σε ποθούμε.» Μέσα στον φάκελο ο Βερλαίν είχε εσωκλείσει το εισιτήριο τρένου για το ταξίδι του Ρεμπώ από την Σαρλβίλ στο Παρίσι.
Ο Βερλαίν ήτανε τότε 27 χρονών, «ερασιτεχνικά» ομοφυλόφιλος, αλκοολικός, και βίαιος. Συχνά βιαιοπραγούσε κατά της εγκύου συζύγου του Ματθίλδης. Η άφιξη του Ρεμπώ στο Παρίσι δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο την οικογενειακή κατάσταση του Βερλαίν, που αναγκάστηκε να βρει κατάλυμα εκτός της οικογενειακής εστίας, σε κάποιους φίλους του.
Ο Ρεμπώ εντάχθηκε αμέσως στον κύκλο των λογοτεχνών και καλλιτεχνών του Παρισιού, και απεικονίσθηκε από τον Henri Fantin-Latour στο ομαδικό πορτραίτο “Γύρω από το τραπέζι” που φιλοτεχνήθηκε το 1872. Στο πορτραίτο δίπλα του κάθεται ο Βερλαίν.
Από το φθινόπωρο του 1871 μέχρι τον Ιούλιο του 1873, το ζευγάρι των ποιητών περιπλανήθηκε από το Παρίσι στο Βέλγιο στο Λονδίνο και, τελικά, πίσω στις Βρυξέλλες ξανά, πίνοντας αψέντι, καπνίζοντας χασίς, επιδεικνύοντας δημόσιο με ανάρμοστο τρόπο τα συναισθήματα τους, καυγαδίζοντας, και – όπως περηφανεύτηκε κάποτε ο Βερλαίν – κάνοντας έρωτα «σαν τίγρεις».
Η εκρηκτική σχέση του Ρεμπώ με τον Βερλαίν, που χαρακτηρίστηκε «τρελή αγάπη» (amour fou) κατέληξε τον Ιούλιο του 1873 με ένα επεισόδιο σε ένα ξενοδοχείο στις Βρυξέλλες, όπου ο Βερλαίν σε κατάσταση μέθης πυροβόλησε τον Ρεμπώ με περίστροφο. Η σφαίρα τον βρήκε λίγο πάνω από τον καρπό του χεριού του. Ο Γάλλος συγγραφέας Charles Dantzig σε ένα άρθρο του αναφέρει ότι ο Ρεμπώ κάλεσε την αστυνομία. Μετά από την ανάκριση που περιέλαβε μια εξευτελιστική ιατρική εξέταση, ο Βερλαίν καταδικάστηκε σε κάθειρξη δύο ετών, ενώ ο Ρεμπώ γύρισε στο αγρόκτημα της μητέρας του.
Πολλοί θεωρούν το ζευγάρι Ρεμπώ – Βερλαίν σαν τον Αδάμ και την Εύα της σύγχρονης ομοφυλοφιλίας. Υπάρχουν όμως ενδείξεις προς μια άλλη κατάσταση. Ο Ρεμπώ στον βαθμό που ενδιαφερόταν για κάποιον άλλο από τον εαυτό του, ενδιαφερόταν κυρίως για γυναίκες. Στην Αβησσυνία συζούσε με μια πανέμορφη γυναίκα που φορούσε ευρωπαϊκά ενδύματα και κάπνιζε τσιγάρα. Δεν αποκλείεται ο Βερλαίν, ένας πολύ άσχημος άνδρας, να ήταν ένα πείραμα του Ρεμπώ, μέρος ενός προγράμματος λελογισμένου εκτροχιασμού των αισθήσεων, στα πλαίσια του οποίου ο έφηβος φιλοδοξούσε να επανεφεύρει την αγάπη, την κοινωνία, και την ποίηση..

Henri Fantin Latour. Rimbaud is second from the left, Verlaine is first from the left.
Henri Fantin Latour

Ο Bod Dylan (Μπομπ Ντίλαν) διάβασε Ρεμπώ στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η ποίηση του Ρεμπώ γονιμοποίησε τη δημιουργικότητα του. Στο τραγούδι του «You’re Gonna Make Me Lonesome When You Go» (άλμπουμ «Blood on the Tracks», 1975) ο Ντίλαν αναφέρεται στους δύο ποιητές. Η απόδοση στα ελληνικά είναι δική μου.
Situations have ended sad
Relationships have all been bad
Mine have been like Verlaine’s and Rimbaud’s
But there’s no way I can compare
All them scenes to this affair
You’re gonna make me lonesome when you go
Καταστάσεις που κατέληξαν με λύπη
Σχέσεις που όλες υπήρξαν κακές
Οι δικές μου υπήρξαν σαν εκείνη του Βερλαίν και του Ρεμπώ
Αλλά δεν υπάρχει τρόπος να συγκρίνω
Οποιαδήποτε από αυτές με αυτήν την περίπτωση
Θα με κάνεις να αισθάνομαι μοναξιά όταν θα φύγεις

Bod Dylan, You’re Gonna Make Me Lonesome When You Go

Μετά την επιστροφή του στην φάρμα της μητέρας του, ο Ρεμπώ πέρας το καλοκαίρι του 1873 δουλεύοντας το κείμενο που είχε αρχίσει να γράφει νωρίτερα τον ίδιο χρόνο. Αυτό το κείμενο αποτέλεσε το έργο «Μια Εποχή στην Κόλαση», το πιο γνωστό του ποιητή, από τα κείμενα που θεμελίωσαν τον Ευρωπαϊκό μοντερνισμό.
Τον Οκτώβριο 1873 εκδόθηκε στις Βρυξέλλες το ποίημα «Μια Εποχή στην Κόλαση». Ο Ρεμπώ ήταν τότε μόλις 19 ετών. Είναι το μόνο βιβλίο με ποίηση του που εξέδωσε ο ίδιος ο ποιητής. Το ποίημα (εννέα χιλιάδες στίχοι) αρχικά δεν έκανε κάποια εντύπωση. Για μεγάλο διάστημα δε, επικρατούσε η φήμη ότι ο Ρεμπώ έκαψε όλα τα αντίτυπα που παρέμεναν απούλητα στο τυπογραφείο. Αργότερα όμως διαψεύσθηκε. Τα απούλητα αντίγραφα ήταν στιβαγμένα σε μια σοφίτα στο τυπογραφείο.
«Εγώ που αποκάλεσα τον εαυτό μου άγγελο ή προφήτη, εξαιρετέο από κάθε ηθική, προσγειώνομαι στο έδαφος με αποστολή να ψάξω και να αγκαλιάσω την ζοφερή!»
Μια Εποχή στην Κόλαση
Οι δύο πρώην φίλοι συναντήθηκαν ξανά μια τελευταία φορά το 1875 στη Γερμανία. Ο αποφυλακισμένος Βερλαίν είχε ασπασθεί στην φυλακή τον Καθολικισμό και κρατούσε στη διάρκεια της συνάντησης το κομποσκοίνι της προσευχής του. Εικάζεται ότι στο χρονικό διάστημα 1873 – 1875, ο Ρεμπώ έγραψε τα σαράντα ποιήματα που παρέδωσε στον πρώην εραστή του. Ο Βερλαίν έδωσε στην συλλογή που εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο 1886 τον τίτλο «Εκλάμψεις».
Στις σημειώσεις που επιμελήθηκε και προσέθεσε στο πρόγραμμα των συναυλιών της Ορχήστρας Δωματίου της Βοστώνης τον Μάϊο 2007 ο Jeremy Black, διαβάζω ότι ο Άγγλος μουσικοσυνθέτης Benjamin Britten (Μπέντζαμιν Μπρίττεν) αισθάνθηκε βαθιά μέσα του την συναισθηματική ένταση αυτών των ποιημάτων και αποφάσισε να τα μελοποιήσει αμέσως μετά. Η σοπράνο Sophie Wyss στην οποία ο συνθέτης αφιέρωσε τον κύκλο τραγουδιών που συνέθεσε αναφέρει:
«Ήταν τόσο πλημμυρισμένος από αυτή την ποίηση που δεν μπορούσε να σταματήσει να μιλάει γι’ αυτήν. Υποθέτω ότι βρήκε ένα βιβλίο με τα ποιήματα του Ρεμπώ στο σπίτι του [W.H.] Auden στο Birmingham, όπου είχε παραμείνει πρόσφατα.»
Η πρόταση που για τον Britten αποτελεί το κλειδί για την ποίηση του Ρεμπώ είναι η ακόλουθη:
“J’ai seul la clef de cette parade sauvage”
«Μόνο εγώ κατέχω το κλειδί αυτής της άγριας παρέλασης»
Εκλάμψεις
Μόνο ο καλλιτέχνης, παρακολουθώντας τον κόσμο απέξω, μπορεί να κατανοήσει την «άγρια παρέλαση» της ζωής.
Κάποια στιγμή το 1875 ο Ρεμπώ αποκήρυξε την ποίηση και άρχισε να ταξιδεύει. Αν έγραψε ποιήματα μετά τα 21 χρόνια του, αυτά δεν έχουν διασωθεί. Διασώθηκαν όμως πολλά γράμματα που έγραψε στην μητέρα και την αδελφή του, αφηγούμενος ανάμεσα σε άλλα τη ζωή του στην Αβησσυνία.

“Η μέρα μου τελείωσε. Αφήνω την Ευρώπη. Ο θαλασσινός αέρας θα κάψει τα πνεμόνια μου, άγνωστα κλίματα θα μαυρίσουν το δέρμα μου.”
Μια Εποχή στην Κόλαση

Το 1878 ο Ρεμπώ βρήκε μια δουλειά σαν επόπτης λατομείου στην Κύπρο. Στο πρώτο του γράμμα από την Κύπρο, τον Φεβρουάριο 1878 εκφράζει την απομόνωση που θα χαρακτηρίσει το υπόλοιπο του βίου του.
“Το πλησιέστερο χωριό είναι μια ώρα δρόμος με τα πόδια. Εδώ δεν υπάρχει τίποτε, παρά μια συστάδα βράχων, ένας ποταμός και η θάλασσα. Δεν υπάρχουν σπίτια. Δεν υπάρχει χώμα, κήποι, δένδρα.”
Τον Μάϊο 1880 ο Ρεμπώ ανέλαβε επιστάτης στην κατασκευή του Κυβερνείου της Κύπρου, όμως λίγους μήνες αργότερα έγραψε στην οικογένεια του ότι έφυγε από την Κύπρο, μετά από διαφωνίες για τον μισθό του. Ένας γνωστός του στην Κύπρο ανέφερε ότι η αιτία της αναχώρησης από την Κύπρο ήταν ένα ατύχημα στο οποίο σκοτώθηκε ένας εργάτης. Τον είχε βρει μια πέτρα που πέταξε ο Ρεμπώ.
Μια χειμωνιάτικη μέρα το 1883, ο Γάλλος έμπορος καφέ Alfred Bardey επέστρεφε από τη Μασσαλία στο λιμάνι του Άντεν στην Αραβία. Στο πλοίο συνάντησε ένα νεαρό δημοσιογράφο, τον Paul Bourde και έπιασε την κουβέντα μαζί του. Καθώς ο Bardsey περιέγραφε την εμπορική του επιχείρηση, που είχε έδρα το Άντεν, έτυχε να αναφέρει το όνομα ενός από τους υπαλλήλους του – «ένα ψηλό, ευχάριστο και ολιγομίλητο άνδρα» – όπως το περιέγραψε. Προς έκπληξη του Bardey, ο Bourde δεν πίστευε το όνομα που άκουσε. Αυτό δεν οφειλόταν τόσο στο ότι ήταν συμμαθητής στο σχολείο με τον υπάλληλο που ανέφερε ο συνομιλητής του, όσο το ότι, όπως πολλοί Γάλλοι που ακολουθούσαν την σύγχρονη λογοτεχνική ζωή, νόμιζε ότι ο συμμαθητής του ήταν νεκρός.

The house where Rimbaud was born
Αναμνηστική πλάκα στο σπίτι που γεννήθηκε ο ποιητής 

Ο υπάλληλος του Bardey ήταν ο Ρεμπώ, που είχε αφιχθεί λιμάνι στο Άντεν τον Αύγουστο του 1880 και λίγο μετά προσελήφθη στην εμπορική εταιρεία του Bardey με αρμοδιότητα για την παραλαβή δεμάτων καφέ από τους παραγωγούς. Στην αρχή ο Ρεμπώ είχε βάση το λιμάνι του Άντεν. Αργότερα όμως, έμαθε για το Χαράρ, και ζήτησε να εγκατασταθεί εκεί. Το Χαράρ, μεγάλο κέντρο σπουδών των Σούφηδων, χτίστηκε τον 16ο αιώνα χωρίς η παλιά πόλη (που αποκαλείται ‘Jugol Harar ‘) να έχει αλλάξει από τότε. Μέχρι το 1855, όταν ο Sir Richard Burton έφθασε εκεί, ήταν απρόσιτο από τους ξένους. Σήμερα έχει χαρακτηρισθεί πόλη Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO.
Το 1880 ο Ρεμπώ διέρχεται για πρώτη φορά την πύλη της παλιάς πόλης στο Χαράρ. Έμεινε στην Αφρική μέχρι το 1891. Για να φτάσει εκεί είχε διασχίσει τον κόλπο του Άντεν με ένα ξύλινο πλοιάριο και επί 20 ημέρες επί αλόγου την έρημο της Σομαλίας. Ο Ρεμπώ διέμεινε στο Χαράρ για μια περίοδο πέντε ετών, σε τρία διαστήματα ανάμεσα στο 1880 και το 1891. Η διαμονή ήταν παραγωγική για τον Ρεμπώ, που στο τέλος της δεκαετίας του 1880 είχε καταφέρει να γίνει ένας από τους μεγαλέμπορους εξωτερικού εμπορίου στην περιοχή της νότιας Αβησσυνίας. Η δραστηριότητα αυτή είχε και τα απρόοπτα της.
Όταν προμήθευσε στον μελλοντικό Αιθίοπα Αυτοκράτορα Menelik II όπλα, αναγκάστηκε να υποκύψει σε εκβιασμό που οδήγησε σε δραστική μείωση της τιμής τους. Παρόλα αυτά, ίσως η προμήθεια αυτή επηρέασε σημαντικά την ιστορία της Αιθιοπίας. Όταν η Ιταλία εισέβαλε στην Αιθιοπία το 1896, προσπαθώντας να την καταλάβει, ο Menelik συνέτριψε τον εισβολέα στην Adwa, εν πολλοίς χάρη στα όπλα που του προμήθευσε ο Ρεμπώ. Η Ιταλία αναγκάστηκε κατόπιν τούτου να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Αιθιοπίας.
Ο Ρεμπώ πέθανε το Νοέμβριο του 1891 από καρκίνο στη Μασσαλία, στο νοσοκομείο Hôpital de la Conception. Ήταν 37 ετών. Πριν πεθάνει, εξέφρασε την επιθυμία να ταφεί στην Αβησσυνία, την χώρα που τόσο πολύ αγάπησε. Το καλοκαίρι του 1891 έγραψε:
“Ελπίζω να επιστρέψω εκεί…. θα ζω για πάντα εκεί”
Όμως ο Ρεμπώ δεν επέστρεψε στο Χαράρ. Ήταν τόσο άρρωστος που το μεγάλο ταξίδι με το πλοίο του ήταν αδύνατο. Την ώρα του θανάτου του, έγραφε σε γράμμα του προς τον Διευθυντή των ναυτιλιακών γραμμών «Messageries Maritimes» τα ακόλουθα:
“Ενημερώστε με για την ώρα της επιβίβασης.”
Μέχρι την τελευταία του πνοή, ο ιδιοφυής αντάρτης της κοινωνίας και της ζωής είχε σκοπό να γυρίσει στο Χαράρ, την πόλη που μπόρεσε να βρει την γαλήνη. Ο Ρεμπώ ετάφη στον γενέθλιο τόπο του, την Charleville (Σαρλβίλ) των Αρδεννών στη βορειοανατολική Γαλλία, κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο. Η επιτύμβιος στήλη στο μνήμα του γράφει «Προσευχήσου γι’ αυτόν».
Η Πάτι Σμιθ ανακάλυψε τον ποιητή σε ηλικία 16 ετών όταν έπεσε στα χέρια της ένα μεταχειρισμένο βιβλίο με ποιήματα του Ρεμπώ. Στην εισαγωγή της ανθολογίας “The Anchor Anthology of French Poetry,” έκδοση του 2000, η Σμιθ γράφει:
«Όταν ήμουν δεκαέξι χρονών, εργαζόμενη σε ένα εργοστάσιο σε μια μικρή πόλη στο νότο της πολιτείας Jersey, η σωτηρία και ανάπαυση μου από το ζοφερό (εργασιακό) περιβάλλον μου ήταν ένα ταλαιπωρημένο αντίγραφο των Εκλάμψεων του Αρθούρου Ρεμπώ, που το κουβαλούσα στην κωλότσεπη. Παρόλο ότι δεν καταλάβαινα όλα όσα διάβαζα, (το βιβλίο) με μετέφερε σε ένα κόσμο εξυψωμένης ποιητικής γλώσσας, και αυτή τη γλώσσα την αισθανόμουνα περισσότερο οικεία από την άξεστη και παραφθαρμένη γλώσσα του εργοστασίου.»
Η Σμιθ επισκέφθηκε τον τάφο του το 1973, όπως αναφέρει στο βιβλίο της «M Train» (Vintage Books, First Edition August 2016). Είχε μαζί της μπλέ χάντρες από το Χαράρ. Τις «φύτεψε» γύρω από τη βάση ενός αμφορέα που ήταν στο πλάι του τάφου, ελπίζοντας ότι έστω και εκ των υστέρων, ο ποιητής θα βρισκόταν κοντά σε κάτι από τον τόπο που τόσο αγάπησε.

Rimbaud in Aden (first man on the right)
Ο ποιητής στο Aden (πρώτος από δεξιά) 

Γιατί ο Ρεμπώ σταμάτησε να γράφει ποιήματα τόσο νωρίς; Η απάντηση μπορεί να είναι πολύ απλή. Ίσως δεν είχε να πει κάτι περισσότερο.
Πηγές
1. Where Rimbaud Found Peace in Ethiopia, By Rachel B. Doyle, The New York Times. Feb. 27, 2015
2. Arse Poetica: When Rimbaud was good, he was very, very good. By Ruth Franklin. The New Yorker. November 9, 2003
3. Rebel Rebel. Arthur Rimbaud’s brief career. By Daniel Mendelsohn. The New Yorker. August 22, 2011

There was once a hot air balloon named “Argo”

It all began in a stormy summer night. The year was 1856. One hunderd years after the birth of Wolfgang Amadeus Mozart.

Ducks_in_the_Rain_1918_Frank_Weston_Benson
Ducks in the Rain, 1918, Frank Weston Benson

Salome Wheatblower had just escaped from her family’s summer Estate in Massachusetts, when she experienced the heavy showers of the storm by the lake nearby.

Isolde MacKenna, a close friend of the author of this totally unstructured report, had experienced a similar storm with white ducks in a lake some days ago in the year 2020.

It is quite obvious that I invented Salome in order to be able to talk about Isolde, who is of Irish decent and also has French Canadian blood in her.

Benson24
This woman could be Salome Wheatblower

Having weathered the storm, Salome was enjoying a retrospective vision of the ducks in the storm in the stormy date of her escape which was the result of her urge to join her best friend, Charlotte of Belgium (7 June 1840 – 19 January 1927, a Belgian princess who became Empress of Mexico), who was going to board a hot air balloon named “Argo”.

May I remind the reader that Jean-Pierre [François] Blanchard (4 July 1753 – 7 March 1809) was the French pioneer who conducted the first balloon flight in the Americas in January 1793. On 20 February 1808 Blanchard had a heart attack while in his balloon at the Hague. He fell from his balloon and died roughly a year later (7 March 1809) from his severe injuries.

Blessed are the ones who leave this world whilst enjoying their passion. This is my saying, and I challenge the reader to prove me wrong.

argo_baloon

I invented Charlotte because I wanted to bring Argo into the picture, as well as one of my absolute favorite poets, Andreas Empeirikos. So, in effect, the Argo of Empeirikos happened before the Argo of Salome, eventhough in physical time 1856 precedes 1944.

“Argo” is the hot air balloon that became the topic of a novella by the Greek poet Andreas Empeirikos (1901 – 1975) some years later. The circumstances of the epiphany that led Empeirikos to write this novella are not known. But he loved ships and “Argo” was originally a ship that travelled far, and is the symbol of boundless, adventurous travel.

We know that the novella was completed in 1944, but was not published until 1965. Due to the very strict morals of the time, the poet had to remove some of the “hottest” words, using spaces. It was an erotic novella.

verne_5_weeks_balloon
Jules Verne, Five weeks in a balloon, 1862

Empeirikos was influenced by ine of his favorite authors, Jules Verne, who in 1862 had written the novel “Five weeks in a balloon”,  about three Englishmen exploring Africa with the help of a hydrogen filled balloon.

However, in “Argo” Empeirikos describes the sexual adventures of Charlotte, the daughter of university professor in Bogota, Colombia. There are no Englishmen on board. My Charlotte comes from Belgium, Empeirikos’ Charlotte comes from Columbia.

Below the explicit sexual layer of many of his works though, Empeirikos worked on another theme. That “eros” happens when we love without any specific reason.

matsi
Matsi Hadjilazarou

Empeirikos had one great love in his life (may be more, but one for sure), the poet Matsi Hadjilazarou, who believed that in the heart of a woman in love there is a deeply rooted and inexplicable need to suffer.

Andreas and Matsi stayed together from 1940 to 1944.

Argo is about letting yourself enjoy eros, starting from the sexual level.

Eros is liberating, eros gave Salome and Charlotte the ability to see the world as boundless.

It is this excilarating sense of freedom that one feels when in love, floating and flying (“The fear of flying” by Erica Jong).

Welcome Isadora Zelda White Stollerman Wing, would you like to board “Argo”.

And, if having sex on the groung is nice, having sex on a ship is better, and having sex on a hot air baloon is even better.

Argo is ultimately a sex vessel, but it can become more. All you need to do, dear reader, is to explote the avenues that Argo can lead you to.

 

 

Poet George Seferis Grandmother’s House in Iskele, near Izmir, Turkey – Το σπίτι της γιαγιάς του Γιώργου Σεφέρη στη Σκάλα, κοντά στη Σμύρνη

This is a bilingual post, it is written both in Greek and in English.

Αυτό το άρθρο είναι δίγλωσσο, γραμμένο στα ελληνικά και τα αγγλικά.

yorgo_seferis_iskerle1
George Seferis Grandmother’s House in Iskele, near Izmir, Turkey. Photo: Nikos Moropoulos @2012

Ο Γιώργος Σεφέρης όταν ήταν παιδί πέρναγε τις καλοκαιρινές του διακοπές σε αυτό το σπίτι στην μικρή πόλη Σκάλα, το επίνειο των Βουρλών, κοντά στη Σμύρνη.   Ο παππούς του από τη μητέρα του, με το επίθετο Τενεκίδης είχε μεγάλη κτηματική περιουσία στα Βουρλά και τη Σκάλα, όπου του ανήκαν πολλά σπίτια. Όταν πέθανε ο παππούς, άφησε την περιουσία του στην γυναίκα του, τη γιαγιά του Σεφέρη, που με τη σειρά της, στη διαθήκη της τη μοίρασε στα εγγόνια της.

George Seferis spent his summer holidays as a child in this house in the small town of Iskele (Skala), near Izmir (Smyrna), in Turkey.

plaque_49
Plaque on the wall of George Seferis Grandmother’s House in Iskele, near Izmir, Turkey. Photo: Nikos Moropoulos @2012

Στην είσοδο υπάρχει αυτή η προθήκη με τρεις πινακίδες στα τουρκικά, ελληνικά και αγγλικά.

“Αυτό ήταν το καλοκαιρινό σπίτι του

ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ

Σμύρνη 1900 – Αθήνα 1971

Ποιητή και Έλληνα Διπλωμάτη

Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 1963″

Η μικρή πινακίδα στα αριστερά είναι γραμμένη στην τουρκική γλώσσα, αλλά δεν μπορώ να την διαβάσω.

Inside the display there are three plaques, one in Turkish, one in Greek and one in English, saying:

“This was the summer house of

GEORGE SEFERIS

Izmir 1900 – Athens 1971

Poet and Greek Diplomat

Nobel Prize in Literature 1963″

I cannot read the small plaque on the left, I think it is in Turkish.

yorgo_seferis_iskerle2
Yorgoseferis Restaurant & Cafe in Iskele, near Izmir, Turkey. Photo: Nikos Moropoulos @2012

Δίπλα στο σπίτι, που σήμερα είναι ξενοδοχείο, λειτουργεί καφέ – εστιατόριο, που έχει και αυτό το όνομα του ποιητή.

Next to the house, which today is a hotel, there is a restaurant – cafe. Both the hotel and the restaurant are named after the poet.

yorgo_seferis_iskerle_cafe_inside
A wall inside the Yorgoseferis Restaurant & Cafe in Iskele, near Izmir, Turkey. Photo: Nikos Moropoulos @2012

Στον τοίχο που κυριαρχεί στο εσωτερικό του εστιατόριου έχουν αναρτηθεί αποκόμματα εφημερίδων, βραβεία και φωτογραφίες, όλα κάτω από το άγρυπνο μάτι του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, του ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας.

On the wall of the main seating area of the restaurant, one can see newspaper clips and awards, all under the eye of Mustafa KemalAtatürk, the founder of the Republic of Turkey.

Ο Σεφέρης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900, σε μια εύπορη Ελληνική οικογένεια  της μεσαίας τάξης. Το επίθετο του πατέρα του ήταν “Σεφεριάδης”, που προέρχεται από λέξη που δανείστηκε η τουρκική γλώσσα από την αραβική, και σημαίνει ταξίδι, πορεία, περιήγηση.

Seferis was born in Izmir (Smyrna) in 1900, in a well to do middle class Greek family.

His father’s surname was “Seferiadis”, a name with a Turkish root borrowed from Arabic, sefer, meaning journey, campaign, voyage, state of war.

seferis_ghikas
Portrait of the poet George Seferis, Benaki Museum Collection, Nikos Hadjikyriakos-Ghika

Ο πατέρας του Γιώργου, Στέλιος Σεφέρης ήταν νομικός και ποιητής, μια δεσποτική και αυταρχική  παρουσία που βασάνισε το μεγάλο γιο του σε όλη του τη ζωή. Από την άλλη μεριά, η μητέρα του Γιώργου, Δέσπω, ήτανε μια γλυκιά συναισθηματική γυναίκα που προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές που άνοιγε στο μεγάλο γιο της ο αυταρχικός και δεσποτικός σύζυγος της.

His father Stelios was a layer and a poet, a despotic, authoritarian figure that tormented George throughout his life. Despo, George’s mother, was a warm, emotionally rich woman, who counterbalanced the emotional traumas George suffered from his father by offering her support to George and her other children.

Despo came from a rich family, with lots of land in the area. Her mother, George’s maternal grandmother, owned a complex of houses in the fishing village of Skala, today Iskele, near Smyrna.

iskele_fishing_boats1
Fishing Boats in Iskele, near Izmir, Turkey. Photo: Nikos Moropoulos @2012

Κάθε χρόνο από το 1900 έως το 1912, ο Γιώργος περνούσε το χειμώνα στην Σμύρνη και το καλοκαίρι στη Σκάλα, που του άφησε ανεξίτηλες εικόνες του θαλασσινού της τοπίου και των ψαράδων της.

Every year from 1900 to 1912 , George would spend the winter in Smyrna and the summer in the maternal grandmother’s house in Skala, which left strong imprints of its seascape and fishermen in Seferis’ heart and mind.

 

 

 

 

 

On Light and Shadow: A “Fluxus Eleatis” Discourse

“Our life shall pass away as the trace of a cloud, and come to nought as the mist that is driven away with the beams of the sun. For our time is as a shadow that passeth away and after our end there is no returning.” Wisdom of Solomon 2.4

Participants

Johann Wolfgang von Goethe, German writer

Ernst Gombrich, British-Austrian art historian

Mr. F, wanderer

Hugo von Hofmannsthal, Austrian poet

Ms. B, anthropologist (of unknown ethnicity)

Marcel Proust, French writer

Miss. T, gourmant

Junichiro Tanizaki, Japanese author

Leonardo (da Vinci), Florentine painter, artist, scientist

Martin Gayford, English, Art critic

The Discourse (Fragments)

Ernst Gombrich“By shadow (ombra) is meant that which a body creates on itself, as for instance a sphere that has light on one part and gradually becomes half light and half dark, and that dark part is described as shadow (penumbra)Half-shadow (mezz’ombra) is called that area that is between light and the shadow through which the one passes to the other, as we have said, gradually diminishing little by little according to the roundness of the object. Cast shadow (sbattimento) is the shadow that is caused on the ground or elsewhere by the depicted object . . . .” – After Filippo Baldinucci, Vocabulario Toscana dell’Arte del Disegno, Florence 1681.

Johann Wolfgang von Goethe: Where there is much light, the shadow is deep. A shadow is made when an object blocks light. The object must be opaque or translucent to make a shadow. A transparent object will not make any shadow, as light will pass straight through it.

Junichiro Tanizaki:  Why should this propensity to seek beauty in darkness be so strong only in Orientals? The West too has known a time when there was no electricity, gas, or petroleum, and yet so far as I know the West has never been disposed to delight in shadows. Japanese ghosts have traditionally had no feet; Western ghosts have feet, but are transparent. As even this trifle suggests, pitch darkness has always occupied our fantasies, while in the West even ghosts are as clear as glass. This is true too of our household implements: we prefer colors compounded of darkness, they prefer the colors of sunlight. And of silver and copperware: we love them for the burnish and patina, which they consider unclean, unsanitary, and polish to a glittering brilliance. They paint their ceilings and walls in pale colors to drive out as many of the shadows as they can. We fill our gardens with dense paintings, they spread out a flat expanse of grass.

Mr. F: The opening aria in Handel’s opera Serse (Xerxes), sung by the man character, Xerxes I of Persia, is about the shade of a plane tree.

Ombra mai fu (Never was a shade)

Tender and beautiful fronds
of my beloved plane tree,
let Fate smile upon you.
May thunder, lightning, and storms
never bother your dear peace,
nor may you by blowing winds be profaned.
A shade there never was,
of any plant,
dearer and more lovely,
or more sweet.

Leonardo da Vinci, The Virgin and Child with St. Anne and the Young St. John the Baptist (The Burlington House cartoon)
(London, National Gallery of Art)

Leonardo (da Vinci): Shadow is the obstruction of light. Shadows appear to me to be of supreme importance in perspective, because, without them opaque and solid bodies will be ill defined; that which is contained within their outlines and their boundaries themselves will be ill-understood unless they are shown against a background of a different tone from themselves. And therefore in my first proposition concerning shadow I state that every opaque body is surrounded and its whole surface enveloped in shadow and light. . . . Besides this, shadows have in themselves various degrees of darkness, because they are caused by the absence of a variable amount of the luminous rays; and these I call Primary shadows because they are the first, and inseparable from the object to which they belong. . . . From these primary shadows there result certain shaded rays which are diffused through the atmosphere and these vary in character according to that of the primary shadows whence they are derived. I shall therefore call these shadows Derived shadows because they are produced by other shadows . . . Again these derived shadows, where they are intercepted by various objects, produce effects as various as the places where they are cast . . . And since all round the derived shadows, where the derived shadows are intercepted, there is always a space where the light falls and by reflected dispersion is thrown back towards its cause, it meets the original shadow and mingles with it and modifies it somewhat in its nature.

Martin Gayford: “According to ancient sources, the first artist ever to use this device (chiaroscuro: contrasting light and dark) was an Athenian named Apollodorus. It was he, according to the historian Plutarch, who ‘first invented the fading in and building up of shadow’. Apollodorus was called ‘Skiagraphos’ (‘Shadow Painter’). Before he began to model his figures, Pliny says, there was no painting ‘which holds the eye’.

 

Miss. T: Monsieur Proust “In the Shadow of Young Girls in Flower”, the second volume of “In Search of Lost Time”, you define memory.

Marcel Proust: The greater part of our memory lies outside us, in a dampish breeze, in the musty air of a bedroom or the smell of autumn’s first fires, things through which we can retrieve … last vestige of the past, the best of it, the part which, after all our tears have dried, can make us weep again. Outside us? Inside us, more like, but stored away…. It is only because we have forgotten that we can now and then return to the person we once were, envisage things as that person did, be hurt again, because we are not ourselves anymore, but someone else, who once loved something that we no longer care about.

Mr. F: The woman without a shadow.

Hugo von Hofmannsthal: “Er wird zu Stein.”

Ms. B: If the Empress still does not cast a shadow within three days, the Emperor will be turned to stone. The following clip is from a stunning production with David Hockney’s stage designs.

Hugo von Hofmannsthal: “My earliest sketches for the libretto are based on a piece by Goethe, “The Conversation of German Emigrants” (1795). I have handled Goethe’s material freely, adding the idea of two couples, the emperor and empress who come from another realm, and the dyer and his wife who belong to the ordinary world.” (as quoted in wikipedia)

Giorgio de Chirico L’enigma di una giornata (II) ~ 1914 Museo d’arte contemporanea dell’Università di San Paolo

Ernst Gombrich: “Cubism reinstated the role of shadows both to guide and confuse the viewer. Later still the Surrealists exploited the effect of shadows to enhance the mood of mystery they sought, as in Chirico’s dreamlike visions of deserted city squares, where the harsh shadows cast by the statue and solitary figures add to the sense of disquiet.’

Martin Gayford: “Shadows can convey information, but also create illusions.”

Ryoji Ikeda, test pattern [no.5], 2013, audiovisual installation at Carriageworks. Commissioned and presented by Carriageworks and ISEA2013 in collaboration with Vivid Sydney. Image Zan Wimberley | © Carriageworks/WikiCommons
Junichiro Tanizaki:  And so it has come to be that the beauty of a Japanese room depends on a variation of shadows,heavy shadows against light shadows—it has nothing else. Westerners are amazed at the simplicity of Japanese rooms, perceiving in them no more than ashen walls bereft of ornament. Their reaction is understandable, but it betrays a failure to comprehend the mystery of shadows. Out beyond the sitting room, which the rays of the sun can at best but barely reach, we extend the eaves or build on a veranda, putting the sunlight at still greater a remove. The light from the garden steals in but dimly through paper-paneled doors, and it is precisely this indirect light that makes for us the charm of a room. We do our walls in neutral colors so that the sad, fragile, dying rays can sink into absolute repose.

© Roy Zipstein

Junichiro Tanizaki: It has been said of Japanese food that it is a cuisine to be looked at rather than eaten. I would go further and say that it is to be meditated upon, a kind of silent music evoked by the combination of lacquerware and the light of a candle flickering in the dark. In the cuisine of any country efforts no doubt are made to have the food harmonize with the tableware and the walls; but with Japanese food, a brightly lighted room and shining tableware cut the appetite in half. The dark miso soup that we eat every morning is one dish from the dimly lit houses of the past. I was once invited to a tea ceremony where miso was served; and when I saw the muddy, claylike color, quiet in a black lacquer bowl beneath the faint light of a candle, this soup that I usually take without a second thought seemed somehow to acquire a real depth, and to become infinitely more appetizing as well. Much the same may be said of soy sauce. In the Kyoto-Osaka region a particularly thick variety of soy is served with raw fish, pickles, and greens; and how rich in shadows is the viscous sheen of the liquid, how beautifully it blends with the darkness.

 

 

Θυσιάζω αρνάκι άσπρο και παχύ, Μαρία Πενταγιώτισσα

arniexothema.grtselemedes

Executive Summary

Dear non-Greek speaking readers, I am honored to have you visiting my site.

This is to let you know that this post is written in Greek only. It describes an agonizing attempt to sacrifice a white lamb to an unfulfilled love. Similar to the sorry state of the love itself and the unfortunate love stricken author, the sacrifice fails miserably.

The  post is not translated because the whole story is built around cultural references that only a Greek speaking person can decode to an adequate level, and thus appreciate the level of genius that is required in order to write this post. I am a modest person by nature and thus do not want to elaborate this point further.

Εισαγωγή

Το Πάσχα ανάμεσα σε όλα τα άλλα είναι και η θυσία του αμνού. Ο αγνός και αθώος αμνός θυσιάζεται. Πληρώνει με τη ζωή του για κάποιον σκοπό κάποιων άλλων, εκτός από αυτόν.

Η θυσία σαν τελετουργία πάει χιλιετίες πίσω.

Αρχίζοντας από τον Όμηρο, διαβάζουμε στην Ιλιάδα για την εκατόμβη που προσφέρουν ο Οδυσσέας και ο Χρύσης στον Φοίβο Απόλλωνα για να ελεηθεί τους Δαναούς.

Ευκαιρία να δούμε μερικές σχετικές λέξεις στο Ομηρικό κείμενο, με τη βοήθεια του λεξικού Liddell $ Scott, ενώ οι αποδόσεις στα νέα ελληνικά είναι των Ι.Θ. Κακριδή και Ν. Καζαντζάκη.

  • αυερύω, αυέρυσα: έλκω το κεφάλι του θύματος προς τα πίσω, έτσι ώστε να κόψω το λαιμό του. Η απόδοση στα νέα ελληνικά είναι «αναλαιμίζω»
  • σφάζω, έσφαξα: σφαγιάζω τα ζώα που πρέπει να προσφερθούν ως θυσία. Η λέξη δεν έχει αλλάξει, είναι η ίδια στα νέα ελληνικά!
  • δέρω, έδειρα: αφαιρώ το δέρμα. Στη νέα ελληνική, η λέξη είναι γδέρνω.
  • σπλάγχνα: εντόσθια που φυλάσσονταν και τα έτρωγαν οι προσφέροντες την θυσία. Στη νεοελληνική έχουμε τη λέξη «σπλάχνα». Δηλαδή χάσαμε στη διαδρομή των χιλιετιών ένα «γάμμα».
  • οβελός, οβελοίσιν: σούβλα. Στη νεοελληνική χρησιμοποιούμε και την λέξη «οβελίας».

Ομήρου Ιλιάδα, Α’ 440 – 469 (απόδοση Ι.Θ. Κακριδής, Ν. Καζαντζάκης)

Τότε ο Οδυσσέας ό πολυκάτεχος μπρος στο βωμό τη φέρνει

και την παράδωσε στου κύρη της τα χέρια λέγοντας του:

«Χρύση, ο ρηγάρχης Αγαμέμνονας με στέλνει να σου δώσω

πίσω την κόρη, και να σφάξουμε περίσσια αρνιά στο Φοίβο,

να ελεηθεί, αν θελήσει η χάρη του, τους Δαναούς, τι αλήθεια

με πίκρες έχει πολυστέναχτες ποτίσει τους Αργίτες.»

Τούτα μιλώντας του την έδωκε, κι αυτός την κόρη εδέχτη

όλο χαρά᾿ κι εκείνοι γρήγορα τ᾿ αγιάτικα σφαχτάρια

στήσαν αράδα, στον καλόχτιστο βωμό του Φοίβου γύρω.

… (η ευχή του Χρύση)

Είπε, και την ευκή του επάκουσεν ο Απόλλωνας ο Φοίβος·

κι ως ευκηθήκαν και πασπάλισαν μετά τ᾿ αγιοκριθάρια,

αναλαιμίσαν τ᾿ αρνοκάτσικα, τα σφάξανε, τα γδάραν,

χώρισαν τα μεριά, τα τύλιξαν τρογύρα με τη σκέπη,

διπλώνοντας τη, κι από πάνω τους κομμάτια κρέας πιθώσαν.

Σε σκίζες πάνω ο γέρος τα ‘καιγε, και με κρασί φλογάτο

τα περεχούσε, και πεντόσουβλες στο πλάι του οι νιοί κρατούσαν.

Και σύντας τα μεριά αποκάηκαν και γεύτηκαν τα σπλάχνα,

λιανίσαν τ᾿ άλλα και περνώντας τα στις σούβλες να τα ψήνουν

επήραν γνοιαστικά, κι ως ψήθηκαν, τ᾿ αποτραβήξαν όλα.

Κι απ᾿ τις δουλειές αυτές σα σκόλασαν κι ετοίμασαν τις τάβλες,

έτρωγαν, κι είχαν ως εταίριαζε καθείς το μερτικό του.

και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο…

murillo

Πάντα υπάρχει ένα άσπρο αρνάκι

Εμπνευσμένος από τους Δαναούς,  αλλά και τον Άγιο Ιωάννη, που απεικονίζεται ως παις με τον αμνό, αποφάσισα να θυσιάσω κι εγώ έναν αμνό.  Ο Κατακουζηνός δεν αναφέρει θυσίες, καθόσον το ποίημα είναι παιδικό. Όπως όμως όλοι γνωρίζουμε, τα αρνάκια μπορεί να πάθουνε πολλά χειρότερα από το να σπάσουν ένα ποδαράκι!

 Αλέξανδρος Κατακουζηνός, «Το αρνάκι»

 Αρνάκι άσπρο και παχύ

της μάνας του καμάρι

εβγήκε εις την εξοχή

και στο χλωρό χορτάρι.

Απ’ τη χαρά του την πολλή

απρόσεκτα πηδούσε

της μάνας του τη συμβουλή

καθόλου δέν ψηφούσε.

«Καθὼς παιδί μου προχωρείς

και σαν ελάφι τρέχης

να κακοπάθης ημπορείς

και πρέπει να προσέχεις».

Χαντάκι βρέθηκε βαθύ

ορμά σαν παλληκάρι

να το πηδήση προσπαθεί

και σπάει το ποδάρι!

maria-pentagiotissa

Μαρία η μοιραία γυναίκα

Ο αμνός θα θυσιασθεί στην ποδιά της Μαρίας της Πενταγιώτισσας. Μπας και σπάσει η γκίνια και ο έρωτας μου παύσει να είναι ανεκπλήρωτος.

«Μαρία Πενταγιώτισσα», Δημώδες Άσμα της Φωκίδας

Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά, Μαρία Πενταγιώτισσα

Αχ, και στο Χρυσό κριάρια, μωρή δασκαλοποόλα

Και στης Μαρίας την ποδιά, Μαρία Πενταγιώτισσα

Αχ, σφάζουνται παλικάρια, παιδιά σαν τα βλαστάρια

Μαρία, πού ‘ν’ τ’ αδέρφια σου; Μαρία Πενταγιώτισσα

Αχ, μωρή δασκαλοποόλα, που ‘σύ τα κάνεις ούλα

solomos

Διονύσιος ο αισιόδοξος

Το Πάσχα είναι η Άνοιξη.  Και είναι ο ξανθός ο Απρίλης που βρίσκεται πίσω από την θυσία του αμνού, αυτός φταίει για όλα, που έστησε χορό με τον έρωτα και μου πήραν τα μυαλά, και θυμήθηκα την Μαρία, και μόνο με μια θυσία θα ηρεμήσω.

Τώρα που το καλοσκέφτηκα, για τη θυσία φταίει και ο Σολωμός και όλοι οι ρομαντικοί ποιητές που με έκαναν τόσο ευαίσθητο και κάθομαι και ασχολούμαι με ανεκπλήρωτους έρωτες. Όχι ότι η Μαρία η Πενταγιώτισσα δεν το αξίζει, χαλάλι της όλα, αλλά η θυσία είναι θυσία.

Όπως έχετε καταλάβει ευρίσκομαι ενώπιον διλήμματος. Να θυσιάσω ή να μη θυσιάσω;

 Διονύσιος Σολωμός, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ΄, Απόσπασμα 6, Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,

Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,

Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους

Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.

Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,

Χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,

Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,

Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,

Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.

Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.

Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ‘ναι κι άσπρο,

Ακίνητ’ όπου κι αν ιδής, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,

Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,

Που ‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.

Αλαφροίσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες;

Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,

Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,

Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,

Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,

Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

quartette

Μάρκος ο απαισιόδοξος

Ο Μάρκος ο Βαμβακάρης έπιασε αλλιώς το θέμα της Άνοιξης.  Βαθύτατα ερωτικός τύπος, ο Βαμβακάρης μάλλον περνούσε ερωτική απογοήτευση όταν έγραψε αυτό το ποίημα και το σχετικό τραγούδι.

Είναι όμως ακριβώς αυτή η ικανότητα να κρύβεις μέσα σου το ολόκληρο το βαθύ σχίσμα που χωρίζει τον ψεύτη ντουνιά από τα ματόκλαδα που λάμπουν, που σε κάνει μεγάλο (ή μεγάλη).

Κι έτσι ο Μάρκος που εδώ τα βλέπει όλα μαύρα ξαφνικά συνέρχεται και λίγο μετά τραγουδά για τα λαμπυρίζοντα ματόκλαδα.

Το αποφάσισα. Δεν την γλυτώνει τη θυσία ο αμνός.

Μάρκος Βαμβακάρης, «Τι μ’ ωφελούν οι άνοιξες»

Τι μ’ ωφελούν οι άνοιξες, τι οι ομορφιές του κόσμου,

αφού ο κόσμος χάνεται, ψεύτη ντουνιά κι έξαφνα ο εμπρός μου,

αφού ο κόσμος χάνεται, ψεύτη ντουνιά κι έξαφνα ο εμπρός μου.

Τι και αν λιώσαν μάνα μου, απ’ τα βουνά τα χιόνια,

τι και αν θα `ρθει η άνοιξις, ψεύτη ντουνιά, αχ και κελαηδούν αηδόνια,

τι και αν θα `ρθει η άνοιξις, ψεύτη ντουνιά, αχ και κελαηδούν αηδόνια.

Όλα στο κόσμο μάταια, τα πάντα ματαιότης

κι ένα λουλούδι ψεύτικο, ψεύτη ντουνιά, είναι η ανθρωπότης,

κι ένα λουλούδι ψεύτικο, ψεύτη ντουνιά, είναι η ανθρωπότης.

arnaki-patares7

Χάλασε ο φούρνος!

Ετούτη λοιπόν την Άνοιξη, με τον ξανθό Απρίλη και τον Έρωτα, με τη Μαρία την Πενταγιώτισσα να με κολάζει με τη σκέψη της, με τις εικόνες της εκατόμβης θυσίας των Δαναών στον Φοίβο,  επήρα τον λευκό αμνό και τον έβαλα στον φούρνο για τη θυσία.

Καλή ποιήτρια η Κική Δημουλά, δεν λέγω, αλλά ο φούρνος της μου τα χάλασε όλα!

Η θυσία απέτυχε!

Ο αμνός δραπέτευσε!

Η Μαρία Πενταγιώτισσα θα μείνει για πάντα όνειρο!

Και για όλα αυτά φταίει η ποίηση!

Κική Δημουλά, “Πάσχα στο φούρνο “

Από τη συλλογή «Ενός λεπτού μαζί» (1998)

Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.

Άνοιξα το φούρνο με θυμό τι φωνάζεις είπα

σε ακούνε οι καλεσμένοι.

Ο φούρνος δεν καίει, βέλαξε

κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική

χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας.

Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.

Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος

το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα

η σφαγή.

eggs

Ηθικό δίδαγμα

Μην ερωτευθείτε την Μαρία την Πενταγιώτισσα.

Μην διαβάζετε ρομαντικούς ποιητές.

Μην εμπιστεύεσθε τον φούρνο μιας ποιήτριας αν θέλετε να ψήσετε κάτι. Καλύτερα στον φούρνο της γειτονιάς.

Αν σκέφτεσθε να κάνετε μια θυσία, καλύτερα να θυσιάσετε τον εαυτό σας, ή ένα κομμάτι του. Ο αμνός είναι πολύ βολικός, αλλά σε τελική ανάλυση δεν φταίει τίποτε να πληρώνει τα δικά σας τα σπασμένα.

Edvard Munch: Alpha og (and) Omega

14133_224301

“Sickness and insanity were the black angels that guarded my cradle”

Edvard Munch, personal manuscript.

Background

Edvard Munch is one of my painting idols.

Back in 2009 I wrote about his “Madonna“. In 2013 I wrote a piece on “Death and the Maiden“, a journey from Munch to Abramovich.

Today I continue the Munch stories with “Alpha and Omega”, which I saw a few days ago at the Munch Museum in Oslo. It was a revelation for me to see these pictures.

Alpha and Omega is a fable written by Edvard Munch.

In addition to the text, there is a series of lithographs depicting the story.

Edvard Munch, Self-Portrait in Front of the House Wall (1926), Munch Museet, Oslo
Edvard Munch, Self-Portrait in Front of the House Wall (1926), Munch Museet, Oslo

It is possible that Munch first created the pictures and then he wrote the text.

As we read in Christie’s website, presenting one of the lithographs for sale, “lithograph, 1908-9, on stiff wove paper, signed in pencil, from the total edition of approximately 80 or 90 impressions”.

At first the title was “The First Human Beings”, but then Munch changes it to “Alpha and Omega”.

Before I present the fable itself, I would like to give some background relevant to Munch’s life at the time of writting and illustrating the fable.

In the period 1908 – 1909, Munch suffered a psychotic incident. He was 46 years old at the time.

Edvard Munch, Dr. Jacobsen, and Nurse Schacke
Edvard Munch, Dr. Jacobsen, and Nurse Schacke

In the fall of 1908, Munch collapsed in Copenhagen. Hearing hallucinatory voices and suffering paralysis on his left side, he was persuaded by his old roommate from the Saint-Cloud apartment, Emanuel Goldstein, to check himself into Dr. Jacobson’s clinic at Frederiksberg in Copenhagen for detoxification. It was during his stay there, 1908–09, that he created Alpha and Omega.

The sketch shown above, drafted by Munch himself, reads:

“Professor Jacobsen is electrifying the famous painter Munch, and is bringing a positive masculine force and a negative feminine force to his fragile brain.”

Munch made progress following his treatment, which included “tobacco-free cigars, alcohol-free drinks, and poison-free women.”

Edvard Munch: Moonrise
Edvard Munch: Moonrise

The fable

Let us now go back to Alpha and Omega.

Omega's Eyes
Omega’s Eyes

Alpha is the first man and Omega is the first woman.

They live on an island and fall in love.

ALPHA AND OMEGA were the first Humans
on the Island. Alpha lay in the Grass and slept
and dreamed, Omega approached him, looked at
him and became curious. Omega broke off a
Fern branch and tickled him, so he awoke.

Alpha loved Omega; they sat in the Evenings
leaning into one another and gazing at the golden
pillar of the Moon, which swayed and rocked in
the Ocean surrounding the Island.

The couple lives a paradiselike existence, surrounded by animals and plants.

Omega and the Pig
Omega and the Pig

Omega becomes bored and allows herself to be seduced first by the Serpent, and then in turn by the Bear, the Poet Hyena, the Tiger and the Donkey, in addition to the Pig and other animals.

After a time she leaves the island on the back of a Doe and travels across the ocean to “the light green Land, that lay beneath the Moon”. Stenersen, quoted by Steinberg and Weiss, notes that the tubelike reflection of the moon on the water resembles the artist’s characteristic drawing of male genitalia.  “Thus it appears that the image of the full moon (breast – penis) was to Munch a protection against castration anxiety.

Omega's Flight
Omega’s Flight

Alpha remains on the island together with Omega’s offspring – a whole new generation of children – “little Pigs, little Serpents, little Monkeys and little Predatory animals and other Human Bastards”.

One day Omega returns. Suddenly the landscape turns to blood and Alpha closes his ears to the “cries of nature”. He then drowns Omega. According to Steinberg and Weiss, the bloody landscape represents the shocking sight of Munch’s dying mother, which could not be avoided or shut out. Munch experienced his mother’s death at the age of five.

Omega's Death
Omega’s Death

He is in turn torn asunder by her small mixed offspring, who finally take over the island.

It is a story of an archetypal man and woman as they progress from love and passion, to jealousy and melancholy, to anxiety and death.

 

 

Γλωσσολογικον πονημα επι του “Σεβαστου” και των παραγωγων του

H Mάτση Χατζηλαζάρου ποζάρει προκλητικά στο φακό του Ανδρέα Εμπειρίκου
H Mάτση Χατζηλαζάρου ποζάρει προκλητικά στο φακό του Ανδρέα Εμπειρίκου

“Η Γκρέτα, καταφανώς εν μεγάλη διεγέρσει διατελούσα, χωρίς την παραμικράν προφύλαξιν, ανέσυρε εν ριπή οφθαλμού το φόρεμά της, και, αποκαλύπτουσα, προς στιγμήν, ένα θαυμάσιον και προεξέχον πολύ, εν μέσω ολίγων αραιών τριχών μουνί (δεν έφερε σκελέαν), ήνοιξε τούς μηρούς της, έθεσε την κούκλαν μεταξύ αυτών, και καλύπτουσα πάλιν το ερωτικόν της όργανον, έσφιξε τούς μηρούς της, και ήρχισε να κινήται ζωηρώς, ζωηρότατα, επί του καθίσματός της, κατά τρόπον που εφανέρωνε ότι ηυνανίζετο με πάθος, τρίβουσα μανιωδώς το αιδοίον της, επί της κεφαλής και των μαλλιών του κομψού ανθρωπομόρφου ομοιώματος, επιδιώκουσα με αφάνταστον ζέσιν να επιφέρη τοιουτοτρόπως την έκχυσιν του ερωτικού χυμού της, αδιαφορούσα τελείως, και, ίσως, τερπομένη επιπροσθέτως, από το γεγονός ότι εξετέλει την τόσον άσεμνον, άλλα και τόσον χαριτωμένην αυτήν πράξιν δημοσία.”

Ανδρεας Εμπειρικος, Μεγαλος Ανατολικος

____4122822_orig
Georgia O’Keeffe, Series I White and Blue Flower Shapes, 1919, Oil on Board, 19 7/8 x 15 3/4 inches, Gift of the Georgia O’Keeffe Foundation, ©Georgia O’Keeffe Museum

Προ της εισαγωγης

Αποτιω τιμη στην μεγαλη Αμερικανιδα ζωγραφο Τζωρτζια Ο’ Κηφ, που ζωγραφισε ανθη, και με καποιον τροπο πολλα απο τα ανθη της παραπεμπουν στο ανθος του αιδοιου.

Αυτο εξαλλου παρετηρησε και εις εκ των δυο πρωταγωνιστων τη σειρας Breaking Bad, ο νεαρος Τζεσσυ, οταν η νεαρα καλλιτεχνιζουσα φιλενας του τον επηγε να δουνε μαζι το μουσειο της Τζωρτζια Ο’ Κηφ στην πολιτεια του Νεου Μεξικου των ΗΠΑ.

Alfred Stieglitz, Georgia O’Keeffe
Alfred Stieglitz, Georgia O’Keeffe

Εισαγωγικες παρατηρησεις

Η διερευνηση αυτης της πραγματειας ειναι εκ των πραγματων προσδιορισμενη αλλα και περιορισμενη απο το γλωσσικο ιδιωμα.

Αυτη η παρατηρηση ομως με κανενα τροπο δεν οδηγει σε πολιτισμικη μονοσημαντοτητα.

Το αντιθετο θα ελεγα. Ακριβως η αναγνωριση του περιοριστικου παραγοντα ειναι η απαρχη της αναιρεσης του.

Ο μεγας πρωταγωνιστης της πραγματειας αυτης ειναι το “αιδοιον”.

Χαιρε, ώ χαιρε τετιμημενον!

Η διερευνηση θα στηριχθει στην γλωσσα.

Πρεπει ομως να προειδοποιησω τον αναγνωστη (και την αναγνωστρια) οτι τα πολιτιστικα δικτυα δεν αναγονται αποκλειστικα εις την γλωσσαν, αρα θα υπεισελθουν και αλλα στοιχεια πολιτισμου σχετικα με το τετιμημενον.

Andreas Empeirikos
Andreas Empeirikos

“Εις εν ακρότατον σημείον της ομηγύρεως, μία ομάς εκ δεκαπέντε περίπου ανδρών, παρετήρει, ουχί το αερόστατον, αλλά μίνα νεαράν ακροβάτιδα, ήτις, υπό τους ήχους ενός ντεφιού, που έσειε ένας νεώτερος αδελφός της, εξετέλει διάφορα γυμνάσματα με μεγάλην ευκαμψίαν και δεξιοτεχνίαν. Η νεάνις αυτή ήτο ευειδής και χαρίεσσα. Εις μίαν στιγμήν που περιεστρέφετο επί των χειρών, με τους πόδας της εις τον αέραν, εσχίσθη, εν αγνοία της, η περισκελίς της εις καίριο σημείον, εις τρόπον ώστε, εις ωρισμένην φάσιν της ακροβασίας, να φαίνεται το αιδοίον της ευκρινώς. Εντεύθεν η εξαίρεσις, εντεύθεν η γοητεία. Διότι, εις το γεγονός ότι διεκρίνετο το ερωτικόν της όργανον, ωφείλετο η απόσπασις της προσοχής των δεκαπέντε θεατών από το αερόστατον.”

Ανδρεας Εμπειρικος, Αργώ ή Πλους Αεροστάτου

Sarah Lucas, Chicken Knickers 2000, Saatchi Gallery.
Sarah Lucas, Chicken Knickers 2000, Saatchi Gallery.

Η προσεγγιση

Εν αρχη ην η γλωσσα.

Ο Λακάν στρέφεται στη γλωσσολογία μέσα από δύο βασικά σημεία (1):

1. Υιοθετώντας τη βασική ιδέα ότι η γλώσσα ως συμβολικό σύστημα μαζί με τα άλλα κοινωνικο-πολιτιστικά συστήματα και τις δομές τους προϋπάρχουν της γέννησης ενός ανθρώπου και υπέρ-κεινται αυτού. Κατά συνέπεια, το παιδί με την κατάκτηση της γλώσσας εγγράφεται σε αυτή τη συμβολική τάξη, η οποία επειδή ακριβώς υπέρ-κειται θα το πλάσει ανάλογα με τις δομές της. Με άλλα λόγια, το άτομο αναδύεται ως υποκείμενο μέσα από την εγγραφή του στη συμβολική τάξη της γλώσσας ή, όπως λέει ο Αλτουσέρ (1983), η κατάκτηση της γλώσσας είναι αυτή που με την εισαγωγή στη συμβολική τάξη θα σημαδέψει το πέρασμα από τον άνθρωπο-θηλαστικό στον άνθρωπο-παιδί -άνδρα ή γυναίκα.

2. Θεωρώντας ότι το “το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα”, δηλαδή μια δομή που όπως και η γλώσσα αποτελείται από στοιχεία που βρίσκονται σε σχέση, και εξομοιώνοντας τους μηχανισμούς του ασυνειδήτου με τους γλωσσικούς μηχανισμούς της μεταφοράς και της μετωνυμίας.

Θα συναντησομε τον Λακαν και παρακατω, οχι ως μεγιστο ψυχαναλυτη, αλλα ως συλλεκτη εργων τεχνης.

Louise Bourgeois, "Untitled", 2002
Louise Bourgeois, “Untitled”, 2002

Η Κυρία Λέξις, Παραλλαγες και Παραγωγα της

Οι λεξεις που θα αναλυθουν ειναι κυριως ελληνικες. Για λογους ομως που σχετιζονται με την αυθαιρεσια του συγγραφονοτς να κανει του κεφαλιου του και να μην δινει αναφορα σε κανενα, θα εμπλουτισθουν αι λεξεις αυτες, και με καποιες ξενικες.

Μουνί
Θεωρειται απο καποιους χυδαια λεξις. Το ολον θεμα του πως οριζεται η χυδαιοτης ειναι τεραστιον και δεν θα το αναπτυξω εδω.

Θα εκφρασω ομως τη διαφωνια μου με τον χαρακτηρισμο λεξεων και γλωσσικων ιδιωματων ως χυδαια.

Για την ετυμολογία της λέξης, το Λεξικο Κοινης Νεοελληνικης  (3) μας διδει δυο εκδοχες.

Η πρώτη είναι από το ευνή:

(αρχαια) εὐνή `κρεβάτι, κρεβάτι του γάμου΄ – ελληνιστικο υποκοριστικο  *εὐνίον

> μεσαιωνικο *βνίον (αποβολη του αρχικού άτονου  φωνήεντος)

> *μνίον (για την τροπή [vn > mn] σύγκρινε ευνούχος > μουνούχος, ελαύνω > λάμνω)

> *μουνίον (ανάπτ. [u] ανάμεσα σε αρχικό [m] και ακόλουθο σύμφωνο, σύγκρινε *μνούχος > μουνούχος) > (μεσαιωνικο) μουνίν

POLIDORI Gian Carlo(1943-), Italy: Οδαλίσκη και Ευνούχος στο χαρέμι
POLIDORI Gian Carlo(1943-), Italy: Οδαλίσκη και Ευνούχος στο χαρέμι (5)

Και η δεύτερη από τη λέξη μνούς:

(αρχαια) μνοῦς `μαλακό πούπουλο, χνουδάκι΄ ελληνιστικο υποκοριστικο *μνίον

> (μεσαιωνικο) *μουνίον (όπως στην προηγ. υπόθεση) > (μεσαιωνικο) μουνίν

Sarah Lucas
Sarah Lucas

Η παραλλαγμενη εννοια

Η λεξη μουνι χρησιμοποιειται και με απαξιωτικη διασταση, οτι καποιος δηλαδη αρσενικος ή θηλυκος, ειναι σκαρτος.

Παρομοιως, απαξιωτικη ειναι και η εκφραση “τα καναμε μουνι”, ή η παρεμφερης “τα καναμε μουνακι”.

Η χρηση του υποκοριστικου υποδηλωνει μια μικρου ή μεσαιου μεγεθους αστοχια, ενω η χρηση της πληρους λεξεως κατι σημαντικο.

Εδω παραβαλλω και την παραλληλη απαξιωτικη εκφραση “πουτσες μπλε”.

Αποδεικνυεται περιτρανως λοιπον οτι η γλωσσα δεν γνωριζει συνορα φυλλου.

Απαξιωση ενθεν και ενθεν.

L'Origine du Monde de Gustave Courbet
L’Origine du Monde de Gustave Courbet

Παρενθεση: Η Αρχη του Κοσμου  του Γκουσταβ Κουρμπε (The Origin of the World by Gustave Courbet)

Δεν μπορω παρα να παραθεσω παραυτα το μεγαλειωδες εργο του Γκουσταβ Κουρμπε, την Απαρχη του Κοσμου.

Το εργο παρηγγειλε ο Τουρκος διπλωματης και συλλεκτης Χαλιλ Μπεη το 1866.

Αμεσως μετα την ολοκληρωση του, το εργο εξαφανιστηκε απο την δημοσια θεα.

Ο συλλεκτης το τοποθετησε στο λουτρο του, και εβαλε και μια κουρτινα μπροστα, ωστε να το κρυβει σε ορισμενες περιπτωσεις.

Μετα την χρεωκοπια του Χαλιλ Μπεη ο πινακας κατεληξε στη Βουδαπεστη, οπου και αλλαξε πολλα χερια.

Κατεληξε στη συλλογη του Ζακ Λακαν στη δεκαετια του 1950, που ηταν και ο τελευταιος ιδιωτης που το ειχε στη συλλογη του.

Σημερα το απολαμβανουν οι επισκεπτες του Μουσειου Ορσαι στο Παρισι.

Jacques Lacan
Jacques Lacan

Αιδοιον

Προερχεται απο το ρημα αιδεομαι, που σημαινει σεβομαι, ευλαβουμαι.

Αποτελει το ουδετερον του “Αιδοιος”, που σημαινει Σεβαστος.

Αιδοιον λοιπον σημαινει “Σεβαστον”.

Renato Guttuso, untitled figure study, 1982. Lithograph, Gardiner Permanent Art Collection.
Renato Guttuso, untitled figure study, 1982. Lithograph, Gardiner Permanent Art Collection.

Con

Γαλλικη λεξις, που μπορει να μεταφρασθει και σαν “μουνακι” και σαν “μαλακας”.

Σε απταιστα Γαλλικα, στο παρον πονημα « con » désignant trivialement la vulve.

412PX-~1
Achille Deveria, French Painter

Μουνακι

“Η Ειρηνη ειναι σνα μια αψιδα πανω απο την θαλασσα. .. Αχ, αχ. Η Ειρηνη καλει τον εραστη της. Τον εραστη της που καυλωνει απο μακρυα. Αχ, αχ, Η Ειρηνη αγωνια και σπαρταρα. Εκεινος ορθωνεται καυλωμενος σαν θεος πανω απο την αβυσσο. Αυτη κουνιεται, εκεινος την αποφευγει, αυτη κουνιεται και του δινεται. Αχ. Η οαση υποκλινεται με τις πανυψηλες τις χουρμαδιες της. Ταξιδιωτες, οι πανωφορες σας στροβιλιζονται μεσ’ τη λεπτη την αμμο. Απ’ το λαχανιασμα η Ειρηνη κοντευει να διαλυθει. Εκεινος την κοιταζει. Το μουνι εχει μουσκεψει καρτερωντας τ’ ολοζωντανο παλουκι. Στ’ απατηλα βουνα της αμμου, μια σκια ζαρκαδιου. Κολαση ας αρχισουν οι καταραμενοι σου να μαλακιζονται, η Ειρηνη εχυσε.”

Λουις Αραγκον, “Το μουνακι της Ειρηνης”.  Μεταφραση Ανδρεας Νεοφυτιδης. Εκδοσεις Γαβριηλιδη, Αθηνα 1989.

Απο τον Αθεοβοβο2
Απο τον Αθεοφοβο2

Μουνάρα

Λεξη επιτιμητικη. Χιλαδες, εκατονταδες χιλιαδες, εκατομμυρια Ελληνων και Ελληνοφωνων εχουν κραυγασει καποια στιγμη του βιου τους “Μουναρα μου!”.

Τι εννοουσαν αραγε;

Εντελως υποθετικα, θα ελεγα οτι η λεξη αρχικα αναφερεται στο υπερτατο θηλυκο.

Η φαινομενικη απλοηκοτης της λεξεως δεν αφαιρει την διασταση του υπερτατου, αντιθετως την κανει πιο εντονη.

Μιλαμε λοιπον για το υπερτατο θηλυκο, και τουτο με την διασταση την σεξουαλικη.

Δεν θα ακουσετε καποιον να λεει “αγαπω μια μουναρα”. Καποιο αλλο ρημα θα χρησιμοποιησει.

Εδω λοιπον, η λεξη μας διδει το εδαφος δια να  θυμηθουμε αυτο που εγραψε ο μεγας Λακαν: ” Η αγαπη ερχεται να αναπληρωσει την ανυπαρξια ερωτικης σχεσης.”

Η “μουναρα” ειναι βαθεια βυθισμενη και σφραγισμενη απο το ερωτικο και μονο το ερωτικο στοιχειο.

Οι αγαπες και οι μαργαριτες ειναι αλλου.

1507711_642672642454408_1706543165_n

Γλυκομούνα

“Διαβάζοντας το βιβλίο Τα αδιάντροπα -Λεσβιακά Λαογραφικά του Βαγγέλη Καραγιάννη με πρόλογο του Μ.Γ.Μερακλή  (Φιλιππότης) Αθήνα 1983, είδα να αναφέρει στην φράση : Είνι γλυκουμούνα μια τοπική συνήθεια που δεν την είχα ξαναδιαβάσει. Γράφει ακριβώς :

Φράση που λέγεται για γυναίκες που έχουν επιτυχίες στους άνδρες, έστω και αν δεν είναι πολύ όμορφες.
Τον παλιό καιρό, στα χωριά της Λέσβου, ρίχνουν στο αιδοίο  του πολύ μικρού κοριτσιού λίγη ζάχαρη, “για να γλυκάν΄” κι όταν θα γίνει κοπέλα πια να την λαχταρούν και να την ζητούν σε γάμο οι γαμπροί.
Απ΄εκεί και η φράση “γλυκουμούνα” (4)”
Tracey Emin Ruined (2007) acrylic, oil pastel and pencil on canvas, 72 5/8 x 72 5/8 x 2 1/2, Photograph by Stephen White. Courtesy of White Cube. © the artist
Tracey Emin Ruined (2007) acrylic, oil pastel and pencil on canvas, 72 5/8 x 72 5/8 x 2 1/2, Photograph by Stephen White. Courtesy of White Cube.
© the artist

Παληόμουνο

Βλεπε σχετικα λεξεις οπως “παληοχαρακτηρας”, “παληοκοριτσο”.

Δια της λεξεως προβαλλει αυτος που την χρησιμοποιει την ιδιοτητα του κακου χαρακτηρα εις την γυναικα.

Μπορει να ειναι μια αστατη γυναικα, μπορει να ειναι μια γυναικα που δεν τιθασευεται, δεν ελεγχεται, δεν υποτασσεται.

Εδω δεν υπαρχει αντικειμενικη διασταση.

Ο χαρακτηριζων αυθαιρετει και χρησιμοποιει την λεξη ασυστολως.

Μπορει λοιπον η ουτως χαρακτηριζομένη γυνη απλα “να μην καθεται” στον χαρακτηριζοντα, να μην ανταποκρινεται θετικα εις τα ερωτικα του κελευσματα.

Καριολομουνο

Black Widow
Black Widow

Φαρμακομούνα

Εδω το “φαρμακο” εχει την ιδιοτητα του δηλητηριου, και οχι της θεραπευτικης δρασης.

(Βλεπε σχετικα την λεξη “ποντικοφαρμακο”. Δεν θεραπευει τους ποντικους, αλλα τους θανατωνει, ειναι δηλητηριον, και δη ισχυρωτατον.)

Και ειναι ενδιαφερον να παρατηρησομε ποσον κοντα αλλα και μακρυα ειναι οι λεξεις φαρμακο και φαρμακι στην ελληνικη γλωσσα.

Κατι που δεν συμβαινει σε αλλες γλωσσες, παραδειγμα στην αγγλικη, οπου εχομε medicine vs. poison. Παντελως διαφορετικη ριζα.

imagesCAYK2DZW

Η διαθετουσα το σχετικον οπλον (η πηγη του φαρμακου ειναι το αιδιοιον) “φαρμακωνει” τον ερωτικον της συντροφον, ή τον συζυγον της.

Κατι κακο θα του συμβει, ισως και ο θανατος.

Παραπεμπει λοιπον στην “μαυρη αραχνη”, που μετα την ερωτικη πραξη, και εκ της συνεπειας της, θανατωνει τον ερωτικον της συντροφον.

Εν προκειμενω η λεξις δεν αναφερεται υποχρεωτικα σε υπαρκτη ιδιοτητα.

Μπορει να εκφραζει και τον φοβο του ερωτικου συντροφου, οτι η ερωτικη συνανστροφη με την φερουσα το φαρμακοφορον αιδοιον θα τον θανατωσει, ή θα τον βλαψει.

Αρα η γλωσσα εκφραζει το ονειρο, τον εφιαλτη, τον φοβο, οποτε οπως θα ελεγε και ο Δοκτωρ Φροϋντ την υποβοσκουσα επιθυμια.

Ο φαρμακοφορος και απειλητικος ερως αντικειμενοποιειται εις τον φαρμακοφορον αιδιοιον.

Ιδου λοιπον και μια εισετι λειτουργια – και δη θεραπευτικη – της γλωσσας.

Δια της εκφρασεως την φοβων και των επιθυμιων εν τροπω αντικειμενοποιησεως, εκβαλλομεν το κακον, το βλαβερον, και του αποδιδομεν υλικη συγκεκριμενη υποσταση.

Παυει λοιπον ο φοβος του θανατου να ειναι μια αφαιρεση, και συγκεκριμενοποιειται ως το Αιδοιον της γυναικος Χ.

Απο το αλμπουμ "Φωτοφρακτης"του Ανδρεα Εμπειρικου
Απο το αλμπουμ “Φωτοφρακτης”του Ανδρεα Εμπειρικου

Οδοντωτον Αιδοιον (Μουνι με δοντια)

Αποδοσις του εις την λατινικην ορου Vagina Dentata – ενω εις την αγγλικην αναφερεται ως Toothed Vagina.

Αναφερεται εις την μυθικης προελευσεως γυναικα ητις φερει οδοντας εις το αιδοιον της, και ως εκ τουτου δυναται να ακρωτηριασει το πεος του ερωτικου της συντροφου εν τη εκτελεσει της γενετησιας πραξεως.

Βεβαιως υπαρχει και η επιστημονικη αποψη οτι το πεος ειναι αναλωσιμο, ως μια πρωτη υλη. Καθε φορα λοιπον που το πεος διεισδυει εις το αιδοιον, αναλωνεται.

Το οδοντωτον αιδοιον αποτελει και εφιαλτη δια τον ανδρα που ονειρευεται τον ακρωτηριασμο του εν τη τελεση της ερωτικης πραξεως.

Εν τη εννοια τουτη, το οδοντωτον αιδοιον αποτελει μεγαλυτεραν απειλην συγκρινομενη με την φαρμοκομουναν.

Καλυτερα ο ακαριαιος θανατος απο τον ατιμωτικον ακρωτηριασμον.

Castration-pic

Κλαψομουνα

Λεξις ητις υπαρχει και εις το αρσενικον, ως “κλαψομούνης”.

Υποδηλωνει καποιαν η οποια το ριχνει στο κλαμα, ή την κλαψουρα με το παραμικρο, υπερβαλλει, τρεχουν τα δακρυα ποταμι, και ολα αυτα χωρις λογο. Οποτε και δεν την παιρνει κανεις στα σοβαρα, ενω αποτελει και ενοχλησιν μεγαλην, με αποτελεσμα να την αποφευγουσιν οι παντες.

Υπαρχει βεβαιως και η γνωστη ταση του ανδρικου φυλου να υποτιμα τον συναισθηματισμο της γυναικας και να επιχειρει να τον απορριπτει ως κλαμμα ανευ λογου. Προσοχη λοιπον, η γλωσσα εν προκειμενω επιβεβαιωνει δια μιαν εισετι φοραν την αμφισημιαν ητις ενεδρευει.

achille_devc3a9ria_les_petits_jeux_innocens
Achille Deveria: Small and innocent games

Γλειφομούνι

Η πλεον αξιοπρεπης λεξις ειναι η “Αιδοιολειχια”.

Αποτελει πραξιν ητις αποδιδει εις τον πραγματοποιουντα εμπειριαν μοναδικην, καθοσον ενεργοποιουντια οι γευστικοι αδενες και σχεδον ολοκληρη η στοματικη κοιλοτης. Ταυτοχζρονως πραγματοποιουνται και ποικιλοτροπες προσμιξεις υγρων πολλαπλων προελευσεων και πηγων, συνοδευομενες απο οσμες και μυρωδιες μονον δια τους πραγματικους ρεκτες.

Ψευτομούνι. Είδος γλειφομουνίου, με τη διαφορά ότι ο τύπος προσποιείται ότι χρησιμοποιεί γλώσσα, ενώ στην ουσία χρησιμοποιεί δάχτυλο (πιθανόν λόγω σιχαμάρας). Απαραίτητη προϋπόθεση για ένα επιτυχημένο ψευτομούνι είναι η μίμηση του ήχου του γλειψίματος, (6)

Μουνόσκυλο αποκαλειται ο εχων σχεδον εθισμον εις την αιδοιολειχιαν, προσομοιαζομενος ουτω με τους συμπαθεις κυνες οιτινες οπου βρεθουν και οπου σταθουν γλειφονται και γλειφουν.

Παρομοιες στην εννοια ειναι και οι λεξεις Μουνοδουλος και Μουνακιας, παρολον οτι αμφοτερες εχουσιν και μεταφορικην εννοιαν ήτις αφορα την εξιν των ανθρωπων αυτων προς το σεβαστον.

Sarah LucasGot a Salmon On #3 1997
Sarah LucasGot a Salmon On #3 1997

Πλακομουνι

Πραξις ομοφυλοφιλικου ερωτος.

Το σχετικο ρημα αποδιδεται ως “πλακομουνιαζομαι”.

Το δε ουσιαστικον ειναι “πλακομουνού”.

“Οι στασεις ειχαν αλλαξει. Οι τριβαδες μου ειχαν εισχωρησει η μια στην αλλη, αγκαλιαζονταν ασφυκτικα ωστε να εφαπτεται το δριμυ και πυκνο τριχωμα τους, να τριβονται τα μελη τους. Εφορμουσαν, ενωνονταν και απωθουνταν, με το ρυθμο, την επιμονη και τη δυναμη που προμηνυει στις γυναικες το επερχομενο απογειο της ηδονης.”

Alfred de Musset  “Γκαμιανί, ή Δυο νυχτες παραφορας”. Μεταφραση Ανδρεα Στάϊκου. Εκδοσεις Άγρα, 2002.

Louise Bourgeois, "Janus Fleuri", 1968
Louise Bourgeois, “Janus Fleuri”, 1968

Παραπομπες

(1) Μαρια Θεοδωροπούλου, Μ. Saussure και Lacan: Απο τη γλωσσολογία στην ψυχανάλυση.

(2) slang.gr

(3) Λεξικο Κοινης Νεοελληνικης

(4) Αθεοφοβος2

(5) L’ Enfant de la Haute Mer

(6) Slang

Casa sul Mare – una poesia di / House by the Sea – a poem by (Eugenio Montale)

House by the Sea, Paros, Greece, painting by NM
House by the Sea, Paros, Greece, painting by NM

This is a wonderful poem, from Montale’s collection ” Ossi di seppia (“Cuttlefish Bones”), which appeared in 1925. I start with the original and continue with an english translation. 

 

Casa sul Mare 
 Il viaggio finisce qui:
nelle cure meschine che dividono 
l’anima che non sa più dare un grido.
Ora i minuti sono uguali e fissi
Come i giri di ruota della pompa.
Un giro: un salir d’acqua che rimbomba.
Un altro, altr’acqua, a tratti un cigolio.
 

casa sul mare2

 Il viaggio finisce a questa spiaggia
Che tentano gli assidui e lenti flussi.
Nulla disvela se non pigri fumi
La marina che tramano di conche
I soffi leni: ed è raro che appaia
Nella bonaccia muta
Tra l’isole dell’aria migrabonde
La Corsica
 dorsuta o la Capraia. 
House by the Sea, Paros, Greece, detail - painting by NM
House by the Sea, Paros, Greece, detail – painting by NM
 
Tu chiedi se così tutto svanisce
In questa poca nebbia di memorie;
se nell’ora che torpe o nel sospiro
del frangente si compie ogni destino.
Vorrei dirti che no, che ti s’appressa
l’ora che passerai di là dal tempo;
forse solo chi vuole s’infinita,
e questo tu potrai, chissà, non io.
Penso che per i più non sia salvezza,
ma taluno sovverta ogni disegno,
passi il varco, qual volle si ritrovi.
Vorrei prima di cedere segnarti
codesta via di fuga
labile come nei sommossi campi
del mare spuma o ruga.
Ti dono anche l’avara mia speranza.
A’ nuovi giorni, stanco, non so crescerla:
l’offro in pegno al tuo fato, che ti scampi.
casa sul mare1
 
Il cammino finisce a queste prode
che rode la marea col moto alterno.
Il tuo cuore vicino che non m’ode
salpa già forse per l’eterno.
 
House by the Sea, Naoussa, Paros, Greece
House by the Sea, Naoussa, Paros, Greece
House by the Sea (translated by William Arrowsmith)
 
Here the journey ends: 
in these petty cares dividing
a soul no longer able to protest. 
Now minutes are implacable, regular
as the flywheel on a pump. 
One turn: a rumble of water rushing. 
Second turn: more water, occasional creakings.
 
casa2
 
Here the journey ends, on this shore
probed by slow, assiduous tides.
Only a sluggish haze reveals 
the sea woven with troughs
by the mils breezes: hardly ever
in that dead calm
does spiny Corsica or Capraia loom
through islands of migratory air.
 casa3
You ask: Is this how everything vanishes,
in this thin haze of memories?
Is every destiny fulfilled
in the torpid hour or the breaker’s sigh?
I would like to tell you: No. For you
the moment for your passage out of time is near:
transcendence may perhaps be theirs who want it,
and you, who knows, could be one of those. Not I.
There is no salvation, I think, for most,
but every system is subverted by someone, someone
breaks through, becomes what he wanted to be.  
Before I yield, let me help you find
such a passage out, a path
fragile a ridge or foam
in the furrowed sea.
And I leave you my hope, too meager
for my failing strength to foster
in days to come. I offer it
to you, my pledge to your fate, that you
break free.  
casa4
My journey ends on these shores
eroded by the to-and-fro of the tides.
Your heedless heart, so near, may even now
be lifting sail for the eternities.
casa5

Notes:

1. The poem “Casa sul Mare” is in the collection “Ossi di Seppia – Cuttlefish Bones”. It was published with the original poems and the english translation by Norton in 1992.

2. The critic and Montale’s friend Sergio Solmi observes about the “House by the Sea” that the poem adumbrates a theme dear to Montale, “the sense of a failed and enclosed life, despairing now of being equal to its original idea… escape from the ‘limbo of maimed existences’, succeed in living fully and saving itself”.

3. “For you the moment for your passage out of time is near”: is the “passage out of time” the poetic interpretation of “death”?

Objects that tell a story: (2) A poetry book in English

“During the First World War Hoelderlin’s hymns were packed in the soldier’s knapsack together with cleaning gear”.

Martin Heidegger, “The Origin of the Work of Art”.

Demonstration in Athens, March 1942
Demonstration in Athens, March 1942

Today’s object is not available to me.

As a matter of fact, I have never seen it.

Today’s object has no photograph that I can show you.

Military Academy of Athens
Military Academy of Athens

Today’s object has been destroyed.

Today’s object is a poetry book in English.

Today’s object is a book without a title.

At some unknown point in time, it became a possession of my uncle George.

Allied forces in Gazi, Athens, 1944
Allied forces in Gazi, Athens, 1944

This might have been the result of a gift or a loan or a purchase.

But it is not important to dwell on that.

It was sometime before or during the second world war that George got hold of it.

Greek Civil War 1944-1949
Greek Civil War 1944-1949

Shortly after the Germans withdrew from Greece in October 1944, another War started, the Greek Civil War that lasted until 1949.

At that time George was an officer of the Greek Army, and served at the front line.

Map of Grammos
Map of Grammos

It was during a long engagement of the Greek Army with the communist – supported “Democratic Army of Greece” in the Northwestern area near Konitsa, called “Mastorohoria”, that the story with the poetry book unfolded.

George had taken the book with him.

During one of the skirmishes with the enemy, George’s unit had to cross in a haste the river Sarantaporos; in the process he lost the book.

Pyrsogianni - Πυρσογιαννη
Pyrsogianni – Πυρσογιαννη

When George’s unit took the offensive again, they crossed the river going north, and succeeded to push their opponents further to the north.

During this successful offensive, at the end of an operation they went by a machine gun bunker.

There was smoke coming out of it.

As a standard procedure, they had to go in and ensure that it was safe.

Sarantaporos River, Northern Greece
Sarantaporos River, Northern Greece

They went in and found that all inside were dead.

In the middle of the burning debris and the dead bodies, the officer in charge found a and picked up bloodstained book.

Much to his surprise, inside the book he saw an inscription with George’s name.

After the officer finished his inspection of the burned bunker he came out carrying the poetry book in his hands and went straight to George.

Plagia (Zerma)
Plagia (Zerma)

“George, is this your book?” he asked.

George took the book in his hands: “Yes, it is mine”

“Do you want to take it?” the officer asked.

George did not take the book.

He left it there.

Naked heart forever – unprotected, exposed, defenceless

Edvard Munch, Madonna, Hamburg, Oil on canvas
Edvard Munch, Madonna, Hamburg, Oil on canvas

The Poet asks his Love to write

                    Visceral love, living death,

                    in vain, I wait your written word,

                    and consider, with the flower that withers,

                    I wish to lose you, if I have to live without self.

                    The air is undying: the inert rock

                    neither knows shadow, nor evades it.

                    And the heart, inside, has no use

                    for the honeyed frost the moon pours.

                    But I endured you: ripped open my veins,

                    a tiger, a dove, over your waist,

                    in a duel of teeth and lilies.

                    So fill my madness with speech,

                    or let me live in my calm

                    night of the soul, darkened for ever.

Federico Garcia Lorca

Edvard Munch, Madonna Oslo, Lithograph
Edvard Munch, Madonna Oslo, Lithograph

‘Du bist mein und bist so zierlich,’

You’re mine and so dainty,

You’re mine and so mannerly,

Yet still though you lack something:

You kiss now with such pointed lips,

Like a dove, when drinking it sips:

You’re really too dainty a thing.

— Johann Wolfgang von Goethe

Edvard Munch, Madonna, Wurth Foundation, Lithograph
Edvard Munch, Madonna, Wurth Foundation, Lithograph

O so dear

 

O so dear from far and near and white all

So deliciously you, Méry, that I dream

Of what impossibly flows, of some rare balm

Over some flower-vase of darkened crystal.

 

Do you know it, yes! For me, for years, here,

Forever, your dazzling smile prolongs

The one rose with its perfect summer gone

Into times past, yet then on into the future.

 

My heart that sometimes at night tries to confer,

Or name you most tender with whatever last word

Rejoices in that which whispers none but sister –

 

Were it not, such short tresses so great a treasure,

That you teach me a sweetness, quite other,

Soft through the kiss murmured only in your hair.

Stephane Mallarme 

Edward Munch - Death and the Maiden
Edward Munch – Death and the Maiden

Another Day

Another day. I follow another path,
Enter the leafing woodland, visit the spring
Or the rocks where the roses bloom
Or search from a look-out, but nowhereLove are you to be seen in the light of day
And down the wind go the words of our once so
Beneficent conversation…

Your beloved face has gone beyond my sight,
The music of your life is dying away
Beyond my hearing and all the songs
That worked a miracle of peace once on

My heart, where are they now? It was long ago,
So long and the youth I was has aged nor is
Even the earth that smiled at me then
The same. Farewell. Live with that word always.

For the soul goes from me to return to you
Day after day and my eyes shed tears that they
Cannot look over to where you are
And see you clearly ever again.

Friedrich Hoelderlin