The sudden death of King Alexander on the 12th October 1920 – Ο ξαφνικός θάνατος του Βασιλέως Αλεξάνδρου Α΄την 12η Οκτωβρίου 1920

Ο Αλέξανδρος ήταν δευτερότοκος γιος του Βασιλέα Κωνσταντίνου Α’ και της Βασιλίσσης Σοφίας. Ανέβηκε στο θρόνο το 1917 μετά την εκδίωξη του πατέρα του και του διαδόχου πρίγκηπα Γεωργίου από τις δυνάμεις της «Αντάντ». Η οικογένεια του δεν τον αναγνώρισε ποτέ ως «Βασιλέα των Ελλήνων», και στον τάφο του στο Τατόι αναγράφεται ως “Αλέξανδρος, βασιλόπαις της Ελλάδος, βασίλεψε αντί του πατρός αυτού”.
Στην τριετή περίοδο της «βασιλείας» του, ο Αλέξανδρος παρέμεινε διακριτικά στο περιθώριο. Για το λόγο αυτό οι σχέσεις του με την Κυβέρνηση Βενιζέλου ήταν εξαιρετικές.

Η πρωτεύουσα του νομού Έβρου, Αλεξανδρούπολις, έχει μετονομασθεί προς τιμήν του νεαρού «βασιλεύοντος». Παλιά ονομαζόταν Δεδέαγατς. Η αλλαγή έγινε τον Ιούλιο 1920 όταν την επισκέφθηκε ο Αλέξανδρος.

Καθώς ο Αλέξανδρος «βασίλευε», ο Κωνσταντίνος με την οικογένεια του διαβίωνε στο Λουκάρνο της Ελβετίας.

Όσα όμως δεν έπραξε ο Αλέξανδρος με τη ζωή του, τα έπραξε και με το παραπάνω με το θάνατο του. Άφησε την τελευταία το πνοή στο Τατόι, από σηψαιμία την οποία υπέστη μετά από δάγκωμα μαϊμούς στο βασιλικό κτήμα την 12η Οκτωβρίου 1920, τις παραμονές των βουλευτικών εκλογών που είχαν προκηρυχθεί για την 25η Οκτωβρίου 1920. Ο θάνατος του προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στο εύθραυστο πολιτικό σύστημα της Ελλάδος, που κορυφώθηκαν με την επιστροφή του Βασιλέα Κωνσταντίνου στον θρόνο.

Η εφημερίδα «Journal de Geneve» έγραφε την 24η Οκτωβρίου 1920: «Η χηρεία αύτη του Θρόνου, δημιουργουμένη την παραμονήν των εκλογών, θα έχει ως αποτέλεσμα να προκαλέσει οξείαν πολιτικήν κρίσιν, και εκ της κατευθύνσεως ήν θα λάβουν τα γεγονότα κατά τας επόμενας εβδομάδας θα εξαρτηθεί όλον το μέλλον της Ελλάδος.» (Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, 25/10/1920)

venizelos-koyntoyriotis-paraskeyopoylos-stadio-1920.jpg
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο Στάδιο στις 14 Σεπτεμβρίου 1920, με τον ναύαρχο Π. Κουντουριώτη και τον αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλοn

Πράγματι, μέχρι το ατυχές συμβάν του θανάτου του Αλεξάνδρου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στην Ελλάδα και τίποτε δεν φαινόταν ότι θα μπορούσε να αλλάξει την εικόνα αυτή. Η Μικρασιατική στρατιωτική επιχείρηση ήταν σε εξέλιξη και η υποστήριξη των συμμάχων (Αγγλία και Γαλλία) ήταν σταθερή.

Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου άνοιξε διάπλατα το «Δυναστικό» ζήτημα, που αποτέλεσε και το κεντρικό ζήτημα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920. Αρχικά οι εκλογές είχαν προκηρυχθεί για την 25η Οκτωβρίου, όμως ο αναπάντεχος θάνατος του Βασιλέα Αλεξάνδρου την 12η Οκτωβρίου (παλαιό ημερολόγιο) οδήγησε στην μετάθεση της ημερομηνίας διεξαγωγής των εκλογών.

Δύο μέρες πριν τον θάνατο του Αλεξάνδρου, την 10η Οκτωβρίου 1920, επέστρεψε στην Ελλάδα ο Αρχηγός των Εθνικοφρόνων, Δημήτριος Γούναρης, που παρέμεινε εξόριστος για τρία χρόνια.

Αμέσως μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, η Κυβέρνηση εξέδωσε ανακοινωθέν σύμφωνα με το οποίο καλείτο εις τον θρόνο ο μικρότερος αδελφός του Αλεξάνδρου, Παύλος. Με δεδομένη όμως την εμπλοκή των σχέσεων με την βασιλική οικογένεια, θα εκλεγόταν Αντιβασιλέας από την διαλυθείσα (η Βουλή είχε διαλυθεί την 20η Σεπτεμβρίου 1920 και είχαν προκηρυχθεί βουλευτικές εκλογές) Βουλή. Μέχρι τότε τα βασιλικά καθήκοντα θα ασκούσε το Υπουργικό Συμβούλιο.

Η Βουλή εξέλεξε την 15η Οκτωβρίου 1920 Αντιβασιλέα τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και η Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου αποφάσισε την 8ημέρη καθυστέρηση διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών. Το σχετικό διάταγμα υπεγράφη από τον Αντιβασιλέα την 18η Οκτωβρίου.

gounaris.jpg
Δημήτριος Γούναρης

Σε δηλώσεις του την ίδια ημέρα, 15η Οκτωβρίου, ο Πρωθυπουργός κ. Βενιζέλος ζήτησε από τον «έκπτωτο» πρώην βασιλέα Κωνσταντίνο να αναγνωρίσει τον διάδοχο Παύλο ως βασιλέα και όχι απλά ως εκτελούντα τα καθήκοντα του βασιλέα.

Η κηδεία του Αλεξάνδρου έγινε την 16η Οκτωβρίου 1920.

Την 18η Οκτωβρίου έγινε γνωστό ότι ο Πρεσβευτής της Ελλάδος στη Βέρνη κ. Κέπετζης μετέβη στη Λουκέρνη όπου ευρίσκετο ο πρίγκηπας Παύλος και του επέδωσε επιστολή με την οποία η Ελληνική Κυβέρνηση εξέφρασε τα συλλυπητήρια της για τον θάνατο του Αλεξάνδρου και τον ενημέρωσε ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα είναι ο επόμενος Βασιλέας της Ελλάδος.

Κατά την Κυβέρνηση οι «διαπραγματεύσεις»  σχετικά με την «αναγνώριση» του νέου βασιλέα από τον πατέρα του Κωνσταντίνο θα ελάμβαναν χώρα μετά τις εκλογές.

Είναι προφανές ότι ο Βενιζέλος ήθελε να φέρει τον Κωνσταντίνο προ τετελεσμένου γεγονότος, και να αποτρέψει οιανδήποτε απόπειρα επιστροφής του στον θρόνο.

Η αντιπολίτευση όμως είχε μια ριζικά διαφορετική άποψη.

Σε δηλώσεις του την 18η Οκτωβρίου, ο Δημήτριος Γούναρης ανέφερε ότι ο μόνος αρμόδιος να αποφανθεί επι του βασιλικού θέματος, αν υπάρχει τέτοιο, είναι ο Ελληνικός Λαός.

«Υπαρχούσης περιπτώσεως εκλογής Βασιλέως, είς και μόνον είναι ο αρμόδιος να τον εκλέξει. Ο Ελληνικός Λαός. Και είς μόνον τρόπος δια να ερωτηθεί. Το Δημοψήφισμα.» (Εφημερίδα Σκριπ, 18/10/1920)

Ο πρίγκηπας Παύλος σε δηλώσεις του στην εφημερίδα «Journal de Geneve» την 20η Οκτωβρίου 1920 ανέφερε ότι είναι τελείως αλληλέγγυος με τον πατέρα του και τον διάδοχο Γεώργιο και ότι το «μέλλον έγκειται εις τας χείρας του Ελληνικού Λαού» (Εφημερίδα Σκριπ, 21/10/1920)

Στο μεταξύ η αναβίωση του «Δυναστικού» θέματος στην Ελλάδα προσέλκυσε το ενδιαφέρον των «συμμάχων». Σε ανταπόκριση από το Λονδίνο, η εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» αναφέρει ότι οι «Τάϊμς» του Λονδίνου θεωρούν ότι οι μηχανορραφίες του Κωνσταντίνου για να επανέλθει στον θρόνο θα αποτύχουν, και πλέκει το εγκώμιο του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Στην ομιλία του στην εκλογική συγκέντρωση των Εθνικοφρόνων την 25η Οκτωβρίου 1920, ο Δημήτριος Γούναρης είπε: «Διότι πράγματι ζήτημα Θρόνου δεν υπάρχει. Ο Θρόνος έχει τον νόμιμον αυτού κάτοχον. Βασιλεύς των Ελλήνων είναι ο Κωνσταντίνος … Και πρώτην άσκησιν αυτής (σημείωση: της ελευθερίας μετά την νίκη στις εκλογές) θ’ αποτελέσει το δημοψήφισμα, δι’ ού θ’ αποκαταστήσωμεν εν πληρότητι την Λαϊκήν Κυριαρχίαν.»

Το ενδιαφέρον των συμμάχων κορυφώνεται καθώς πλησιάζει η ημέρα των εκλογών. Σύμφωνα με ανταπόκριση της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ της 28ης Οκτωβρίου 1920, ο «Ημερήσιος Τηλέγραφος του Λονδίνου έγραφε: «Οι οπαδοί της απολυταρχίας και του πρωσισμού προσπαθούν να κατανικήσουν τον κ. Βενιζέλον, όστος εκπροσωπεί την ελευθερίαν, την πρόοδον, και την υγιά εξωτερικήν πολιτικήν… Οι αφοσιωμένοι φίλοι της Ελλάδος ελπίζουν ότι ο λαός θα διατηρήσει εις την εξουσίαν τον κ. Βενιζέλον, τον διαπρεπή πολιτικόν άνδρα , όστις έπραξε τόσα δια την πατρίδα του, διαρκούσης μιας περιόδου πλήρους δυσχερειών, ομοίαν της οποίας δεν δύναται να εύρη τις εις το παρελθόν.»

Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου έδωσαν συντριπτική νίκη στην Αντιπολίτευση. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος απεχώρησε από την Ελλάδα την 4η Νοεμβρίου επιβαίνων θαλαμηγού με φίλους του όπως ο πρώην Δήμαρχος Αθηναίων Εμμανουήλ Μπενάκης.

Η πτώση του Βενιζέλου άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου στο εξωτερικό μέτωπο της χώρας. Την 8η Νοεμβρίου 1920 η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ σε ανταπόκριση της αναφέρει ότι σύμφωνα με δημοσίευμα της Γαλλικής εφημερίδας «Ματέν» (7/11) άρχισαν κινήσεις για την αμφισβήτηση της Συνθήκης των Σεβρών. Σε άλλη ανταπόκριση από το Λονδίνο, αναφέρεται ότι ο βουλευτής Μύναρ Λώ έθεσε στη Βουλή των Κοινοτήτων το ερώτημα κατά πόσον η επάνοδος του Βασιλέα Κωνσταντίνου στον θρόνο θα γινόταν ανεκτή από τις Κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας.

800px-Constantineiofgreece.jpg
Βασιλέας Κωνσταντίνος Α’

Η νέα Κυβέρνηση που σχηματίσθηκε την 4η Νοεμβρίου 1920, είχε επικεφαλής τον Δημήτριο Ράλλη. Ο Δημήτριος Γούναρης ανέλαβε το Υπουργείο Στρατιωτικών, αλλά ήταν ο πραγματικός Πρωθυπουργός. Την 11η Νοεμβρίου 1920  με διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό, η Κυβέρνηση όρισε την 22α Νοεμβρίου 1920 ως ημερομηνία του δημοψηφίσματος «δια τον Βασιλέα Κωνσταντίνον».

Την ίδια ημέρα, 11 Νοεμβρίου 1920, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αφήχθη στην Μεσσήνη της Σικελίας. Ο καιρός ήταν πολύ κακός και ο πρώην Πρωθυπουργός ζήτησε από τις ιταλικές αρχές να του παράσχουν αμαξοστοιχία για να μεταβεί στη Ρώμη και από εκεί στη Μασσαλία, όπερ και εγένετο.

Στο μεταξύ πυκνώνουν και οι διαβουλεύσεις των «συμμάχων». Την 14η Νοεμβρίου συναντήθηκαν στο Λονδίνο με θέμα το «ελληνικό ζήτημα» ο Άγγλος Πρωθυπουργός Λόϋντ Τζώρτζ με τον Γάλλο ομόλογο του Λέϋγκ, χωρίς όμως να πάρουν αποφάσεις. Την 16η Νοεμβρίου 1920 ο Λόρδος Κώρζον, Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, δήλωσε ότι η Κυβέρνηση του θα υποστηρίξει την επάνοδο του Κωνσταντίνου στον θρόνο, με ορισμένες εγγυήσεις, και ότι η παρουσία του Βασιλέα θα ενισχύσει και το ηθικό των στρατευμάτων στην Μικρά Ασία.

Σε ανταπόκριση της από το Παρίσι η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ (19/11/1920) αναφέρει ότι σε συνάντηση του Πρωθυπουργού Λέϋγκ με τον Ιταλό Υπουργό Εξωτερικών Κόμη Σφόρτσα, οι δύο πλευρές ευρίσκονται κοντά στην εκτίμηση ότι θα ήταν εφικτή την επιστροφή του Κωνσταντίνου στον θρόνο, αλλά θα πρέπει να ιδωθεί ευνοϊκά το ενδεχόμενο αναθεώρησης της Συνθήκης των Σεβρών, ειδικά όσον αφορά την εκχώρηση της Θράκης και της Σμύρνης.

Την 22α Νοεμβρίου 1920 (παλαιό ημερολόγιο, με το νέο 5 Δεκεμβρίου) πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα το Δημοψήφισμα για την επιστροφή ή μη του Βασιλέα Κωνσταντίνου Α’ στην Ελλάδα.

Την 11η πρωϊνή της ημέρας του Δημοψηφίσματος, ο Άγγλος Πρεσβευτής Λόρδος Γκράμβιλ επέδωσε Διακλοινωση στον Πρωθυπουργό κ. Ράλλη, που ανέφερε:

«Αι Σύμμαχοι Δυνάμεις καθήκον των θεωρούν να ανακοινώσουν εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν ότι εν περιπτώσει επανόδου του Βασιλέως Κωνσταντίνου θα παύσουν παρέχουσαι εις την Ελλάδα πάσαν οικονομικήν αρωγήν.»

Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικά υπέρ της επιστροφής του Κωνσταντίνου.

Ο Ουίνστων Τσώρτσιλ αναφερόμενος στην Μικρασιατική Καταστροφή που επήλθε το 1922 (και μάλλον αποδίδοντας την στην επάνοδο του βασιλέα Κωνσταντίνου στον θρόνο το 1920) έγραψε ότι «ίσως δεν είναι υπερβολή το να πούμε ότι αυτό το δάγκωμα μιας μαϊμούς κόστισε τη ζωή σε 250,000 χιλιάδες ανθρώπους».

Why “change” initiatives fail?

We witness so many so – called “change” initiatives in our everyday lifes, be it in business or politics, and often wonder what are the chances of them succeeding or failing.

Most of them are put together by “experts” and the executives / politicians in charge and then they are announced to the people, be it the employees of the corporation or the citizens, with the intent to convince them that this change is good for them and that they should support it, and along with it the leaders pursuing it.

I am most interested when this change initiative involves me directly, e.g. in case I work for the corporation that undergoes change, or am a citizen in the country where the elected leader promises change. I want to know what are the factors that make a change initiative succees or fail. In this article I discuss one of them, the open inquiry.

A critical issue in all of the change initiatives is to what extent they have been subjected to an inquiry that is open, in the sense that it involves stakeholders other than the decision makers and it enables them to question the leaders and designers of change and potentially challenge and modify underlying assumptions, principles, values and beliefs.

This is critical because people instinctively or not do not trust out-of-the-box “closed” change initiatives that have not been put to the test of an open discussion. Of course a person who has vested interests, e.g. whose power will increase as a result of the change, will not challenge it but unquestionably support it.

ancientgreekmask2

Roman, Republican or Early Imperial, Relief of a seated poet (Menander) with masks of New Comedy, 1st century B.C. – early 1st century A.D., Princeton University Art Museum

In addition to the inquiry itself, people always consider the openness to change of the leader(s) of the change initiative. In other words, they ask “how can they change others, if they are not able to change themselves?”

The leader therefore must demonstrate that she is capable of personal change herself, which implies that she is open to questioning of her behavior’s underlying assumptions and norms, and is willing during the process to suffer a complete loss of the unilateral control which the leaders usually exercise. In the process the leader may feel vulnerable, but this is not necessarily something negative.

Argyris and Schon (1) note that contrary to traditional wisdom, feeling vulnerable while encouraging enquiry is a sign of strength. Change is more likely when you advocate your principles, values and beliefs in a way that invites inquiry into them and encourages other people to do the same.

ancientgreekmask5.jpg
Image credit: The Kennedy Center Arts Edge

In view of the preceding arguments, I argue that it is more likely that a change initiative will succeed if its leader is open to change and espouses critical enquiry, compared to a leader who is an advocate of the control school that lets nothing out.

During this inquiry people will be able to ask questions and discuss with the leader(s) the various aspects of the change initiative. Even better, the change initiative will be formulated in such a way that it allows for adjustments to be made to it following the inquiry, and/or in during the inquiry process.

I find very interesting that it is rare for this issue to be raised during the planning, implementation and review of a change initiative.

At a time when everyone talks about and/or promises change, it is essential in my view to ask the simple question: “has this change initiative undergone a public, i.e. open inquiry?” Or is it the case that announcements were made and people were asked to enlist to the change camp?

The same approach would apply to politics. When a candidate or a party make a declaration of intent to change the status quo, to do things differently, why not invite people to a public discourse regarding change?

Reference

(1) Argyris and Schon, Organizational Learning II, Addison – Wesley, 1996

 

 

 

Governance and Management of the Holy Edicule Rehabilitation Project (2016-2017)

This is a paper my sister and I wrote on the Governance and Management of the Holy Edicule Rehabilitation Project. It has been published in the 1st International Conference TMM_CH (Transdisciplinary Multispectral Modelling and Cooperation for the Preservation of Cultural Heritage) Proceedings, (c) Springer Nature Switzerland AG 2019.

Moropoulou-Moropoulos2019_Chapter_GovernanceAndManagementOfTheHo

Thoughts and observations on the 21st August (in Greece,in Greek) – Σκόρπιες σκέψεις και επισημάνσεις την 21 Αυγούστου, εν Ελλάδι.

1. Δεν μπορώ πια να ακούω παραπομπές σε ποίηση και ποιητές από πολιτικά πρόσωπα. Αποτελεί κανιβαλισμό του ελάχιστου πολιτισμού που μας απέμεινε. Διαρκές έγκλημα.

2. Δεν μπορώ πια να ακούω για τους μπαμπούλες που είναι κρυμμένοι πίσω από τα σκηνικά της ελληνικής τραγωδίας (μεγαλοεκδότες, κεφαλαιούχοι, μεγάλα συμφέροντα, και άλλα σχετικά) και ετοιμάζονται να ατιμάσουν την τίμια πλην άπειρη κορασίδα που ονομάζεται ΣΥΡΙΖΑ.

3. Κάθε αναφορά σε “εθνική κυριαρχία” προϋποθέτει ότι ο ακροατής είναι ολοκληρωτικά και αθεράπευτα ηλίθιος.

4. Δεν μπορώ πια να ακούω αβάσιμες αναφορές σε ένα καλύτερο μέλλον. Τα δεδομένα είναι τόσο άσχημα που η Ελλάδα, όπως είναι σήμερα τα πράγματα, απλά μπαίνει σε μια περίοδο χάριτος που δεν θα διαρκέσει πολύ.

5. Δεν ανέχομαι να διαδραματίζονται όλα αυτά τα τραγικά για τη χώρα και ένας από τους μεγάλους αρνητικούς πρωταγωνιστές να κάθεται στο σπίτι του, να εισπράττει τη βουλευτική του αποζημίωση και να κάνει μώκο. Το ότι έκανε στρατηγική συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ και έκανε τον στενό του συνεργάτη ΠτΔ προφανώς του δίνει συγχωροχάρτια για όλα όσα έπραξε.

6. Το ότι δεν έχουμε σωτηρία προκύπτει ακριβώς από το σημείο 5. Η αντιπολίτευση που θα γίνει Κυβέρνηση το 2019 και που σήμερα βάλει κατά του ΣΥΡΙΖΑ (ορθά) για μια σειρά από σφάλματα, δεν κάνει ούτε και θα κάνει ποτέ τίποτε για τον “εν αργία” πρώην πρωθυπουργό,σπλάγχνο από τα σπλάγχνα της, γιατί είναι δικός της. Θα κυνηγήσει τον Βαρουφάκη, αλλά όχι τον Κώστα Καραμανλή. Για το λόγο αυτό και δεν έχουμε λυτρωμό. Δεν έχουμε θεσμούς,δεν έχουμε αρχές, είμαστε του δόγματος “ότι αρπάξει ο κώλος μας, και αύριο βλέπουμε”.

7. Οι Ευρωπαίοι “σύμμαχοι” μας έχουνε πάρει χαμπάρι και το μόνο που τους νοιάζει τώρα είναι να φαίνεται ότι τα πράγματα πάνε καλά. Το “φαίνεσθαι” και μόνο. Στα 8 χρόνια των μνημονίων δεν έγιναν οι απαιτούμενες μεγάλες επενδύσεις για να ανατραπεί η καθοδική πορεία της οικονομίας και να δημιουργηθούν δουλειές για τον κόσμο. Οι δανειστές μας το μόνο που έκαναν με επιτυχία είναι να μεταφέρουν τα δάνεια της Ελλάδας από τον ιδιωτικό τομέα (τις τράπεζες τους) στον δημόσιο τομέα και να σταματήσουν την επέκταση του ελληνικού δημόσιου τομέα.

8.Η μετανάστευση των νέων θα συνεχιστεί. Δεν υπάρχουν δουλειές στην Ελλάδα,ούτε και θα υπάρξουν, απλά επειδή ο μεγάλος εργοδότης του παρελθόντος,το Δημόσιο, είναι νεκρό πια, δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο αυτό,και ο ιδιωτικός τομέας είναι ασθενικός και χωρίς μεγάλες μονάδες που θα δώσουν πολλές δουλειές. 


9.Επειδή δεν είμαι πολιτικός, κλείνω με ποίηση Νίκου Γκάτσου:
“Πού πήγες Αφρούλα του ονείρου λουλούδι, πού πήγες Ελένη,
κρυφές αμαρτίες της άχαρης μέρας, το φως δεν ξεπλένει,
μονάχα πληβείοι με μάτια θλιμμένα χτυπάνε καρτέλες,
στον άθλιο μισθό τους σφιχτά κολλημένοι σαν στρείδια, σαν βδέλλες,
για ένα τριάρι, για λίγη βενζίνα για μια φασολάδα.

Πώς τα `κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, Ελλάδα. ”
(Ελλάδα, Ελλάδα,1979)

The windmills they called Skopje… (in Greek) – Οι ανεμόμυλοι που τους λέγανε Σκόπια…

This is an article I wrote for CNN Greece on the current negotiations between Greece and FYROM to settle the name of the neighbouring country. You can read the article by following the link below.

http://www.cnn.gr/focus/apopseis/story/114721/oi-anemomyloi-poy-toys-legane-skopia

The fallen guardian and the zero-one society (in Greek) – Ο εκπεσών φύλακας και η κοινωνία “μηδέν – ένα”

«Πως εξέπεσεν εκ του ουρανού ο εωσφόρος, ο πρωι ανατέλλων; Συνετρίβη εις την γην ο αποστέλλων προς πάντα τα έθνη. Συ δε είπες εν τη διανοία σου: εις τον ουρανόν αναβήσομαι, επάνω των αστέρων του ουρανού θήσω τον θρόνον μου, καθιω εν όρει υψηλω, επί τα όρη τα υψηλά τα προς Βορράν, αναβήσομαι επάνω των νεφών, έσομαι όμοιος τω Υψίστω…»

Ησαϊας ΙΔ, 12 – 15

Γράφω αυτό το άρθρο την μεθεπομένη της πτώσεως από το βάθρο του, του “Φύλακα” του Παλαιού Φαλήρου, του ερυθρού γλυπτού που είχε εγκατασταθεί την 5η Δεκεμβρίου 2017 στην παραλιακή λεωφόρο Ποσειδώνος.  Το γλυπτό του Κωστή Γεωργίου δώρησε στο Δήμο Παλαιού Φαλήρου ο κ. Μαρτίνος και η σύζυγος του.

Από την πρώτη μέρα της εγκατάστασης του, ο “φύλακας” (PHYLAX) αποτέλεσε “κόκκινο” πανί για ορισμένους πολίτες, που θεώρησαν ότι το γλυπτό απεικονίζει τον Σατανά. Προς αυτή την ερμηνεία συνέτεινε και το ότι το γλυπτό δεν έχει πρόσωπο, όπως επίσης και το κόκκινο χρώμα του.

«Είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει στο Παλαιό Φάληρο» δήλωσε στα τέλη Δεκεμβρίου 2017 στο CNN Greece o δήμαρχος Διονύσης Χατζηδάκης, τονίζοντας παράλληλα ότι όσοι θέλουν να το ερμηνεύσουν ως διάβολο κινούνται εκτός των ορίων της λογικής.

«Είμαστε στον 21ο αιώνα και όχι στον Μεσαίωνα. Η τέχνη ερμηνεύεται και εκλαμβάνεται ανάλογα με τις γνώσεις του καθενός»

Οι δηλώσεις του Δημάρχου δεν απέτρεψαν εκείνους που θεωρούσαν το γλυπτό κάτι κακό να το περιλούσουν με άσπρη μπογιά.

Την 3 Ιανουαρίου 2018 ο ιερέας Πατάπιος Αργυρός της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας Π. Φαλήρου τέλεσε αγιασμό κάτω από το γλυπτό και “ξόρκισε” το “κακό”.

Ο ιερέας έστειλε και επιστολή στον Δήμαρχο Παλαιού Φαλήρου,με την οποία ζητούσε την κατεδάφιση του αγάλματος.

Την 18 Ιανουαρίου 2018, θυελλώδεις άνεμοι σάρωσαν την παραλιακή λεωφόρο και, σύμφωνα με μάρτυρες, “ξήλωσαν” το γλυπτό.

Όπως όμως αναφέρει ο ιστοχώρος NotosNet , ο δήμαρχος της πόλης, Διονύσης Χατζηδάκης, τόνισε ότι το γλυπτό που έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις, το  έριξαν 15 κουκουλοφόροι με φορτηγό και σχοινιά.

Σύμφωνα με τον κ. Χατζηδάκη «15 κουκουλοφόροι ήρθαν με ένα φορτηγό άσπρο και δύο άλλα τζιπ. Τράβηξαν το γλυπτό με το φορτηγό και το έριξαν κάτω».

Ο ίδιος κατήγγειλε ότι οι άγνωστοι απείλησαν τον ιδιοκτήτη καντίνας που είναι κοντά στο σημείο λέγοντας του «αν ειδοποιήσεις την αστυνομία θα σου σπάσουμε το μαγαζί».

«Ξεφύγαμε από τις γραφικότητες και μιλάμε για παρακράτος» κατέληξε ο δήμαρχος Παλαιού Φαλήρου μιλώντας στο ΣΚΑΪ.

Η “αποκεφαλισμένη” Βόρεια Ήπειρος στην οδό Στουρνάρη

Η εικαστικός Αιμιλία Παπαφιλίππου δίνει μια άλλη διάσταση στο φαινόμενο (Liberal).

«Σκοπός του έργου τέχνης είναι να διαμορφώνει συνείδηση, είτε βρίσκεται στον ιδιωτικό είτε βρίσκεται στο δημόσιο χώρο. Από τη στιγμή που ένας καλλιτέχνης εκθέτει το έργο του, πόσο μάλλον στο δημόσιο χώρο, είναι ενήμερος ότι θα υποστεί κριτική. Κριτική, όμως, δεν αποτελεί ο βανδαλισμός, ο οποίος έχει γίνει τρόπος ζωής στην ελληνική πραγματικότητα! Από φοιτήτρια στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών θυμάμαι να βγαίνω από τα εργαστήρια όπου δουλεύαμε και να παρατηρώ πώς βανδάλιζαν συστηματικά, με σεξουαλικού περιεχομένου συμβολισμούς μάλιστα, το άγαλμα και της Λέλας Καραγιάννη που κατέληξε αποκεφαλισμένο, αλλά και της “Βορείου Ηπείρου” που ήταν έξω από τη σχολή, και τα δύο στην Τοσίτσα. Συνεπώς, αναρωτιέμαι γιατί ασχολούμαστε τώρα μόνο με αυτό, όταν θα πρέπει να μιλήσουμε γενικά για την έλλειψη σεβασμού και όλους τους βανδαλισμούς που γίνονται συστηματικά χρόνια τώρα σε αγάλματα, δημόσια κτίρια και δημόσιους χώρους.»

Τον Μάρτιο 2015 άγνωστοι έβαψαν με σπρέϋ το άγαλμα του Κωστή Παλαμά έξω από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, τον ναό της Παναγίας στην Καπνικαρέα και άλλα μνημεία.

Τα επεισόδια είναι διαφορετικά μεταξύ τους ως προς τον συμβολισμό των στόχων.

Στην περίπτωση του “φύλακα” έχουμε να κάνουμε με την αντίδραση των ανθρώπων που βλέπουν τον Εωσφόρο στο συγκεκριμένο έργο και για τον λόγο αυτό το απομακρύνουν.

Στην περίπτωση των βανδαλισμών του 2015 έχουμε να κάνουμε με αυτό που αποκαλείται “αντισυστημική” συμπεριφορά, όπου η επίθεση στο μνημείο ή το κτήριο είναι επίθεση σε ένα σύμβολο της καθεστηκυίας τάξης. Εξ ου και η καθολικότητα των επιθέσεων.

Η άσκηση βίας σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις αλλά και το ξερίζωμα του “φύλακα” δεν έχει σχέση με την τέχνη, είναι πράξεις πολιτικές. Το αντικείμενο τέχνης ή το μνημείο αποτελούν απλά ένα εύκολο στόχο επειδή μπορεί να αποκτήσουν – και σχετικά εύκολα – συμβολικό περιεχόμενο.

Ενώ το συμβολικό περιεχόμενο μπορεί να διαφέρει, η βία που ασκείται στους στόχους είναι κοινή. Εκεί βρίσκεται και το μεγάλο ζήτημα. Τα ζητήματα που προκύπτουν στις ανοικτές κοινωνίες αντιμετωπίζονται με συζήτηση, κριτική, διάλογο, ανάμεσα στους εμπλεκόμενους. Όλα συζητούνται, όλα μπορεί να συμβούν, όχι όμως σαν αποτέλεσμα επιβολής βίας από την μία ή την άλλη πλευρά. Η προσφυγή στην βία  υποδηλώνει αδιέξοδο, οπισθοδρόμηση και θεσμική ανεπάρκεια.

Δεν είναι άσχετο το ότι ένας στους δύο Έλληνες – Ελληνίδες δεν θα διαβάσει ποτέ στη ζωή του ούτε ένα βιβλίο. Ούτε και το ότι η βασική παιδεία στην Ελλάδα έχει καταστεί ένα διαδικαστικό θέμα εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης παρά μια διαδικασία εκπαίδευσης των νέων ανθρώπων.

Εκείνο όμως που εκδηλώνεται με αυτές τις επιθέσεις είτε εναντίον του Σατανά είτε εναντίον της άρχουσας τάξης, και λοιπών στόχων, είναι η ανικανότητα να υπάρξουν και λειτουργήσουν οι βιαιοπραγούντες μέσα στο κοινωνικό σύνολο του μη καταστροφικού διαλόγου και της έντονης μεν, δημιουργικής δε, ανταλλαγής απόψεων.

Ο εκθρονίζων τον “φύλακα”, ο ρυπαίνων τον πάλλευκο ανδριάντα του Κωστή Παλαμά,  ο αποκεφαλίζων την Βόρεια Ήπειρο, υπάρχει σε ένα κόσμο βουβό, εχθρικό και ολοκληρωτικό, με δύο τιμές και μόνο, το ένα και το μηδέν, χωρίς τίποτε άλλο.  Άν δεν είσαι “ένα”, τότε είσαι “μηδέν”. Τελεία και παύλα. Όταν εγώ βλέπω στον “φύλακα” τον Σατανά, κι εσύ δεν τον βλέπεις, όταν εγώ θεωρώ ξωφλημένη και προδοτική την άρχουσα τάξη κι εσύ την γλείφεις για ένα ξεροκόμματο, όταν εγώ είμαι πατριώτης αγωνιστής κι εσύ είσαι γερμανοτσολιάς, παίζουμε το παιχνίδι “μηδέν – ένα”. Αυτή η τάση είναι έμφυτη και πρωτόγονη. Πάνω σε αυτήν χτίστηκε κι ένα σύστημα ηθικών αξιών που απαξιώνει την ανθρώπινη ζωή, τον πολιτισμό, την διαφορετικότητα, γιατί όλα αυτά είναι πηγές δημιουργίας και εξέλιξης και ανάτασης.

Για λόγους απλότητας στην αναφορά, όλοι όσοι στηρίζουν και εφαρμόζουν το σύστημα “μηδέν – ένα” θα αποκαλούνται έτσι, σε αντίθεση με εκείνους που πιστεύουν και εφαρμόζουν ένα σύστημα με πολλές απόψεις και εναλλαγές στην κοινωνία των πολιτών. Γιατί τελικά το ζήτημα καταλήγει στην πολιτική ζωή του κοινωνικού συνόλου. Την ζωή εκείνη δηλαδή που καθορίζει με ποιους κανόνες και ποιες διαδικασίες διοικείται και ελέγχεται η κοινωνία των πολιτών.

Οι κρατικοί μηχανισμοί δεν μπορούν να  προστατέψουν την κοινωνία από την παρουσία και επιβουλή των “μηδέν – ένα”. Η μοναδική προστασία από την τεράστια απειλή του ολοκληρωτισμού μπορεί να προέλθει από τους θεσμούς της κοινωνίας. Όσο πιο ισχυροί οι θεσμοί, τόσο πιο αδύναμοι οι “μηδέν – ένα”.

 

 

.

 

 

 

Lenin and the Great War

In “Socialism and War” Lenin clearly states that the “present war is an imperialist war”. Imperialism, according to Lenin, is the highest stage in the development of capitalism. He views the war as a war of slave-holders, and asserts that the socialists must utilize the struggle between the “bandits” to overthrow all of them.

According to Lenin, the war has three aims:

  • The first is to strengthen colonial slavery.
  • The second to strengthen the oppression of minority nationalities inside the great nations.
  • The third to strengthen and prolong the wage slavery.

In this context there is no place for an argument of “defending the fatherland”, because it is not the fatherland that is in danger because of the war, but the interests of the capitalist and imperialist rulers of the countries engaged in the war. There is no “Nation” to speak of, but classes with opposing interests.

THE TREATY OF BREST-LITOVSK, MARCH 1918 (Q 86721) Soviet delegates Adolph Joffe and Lev Karakhan, accompanied by a German officer, arriving for the peace negotiations at Brest-Litovsk. Photograph probably taken in December 1917. Copyright: © IWM. Original Source: http://www.iwm.org.uk/collections/item/object/205330714

As all of the imperialist – capitalist rulers engaged in the war are ruthlessly pursuing their interests, slavery and oppression, and none of them can claim to have been oppressed by any other “aggressor”, there is no ground for this war to be a just war. A just war can be fought only in order to defeat the oppressors.

In Lenin’s line of thinking a critical factor that differentiates this war from previous ones, is that not only capitalism has progressed to imperialism, but also that the conditions of the second decade of the twentieth century are ripe for socialism. Therefore, all the energy of the working classes should be directed towards revolution, instead of the defense of the fatherland, which is good only for the bourgeois and the social democrats.

Lenin believed that the war offered a great opportunity for the weakening of the ruling classes and the triumph of the proletariat’s war against them. As a matter of fact, this is what he actually did in Russia, with the final revolutionary push of 1917.

Brest-Litovsk Treaty 1918

He wrote “Socialism and War” in July – August 1915. At the time Russia was engaged in the war on the side of the triple Entente (formed in 1907 with Britain and France). By 1918, Lenin managed to push Kerensky on the side, and in spite of being a minority, he became the absolute ruler of the new Russia, signing in March of 1918 the Brest-Litovsk treaty with Germany.  There was no reason for Lenin’s Russia to fight against the Germans in alliance with France and England.  The top priority was to consolidate the power of the party, and start building a new State. War had no use for Russia whatsoever.

It all went according to the plan, with one difference. Lenin’s rule was not the rule of the proletariat, but of the party. The soviets were mere instruments in the power struggle of the party against its opponents and their extermination.

What is Diplomacy?

220px-Metternich_Klemens_Fst
Klemens von Metternich

I define diplomacy as the art of protecting a polity’s interests. A polity is here a politically organized unit.

This unit has clearly established interests, like the protection of its territorial integrity.

Craft is the middle ground between art and science, and is grounded on experience.

kissinger
Henry Kissinger

In this respect diplomacy has a clear objective, to protect the polity’s interests, and a multitude of means. The means are determined on the go, as the threats to the polity’s interests develop and evolve.

Once the threats become substantial and large scale conflict is inevitable, diplomacy gives its position to armed conflict.

(Do not) Jump (off) from the Bridge

We drink
We dry up
Then we crumble to dust

(Stuck between stations, The Hold Steady)

Washington Avenue Bridge Minneapolis
Washington Avenue Bridge Minneapolis

I like bridges.

I guess many people like bridges.

But people like bridges for different reasons.

Peter Stackpole; Oakland Bay Bridge
Peter Stackpole; Oakland Bay Bridge

I like bridges for aesthetic reasons.

I like the shapes, the arches, the materials.

Let me offer the example of Oakland’s Bay Bridge. 

Peter Stackpole; Oakland Bay Bridge
Peter Stackpole; Oakland Bay Bridge

“It took three years to build, cost more than $77m and 28 workmen lost their lives during its construction, but when it was finally completed in 1936, three years after work first began, Oakland Bay Bridge was the largest in the world, spanning some 7,180metres making it nearly 4.5 miles long. And these spectacular pictures charting the dramatic rise of the monolithic construction have gone on display for what is believed to be the first time since they were taken all those years ago. The images were were captured by a plucky young wannabe photographer who went by the name of Peter Stackpole.”

Read more: http://www.dailymail.co.uk/news/article-2375145/Young-photographer-Peter-Stackpole-body-Bay-Bridge-work.html#ixzz2rKxlExg6

Peter Stackpole; Oakland Bay Bridge
Peter Stackpole; Oakland Bay Bridge

Other people like bridges for utilitarian reasons.

The Interstate 5 Bridge over the Columbia River in Oregon, USA
The Interstate 5 Bridge over the Columbia River in Oregon, USA

Bridges are practical.

They span two sides, so you can get across easily.

Other people see other utilities in bridges.

01_420x284_

One of them is jumping (off) from them.

As is the case with so many other human acts, there may be thousands, if not millions of reasons for jumping off a bridge.

(It might be better to talk instead of the intention behind the act.)

Serpentine River, London
Serpentine Lake, London

One such intention might be suicide.

If this is the intention, the actor (or agent as is the term in social sciences, or the patient as is the term in medicine and psychoanalysis) has to be careful to avoid running into a sign like the one in Serpentine in London: “Shallow Water. Do not jump from Bridge.”

When you are ready to do something that is difficult and requires extreme concentration and focus on the task, there is nothing worse than running into a warning sign that potentially puts you off.

In this way, the sign protects the innocent passers by, but also the aspiring suicidal ones. Ambivalence par excellence.

The sign does nothing for the accidental jumpers. Accidents do happen.

Entertainment-Photo-Person-jumping-off-bridge-on-bike-into-Seine

The cyclist who jumped off this bridge in the Seine did not read any signs, regardless of whether there were any.

I doubt whether his intention was suicide, it looks more like an extreme sports type of act, an attempt to tame fear and the elements, to pump adrenaline, to glorify the fearless actor, agent, patient.

Such an attempt may result in very unfortunate events for the jumper, but this is another story.

When you face glory and personal gratification to the extreme, consequences, or even the thought of them fades away.

Quezon Bridge Manila, Photo by Tunog Kanto
Quezon Bridge Manila, Photo by Tunog Kanto

What is critical is what the jumper has is in his or her mind when planning and carrying out the act.

The boy jumping off Quezon Bridge in Manila, photographed beautifuly by Tunog Kanto, looks like a determined winner, no matter what.

“It is all a mind game” as the old advert went.

images

What a contrast to the previous picture of the man, winning!

A Reuters photo shows rescuers attempting to stop a man from committing suicide on a bridge in Wuhan, Hubei province, October 8, 2012. The man was rescued after he climbed onto the top of a bridge, attempting to jump off, over the Yangtze River and threatened his own life if his economic dispute could not be resolved.

Unfortunately this is not an uncommon incident.

In many countries, if not in all countries.

2674448492

“A woman is rescued from the Roaring Brook bridge by Scranton(Pennsylvania) emergency crews after she jumped off the bridge on the corner of Mattes Avenue and Cedar Avenue in South Scranton. Butch Comegys.”

firefighters-at-base-of-brooklyn-bridge

“The Scene At The Brooklyn Bridge This Morning, Where A Young Man Jumped To His Death”

dump truck crossing bridge

Some of the suicidal jumpers are rescued, some die.

The same may be the case with the “extreme sports” events.

1081-1276179957JKkd

But the difference between the two cases could not have been any bigger.

The suicidal agent is immersed in the darkness of the upcoming finality of the act.

Whereas the glorious adventurous jumper is surrounded by Gods, albeit for a very short period of time.

Neither of the two will find the time to read the sign an the details of the City Order prohibiting the act of jumping.

4789529569_bb7cdd1fe3

But it does not matter.

The people putting up signs continue doing their jobs, no matter what.

full_sign_on_a_bridge

Some do it in way that might be helpful to the suicidal agents.

“Sign on San Francisco’s Golden Gate Bridge – there is a phone below the sign that connects you to crisis counseling.” Photo taken by Jeremy Brann from USA.

But the Golden Gate Bridge in a magical way attracts suicides and has the world record of jumpers.

la-oe-bateson-golden-gate-bridge-suicides-2013-001

John Bateson wrote in the Los Angeles Times:

“One reason the bridge has so many suicides is its magnetic appeal. Suicide sites tend to draw despairing people to them, and the numbers show that the Golden Gate Bridge exerts a stronger pull than anywhere else. Another reason may be the mistaken belief that jumping from the bridge results in a quick, near-certain death with no messy clean-up. In fact, 5% of jumpers survive the impact and subsequently drown, their bodies retrieved by Coast Guard crews. A handful survive — miraculously — but they usually suffer permanent physical injuries. A third reason is because access is easy. There are parking lots at both ends of the bridge and year-round walkways for pedestrians and bicyclists. One doesn’t need to procure a firearm, stockpile drugs or learn how to tie a noose. One just needs to go to the bridge and jump. The most important reason, though, is because the existing railing is only 4 feet high. Anyone can climb over it, from a 5-year-old girl — the bridge’s youngest official suicide — to people in their 80s.”

Early morning fog at the Golden Gate Bridge
Early morning fog at the Golden Gate Bridge

“The rail is so low, a 7-year-old can climb over it.” -Eric Steel.

“Inspired by a New Yorker story, Jumpers, written by Tad Friend, director Eric Steel decided to train cameras on the Golden Gate Bridge over the course of 2004 to capture the people who attempted to leap off the famed structure, the site of more suicides than anywhere else in the world. He also tracked down and interviewed the friends, family members, and eyewitnesses to further recreate the events leading up to the incident and to try to explain what led these people to want to kill themselves, especially at this specific site. The documentary’s primary subjects all struggled with mental illness, including severe depression, schizophrenia, and bipolar disorders, and the documentary struggles to understand their illness while illuminating the anger and hurt of their loved ones.” Top Documentary Films

400px-Suicide_hotline_sign_on_GW_Memorial_Bridge_4
Sign on Seattle’s George Washington Memorial Bridge

From Seattle’s Washington Memorial Bridge I travel to Minneapolis.

As a student in this beautiful city, I used to cross the Washington Avenue Bridge every day to get from the west bank of the river to the east, where part of the university campus is.

Minneapolis, Washington Avenue Bridge 1885
Minneapolis, Washington Avenue Bridge 1885

On the morning of 7 January 1972, poet John Berryman jumped off the Washington Avenue Bridge in Minneapolis and killed himself.

Nick Cave in his song “We call upon the author (to explain)” refers to Berryman:

Bukowski was a jerk!
Berryman was best!
He wrote like wet papier-maché
But he went the Hemingway
Weirdly on wings and with maximum pain
We call upon the author to explain

Berryman never explained his suicide jump.

The Hold Steady in their song “Stuck between stations” pay hommage to John Berryman.

The devil and John Berryman
Took a walk together.
They ended up on Washington
Talking to the river.
He said “I’ve surrounded myself with doctors
And deep thinkers.
But big heads with soft bodies
Make for lousy lovers.”
There was that night that we thought John Berryman could fly.
But he didn’t
So he died.
She said “You’re pretty good with words
But words won’t save your life.”
And they didn’t.
So he died.

He was drunk and exhausted but he was critically acclaimed and respected.
He loved the Golden Gophers but he hated all the drawn out winters.
He likes the warm feeling but he’s tired of all the dehydration
Most nights were kind of fuzzy
But that last night he had total retention.

These Twin Cities kisses
Sound like clicks and hisses.
We all tumbled down and
Drowned in the Mississippi River.

We drink
We dry up
Then we crumble to dust