Οδησσός, Απρίλιος 1977

Τον Απρίλιο του 1977 επσκέφθηκα με συμφοιτητές μου την Οδησσό. Την εποχή εκείνη υπήρχε ακόμα η ΕΣΣΔ, και η Ουκρανία ήταν μία από τις σοβιετικές σοσιαλιστικές δημοκρατίες της.

Μέναμε σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο λιμάνι, 8 κρεββάτια σε κάθε δωμάτιο.

Το πρωί που φτάσαμε με το τρένο από τη Μόσχα πήγαμε στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου και πήραμε πρωϊνο. Τσάι, ψωμί και τηγανητά ψάρια.

Μετά βγήκαμε για βόλτες.

Κάποιοι κατάφεραν και πούλησαν τα μπλου τζην και τα εσώρουχα τους στην μαύρη αγορά.

Η μέρα πέρασε γρήγορα.

Μετά από μια σύντομη ανάπαυση, βγήκαμε για βραδινό περίπατο.

Κάποιος έμαθε ότι στο μπαρ ενός ξενοδοχείου έμπαινες μόνο αν είχες δολλάρια, και με ένα καλό φίλο πήγαμε να εκεί να πιούμε ένα ποτό.

Το μπαρ ήταν στον τελευταίο όροφο, και είχε ωραία θέα.

Η πελατεία περιορισμένη.

Στο διπλανό τραπέζι ήτανε δύο γυναίκες και ένας άντρας.

Από τα ακούσματα κατάλαβα ότι ήταν Γερμανός, και μάλιστα τύφλα στο μεθύσι.

Ανταλλάξαμε ματιές με τις γυναίκες που ήταν χαμογελαστές και όμορφες. Ο Γερμανός δεν καταλάβαινε τίποτε.

Μετά από κάμποσο χρόνο σηκώθηκαν να φύγουν. Μία από τις γυναίκες ήρθε στο τραπέζι μας και μας είπε ότι πάνε τον Γερμανό στο δωμάτιο του και θα επιστρέψουν να καθίσουν μαζί μας.

Όπερ και εγένετο.

Αφού ήπιαμε τον άμπακο οι δυό γυναίκες μας πήρανε από το χέρι τον φίλο μου τον Κ κι εμένα και μας πήγανε σε ένα διαμέρισμα στα προάστια, σε κάτι τεράστιες πολυκατοικίες που ήσαν όλες οι ίδιες.

Μόλις μπήκαμε στο διαμέρισμα, γυρνάω και ρωτάω τον Κ “έχεις κ@πότες;” Η μία γυναίκα με άκουσε, και με αυστηρό ύφος μου απάντησε “είμαστε καθαρές, δεν χρειάζεστε κ@πότες”.

Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ότι ήξερε αυτή τη λέξη, αλλά δεν το σχολίασα.

Όλα αυτά όμως απεδείχθησαν περιττά, αφού δεν προλάβαμε να αφαιρέσουμε τα ιμάτια μας και οι γυναίκες κατέρρευσαν από το ποτό και το ξενύχτι.

Θυμάμαι όμως ότι η σάρκα τους ήταν αλαβάστρινη, και μοσχομύριζαν. Ένας μαστός είχε σφηνωθεί ανάμεσα στο αριστερό μου μάγουλο και την κλείδα, κάτι σαν μαξιλάρι. Έτσι έμεινε ολόκληρη τη λειψή νύχτα.

Αξημέρωτα στις 5 το πρωί, σαν να είχανε εσωτερικό ξυπνητήρι, οι γυναίκες ξύπνησαν, ντύθηκαν, και αφού μας πρόσφεραν ένα τσάι μας οδήγησαν σε μια στάση λεωφορείου.

Κατέβηκαν σε ένα τεράστιο νοσοκομείο, και μας είπαν ότι το κέντρο της πόλης ήταν λίγες στάσεις μετά.

Φιληθήκαμε και τις αποχωριστήκαμε.

Στο ξενοδοχείο μας μόλις είχε αρχίσει το σερβις του πρωινού.

Ηδονή ή λογικότητα; – Pleasure or Logic?

Ποια είναι η πηγή της ανθρώπινης ευδαιμονίας; Η ηδονή ή η λογικότητα;

Το ερώτημα απασχόλησε τους Έλληνες και τους Ρωμαίους της ελληνιστικής εποχής (323 π.Χ. – 31 π.Χ.), στη διάρκεια της οποίας ακόμη και μετά την πολιτική κατάκτηση της Ελλάδας από τη Ρώμη, η φιλοσοφία παρέμεινε κυρίως ελληνική δραστηριότητα. 

Ο Επίκουρος θεωρούσε ότι η πηγή της ανθρώπινης ευδαιμονίας είναι η ηδονή. Ο Ζήνων θεωρούσε ότι η πηγή της ανθρώπινης ευδαιμονίας είναι η λογικότητα.

Επίκουρος και επικούρειος, για πολλούς, αποτελούν συνώνυμα του φιλήδονα, του καλοπερασάκια και του τρυφηλού. Σε πολλά «έγκυρα» λεξικά όλου του κόσμου, διαβάζουμε ότι ο επικουρισμός, η επικούρεια αντίληψη για τη ζωή, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η λατρεία των ευχαριστήσεων, η μόνιμη αναζήτηση, τέρψεων, ηδονών και καλοπέρασης. Σε αυτό το πνεύμα, ο σεφ Σαρλ Ράνχοφερ (Charles Ranhofer) που μαγείρευε στο φημισμένο εστιατόριο Ντελμόνικο (Delmonico) στη Νέα Υόρκη στα τέλη του 19ου αιώνα, ονόμασε το βιβλίο του ‘Ο Επικούρειος: Το κλασσικό βιβλίο μαγειρικής του 1893’ (The Epicurean: The Classic 1893 Cookbook).  Όμως όλα αυτά απέχουν πολύ από την ζωή και τη διδασκαλία του Επίκουρου.

Ο Επίκουρος γεννήθηκε στη Σάμο το 341 π.Χ. Σε ηλικία 18 ετών πήγε στην Αθήνα για τα δύο χρόνια της πολιτικής και στρατιωτικής του θητείας. Τα επόμενα 15 χρόνια παρέμεινε στα νησιά του  ανατολικού Αιγαίου και τα μικρασιατικά παράλια. Γύρισε στην Αθήνα το 307 π.Χ. σε ηλικία 34 ετών και παρέμεινε εκεί μέχρι τον θάνατο του το 270 π.Χ.

Σε αντίθεση με τους ιδεαλιστές, η Επικούρεια Σχολή έχει μια υλιστική θεώρηση του κόσμου και δίνει πρωτεύουσα θέση στην ηδονή στα πλαίσια μιας συνταγής για την καλοζωία. Στην είσοδο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πλάτωνα στην Αθήνα, την Ακαδημία, υπήρχε η επιγραφή: «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω», δηλαδή «Να μην εισέλθει αυτός που δεν ξέρει γεωμετρία». Αντίθετα παραδίπλα, στην Σχολή του Επίκουρου, η επιγραφή έλεγε: «Ξένε, εδώ θα περάσεις καλά. Εδώ το υπέρτατο αγαθό είναι η ηδονή». Κατά τον Επίκουρο η ηδονή (ευχαρίστηση) είναι το άλφα και το ωμέγα μιας ευτυχισμένης ζωής.

Για τον Επίκουρο μια ηδονή είναι θεμιτή από ηθική πλευρά και πρέπει να την επιδιώκουμε, εφόσον αποτελεί μέσο διασφάλισης της κορυφαίας ηδονικής κατάστασής μας, που δεν είναι άλλη από την ψυχική μας ηρεμία. Ακόμα και ο πόνος, εάν ορισμένες φορές μας βοηθάει στην κατάκτηση της ψυχικής μας ηρεμίας, αποκτά θετική σημασία. Όμως η ηδονή κατά τον Επίκουρο είναι ορισμένη αρνητικά, σαν «η απουσία του πόνου από το σώμα και του φόβου από την ψυχή». Όταν μια επιθυμία είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί, αυτό είναι σημάδι ότι είτε είναι αφύσικη είτε είναι περιττή. Η ευχαρίστηση είναι το υπέρτατο αγαθό, όμως για να μπορέσει κανείς να την απολαύσει, θα πρέπει να διαθέτει τις πολιτικές αρετές της σύνεσης, της εντιμότητας και της δικαιοσύνης.

Ο Επίκουρος δεν αρνιόταν ότι υπάρχουν θεοί, όμως απέρριπτε την πίστη ότι οι θεοί είναι υπεύθυνοι για οποιοδήποτε φυσικό γεγονός. Έτσι χάραζε σαφή διαχωριστική γραμμή προς τον Αριστοτέλη που θεωρούσε ότι ο Θεός είναι καθαρή Νόηση που δεν ενεργεί στον κόσμο άμεσα, αλλά με τη μεσολάβηση των ουράνιων σωμάτων. Ο Επίκουρος θεωρούσε εξίσου εσφαλμένη και επικίνδυνη την πίστη ότι οι θεοί ασκούν κάποια επιρροή στα ανθρώπινα θέματα. Με τον τρόπο αυτό αρνούνταν τα θεμέλια της ελληνικής λαϊκής θρησκείας.   

Ο Επίκουρος μπορούσε να ικανοποιηθεί με ολίγα, και με μια λιχουδιά γινόταν ολόκληρο συμπόσιο. Η ικανοποίηση με ολίγα οδηγεί στην αυτάρκεια, που με τη σειρά της καταλήγει στην ελευθερία.

Στο πλαίσιο της μετριοπαθούς μορφής του ηδονισμού, το κριτήριο επιλογής μεταξύ των ηδονών δεν είναι πλέον ποσοτικό, δηλαδή η έντασή τους, αλλά ποιοτικό. Ο Επίκουρος διακρίνει τις καταστηματικές από τις κατά κίνησιν ηδονές, θεωρώντας τις πρώτες ανώτερες από τις δεύτερες. Οι κατά κίνησιν ηδονές είναι δυναμικές ηδονές, με την έννοια ότι όταν καρποφορούν, κάποιος εκπληρώνει μια επιθυμία του που όσο δεν την ικανοποιούσε ένιωθε δυσφορία. Η ικανοποίηση της πείνας, λοιπόν, κατά το χρονικό διάστημα που συντελείται, είναι μια κατά κίνησιν ηδονή. Η κατάσταση της ηρεμίας που ακολουθεί όταν ο άνθρωπος πλέον έχει χορτάσει, κατά τον Επίκουρο, είναι μια καταστηματική μορφή ηδονής. Άν όμως παρασυρθεί, φάει κατά τρόπο ανεξέλεγκτο και βαρυστομαχιάσει, θα έχει εκπληρώσει μια κατά κίνησιν ηδονή του, αλλά μη έχοντας αποκτήσει την καταστηματική ηδονή της ηρεμίας και της γαλήνης θα είναι δυστυχισμένος.

Με τον θάνατο έρχεται το τέλος όχι μόνο του σώματος αλλά και της ψυχής. Οι θεοί ούτε επιβραβεύουν ούτε τιμωρούν τους ανθρώπους. Το σύμπαν είναι άπειρο και αιώνιο. Τα γενόμενα στον κόσμο συμβαίνουν τελικά, με βάση τις κινήσεις και τις αλληλεπιδράσεις των ατόμων που διακινούνται στον κενό χώρο.

Οι τέσσερις “αρχές” που πρόβαλλε ο Επίκουρος είναι γνωστές ως η ‘τετραφάρμακος’:

Άφοβον ο θεός, ανύποπτον

Ο θεός δεν είναι για φόβο (διότι η θεϊκή δύναμη δεν απειλεί εκ φύσεως),

ο θάνατος και ταγαθόν μεν εύκτητον,

ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία (διότι δεν υπάρχει μετά θάνατο ζωή) και το καλό (ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε) εύκολα αποκτιέται,

το δε δεινόν ευκαρτέρητον. 

το δε κακό αντέχεται (ό,τι μας κάνει να υποφέρουμε, εύκολα μπορούμε να το υπομείνουμε).

Μετά τον θάνατο του Επίκουρου κάποιοι από τους ακόλουθους του πήγαν στη Ρώμη, βρήκαν ομοϊδεάτες τους που είχαν ασπασθεί τις ιδέες του Επίκουρου, και συνέστησαν Επικούρειες Κοινότητες εκεί. Η φιλοσοφία του Επίκουρου έγινε πολύ δημοφιλής στους κύκλους των μορφωμένων  Ρωμαίων. Μια επιφανής Επικούρεια Σχολή ιδρύθηκε στη Νάπολη, με πρώτο διευθυντή τον Σύρο. Στην παραθαλάσσια πόλη του Ηρακλείου (Ερκουλάνουμ), ο Έλληνας φιλόσοφος Φιλόδημος ίδρυσε την μεγαλύτερη βιβλιοθήκη με πάπυρους για τον Επίκουρο. Βλέπε και το εδάφιο που ακολουθεί για το επίγραμμα του Φιλόδημου.

Κατά τον 19ο αιώνα, η φιλοσοφία του Επίκουρου εντυπωσίασε τον Κάρολο Μαρξ, ο οποίος το 1841 έγραψε διατριβή υπό τον τίτλο: «Διαφορά μεταξύ της φυσικής φιλοσοφίας του Δημόκριτου και του Επίκουρου», την οποία υπέβαλε στην Φιλοσοφική Σχολή τού Πανεπιστημίου της Ιέννας στη Γερμανία, και με αυτήν έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα. Αργότερα ο Μαρξ ασπάστηκε τις στωικές ιδέες του Χέγκελ για το “Πνεύμα της (προδιαγεγραμμένης) Ιστορίας”.

Ο Έλληνας φιλόσοφος Ζήνων γεννήθηκε στο Κίτιο της Κύπρου το 333 π.Χ. και απέθανε στην Αθήνα το 262 π.Χ. Γύρω στο 300 π.Χ.  Ίδρυσε στην Αθήνα την Στωική Σχολή φιλοσοφίας, στην οποία άρχισε να διδάσκει γύρω στο 300 π.Χ.  Από το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. ο Στωικισμός απέκτησε σταθερά θεμέλια στη Ρώμη. Ο Παναίτιος από τη Ρόδο (185 – 100 π.Χ.) ήταν στενός φίλος με τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό, και η εξάπλωση του Στωικισμού στους Ρωμαίους κατά την ύστερη δημοκρατία οφείλει πιθανόν πολλά στην επίδραση του.

Ο Ζήνων κληρονόμησε από τους κυνικούς φιλοσόφους τη θεμελιακή άποψη για όλον τον Στωικισμό, ότι η πραγματική φύσις του ανθρώπου συνίσταται στη λογικότητα του. Για τους Στωικούς η λογικότητα είναι η μοναδική πηγή της ανθρώπινης ευδαιμονίας. Η ανθρώπινη φύση είναι έτσι συγκροτημένη ώστε να αναπτύσσεται από κάτι μη λογικό και ζωώδες σε μια δομή που καθορίζεται από το λογικό. Όπως αναφέρει ο Aulus Gellius, ο Ζήνων υποστήριζε ότι η ηδονή είναι πράγμα αδιάφορο, δηλαδή κάτι που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό.

Για τους Στωικούς το ισοδύναμο της ύπαρξης του Θεού είναι η θεϊκότητα της Φύσης. Θεωρούσαν ότι ο κόσμος μας, στον οποίο ενυπάρχει ο θεϊκός σκοπός και ενεργεί για το συμφέρον των λογικών όντων, είναι ο καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους. Οι αρρώστιες και οι φυσικές καταστροφές δεν αποτελούν καθεαυτές αντικείμενο του σχεδίου της Φύσης, αλλά αναπόφευκτη συνέπεια των καλών πραγμάτων που υπάρχουν. Η σθεναρή υπεράσπιση της θεϊκής πρόνοιας από τους Στωικούς αποτελεί πλήρη αντιστροφή της επικούρειας στάσης. Απόρροια του θεϊκού σκοπού και πρόνοιας είναι η αιτιοκρατία, την οποία υποστήριξαν οι Στωικοί. Κάθε συμβάν πρέπει να έχει μια αιτία. Η τύχη είναι απλά ένα όνομα για τις ανεξιχνίαστες αιτίες. Αυτή η αντίληψη οδήγησε στην κριτική ότι η στωική αιτιοκρατία καταργεί κάθε ανθρώπινη ελευθερία της πράξης. 

Οι Στωικοί ισχυρίζονταν ότι η αρετή, ο περιεκτικός σκοπός της ανθρώπινης φύσης, συγκροτεί απολύτως την ευδαιμονία. Για να ευδαιμονεί ο άνθρωπος δεν χρειάζεται παρά μόνο αρετή. Ο Αριστοτέλης όρισε την ευδαιμονία ως ‘ενέργεια της ψυχής σύμφωνη με την αρετή’, αναγνώρισε όμως ότι είναι απαραίτητο να κατέχει κανείς σε ικανοποιητικό βαθμό περιουσία, υγεία και άλλα αγαθά. Ο ισχυρισμός των Στωικών ότι τίποτε άλλο δεν προσδιορίζει την ευδαιμονία εκτός από την αρετή φαίνεται να είναι εσφαλμένος. 

Artificial Intelligence and Work

One of the key questions regarding the impact Artificial Intelligence (AI) might have on work is whether it will make jobs more interesting and demanding, or it will just change them radically. Given the predictions made years ago about the impact on work of technologies that are mature today, it is reasonable to say that both impacts are likely.
Some jobs will become more interesting and demanding, and some will be radically changed.
I will give two examples.


Marketing is in my view an area where jobs will become more interesting and demanding. Marketing professionals will need to be trained to handle the AI tools that will be available to them, and use their professional expertise in a way that capitalizes on the use of the tools. In 5 years’ time no marketing professional will be able to survive in the marketplace without the knowledge and the ability to use AI tools.
On the other hand, jobs that review information relevant to a topic, like legal and regulatory requirements, and prepare a relevant report, will most likely change drastically. AI tools will be doing this task.
The jury is out, and it will be for the immediate future.


What is certain is that no business can afford to ignore the question “What impact will AI have on its current operating model”. This impact analysis is the first step in realigning the business operating model with the opportunities and threats created by AI.

Grande Albergo Delle Rose

Το ιστορικό “Ξενοδοχείο των Ρόδων” κτίστηκε στη Ρόδο την περίοδο 1925 – 1927 σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Φλορεστάνο ντι Φάουστο, που είχε αρχίσει να εργάζεται για τον Ιταλό Διοικητή των Δωδεκανήσων Μάριο Λάγκο από το 1923.

Ο Λάγκο είχε αναλάβει καθήκοντα το 1922 και φιλοδοξούσε να καταστήσει τα Δωδεκάνησα διεθνή τουριστικό προορισμό. Όταν τελείωσε η κατασκευή του το 1927, το κτίσμα συνδύαζε αρχιτεκτονικά στοιχεία από το Βυζάντιο, την Αραβία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και την Βενετία.

Όμως η πληθώρα διαφορετικών στοιχείων στα οποία τονίζονταν ιδιαίτερα τα ανατολικά, δεν άρεσε στο νέο Διοικητή Τσέζαρε Μαρία ντε Βέκι, που ανέλαβε τα καθήκοντα του το 1936, και διέταξε την αφαίρεση τους, ώστε να κυριαρχήσει η αυστηρότητα που χαρακτήριζε την φασιστική αρχιτεκτονική.


Τα Δωδεκάνησα πέρασαν στην κυριαρχία της Ιταλίας το 1911 μετά τον Ιταλο-Τουρκικό πόλεμο. Η Ιταλική κατοχή επικυρώθηκε από την Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Οι Ιταλοί κατείχαν τα νησιά μέχρι το 1943, οπότε κατέρρευσε ο Ντούτσε και τα νησιά πέρασαν στην κατοχή των Γερμανών.

Μετά το τέλος του πολέμου το 1945, τη Διοίκηση των νησιών ανέλαβαν οι Άγγλοι. Με τη συνθήκη των Παρισίων του 1947 τα νησιά αποδόθηκαν στην Ελλάδα.

Το 1949 το ξενοδοχείο φιλοξένησε τις διαπραγματεύσεις για την παύση των εχθροπραξιών ανάμεσα στο Ισραήλ, την Αιγυπτο, την Ιορδανία και την Συρία.

Φωτογραφία: Ο εκπρόσωπος των Ηνωμένων Εθνών Abdel Moneim Moustafa (τρίτος από αριστερά) συνομιλεί με τον Κόμη Folke Bernadotte (στο κέντρο) στο ξενοδοχείο των Ρόδων. (by Frank Scherschel/The LIFE Picture Collection/Getty Images)

Ο νονός μου Νικόλαος Μαυρής διετέλεσε Διοικητής των Δωδεκανήσων αμέσως μετά την ενσωμάτωση. Διέμενε στο ξενοδοχείο των Ρόδων σε όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του.

Σήμερα το ξενοδοχείο συνυπάρχει στο ιστορικό κτήριο με το καζίνο της Ρόδου.

Το επισκέφθηκα τον Απρίλιο 2023 και πέρασα υπέροχα.

Πέρα από την ιστορική διάσταση και την πολυτέλεια του κτηρίου, εκείνο που προσδίδει μεγάλη αξία στην παραμονή στο ξενοδοχείο είναι το εξαιρετικό προσωπικό.

Ελπίζω να το επισκεφθώ ξανά.

Η Σιωπηλή Απόλαυση ενός Γεύματος


Ο Επιθεωρητής Μονταλμπάνο είναι δημιούργημα του Ιταλού συγγραφέα Andrea Camilleri, και μου είναι ιδιαίτερα αγαπητός. Έχω διαβάσει πολλά βιβλία που ιστορούν τις υποθέσεις που διαχειρίστηκε, και έχω δει την μεταφορά πολλών από τις υποθέσεις αυτές σε εξαιρετικές τηλεοπτικές ταινίες. Ο Επιθεωρητής έχει πολλά αξιαγάπητα χαρακτηριστικά, ανάμεσα στα οποία είναι και το ότι όταν απολαμβάνει ένα γεύμα δεν συνομιλεί. Ή τουλάχιστον προσπαθεί να αποφύγει οιαδήποτε συνομιλία, αδιάφορα από το ποιος ή ποια είναι μαζί του.
Ο Μονταλμπάνο έχει μια έντονη σχέση με το φαγητό. Είναι εκλεκτικός και το απολαμβάνει. Για να μπορέσει να το απολαύσει όμως δεν θέλει ούτε να μιλάει ούτε να του μιλάνε καθώς απολαμβάνει ένα ωραίο πιάτο. Πριν ή μετά μπορεί να συνομιλήσει. Το θέμα αυτό είναι τόσο σημαντικό για τον Μονταλμπάνο που δεν διστάζει να εκφράσει την επιθυμία του να μην συνομιλεί καθώς απολαμβάνει ένα ωραίο γεύμα ακόμη και σε συνδαιτημόνες που δεν τους γνωρίζει, και θα μπορούσαν να τον παρεξηγήσουν ως αντικοινωνικό, ή ακόμη και αγενή.
Εκφράζει την επιθυμία του στην αρχή, πριν έρθει στο τραπέζι το ορεκτικό και έτσι έχει τη συνείδηση του ήσυχη. Μικρά σχόλια στα ενδιάμεσα επιτρέπονται, αλλά όχι συνομιλία με προεκτάσεις και περιπλοκότητα.
Εδώ μια διευκρίνηση είναι απαραίτητη. Δεν αναφέρομαι γενικά και αόριστα σε τροφή, αλλά σε ένα γεύμα. Όταν για παράδειγμα ο Μονταλμπάνο τρώγει ένα λουκουμά στο γραφείο του δεν ακολουθεί τον κανόνα της σιωπής. Τον ακολουθεί όμως με θρησκευτική ευλάβεια όταν έχει μπροστά του τα καλοτηγανισμένα μπαρμπούνια στο αγαπημένο του εστιατόριο. Έχει μεγάλη αδυναμία στα μπαρμπούνια «Triglie alla Livornese», μια απλή συνταγή όπου τα τηγανητά ψαράκια σερβίρονται με άφθονη σάλτσα ντομάτας. Η σιωπηλή απόλαυση ενός γεύματος αποτελεί για τον Μονταλμπάνο μια σύνθετη και πολυεπίπεδη διαδικασία, ένα είδος τελετής, όπως είναι η απόλαυση του τσαγιού στην Ιαπωνία.


Υπάρχει και μια άλλη διάσταση που είναι πολύ σημαντική στην τελετουργία του Μονταλμπάνο. Είναι η ποιότητα του γεύματος. Ο Μονταλμπάνο δεν «σαβουρώνει», απολαμβάνει γεύματα υψηλής ποιότητας, και προτιμά να μείνει νηστικός από το να καταναλώσει τροφή που είναι χαμηλής ποιότητας. Το κόστος κάθε ποιοτικού γεύματος του Επιθεωρητή είναι προσιτό και έτσι το γεύμα είναι προσιτό σε καθημερινή βάση. Δεν αναφερόμαστε επομένως σε κάτι που συμβαίνει σπάνια στη διαδρομή του χρόνου, αλλά σε μια καθημερινή δραστηριότητα.
Η «απαγόρευση» της συνομιλίας καθώς απολαμβάνει το γεύμα, επιτρέπει στον Μονταλμπάνο να συγκεντρωθεί σε κάθε πιάτο, και για το χρονικό διάστημα που διαρκεί η ανάλωση του, να ξεχάσει τα πάντα όλα εκτός από το πιάτο που έχει μπροστά του. Αυτή η μονομερής προσέγγιση έχει το πολύ θετικό χαρακτηριστικό ότι μειώνει την ένταση της καθημερινότητας, αφού έστω για ένα μικρό χρονικό διάστημα εστιάζει στην απόλαυση και σε τίποτε άλλο.
Ο Μονταλμπάνο δεν είναι μόνος του στην πρακτική του σιωπηλού γεύματος. Ο Γερμανός συγγραφέας Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ (1944-2001) στο οδοιπορικό πεζογράφημα του “Οι δακτύλιοι του Κρόνου” αναφέρει τον ταγματάρχη Τζώρτζ Γουϊνταμ Λε Στράνζ (George Wyndham Le Strange) που αφού βίωσε την απελευθέρωση του στρατοπέδου συγκέντρωσης Μπέργκεν Μπέλσεν επέστρεψε στην Αγγλία για να διαχειριστεί την κτηματική οικογενειακή περιουσία στο Σάφολκ. Εκεί απασχόλησε σαν οικονόμο και μάγειρα την Φλόρενς Μπαρνς με τον αυστηρό όρο ότι θα γευματίζει κάθε μέρα με τον ταγματάρχη σε απόλυτη σιωπή. Μετά τον θάνατο του, ο ταγματάρχης άφησε ολόκληρη την μεγάλη περιουσία του στην σιωπηλή του οικονόμο.
Ασπάζομαι την προσέγγιση του Επιθεωρητή Μονταλμπάνο στην απόλαυση του γεύματος χωρίς συζητήσεις στη διάρκεια της και προσπαθώ να την εφαρμόζω όσο περισσότερο μπορώ. Η κλίμακα εφαρμογής στην εμπειρία μου είναι η ακόλουθη.
ΠΡΑΣΙΝΟ – Επίπεδο Πλήρους Εφαρμογής: Δεν ακούγεται ψίθυρος. Οι παριστάμενοι έχουν προειδοποιηθεί και συμμορφώνονται πλήρως.
ΠΑΠΑΓΑΛΙ – Επίπεδο Μερικής Εφαρμογής χωρίς δυσάρεστες παρενέργειες: Ακούγονται σποραδικά σχόλια που αφορούν ένα πιάτο ή το κρασί.
ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ – Επίπεδο Μερικής Εφαρμογής στο όριο δυσάρεστων παρενεργειών: Συχνά σχόλια, τα περισσότερα για τα πιάτα, όμως μερικά ξεφεύγουν.
ΚΟΚΚΙΝΟ – Αποτυχία Εφαρμογής: Οι παριστάμενοι δεν ακολουθούν την οδηγία και το αποτέλεσμα είναι οδυνηρό. Δεν αρκεί η σιωπή μου, αφού το περιβάλλον εμποδίζει την απόλαυση του γεύματος.
Η παραπάνω εμπειρική κλίμακα οδηγεί και σε μερικούς κανόνες διαχείρισης των σχετικών κινδύνων.
Χρυσός Κανόνας: Ένα γεύμα υψηλής ποιότητας δεν πρέπει να έχει περισσότερους από έξι συνολικά συνδαιτημόνες, εκ των οποίων μόνον ένας το πολύ μπορεί να είναι άγνωστος.
Αργυρός Κανόνας: Αποτίμηση συνδαιτημόνων εκ των προτέρων. Αν είναι δυνατόν, αποφυγή εκείνων που δεν συμμορφώνονται. Στην περίπτωση αυτή, όλα τα μέσα είναι θεμιτά, όπως ακριβώς στην αγάπη και τον πόλεμο
Χάλκινος Κανόνας: Αν δεν μπορείς να αποφύγεις κάποιους προβληματικούς συνδαιτημόνες, απόφυγε το γεύμα. Καλύτερη η προσμονή παρά η εμπειρία της κακοποίησης.
Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι αν μπορούσα να ζητήσω τη γνώμη του Μονταλμπάνο, θα συμφωνούσε με όλους τους κανόνες.

Island of Symi, Dodecanese, Greece

Photos I took on the island of Symi, which is approximately 20 nautical miles to the northwest of Rhodes in the Dodecanese islands complex of Greece.

Σκωληκοειδής Απόφυση

Όλως τυχαίως περιέπεσεν εις την κατοχήν μου η ακόλουθος μαρτυρία.

Όταν ήμουν εννέα ετών είχαμε στο σπίτι μια νεαρά κοπέλα ως οικιακή βοηθό. Ας την ονομάσω Μαρία για την σύντομη αυτή αφήγηση. Μια μέρα η Μαρία ασθένησε και εισήχθη στο νοσοκομείο, όπου και εγχειρίσθηκε και της αφαιρέθηκε η σκωληκοειδής απόφυση. Μετά από λίγες ημέρες νοσηλείας στο νοσοκομείο, η Μαρία επέστρεψε στο σπίτι.

Το επόμενο απόγευμα είχε αποκοιμηθεί στο κρεββάτι της, καθώς ακόμη δεν είχε αναρρώσει πλήρως και ο γιατρός είχε συστήσει ανάπαυση. Μόλις το αντιλήφθηκα, μπήκα σιγά σιγά στο δωμάτιο της. Είχε κλειστά τα παντζούρια αλλά το απογευματινό φως ήταν αρκετά έντονο, και μπορούσα να βλέπω καλά.

Πλησίασα το κρεββάτι της Μαρίας, και είδα ότι ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα, παραδομένη σε βαθύ ύπνο. Ένα τεράστιο λευκό σεντόνι κάλυπτε το σώμα της, αφήνοντας ορατό μόνο το πρόσωπο της. Καθώς είδα από κοντά τις κορυφογραμμές από τα καλοσχηματισμένα της στήθη, φούντωσε μέσα μου η επιθυμία να δω το γυμνό της σώμα.  

Με ανάλαφρες κινήσεις ανασήκωσα το λευκό σεντόνι μέχρι τα γόνατα της Μαρίας.

Το θέαμα που απλωνόταν μπροστά μου ήταν συγκλονιστικό. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Ένα αλαβάστρινο κορμί, ένα τοπίο απέραντης ομορφιάς, με στήθη στιβαρά, χρωματισμένα από καφετιές ρόγες, και καλοβαλμένους γλουτούς. Ακόμη και η χειρουργική τομή και τα ευδιάκριτα ράμματα, φάνταζαν σαν στολίδια επάνω σε αυτό το εξαίσιο κορμί.

Ευτυχώς κρατήθηκα και δεν άπλωσα το τρεμάμενο χέρι μου να αγγίξω το μεγαλειώδες τοπίο που απλωνότανε μπροστά στα μάτια μου.

Από τον φόβο να μην με πιάσουνε στα πράσα, επανέφερα το σεντόνι στην αρχική του θέση και απεχώρησα, κρατώντας σαν ένα μικρό μυστικό την ηδονοβλεπτική μου εμπειρία.

Έγραψεν καθ΄υπαγόρευσιν αγνώστου περαστικού ο Βενιαμίν Πανοπτικός, στην κωμόπολη Τράνι της Απουλίας

Honoring the dead of Imia Islands – Τιμώντας τους νεκρούς των Ιμίων 31/1/1996

“ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ’ ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται”

Γιατί των ανθρώπων των ξεχωριστών τάφος είναι η γη ολόκληρη. Και δεν φανερώνει το όνομα τους μιας στήλης η επιγραφή στην πατρική τους χώρα μόνο. Και στα ξένα μέρη σε καθενός την ψυχή μέσα φωλιάζει άγραφη η θύμηση, όχι τόσο για το έργο που έκαμαν, πιο πολύ για το φρόνημα τους.

[Θουκυδίδου Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, Περιλέους Επιτάφιος, Εδάφιο 43, Απόδοση Ιωάννη Θ. Κακριδή]

imia

Τα Ίμια ή Λίμνια είναι δύο ελληνικές ακατοίκητες νησίδες ανατολικά της Καλύμνου στα Δωδεκάνησα. Η Τουρκία έχει διαφορετική γνώμη. Θεωρεί ότι τα νησιά αυτά είναι “γκρίζα”, δηλαδή αμφισβητείται η εθνική κυριαρχία της μιας χώρας ή της άλλης, αφού και οι δύο τα διεκδικούν.

Αυτές τις ημέρες ακούω και διαβάζω πολλά για τα Ίμια και την επέτειο των γεγονότων του 1996. Ανάμεσα στα άλλα γεγονότα, κορυφαίο η πτώση του ελικοπτέρου του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, που απονηώθηκε από τη φρεγάτα Ναυαρίνο και κατέπεσε κατά την επιστροφή του την 31 Ιανουαρίου 1996.

imia7-1485855828

Και τα τρία μέλη του πληρώματος, ο υποπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, ο υποπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και ο αρχικελευστής Έκτορας Γιαλοψός σκοτώθηκαν.

Υποκλίνομαι και αποτίω σεβασμό και τιμή. Περίμενα ότι η Ελληνική Πολιτεία θα τιμούσε την επέτειο με κάποια εκδήλωση στα Ίμια. Δεν το έπραξε.

Ο Πρόεδρος της Τουρκίας κ. Ερντογάν δήλωσε ότι αυτό συνέβη κατόπιν προειδοποιήσεως που απεύθυνε η Τουρκία στην Ελλάδα να “κάτσει ήσυχα, αλλιώς…”.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ επέκριναν την Κυβέρνηση για την “αμυντική” στάση που υιοθέτησε. Η Κυβέρνηση φαίνεται να ισχυρίζεται ότι ξέρει τι κάνει και “δεν μασάει”.

Δεν υποτιμώ την σημασία όσων λαμβάνουν χώρα στις διπλωματικές επαφές, τις διαπραγματεύσεις, και την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων.

Όμως υπάρχει και το λεγόμενο “λαϊκό αίσθημα”, και εκεί υπάρχει μεγάλο θέμα.

Δεν αρκούν απαντήσεις του τύπου “ξέρουμε τι κάνουμε” για να ικανοποιηθεί το “λαϊκό αίσθημα”.

imia2

Και για τα Ίμια, το μεγάλο ερώτημα παραμένει.

“Γιατί δεν έγινε καμιά εκδήλωση για την επέτειο;”

Η Κυβέρνηση οφείλει να απαντήσει στον λαό, όχι στην αντιπολίτευση, και να εξηγήσει γιατί κράτησε μια άλλη στάση, όπως και να παρουσιάσει αυτή τη στάση. Το “ξέρουμε τι κάνουμε” δεν επαρκεί.

Το προηγούμενο ερώτημα και η έλλειψη ικανοποιητικής απάντησης ανασύρει και επαναφέρει και το άλλο ερώτημα.

“Γιατί και πως έπεσε το ελικόπτερο;”

Ο λαός θέλει να μάθει την αλήθεια, και περιμένει τις απαντήσεις της Κυβέρνησης.

Άν δει κανείς ότι όλα αυτά συμβαίνουν μέσα σε ένα κλίμα πλήρους αυθαιρεσίας της Τουρκίας, που επαναφέρει τα “γκρίζα” νησιά στο προσκήνιο παράλληλα με τις προκλητικές ενέργειες που πραγματοποιεί στην ελληνική υφαλοκρηπίδα στο Καστελλόριζο, μάλλον θα έχει λόγους να ανησυχεί.

Για τις ανησυχίες αυτές θα επανέλθω σε άλλο άρθρο.

 

Golo Mann: The History of Germany since 1789 – Part II: from 1890 to 1933

 

Introduction

It has been some time since I published the first part of Golo Mann’s “History of Germany since 1789”, covering the period from Napoleon to the end of Bismarck’s rule.  In today’s post I will continue sharing with you some quotes from the book, which I consider one of the best history books on Europe. The original’s title is “Deutsche Geschichte des 19. und 20. Jahrhunderts”, first published in German in 1958. I use the English translation by Marian Jackson, reprinted by Penguin Books in 1990. For ease of reference, in each quote I will use  the page number of the 1990 reprint.

This is the second part, covering the period from 1890 to the rise of Hitler and Nazism to power (January 1933).

The third part will cover the period from January 1933 to the early 1960s. I am not aiming at reproducing the great intensity of the book, or summarize it. All I want is to present some elements of the work that are representative of its author and his views, which I find stimulating and challenging.

Timeline

A timeline from 1890 to 1933, when Hitler was appointed Chancellor.

1890 – Growing workers’ movement culminates in founding of Social Democratic Party of Germany (SPD).

1914-1918 – World War I

1918 – Germany defeated, signs armistice. Emperor William II abdicates and goes into exile.

1919 – Treaty of Versailles: Germany loses colonies and land to neighbors, pays large-scale reparations. Beginning of the Weimar Republic, based on a new constitution. Its early years are marked by high unemployment and rampant inflation.

1923 – Adolf Hitler, head of the National Socialist German Workers’ (Nazi) Party, leads an abortive coup in a Munich beer hall. France, Belgium occupy the Ruhr over failed reparation payments. Hyperinflation leads to economic collapse.

1924 – Hitler writes Mein Kampf – “My Struggle” – in prison.

1929 – Global depression, mass unemployment.

 

January 1933 – Hitler becomes chancellor. Weimar Republic gives way to a one-party state.

 

To facilitate the historical context, I added in some parts a [timeline tag].

Part Eight: The Age of William II (1888 – 1914)

After 1890 German affairs took a turn for the worse and therefore many historians came to the conclusion that Bismarck’s fall was a disaster and the beginning of all Germany’s misfortune. But it needs little acumen to show the erroneousness of this view. (p. 415)

Our character is determined partly by the reality in which we live, by the tasks that confront us. (p. 422)

The semi-dictatorship which Bismarck had exercised in order to preserve the peace, to deprive German development of its momentum, had collapsed in 1890. The verdict was final; it could not be reversed five years later. The energies of the German Reich could no longer be neutralized as in Metternich’s day. Something had to be done with them. (p.426)

Great states, that is states which under given conditions regard themselves as great, want to be influential beyond their own frontiers. History confirms this a hundred times. (p. 426)

“Only complete political dishonesty and naive optimism can fail to recognize that, after a period of peaceful competition, the inevitable urge of all nations with burgeois societies to expand their trade must now once more lead to a situation in which power alone will have a decisive influence on the extent to which individual nations will share in the economic control of the world, and thus determine the economic prospects of their peoples and of their workers in particular” Max Weber (p.434)

“Bernhard Bullow (German Chancellor from 1900 to 1909) is clean-shaven and flabby, with a shifty look, and usually has a smile on his face. Although he has no ideas in stone for emergencies he adopts the ideas of others and reproduces them skilfully… If Bullow wants to set one man against another he says with a charming smile ot the one that the other does not like him. The method is simple and almost infallible.” Geheimrat Holstein (p.437)

Once people had made the mistake of regarding the nation-state as the ultimate human goal and its “greatness” as an absolute purpose, there was no escape from the wearying game of threats and reconciliations, attempts to expand and withdrawals, of ever-changing speculative combinations; while always on the horizon there was the thing which everyone and no one believed in, war. (p.438) …alliances, however peacefully meant, always provoke others, and thus increase the danger they try to avert. (p.439)

On the contrary, in the nineteenth century Germany had been definitely popular among the Anglo-Saxons. The unpopular countries were France and Russia, France because it was revolutionary, imperialistic and restless, and Russia because it was exotic, barbarian and despotic. .. Only in the last ten or twelve years before 1914 did Germany become unpopular in Britain. The Germans lost the sympathies of the world because they did not believe that they had them and boastfully announced that they could do without them. (p.443)

There are two sides in every conflict and it would be wrong to hold German diplomacy alone responsible for the intrigues and fears that poisoned the European atmosphere in the decade before 1914. Foreign policy is largely irrational and comes up against elements that are also irrational. .. Economic competition can be controlled by sensible aim of making money; the same does not apply to political competition. (p.445)

Franz Ferdinand en Hertogin Sophie in Sarajevo 1914
Archduke Franz Ferdinand and his wife Sophie in Sarajevo 1914

The trouble with all youth movements is that they fail to keep their promises, however hard they try. German youth did have ideals when it came to nation and state, but given modern society as it was these ideals could only be cultivated by a small, young circle. This led to disappointments and later also to political aberrations. (p.466) The concept of the nation had no logical place in the Habsburg Empire. (p.467)

The Habsburg monarchy was a survival of the past, the only great non-national state in the age of nationalism. (p. 468) Economic interests bring people together, politics divide them. Political activity is competitive and threatening. The question of whether you can kill me or I can kill you arises between all living beings who do not share the same laws and do not trust each other. (p. 476)

The living know they will die but they do not believe it because they have become used to life and only know life. Such, more or less, must have been the mood before 1914. (p.478)

It was an old Austrian axiom that the “monarchy” would not last much longer than Turkey. Both states were supra-national and violated the principle of the nation-state. If Balkan nationalism triumphed over Turkey it would also triumph over Austria and in Austria. The Austrians therefore regarded the end of the First Balkan War as a defeat. (p.478)

Part Nine: War

Nothing is inevitable until it has happened. (p.481)

3g11266u-1112

Text: Subscribe to the war loan! The Army and Navy expect it from you!. Date Created/Published: Berlin : Hollerbaum & Schmidt, 1917.

July 1914

His (Archduke Francis Ferdinand of Austria) views on Serbia were more or less those of Bismarck, namely that its plum trees and pigs were not worth the bones of an Austrian soldier. (p.482)

The War Guilt Question

Nobody knew what anybody else would do. This was the basis of the risk, of the bluff, the sportsmanship of the affair; this has always been the game of politics. (p. 492)

Moods

By nature man oscillates between egoism and the desire to destroy himself for a great cause. (p.496)

louvain

Frustrated plans

All countries believed they were the victim of attack, but all attacked. All general staffs had long prepared and nurtured grand offensive plans which they now put into action. … After six weeks nothing was left of any of these plans and elaborate stratagems. (p. 501)

War have almost never gone according to plan; sooner or later they have developed in a way not foreseen by the strategists on either side. (p.502)

War Aims and Domestic Friction

In wartime it is not political sense that rules, but war – the generals or civilians who know how to wage it.  (p.508)

The aims had not led to the war, but the war, once there, led to the aims… Only German Social Democrats believed from the first day of the war to the last in the idea of peace without conquests, thus proving once again how superior their political education was to that of the middle classes. (p. 511-512)

It is difficult to have sensible aims in the midst of an orgy of senselessness… What would the peoples, the masses, do if they suddenly saw the whole enormous war effort as a cruel piece of foolery? (p. 512)

Changes

War is known to strengthen the strong and to weaken the weak, those who are already on their way down. The strong were those who were capable and could be made use of, but they were also vulgar, ruthless and shameless. (p. 520)

Armisticetrain_(slight_crop)

By Unknown – Press photo published all over the world. F.ex. Jan Dąbrowski “Wielka wojna 1914-1918” ( The Great War 1914-1918) Warsaw 1937, Public Domain, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=9423922

Chronology

In other countries the crisis brought to the top the most ruthless, most imaginative politicians, Lloyd George in England and a year later Clemenceau in France. … It is logical that when war penetrates and dominates everything, when it is “total” war, the general must rule. .. Ludendorff was a tremendous worker, an expert on the new weapons, a man whose head was full of figures and names but who was irritable and brutal and in the subtleties of life as inexperienced as a child. (p. 524)

The Last Year

Just as the army leaders had  never paid any attention to the psychology of the enemy, they now gave no thought to the effect which their armistice offer must have on the German masses. (p.543)

Mass_demonstration_in_front_of_the_Reichstag_against_the_Treaty_of_Versailles
Massive demonstrations in front of the Reichstag, during the armistice negotiations of 1919

Part Ten: Weimar

Two basic documents

We know today that the wars of this century are bad for everybody and that the victor cannot undo the damage done to him by doubling or increasing to hundredfold that done to the defeated enemy. If he tries to do this he multiplies the damage done to himself. Victory is an illusion. (p. 568)

But the world cannot reverse gear; it cannot. It can fall or decline, like Greece or Rome, but it can never reverse gear. (p. 569)

It is an old truth that one should place least trust in one’s own right, in one’s own power and its duration when one is on top; then is the moment for humility , the moment to doubt of one’s own merit. There is always something in victory to be ashamed of. (p. 570)

The German Government signed the treaty… The Germans signed under protest because they had no choice. They called the treaty a “dictation” which indeed it was; because genuine negotiations had taken place only between the victors, not between victors and vanquished. Such a treaty does not last linger than the political situation on which it was based. (p. 570)

The Weimar Constitution presupposed that the Germans were agreed on the basic concepts of their communal existence. That they respected each other and were prepared to live together. It was possible to have differences of interest and opinion, they existed everywhere and could be dealt with, But the nation needed to be reasonably at peace with itself and with the rest of the world. If it was not no constitution could help it…(p.574)

weimar_billions_note_medium

Unrest, Followed by Apparent Consolidation

Munich thus became the center both of Bavarian opposition and of an all-German conspiracy against Berlin democracy… Berlin was supposed to hold together the divided, threatened and deeply dissatisfied nation. (p. 576)

The economic chaos of the post-war years, the growing inflation brought with it a profound change. (p. 577)

Consequently the supporters of the old order possessed at least two attractive arguments in favor of a counter-blow from the right; the new democratic authority had feet of clay; and it allegedly offered no guarantees against the Communist or anarchist threat. (p.  582)

spengler
Oswald Spengler

The Intellectuals

Spengler, like Hegel, was aware of living at the end of an historical epoch, and he was stimulated by the war as Hegel had been by Napoleon’s appearance…What was dangerous for Hegel, the glorification of war, the worship of power and success, Spengler took over. (p.618)

What made Oswald Spengler into a central intellectual figure was his description of the present and the immediate future. (p. 619)

“Blood for gold”, was what Spengler taught, and “work for moneybags, blood for gold” was what the National Socialists sang later.  (p. 620)

By praising old Prussia but criticizing the monarchy, by ridiculing the ideal of progress, by glorifying war but claiming to be a socialist, by completely overthrowing conventional ways of thinking in politics Spengler became the co-founder of an intellectual movement which the present writer cannot ignore, however confused it was and however little came of it in the end. It was called the “Conservative Revolution” . (p. 620)

Karlsbad, Gustav Stresemann mit Gattin und Sohn
Stresemann with his wife and son

From Stresemann to Brüning

[Timeline: With the end of the First World War and the start of the November Revolution, Chancellor Max of Baden announced the abdication of the German Emperor Wilhelm II on 9 November 1918. He also appointed Friedrich Ebert as his own successor as Chancellor. The Council of the People’s Deputies, a provisional government consisting of three delegates from the Social Democratic Party (SPD) and three from the Independent Social Democratic Party (USPD), took over the executive power on the following day and called for a National Congress of Councils on 16 to 21 December to convene in Berlin. This Reichsrätekongress set elections for a national assembly to take place on 19 January 1919.]

1919 was the great hour of democracy but it was not a happy hour.  (p. 623)

The people was a chaos of conflicting hopes and fears. Chaos does not resolve itself on its own; what is needed are ideas and determination and not just a well-prepared constitution. The leaders of the Social Democratic Party replaced determination to govern by determination to keep order and by considerable, affecting integrity.(p. 624)

At the 1919 elections to the National Asembly more Germans voted for the Social Democrats than voted for the National Socialists even at the time of their greatest popular triumph in the summer of 1932. (p.683)

In fact the party which decided the fate of the Weimar Republic was the Center. (p.626)

Bundesarchiv_Bild_183-15436-0010,_Weimar,_Nationaltheater,_Denkmal_Goethe-Schiller
Deutsches Nationaltheater and Staatskapelle Weimar

(Stresemann) He received no thanks for any of his achievements and he was blamed for everything that he had failed to achieve. .. The good period of the Weimar Republic was thus, on closer inspection, not so good after all. Nor was it felt as such.  (p. 627)

The relationship between between Germany and the new Polish state could not be good. Poland had been created at the expense of Germany, as Prussia had been at the expense of Poland… The Germans felt superior to the small Slav nations in a very different sense from that in which they felt superior to the French. It seemed natural to them that Poles lived under Prussian rule because the strong expands at the expense of the weak … But the same mutual, arrogant dislike separated Germans and Czechs, the latter regarding themselves as morally superior and the former as basically stronger, as having the justification of history behind them. (p. 628)

33060-3x2-article620
Friedrich Ebert (center) with Konrad Adenauer (right) in the 1920s

The Weimar Constitution provided for the election of the President by the people, by all men and women entitled to vote. The first President, Ebert, had not been elected under this procedure, but had been appointed by the National Assembly. After his death in the spring of 1925 it became necessary to hold an election. The united right chose Hindenburg as its candidate and Admiral von Tirpitz persuaded him to accept the honour – two veterans of 1870. Hindenburg was elected, although by a narrow majority. Had the Communists not put up a third candidate, the “popular bloc”, represented by a mild Center republican, would have triumphed over Hindenburg’s “Reich bloc”. (p.631)

The idea of the Weimar Republic , to the extent that it had one, was compromise, peace between classes, not class struggle to the bitter end. (p. 635)

A few months later, at the beginning of October (1929), Gustav Stresemann died after a stroke. This was a loss of the kind which the Republic could least afford at this moment. Like no one else Stresemann had kept Parliament together, had personally made possible the compromise between labor and capital, and by his diplomacy had given meaning to Germany’s existence as a state among states. (p. 636)

hitler_1929
NUREMBERG, 1929. HITLER AT THE 3RD PARTY CONGRESS

Crisis and Disintegration of the Weimar Republic

In the Reichstag of 1928 the Nazis has mustered only 12 members and the Nazis were considered as part of the “lunatic fringe”. Hitler made no progress as long as things were going tolerably well in Germany.  But starting in 1929 the economy collapsed.

The Nazi Party had the advantage that it was in no way involved with what had happened in Germany since 1919.

In Germany the storm now turned against the Republic itself, against the whole “System” and all who had been part of it. (p.643).

[Timeline: Brüning was appointed chancellor by Hindenburg on 29 March 1930 when the grand coalition under the Social Democrat Hermann Müller collapsed.]

When the votes were counted in September 1930, it appeared that the supporters of the National Socialists had increased tenfold (my note: from 12 to 107). The New Reichstag was scarcely capable of doing the things which a Parliament is supposed to do, of positive investigation and decision.

The system by which Germany was governed depended on the pleasure of the President.

Reichskabinett Brüning I
Brüning’s first cabinet, March 1930.

After 1930 only the Army and the President – two not very republican institutions – stood between the Nazis and the Republic (p.685).

In 1932 Germany produced scarcely half of what it had produced in 1929.

[Since 1929, Germany had been suffering from the Great Depression as unemployment rose from 8.5% to nearly 30% between 1929 and 1932, while industrial production inside Germany dropped roughly 42%.]

It was the misery and the fear of misery which drove people into the Nazis arms. (p.654)

[Timeline: In March 1932, presidential elections pitted the incumbent Hindenburg, supported by pro-democratic parties, against Hitler and communist Ernst Thälmann. Hitler gained roughly a third of the vote and was thus defeated in the second round in April by Hindenburg, who gained a narrow majority.]

In Germany civil was had threatened since 1930; this was not a climate in which the economy could flourish.

sa_zeitschrift.jpg

All the major parties by this time had their own “strong arm” squads. By far the most limitant group, however, were the Sturmabteilungen – SA for short – of the Nazi Party, an army organized to fight a civil war.

[Timeline: In April 1932 Brüning had both the communist “Rotfrontkämpferbund” and the Nazi Sturmabteilung banned. The unfavourable reaction in right-wing circles further undermined Hindenburg’s support for Brüning.]

It is impossible to single out all the elements, poisonous or healthy, that fed the Nazi movement. (p. 656)

[Timeline: Hindenburg at the end of May 1932 was persuaded to dismiss Brüning as chancellor, replacing him with Franz von Papen, a renegade of the Centre Party, and a non-partisan “Cabinet of Barons”. Papen owed his appointment to the Chancellorship to General Kurt von Schleicher, an old friend from the pre-war General Staff and influential advisor of President Hindenburg. Schleicher selected Papen because his conservative, aristocratic background and military career was satisfactory to Hindenburg and would create the groundwork for a possible Centre-Nazi coalition. Papen’s cabinet had almost no support in parliament and only three days after his appointment, when faced with the opposition, had Hindenburg dissolve the Reichstag and called for new elections, for 31 July, so that the Reichstag could not dismiss him immediately.]

February-1932-Reich-President-Hindenburg-with-his-grandchildren-at-a-lunchtime-walk-in
February 1932, Reich President Hindenburg with his grandchildren at a lunchtime walk in the gardens of the Reich president’s palace, the present day location of the memorial. Image Source: Das Bundesarchiv, Bild 102-13171.

[Timeline: The July 1932 elections resulted in great gains by the Nazi Party; with 230 seats, it was the largest party in parliament but without an overall majority. Neither the Nazi Party nor Hindenburg had a governing majority, and the other parties refused co-operation. Neither side had a majority on its own, and no coalition could be formed to create a governing majority. Thus, Papen’s minority government continued, leading to another election in November.]

[Timeline: The results of the November 1932 election were a great disappointment for the Nazis. Although they emerged once more as the largest party by far, they had fewer seats than before, and failed to form a government coalition in the Reichstag parliament.]

The Weimar state was thus more an appendage of the Empire of William II or the Bismarck than it was a distinct historic epoch; it was an interregnum between two eras, the second of which was, as we know, infinitely worse. (p.685)

In an interregnum the strongest takes over and it was Hitler who happened to be the strongest. (p.686)

Machtergreifung-Hitler-u-Papen
January 30, 1933, shortly before 5 p.m .: After the first photo shoot of the new government of Hitler, the Chancellor looks deep into his vice Chancellor’s eyes

[Timeline: In the November 1932 election the Nazis lost seats, but Papen was still unable to secure a Reichstag that could be counted on not to pass another vote of no-confidence in his government. Papen’s attempt to negotiate with Hitler failed. Under pressure from Schleicher, Papen resigned on 17 November and formed a caretaker government. Papen told his cabinet that he planned to have martial law declared, which would allow him to rule as a dictator. However, at a cabinet meeting on 2 December, Papen was informed by Schleicher’s associate General Eugen Ott that Ministry of the Reichswehr war games showed there was no way to maintain order against the Nazis and Communists. Realizing that Schleicher was moving to replace him, Papen asked Hindenburg to fire Schleicher as defence minister. Instead, Hindenburg appointed Schleicher as chancellor.]

How small the people sometimes are who are in a position to make history, how base their motives, their thoughts, their character… This enmity, this paralysis of German politics caused by the conflict of the mass parties, gave them (the Nazis) their chance… An industrial society in a state of great political excitement could be ruled either democratically or demagogically and tyranically. (p.677)

In the end there was nothing sinister about the way in which Hitler came to power, because he was politically the strongest and had the most vehement popular movement behind him.(p.678)

[Timeline: On 9 January 1933, Papen and Hindenburg agreed to form a new government that would bring in Hitler. On the evening of 22 January, in a meeting at the villa of Joachim von Ribbentrop in Berlin, Papen made the concession of abandoning his claim to the Chancellorship and committed to support Hitler as Chancellor in a proposed “Government of National Concentration”, in which Papen would serve as Vice-Chancellor and Minister-President of Prussia. On 23 January, Papen presented to Hindenburg his idea for Hitler to be made Chancellor, while keeping him “boxed” in. On the same day Schleicher, to avoid a vote of no-confidence in the Reichstag when it reconvened on 31 January, asked the president to declare a state of emergency. Hindenburg declined and Schleicher resigned at midday on 28 January. Hindenburg formally gave Papen the task of forming a new government.]

Reichskabinett Adolf Hitler
The Hitler Cabinet on 30 January 1933

[Timeline: In the morning of 29 January, Papen met with Hitler and Hermann Göring at his apartment, where it was agreed that Papen would serve as Vice-Chancellor and Commissioner for Prussia. It was in the same meeting that Papen first learned that Hitler wanted to dissolve the Reichstag when he became Chancellor and, once the Nazis had won a majority of the seats in the ensuing elections, to activate the Enabling Act. In the end, the President, who had previously vowed never to let Hitler become Chancellor, appointed Hitler to the post at 11.30 am on 30 January 1933, with Papen as Vice-Chancellor. While Papen’s intrigues appeared to have brought Hitler into power, the crucial dynamic was in fact provided by the Nazi Party’s electoral support, which made military dictatorship the only alternative to Nazi rule for Hindenburg and his circle.]

It was because of Papen’s activities that Hitler became Chancellor in a particular way and this fact alone should have been enough to make Papen remain forever silent in shame and remorse. (p.679)

Once in power (1933) Hitler therefore found it terrifyingly easy to assume absolute control, and the political parties in particular were reduced to dust at his touch. (p.687)

What seemed to begin as a new chapter in German history became the adventure of a villain who forced his will on Germany and through Germany on a large part of the world. (p.688)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Eggplant slippers – Παπουτσάκια Μελιτζάνες (Patlicantli Papucaki): Μια συνταγή από την κουζίνα των Οθωμανών Εβραίων της Θεσσαλονίκης

Ο ζωντανός πολιτισμός είναι οικουμενικός, δεν έχει όρια, συνοριακές γραμμές, συρματοπλέγματα, μίση, αντιπάθειες. Ο πολιτισμός είναι εκείνη η ουσία που διαφοροποιεί το ανθρώπινο ον από το κτήνος, που ανοίγει μια χαραμάδα ελπίδας για το παρόν.

Η γαστρονομία είναι πολιτισμός, και περνάει από γενιά σε γενιά όχι πάντα σε ευθύγραμμες διαδρομές. Μια τέτοια διαδρομή, τεθλασμένη, μας φέρνει τη σημερινή συνταγή, από την Θεσσαλονίκη.

Εντάσσεται στην πλούσια και πολύπλευρη κουζίνα των Οθωμανών Εβραίων της Θεσσαλονίκης που είναι γνωστοί με την προσωνυμία Dönme, (προφέρεται και Dönmeh). Η λέξη είναι τουρκική και σημαίνει «προσήλυτος».

Δυο λόγια για την ιστορική προέλευση και διαδρομή αυτής της αίρεσης (θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε και «σέχτα») είναι απαραίτητα.

Ο ιδρυτής της ήταν ο Shabbetai Tzevi, που στα μέσα του 17ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη, μετά τον προσηλυτισμό του στο Ισλάμ, θεωρήθηκε από τα μέλη της αίρεσης ως νέος Μεσσίας.  Τα μέλη της αίρεσης, που αριθμούσε περίπου 15,000 μέλη στα τέλη του 20ου αιώνα, έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη μετά την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και κατέληξαν μετά από διαδρομές στην Ευρώπη, π.χ. Βρυξέλλες, στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, και την Ανδριανούπολη (Εντιρνέ).

Σύμφωνα με το σχετικό λήμμα της Encyclopedia Britannica, τα μέλη της αίρεσης διατήρησαν κάποια στοιχεία της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, παρόλον ότι δεν ενσωματώθηκαν στην Οθωμανική κοινωνία παρά μόνον μετά την μετάβαση τους στην Κωνσταντινούπολη, οπότε και έχασαν κάθε επαφή με την Εβραϊκή κοινότητα, έχοντας στο μεταξύ αντισταθεί σε προσπάθειες που έγιναν για να επιστρέψουν στον Ιουδαϊσμό.

book_cover

Η συνταγή μας έρχεται από το βιβλίο που έγραψε η Esin Eden με τη συνεργασία του μελετητή, ιστορικού ερευνητή και μάγειρα Νίκου Σταυρουλάκη, με τίτλο:  « Salonica: A Family Cookbook”, Talos Press, Athens, 1997. Ενημερώνω την αναγνώστρια ότι δυστυχώς το βιβλίο είναι εξαντλημένο. Εγώ είμαι τυχερός γιατί μου το έκανε γνωστό και το δάνεισε μια φίλη καρδιακή, στην οποία και αφιερώνω αυτό το άρθρο.

Η Esin Eden γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σε ηλικία 21 ετών η οικογένεια της μετανάστευσε στις Βρυξέλλες Βελγίου, και μετά από μερικά χρόνια εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και παρέμεινε. Οι συνταγές που περιλαμβάνονται στο βιβλίο αποκαλύπτουν μια κουζίνα οθωμανική, εβραϊκή, αλλά και δυτική. Δεν υπάρχουν οι περιορισμοί της Εβραϊκής κουζίνας, αλλά μια αίσθηση απόλυτης ελευθερίας και πολυσυλλεκτικότητας.

Το πιάτο που διάλεξα, μαγείρεψα και σας παρουσιάζω σήμερα είναι «μελιτζάνες παπουτσάκια», που όμως δεν είναι τα γνωστά σε μας τους Έλληνες παπουτσάκια με κιμά και μπεσαμέλ. Είναι ένα πιο ελαφρύ και διακριτικό πιάτο, που ελπίζω να σας αρέσει όσο σας αρέσουν και τα Ελληνικά παπουτσάκια.

Τα υλικά είναι τα ακόλουθα:

  • Τέσσερις μεγάλες μελιτζάνες φλάσκες
  • 200 γραμμάρια φέτα
  • Δύο κουταλιές της σούπας αλεύρι
  • Οι κρόκοι από τέσσερα αυγά
  • Αλάτι και πιπέρι κατά βούληση

baked_ready.jpg

Μαραίνουμε τις μελιτζάνες στο φούρνο ή σε καυτό νερό, και αφαιρούμε τη σάρκα με προσοχή ώστε να μείνει ανέπαφο το κέλυφος που συνιστά το παπουτσάκι.

Σε ένα βαθύ μπολ προσθέτουμε τις σάρκες της μελιτζάνας, την τριμμένη φέτα, το αλεύρι, και τα τρία αυγά και ανακατεύουμε καλά μέχρι να έχουμε ένα ομογενές μείγμα.

Επιθέτουμε το μείγμα στα παπουτσάκια, αλείφουμε με αυγό  και ψήνουμε σε φούρνο στους 220 βαθμούς για 30 λεπτά. Αφήνουμε να ηρεμήσουν για 20 λεπτά και σερβίρουμε με ένα κρασί της αρεσκείας μας.

served_detail.jpg

Επειδή η μαγειρική είναι και μοίρασμα, και συμμετοχή, αλλά και δημιουργία, προσέθεσα στο πιάτο ψιλοκομμένο άνηθο και βασιλικό, μια τζούρα κρητική γραβιέρα, και ολίγο μοσχοκάρυδο. Σημειώνω ότι το ίδιο πιάτο γίνεται και με κολοκυθάκια.