Arthur Rimbaud – Αρθούρος Ρεμπώ

Ο ποιητής και στιχουργός Νίκος Γκάτσος έγραψε το 1976 τους στίχους ενός τραγουδιού με τίτλο «Μεθυσμένο Καράβι». Το μελοποίησε ο Μάνος Χατζηδάκις και το περιέλαβε στο άλμπουμ «Αθανασία».
Αρθούρε Ρεμπώ
απόψε θα μπω
στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι
μακριά ν’ ανοιχτώ
σε κύκλο φριχτό
που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει
Εκείνη την εποχή ψηλάφιζα την ποίηση, του τέλους του 19ου αιώνα, ο Ρεμπώ ήταν στο μυαλό μου ένας αντάρτης της ποίησης. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα ζούσα και εργαζόμουν στην Αγγλία. Οι «Εκλάμψεις» ήταν στο κομοδίνο δίπλα στο κρεββάτι μου. Με βοηθούσαν να σβήσω τις παραστάσεις της εργάσιμης ημέρας και να ταξιδέψω σε έναν άλλο κόσμο.
Ο Βερλαίν έγραψε ότι η ποίηση του Ρεμπώ απελευθέρωσε την ποίηση από την γλώσσα της κοινής λογικής. Ο υπερρεαλιστής André Breton περιέγραψε τον Ρεμπώ σαν «ένα πραγματικό θεό της εφηβείας».
Ο Ρεμπώ γεννήθηκε το 1854. Ο πατέρας του Frédéric ήταν στρατιωτικός και η μητέρα του Vitalie Cuif μια καθώς πρέπει κόρη εύπορου αγρότη από την περιοχή της Σαρλβίλ, που όσοι την γνώρισαν δεν την είδαν ποτέ να χαμογελά. Απέκτησαν πέντε παιδιά. Όταν υπηρετούσε στη Βόρεια Αφρική, ο πατέρας είχε μεταφράσει το Κοράνι και δημοσιεύσει ένα βιβλίο με αστεία της Αραβίας. Από την άλλη μεριά, η μητέρα ήταν ένας πρακτικός άνθρωπος που έλεγε ότι το μόνο που μετράει στη ζωή είναι οι πράξεις. Ο πατέρας εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ο Αρθούρος ήταν 5 ετών.

Rimbaud's tombe in Charleville
 Ο τάφος του Rimbaud’ στην γενέτειρα του Charleville

Σε επιστολή του τον Μάϊο 1871 στον δάσκαλο του Izambard, ο «προφήτης» ποιητής προαναγγέλλει την αποδόμηση του εαυτού:
“Je est un autre”
«Εγώ είναι κάποιος άλλος»
Τον Σεπτέμβριο του 1871 έγραψε στον ποιητή Paul Verlaine (Βερλαίν) και του στέλνει κάποια δείγματα της γραφής του. Ο Βερλαίν του απάντησε «Πρόσελθε αγαπητή μεγάλη ψυχή, σε περιμένουμε, σε ποθούμε.» Μέσα στον φάκελο ο Βερλαίν είχε εσωκλείσει το εισιτήριο τρένου για το ταξίδι του Ρεμπώ από την Σαρλβίλ στο Παρίσι.
Ο Βερλαίν ήτανε τότε 27 χρονών, «ερασιτεχνικά» ομοφυλόφιλος, αλκοολικός, και βίαιος. Συχνά βιαιοπραγούσε κατά της εγκύου συζύγου του Ματθίλδης. Η άφιξη του Ρεμπώ στο Παρίσι δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο την οικογενειακή κατάσταση του Βερλαίν, που αναγκάστηκε να βρει κατάλυμα εκτός της οικογενειακής εστίας, σε κάποιους φίλους του.
Ο Ρεμπώ εντάχθηκε αμέσως στον κύκλο των λογοτεχνών και καλλιτεχνών του Παρισιού, και απεικονίσθηκε από τον Henri Fantin-Latour στο ομαδικό πορτραίτο “Γύρω από το τραπέζι” που φιλοτεχνήθηκε το 1872. Στο πορτραίτο δίπλα του κάθεται ο Βερλαίν.
Από το φθινόπωρο του 1871 μέχρι τον Ιούλιο του 1873, το ζευγάρι των ποιητών περιπλανήθηκε από το Παρίσι στο Βέλγιο στο Λονδίνο και, τελικά, πίσω στις Βρυξέλλες ξανά, πίνοντας αψέντι, καπνίζοντας χασίς, επιδεικνύοντας δημόσιο με ανάρμοστο τρόπο τα συναισθήματα τους, καυγαδίζοντας, και – όπως περηφανεύτηκε κάποτε ο Βερλαίν – κάνοντας έρωτα «σαν τίγρεις».
Η εκρηκτική σχέση του Ρεμπώ με τον Βερλαίν, που χαρακτηρίστηκε «τρελή αγάπη» (amour fou) κατέληξε τον Ιούλιο του 1873 με ένα επεισόδιο σε ένα ξενοδοχείο στις Βρυξέλλες, όπου ο Βερλαίν σε κατάσταση μέθης πυροβόλησε τον Ρεμπώ με περίστροφο. Η σφαίρα τον βρήκε λίγο πάνω από τον καρπό του χεριού του. Ο Γάλλος συγγραφέας Charles Dantzig σε ένα άρθρο του αναφέρει ότι ο Ρεμπώ κάλεσε την αστυνομία. Μετά από την ανάκριση που περιέλαβε μια εξευτελιστική ιατρική εξέταση, ο Βερλαίν καταδικάστηκε σε κάθειρξη δύο ετών, ενώ ο Ρεμπώ γύρισε στο αγρόκτημα της μητέρας του.
Πολλοί θεωρούν το ζευγάρι Ρεμπώ – Βερλαίν σαν τον Αδάμ και την Εύα της σύγχρονης ομοφυλοφιλίας. Υπάρχουν όμως ενδείξεις προς μια άλλη κατάσταση. Ο Ρεμπώ στον βαθμό που ενδιαφερόταν για κάποιον άλλο από τον εαυτό του, ενδιαφερόταν κυρίως για γυναίκες. Στην Αβησσυνία συζούσε με μια πανέμορφη γυναίκα που φορούσε ευρωπαϊκά ενδύματα και κάπνιζε τσιγάρα. Δεν αποκλείεται ο Βερλαίν, ένας πολύ άσχημος άνδρας, να ήταν ένα πείραμα του Ρεμπώ, μέρος ενός προγράμματος λελογισμένου εκτροχιασμού των αισθήσεων, στα πλαίσια του οποίου ο έφηβος φιλοδοξούσε να επανεφεύρει την αγάπη, την κοινωνία, και την ποίηση..

Henri Fantin Latour. Rimbaud is second from the left, Verlaine is first from the left.
Henri Fantin Latour

Ο Bod Dylan (Μπομπ Ντίλαν) διάβασε Ρεμπώ στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η ποίηση του Ρεμπώ γονιμοποίησε τη δημιουργικότητα του. Στο τραγούδι του «You’re Gonna Make Me Lonesome When You Go» (άλμπουμ «Blood on the Tracks», 1975) ο Ντίλαν αναφέρεται στους δύο ποιητές. Η απόδοση στα ελληνικά είναι δική μου.
Situations have ended sad
Relationships have all been bad
Mine have been like Verlaine’s and Rimbaud’s
But there’s no way I can compare
All them scenes to this affair
You’re gonna make me lonesome when you go
Καταστάσεις που κατέληξαν με λύπη
Σχέσεις που όλες υπήρξαν κακές
Οι δικές μου υπήρξαν σαν εκείνη του Βερλαίν και του Ρεμπώ
Αλλά δεν υπάρχει τρόπος να συγκρίνω
Οποιαδήποτε από αυτές με αυτήν την περίπτωση
Θα με κάνεις να αισθάνομαι μοναξιά όταν θα φύγεις

Bod Dylan, You’re Gonna Make Me Lonesome When You Go

Μετά την επιστροφή του στην φάρμα της μητέρας του, ο Ρεμπώ πέρας το καλοκαίρι του 1873 δουλεύοντας το κείμενο που είχε αρχίσει να γράφει νωρίτερα τον ίδιο χρόνο. Αυτό το κείμενο αποτέλεσε το έργο «Μια Εποχή στην Κόλαση», το πιο γνωστό του ποιητή, από τα κείμενα που θεμελίωσαν τον Ευρωπαϊκό μοντερνισμό.
Τον Οκτώβριο 1873 εκδόθηκε στις Βρυξέλλες το ποίημα «Μια Εποχή στην Κόλαση». Ο Ρεμπώ ήταν τότε μόλις 19 ετών. Είναι το μόνο βιβλίο με ποίηση του που εξέδωσε ο ίδιος ο ποιητής. Το ποίημα (εννέα χιλιάδες στίχοι) αρχικά δεν έκανε κάποια εντύπωση. Για μεγάλο διάστημα δε, επικρατούσε η φήμη ότι ο Ρεμπώ έκαψε όλα τα αντίτυπα που παρέμεναν απούλητα στο τυπογραφείο. Αργότερα όμως διαψεύσθηκε. Τα απούλητα αντίγραφα ήταν στιβαγμένα σε μια σοφίτα στο τυπογραφείο.
«Εγώ που αποκάλεσα τον εαυτό μου άγγελο ή προφήτη, εξαιρετέο από κάθε ηθική, προσγειώνομαι στο έδαφος με αποστολή να ψάξω και να αγκαλιάσω την ζοφερή!»
Μια Εποχή στην Κόλαση
Οι δύο πρώην φίλοι συναντήθηκαν ξανά μια τελευταία φορά το 1875 στη Γερμανία. Ο αποφυλακισμένος Βερλαίν είχε ασπασθεί στην φυλακή τον Καθολικισμό και κρατούσε στη διάρκεια της συνάντησης το κομποσκοίνι της προσευχής του. Εικάζεται ότι στο χρονικό διάστημα 1873 – 1875, ο Ρεμπώ έγραψε τα σαράντα ποιήματα που παρέδωσε στον πρώην εραστή του. Ο Βερλαίν έδωσε στην συλλογή που εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο 1886 τον τίτλο «Εκλάμψεις».
Στις σημειώσεις που επιμελήθηκε και προσέθεσε στο πρόγραμμα των συναυλιών της Ορχήστρας Δωματίου της Βοστώνης τον Μάϊο 2007 ο Jeremy Black, διαβάζω ότι ο Άγγλος μουσικοσυνθέτης Benjamin Britten (Μπέντζαμιν Μπρίττεν) αισθάνθηκε βαθιά μέσα του την συναισθηματική ένταση αυτών των ποιημάτων και αποφάσισε να τα μελοποιήσει αμέσως μετά. Η σοπράνο Sophie Wyss στην οποία ο συνθέτης αφιέρωσε τον κύκλο τραγουδιών που συνέθεσε αναφέρει:
«Ήταν τόσο πλημμυρισμένος από αυτή την ποίηση που δεν μπορούσε να σταματήσει να μιλάει γι’ αυτήν. Υποθέτω ότι βρήκε ένα βιβλίο με τα ποιήματα του Ρεμπώ στο σπίτι του [W.H.] Auden στο Birmingham, όπου είχε παραμείνει πρόσφατα.»
Η πρόταση που για τον Britten αποτελεί το κλειδί για την ποίηση του Ρεμπώ είναι η ακόλουθη:
“J’ai seul la clef de cette parade sauvage”
«Μόνο εγώ κατέχω το κλειδί αυτής της άγριας παρέλασης»
Εκλάμψεις
Μόνο ο καλλιτέχνης, παρακολουθώντας τον κόσμο απέξω, μπορεί να κατανοήσει την «άγρια παρέλαση» της ζωής.
Κάποια στιγμή το 1875 ο Ρεμπώ αποκήρυξε την ποίηση και άρχισε να ταξιδεύει. Αν έγραψε ποιήματα μετά τα 21 χρόνια του, αυτά δεν έχουν διασωθεί. Διασώθηκαν όμως πολλά γράμματα που έγραψε στην μητέρα και την αδελφή του, αφηγούμενος ανάμεσα σε άλλα τη ζωή του στην Αβησσυνία.

“Η μέρα μου τελείωσε. Αφήνω την Ευρώπη. Ο θαλασσινός αέρας θα κάψει τα πνεμόνια μου, άγνωστα κλίματα θα μαυρίσουν το δέρμα μου.”
Μια Εποχή στην Κόλαση

Το 1878 ο Ρεμπώ βρήκε μια δουλειά σαν επόπτης λατομείου στην Κύπρο. Στο πρώτο του γράμμα από την Κύπρο, τον Φεβρουάριο 1878 εκφράζει την απομόνωση που θα χαρακτηρίσει το υπόλοιπο του βίου του.
“Το πλησιέστερο χωριό είναι μια ώρα δρόμος με τα πόδια. Εδώ δεν υπάρχει τίποτε, παρά μια συστάδα βράχων, ένας ποταμός και η θάλασσα. Δεν υπάρχουν σπίτια. Δεν υπάρχει χώμα, κήποι, δένδρα.”
Τον Μάϊο 1880 ο Ρεμπώ ανέλαβε επιστάτης στην κατασκευή του Κυβερνείου της Κύπρου, όμως λίγους μήνες αργότερα έγραψε στην οικογένεια του ότι έφυγε από την Κύπρο, μετά από διαφωνίες για τον μισθό του. Ένας γνωστός του στην Κύπρο ανέφερε ότι η αιτία της αναχώρησης από την Κύπρο ήταν ένα ατύχημα στο οποίο σκοτώθηκε ένας εργάτης. Τον είχε βρει μια πέτρα που πέταξε ο Ρεμπώ.
Μια χειμωνιάτικη μέρα το 1883, ο Γάλλος έμπορος καφέ Alfred Bardey επέστρεφε από τη Μασσαλία στο λιμάνι του Άντεν στην Αραβία. Στο πλοίο συνάντησε ένα νεαρό δημοσιογράφο, τον Paul Bourde και έπιασε την κουβέντα μαζί του. Καθώς ο Bardsey περιέγραφε την εμπορική του επιχείρηση, που είχε έδρα το Άντεν, έτυχε να αναφέρει το όνομα ενός από τους υπαλλήλους του – «ένα ψηλό, ευχάριστο και ολιγομίλητο άνδρα» – όπως το περιέγραψε. Προς έκπληξη του Bardey, ο Bourde δεν πίστευε το όνομα που άκουσε. Αυτό δεν οφειλόταν τόσο στο ότι ήταν συμμαθητής στο σχολείο με τον υπάλληλο που ανέφερε ο συνομιλητής του, όσο το ότι, όπως πολλοί Γάλλοι που ακολουθούσαν την σύγχρονη λογοτεχνική ζωή, νόμιζε ότι ο συμμαθητής του ήταν νεκρός.

The house where Rimbaud was born
Αναμνηστική πλάκα στο σπίτι που γεννήθηκε ο ποιητής 

Ο υπάλληλος του Bardey ήταν ο Ρεμπώ, που είχε αφιχθεί λιμάνι στο Άντεν τον Αύγουστο του 1880 και λίγο μετά προσελήφθη στην εμπορική εταιρεία του Bardey με αρμοδιότητα για την παραλαβή δεμάτων καφέ από τους παραγωγούς. Στην αρχή ο Ρεμπώ είχε βάση το λιμάνι του Άντεν. Αργότερα όμως, έμαθε για το Χαράρ, και ζήτησε να εγκατασταθεί εκεί. Το Χαράρ, μεγάλο κέντρο σπουδών των Σούφηδων, χτίστηκε τον 16ο αιώνα χωρίς η παλιά πόλη (που αποκαλείται ‘Jugol Harar ‘) να έχει αλλάξει από τότε. Μέχρι το 1855, όταν ο Sir Richard Burton έφθασε εκεί, ήταν απρόσιτο από τους ξένους. Σήμερα έχει χαρακτηρισθεί πόλη Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO.
Το 1880 ο Ρεμπώ διέρχεται για πρώτη φορά την πύλη της παλιάς πόλης στο Χαράρ. Έμεινε στην Αφρική μέχρι το 1891. Για να φτάσει εκεί είχε διασχίσει τον κόλπο του Άντεν με ένα ξύλινο πλοιάριο και επί 20 ημέρες επί αλόγου την έρημο της Σομαλίας. Ο Ρεμπώ διέμεινε στο Χαράρ για μια περίοδο πέντε ετών, σε τρία διαστήματα ανάμεσα στο 1880 και το 1891. Η διαμονή ήταν παραγωγική για τον Ρεμπώ, που στο τέλος της δεκαετίας του 1880 είχε καταφέρει να γίνει ένας από τους μεγαλέμπορους εξωτερικού εμπορίου στην περιοχή της νότιας Αβησσυνίας. Η δραστηριότητα αυτή είχε και τα απρόοπτα της.
Όταν προμήθευσε στον μελλοντικό Αιθίοπα Αυτοκράτορα Menelik II όπλα, αναγκάστηκε να υποκύψει σε εκβιασμό που οδήγησε σε δραστική μείωση της τιμής τους. Παρόλα αυτά, ίσως η προμήθεια αυτή επηρέασε σημαντικά την ιστορία της Αιθιοπίας. Όταν η Ιταλία εισέβαλε στην Αιθιοπία το 1896, προσπαθώντας να την καταλάβει, ο Menelik συνέτριψε τον εισβολέα στην Adwa, εν πολλοίς χάρη στα όπλα που του προμήθευσε ο Ρεμπώ. Η Ιταλία αναγκάστηκε κατόπιν τούτου να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Αιθιοπίας.
Ο Ρεμπώ πέθανε το Νοέμβριο του 1891 από καρκίνο στη Μασσαλία, στο νοσοκομείο Hôpital de la Conception. Ήταν 37 ετών. Πριν πεθάνει, εξέφρασε την επιθυμία να ταφεί στην Αβησσυνία, την χώρα που τόσο πολύ αγάπησε. Το καλοκαίρι του 1891 έγραψε:
“Ελπίζω να επιστρέψω εκεί…. θα ζω για πάντα εκεί”
Όμως ο Ρεμπώ δεν επέστρεψε στο Χαράρ. Ήταν τόσο άρρωστος που το μεγάλο ταξίδι με το πλοίο του ήταν αδύνατο. Την ώρα του θανάτου του, έγραφε σε γράμμα του προς τον Διευθυντή των ναυτιλιακών γραμμών «Messageries Maritimes» τα ακόλουθα:
“Ενημερώστε με για την ώρα της επιβίβασης.”
Μέχρι την τελευταία του πνοή, ο ιδιοφυής αντάρτης της κοινωνίας και της ζωής είχε σκοπό να γυρίσει στο Χαράρ, την πόλη που μπόρεσε να βρει την γαλήνη. Ο Ρεμπώ ετάφη στον γενέθλιο τόπο του, την Charleville (Σαρλβίλ) των Αρδεννών στη βορειοανατολική Γαλλία, κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο. Η επιτύμβιος στήλη στο μνήμα του γράφει «Προσευχήσου γι’ αυτόν».
Η Πάτι Σμιθ ανακάλυψε τον ποιητή σε ηλικία 16 ετών όταν έπεσε στα χέρια της ένα μεταχειρισμένο βιβλίο με ποιήματα του Ρεμπώ. Στην εισαγωγή της ανθολογίας “The Anchor Anthology of French Poetry,” έκδοση του 2000, η Σμιθ γράφει:
«Όταν ήμουν δεκαέξι χρονών, εργαζόμενη σε ένα εργοστάσιο σε μια μικρή πόλη στο νότο της πολιτείας Jersey, η σωτηρία και ανάπαυση μου από το ζοφερό (εργασιακό) περιβάλλον μου ήταν ένα ταλαιπωρημένο αντίγραφο των Εκλάμψεων του Αρθούρου Ρεμπώ, που το κουβαλούσα στην κωλότσεπη. Παρόλο ότι δεν καταλάβαινα όλα όσα διάβαζα, (το βιβλίο) με μετέφερε σε ένα κόσμο εξυψωμένης ποιητικής γλώσσας, και αυτή τη γλώσσα την αισθανόμουνα περισσότερο οικεία από την άξεστη και παραφθαρμένη γλώσσα του εργοστασίου.»
Η Σμιθ επισκέφθηκε τον τάφο του το 1973, όπως αναφέρει στο βιβλίο της «M Train» (Vintage Books, First Edition August 2016). Είχε μαζί της μπλέ χάντρες από το Χαράρ. Τις «φύτεψε» γύρω από τη βάση ενός αμφορέα που ήταν στο πλάι του τάφου, ελπίζοντας ότι έστω και εκ των υστέρων, ο ποιητής θα βρισκόταν κοντά σε κάτι από τον τόπο που τόσο αγάπησε.

Rimbaud in Aden (first man on the right)
Ο ποιητής στο Aden (πρώτος από δεξιά) 

Γιατί ο Ρεμπώ σταμάτησε να γράφει ποιήματα τόσο νωρίς; Η απάντηση μπορεί να είναι πολύ απλή. Ίσως δεν είχε να πει κάτι περισσότερο.
Πηγές
1. Where Rimbaud Found Peace in Ethiopia, By Rachel B. Doyle, The New York Times. Feb. 27, 2015
2. Arse Poetica: When Rimbaud was good, he was very, very good. By Ruth Franklin. The New Yorker. November 9, 2003
3. Rebel Rebel. Arthur Rimbaud’s brief career. By Daniel Mendelsohn. The New Yorker. August 22, 2011

Elsa Schiaparelli – Salvador Dali: Βραδινό Φόρεμα με Αστακό

Το θέμα αυτού του άρθρου είναι το βραδινό φόρεμα με αστακό που σχεδίασε ο Salvador Dali και έφτιαξε η Elsa Schiaparelli τον Φεβρουάριο του 1937.
Τη συνεργασία τέχνης και μόδας την ξεκίνησαν ο Pablo Picasso και η Gabrielle Chanel. Συνεργάστηκαν με τον Jean Cocteau στο θεατρικό έργο Antigone το 1922, και στην χορογραφία του Serge Diaghilev για τα Μπαλέτα της Ρωσίας «Le Train Bleu» το 1924.
Ο Ισπανός καλλιτέχνης Salvador Dali (1904 – 1989) στη δεκαετία του 1930 τοποθέτησε πολλούς κατακόκκινους αστακούς στα έργα του. Αναφέρω μερικούς από αυτούς: ένας κάθεται στην κεφαλή μιας γυναίκας (Portrait of Gala with Lobster, 1933, ιδιωτική συλλογή), ένας άλλος αναπαύεται πάνω σε ένα τηλέφωνο (το «αστακο-τηλέφωνο» του 1935, που σήμερα βρίσκεται στην γκαλερί Τέϊτ του Λονδίνου), και ένας τρίτος αποτελεί το κεντρικό θέμα της αφίσας για μια σειρά διαλέξεων των υπερρεαλιστών με θέμα τον αστακό (Systematic Cycle of Surrealist Lectures “The Lobster”, 1935, Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofía, Μαδρίτη, Ισπανία).
Η Elsa Schiaparelli ήταν μια από τις κορυφαίες σχεδιάστριες μόδας των δεκαετιών 1920 και 1930. Γεννήθηκε το 1890 στη Ρώμη της Ιταλίας και αποβίωσε το 1973 στο Παρίσι της Γαλλίας. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και μετά από κάποιες περιπέτειες βρέθηκε στο Λονδίνο όπου το 1914 νυμφεύθηκε τον κόμη Γουίλλιαμ ντε Βεντ. Μετά τον γάμο του, το ζευγάρι μετέβη στη Νέα Υόρκη όπου μπήκε σε κύκλους υπερρεαλιστών καλλιτεχνών όπως ο Πικάμπια, ο Μαν Ρέι και ο Μαρσέλ Ντυσάν. Μετά την διάλυση του γάμου της το 1922, η Elsa επιστρέφει στο Παρίσι και ξεκινά μια ανοδική πορεία που την έφερε στο τέλος της δεκαετίας του 1930 στην παγκόσμια κορυφή της υψηλής ένδυσης, αναδεικνύοντας την σαν την μεγαλύτερη ανταγωνίστρια της Κοκό Σανέλ. Ο Salvador Dali βρέθηκε στον κοινωνικό και καλλιτεχνικό κύκλο της Elsa Schiaparelli από τότε που αυτή επέστρεψε στο Παρίσι.
1969-232-52

Η πρώτη συνεργασία Dali- Schiaparelli έλαβε χώρα το 1935 σε ένα σχέδιο που τυπώθηκε σε εφημερίδα, και έκτοτε αντήλλασσαν συχνά πρωτοποριακές ιδέες. Έτσι όταν η Schiaparelli προσκάλεσε τον Dalí να διατυπώσει προτάσεις και ιδέες για ένα μοναδικό κομμάτι για την Αμερικανίδα φίλη της Wallis Warfield Simpson, το αστακο-τηλέφωνο ήταν ακόμη πρόσφατα χαραγμένο στο μυαλό όλων, κι έτσι δεν εξέπληξε κανένα το ότι ο Dali πρότεινε να φτιάξουν ένα αστακο-φόρεμα. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η πρώτη αντίδραση της Wallis σε αυτή την πρόταση, το σίγουρο όμως έιναι ότι εγκρίθηκε και η Schiaparelli πήρε την εντολή να ξεκινήσει αμέσως να δουλεύει το φόρεμα.

Ανοίγω παρένθεση για να θυμίσω ότι η Wallis Warfield Simpson ήταν η γυναίκα για την οποία τον Δεκέμβριο 1936 ο τότε βασιλέας της Αγγλίας Edward VIII παραιτήθηκε από το θρόνο στον οποίο είχε ανέλθει τον Ιανουάριο 1936, επειδή δεν του επιτρεπόταν ως αρχηγός της Εκκλησίας της Αγγλίας να παντρευτεί την Wallis, μια γυναίκα που ήταν διαζευγμένη και ο πρώην σύζυγος της ήταν ακόμη ζωντανός. Στον θρόνο ανέβηκε ο αδελφός του, George VI, πατέρας της βασίλισσας Elisabeth ΙΙ. Ο Edward έλαβε τον τίτλο Duke of Windsor και παντρεύτηκε την Wallis στην Γαλλία την 3 Ιουνίου 1937. Παρέμεινε παντρεμένος μαζί της μέχρι τον θάνατο του, που επήλθε 35 χρόνια αργότερα. Είναι αξιοσημείωτο το ότι ο Edward συνάντησε την Wallis για πρώτη φορά στο δείπνο γενεθλίων της το 1933. Το κύριο πιάτο στο δείπνο ήταν ψητός αστακός.
Τα χρώματα που επιλέχθηκαν ήταν το ιβουάρ του νυφικού και το έντονο ροζ του νυφικού. Το φόρεμα θα κοβόταν στο σχέδιο που άρεσε πάντα στη Wallis με μια ασυνήθιστη προσθήκη: ένα πορτοκαλί – ροζ σολωμό ζωγραφισμένο με το χέρι.
Το «αστακο-φόρεμα» είναι φτιαγμένο από άσπρο μετάξι και έχει μια βυσσινο-κόκκινη ζώνη στη μέση. Ο αστακός σχεδιάστηκε από τον Σαλβαντόρ Νταλί. Ο αστακός βρίσκεται μέσα σε ένα μαύρο περίγραμμα και είναι κόκκινος, δηλαδή μαγειρεμένος. Η θερμότητα καταστρέφει όλες τις χρωστικές ουσίες του κελύφους του αστακού, αφήνοντας άθικτο το κόκκινο με ροζ και πορτοκαλιές ανταύγειες. Ο Νταλί προσέθεσε και κλωναράκια από μαϊντανό εδώ κι εκεί, συμπληρώνοντας την εντύπωση που δημιουργείται στον θεατή ότι βλέπει ένα γεύμα με αστακό. Η θέση του αστακού είναι τουλάχιστον προκλητική, αφού η τριγωνική ουρά του καλύπτει την βουβωνική χώρα. Όπως έγραψε η Judith Watt στο περιοδικό Vogue (On Schiaparelli, 2012), ο αστακός σχετίστηκε από κάποιους με τον συμβολισμό της γυναικείας σεξουαλικότητας σαν κάτι αρπακτικό και εν δυνάμει ευνουχιστικό.

dali-lobster
Salvador Dalí by George Platt Lynes for the Dream of Venus, 1939

Το σχέδιο του Νταλί μεταφέρθηκε στο μεταξένιο ύφασμα από τον σχεδιαστή Ζάχε, που αργότερα συνεργάστηκε με κορυφαίους μόδιστρους και σχεδιαστές μόδας όπως ο Βάσκος Μπαλενσιάγκα. Η τότε βοηθός της Schiaparelli Bettina Bergery αναφέρει «Ο Σαλβαντόρ ήθελε να αλείψει το φόρεμα με μαγιονέζα. Πίστευε ότι ήταν μια έκφραση ερωτικής παράνοιας, όμως η Schiaparelli δεν τον άφησε, λέγοντας ότι οι πελάτες της δεν ήθελαν τέτοια.” Η πρόθεση του Νταλί τονίζει την μοναδικότητα αλλά και το φθαρτό του φορέματος, ίσως όμως και την αντίληψη ότι τα έργα μόδας δεν είναι πραγματική τέχνη, είναι σαν τα τρόφιμα, αναλώσιμα, ενώ η Schiaparelli ήθελε να αφήσει κάτι πίσω της, όταν θα έχει αποβιώσει, και βέβαια θεωρούσε τα έργα της έργα τέχνης.
Η Wallis φόρεσε για πρώτη φορά το αστακο-φόρεμα την 2 Μαϊου 1937 σε ένα πύργο στον ποταμό Λίγηρα της Γαλλίας. Την φωτογράφισε ο φωτογράφος Cecil Beaton. Ο πύργος ανήκε σε ένα Αμερικανό επιχειρηματία που ήταν ο ιθύνων νους της περιοδείας που πραγματοποίησε το ζευγάρι στη ναζιστική Γερμανία το 1937.

Walis Wilson, photographed by Cecil Beaton
Walis Wilson, photographed by Cecil Beaton

Το φόρεμα είναι μοναδικό, δεν υπάρχει δεύτερο, και σήμερα ανήκει στην συλλογή του Μουσείου Τέχνης της Φιλαδέλφειας στις ΗΠΑ, όπου όμως δεν εκτίθεται. Η Wallis μετά το 1937 επέστρεψε το φόρεμα στην Schiaparelli που το κράτησε μέχρι το 1969 όταν το δώρισε το φόρεμα στο Μουσείο. Υπάρχει και μια εκδοχή του φορέματος σε φορεσιά που είναι σαν ποδιά, στην οποία η ίδια ζωγραφιά έχει τυπωθεί σε λινό ύφασμα.
Η Wallis διετήρησε την φιλία της με την Schiaparelli για τα επόμενα 40 χρόνια, και παρόλο ότι ο οίκος μόδας της Schiaparelli έκλεισε το 1954, η Wallis δεν έγινε ποτέ πελάτισσα της Chanel για να μην στενοχωρήσει την φίλη της. Εκτός των ενδυμάτων που σχεδιασε, η Schiaparelli δημιούργησε και το δικό της χρώμα, το Schiaparelli ροζ, που είναι πολύ μπροστά από τις αισθητικές αντιλήψεις υψηλής ενδύσεως της εποχής της.

Schiaparelli Pink

Το Ταξίδι του Witold Gombrowicz

Τα περισσότερα θαλασσινά ταξίδια, όπως και τα άλλα, είναι «κανονικά». Έχουν προέλευση, προορισμό, και μια διάρκεια. Μερικά όμως είναι «σημαδιακά», ξεφεύγουν από την κανονικότητα. Ένα τέτοιο ταξίδι σημαδιακό έκανε ο Πολωνός συγγραφέας Witold Gombrowicz, ο «μεγαλύτερος από τους άγνωστους συγγραφείς», όπως τον αποκάλεσε ένας Γάλλος δημοσιογράφος.

Το καλοκαίρι του 1939, όταν ήταν ένας ανερχόμενος νέος συγγραφέας στην Πολωνία, προσκλήθηκε από τον συνάδελφο του Czeslaw Straszewicz να ταξιδέψει με το νεότευκτο πλοίο Chrobry (Ο Γενναίος) στο παρθενικό του ταξίδι με προορισμό την Αργεντινή. Το πλοίο ονομάστηκε «Γενναίος» προς τιμή του πρώτου Πολωνού Βασιλιά (1025), ναυπηγήθηκε στη Δανία, και ήτανε το τελευταίο Πολωνικό επιβατικό πλοίο που ναυπηγήθηκε πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η λίστα των επιβατών της πρώτης θέσης

Στο παρθενικό του ταξίδι, το Chrobry απόπλευσε από το λιμάνι της Gdynia στην Πολωνία την 16η ώρα της 29ης Ιουλίου 1939 με δεκατρείς επιβάτες στην πρώτη θέση. Δέκατος τρίτος ο 36χρονος Gombrowicz. Το πλοίο έδεσε στο λιμάνι του Buenos Aires στην Αργεντινή την 20η Αυγούστου 1939, με 391 επιβάτες εκ των οποίων 21 ήσαν υπήκοοι Αργεντινής και οι λοιποί 370 άλλων εθνικοτήτων. Ούτε ο Gombrowicz ούτε το Chrobry γύρισαν στην Πολωνία.

Στις 22 Αυγούστου 1939, η Σοβιετική Ένωση και η Γερμανία υπέγραψαν σύμφωνο μη επιθέσεως.
Ενώ ο Gombrowicz είχε επιβιβασθεί στο πλοίο για να επιστρέψει στην Πολωνία, την τελευταία στιγμή με τις δύο βαλίτσες του παραμάσχαλα κατέβηκε τις σκάλες και παρέμεινε στην Αργεντινή. Το πλοίο ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής του την 24η Αυγούστου.
Την 28η Αυγούστου 1939 όλα τα πλοία με Πολωνική σημαία έλαβαν την οδηγία να παραμείνουν εκτός των υδάτων της Πολωνικής Βαλτικής Θαλάσσης. Ο πόλεμος ξέσπασε την 1η Σεπτεμβρίου 1939, με την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία.
Το ξέσπασμα του πολέμου βρήκε πλοίο να περιπλέει τις βόρειες ακτές της Βραζιλίας. Έδεσε σε Βραζιλιάνικο λιμάνι όπου αποβιβάστηκαν όλοι οι επιβάτες, και παρέμεινε εκεί για 40 μέρες.

MS Chrobry Blueprint

Στη συνέχεια διέσχισες τον Ατλαντικό με προορισμό το λιμάνι του Southampton στην Αγγλία. Εκεί έγιναν τροποποιήσεις ώστε να μπορεί να μεταφέρει στρατεύματα. Το Chrobry δέχθηκε επίθεση από Γερμανικά καταδιωκτικά αεροπλάνα και υπέστη μεγάλες βλάβες την 14η Μάϊου 1940 καθώς μετέφερε στρατεύματα από ένα φιόρδ στη βόρεια Νορβηγία. Τα συνοδευτικά εγγλέζικα πλοία διέσωσαν 700 από τους επιβαίνοντες στρατιώτες και πλήρωμα. Αεροπλάνα από το αεροπλανοφόρο “HMS Ark Royal» βύθισαν το φλεγόμενο σκάφος την 16η Μαϊου 1940. Το Chrobry δεν γύρισε ποτέ στην Γδύνια.

Ο Gombrowicz – καθιστός στο χαλί – με φίλους του στην Αργεντινή

Ο Gombrowicz παρέμεινε στην Αργεντινή για 25 περίπου χρόνια. Μετά την φτώχεια και την πείνα του πολέμου, εργάσθηκε από το 1947 σε μια πολωνική τράπεζα στο Μπουένος Άιρες. Το 1963 επέστρεψε στην Ευρώπη, και με μια υποτροφία παρέμεινε στο Βερολίνο για ένα χρόνο. Στη συνέχεια μετέβη στη Γαλλία.
Το 1953, ζώντας σαν απόδημος στην Αργεντινή, ο Gombrowicz άρχισε να γράφει το Ημερολόγιο του με τις εντυπωσιακές σημειώσεις:


“Δευτέρα Εγώ.
Τρίτη Εγώ.
Τετάρτη Εγώ.
Πέμπτη Εγώ.”

Για μένα όμως ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι αυτό που σημειώνει ο Gombrowicz στο ημερολόγιο του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής του στην Ευρώπη:
«(Το πλοίο) Κουνάει πολύ… Διαβάζω Χάϊντεγκερ και ηρεμώ.»

Mataroa

Το πρωί του Σαββάτου 22.12.1945, στις 7.30, απέπλευσε από τον Πειραιά με προορισμό τον Τάραντα της Ιταλίας το πλοίο “Ματαρόα”. Είχε ναυλωθεί από τη Γαλλική Πρεσβεία στην Ελλάδα, για να μεταφέρει τους πλέον των 100 υποτρόφους που θα μετέβαιναν στο Παρίσι για σπουδές. Ανάμεσα τους ο Κορνήλιος Καστοριάδης, η Μάτση Χατζηλαζάρου, ο Κώστας Αξελός. Οι υπότροφοι είχαν επιλεγεί από τον μορφωτικό ακόλουθο της Γαλλίας στην Ελλάδα, Οκτάβιο Μερλιέ, με την σύμπραξη του Ροζέ Μιλλιέξ. Για το ταξίδι και τους υποτρόφους έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά. Στο άρθρο αυτό θέλω να συνοψίσω την ιστορία του πλοίου.

Ε/Γ Ματαρόα

Το επιβατηγό ατμόπλοιο ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία Harland and Wolff στο Μπέλφαστ της Ιρλανδίας για την εταιρεία Aberdeen line και καθελκύστηκε στις 2 Μαρτίου 1922 με το όνομα «Diogenes». Είχε ολική χωρητικότητα (gross register tonnage) 12341 κόρους. Ολική χωρητικότητα είναι ο συνολικός εσωτερικός όγκος όλων των μόνιμα σκεπαστών και κλειστών χώρων του πλοίου που βρίσκονται είτε κάτω από το ανώτατο κατάστρωμα είτε πάνω από αυτό, μετρούμενος σε κόρους. Ένας κόρος αντιστοιχεί σε 100 κυβικά πόδια ή 2,83 κυβικά μέτρα. Στην ολική χωρητικότητα περιλαμβάνονται όλοι οι μονίμως κλειστοί χώροι που διατίθενται για επιβάτες, πλήρωμα, φορτίο, και εφόδια πλοίου. Έτσι προκύπτει η συνολική σε όγκο διάσταση του πλοίου η οποία είναι και η επίσημα καταχωρούμενη στα Νηολόγια για κάθε πλοίο εξ ου και η ονομασία “χωρητικότητα νηολογίου” (registered tonnage).
Το πλοίο μπορούσε να μεταφέρει 130 επιβάτες Α΄ θέσης και 422 επιβάτες Γ΄ θέσης.


Τον Ιούνιο 1926 άλλαξαν τα καύσιμα του πλοίου, περνώντας από το κάρβουνο στο πετρέλαιο, κάτι που του επέτρεπε να φτάνει ταχύτητα 15 κόμβων. Αμέσως μετά το πλοίο εκμισθώθηκε στην εταιρεία Shaw, Savill & Albion Company, και μετονομάσθηκε «Ματαρόα», που στην Πολυνησιακή διάλεκτο σημαίνει: «η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια». Τον ίδιο καιρό εκμισθώθηκε στην ίδια εταιρεία το αδελφό πλοίο του «Sophocles» που μετονομάστηκε σε Tamaroa.
Μετά την εκμίσθωση του το Ματαρόα ξεκίνησε δρομολόγια από το Σαουθάμπτον της Αγγλίας προς το Γουέλινγκτον της Νέας Ζηλανδίας, μέσω Παναμά.
Η εταιρεία Aberdeen Line αγοράστηκε το 1932 από την εταιρεία Shaw, Savill & Albion Company.

Το Ματαρόα στο λιμάνι της Χάϊφα στο Ισραήλ το καλοκαίρι του 1945

Στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου το πλοίο μετέφερε στρατεύματα και εμπορεύματα. Το 1944 μετέφερε Αμερικανούς στρατιώτες στην Ιρλανδία προκειμένου να λάβουν μέρος στην απόβαση στη Νορμανδία.

Το καλοκαίρι του 1945 μετέφερε από τη Μασσαλία στη Χάϊφα παιδιά που επέζησαν το στρατόπεδο του Buchenwald. Σε άλλο ταξίδι μετέφερε 1204 επιζήσαντες το στραπέδο Bergen Belsen από τη Νεάπολη της Ιταλίας στη Χάϊφα.

Άφιξη στο Γουέλινγκτον

Στις 2 Ιανουαρίου 1948 εξερράγη πυρκαγιά στο μηχανοστάσιο του πλοίου, που βρισκόταν 500 μίλια από το Γουέλινγκτον, με προορισμό την Αγγλία μέσω Παναμά. Χάρη στις αποτελεσματικές προσπάθειες της ομάδας πυρόσβεσης υπό τον δεύτερο μηχανικό, η πυρκαγιά έσβυσε χωρις μεγάλες ζημιές στο πλοίο.

Το τελευταίο ταξίδι του Ματαρόα από το Σάουθαμπτον προς τη Νέα Ζηλανδία ξεκίνησε την 21η Νοεμβρίου 1956. Με την επιστροφή του στην Αγγλία, το πλοίο πουλήθηκε σαν παλιοσίδερα. Κατέπλευσε στις 29 Μαρτίου 1957 στο διαλυτήριο πλοίων της Metal Industries Ltd στο λιμάνι του Faslane στη Σκωτία όπου διαλύθηκε.

Faslane is located west of Glasgow (Google maps)

Οι λιμενικές εγκαταστάσεις του Faslane κατασκευάστηκαν στο διάστημα 1941 – 1942, μετά το τέλος το πολέμου όμως οι ανταγωνιστές απέτρεψαν την λειτουργία του σαν εμπορικό λιμάνι. Το 1946 η Βρετανική Κυβέρνηση αποφάσισε να λειτουργήσει σαν διαλυτήριο πλοίων, και υπέγραψε σχετικό συμβόλαιο εκμίσθωσης του λιμανιού και των εγκαταστάσεων του στην εταιρεία Metal Industries Ltd. Η διάρκεια του συμβολαίου ήταν 20 χρόνια, με αρχικό ετήσιο μίσθωμα 12,500 λίρες.

Metal Industries Ltd’s Faslane yard was operated from 1946 until 1980

Οι προβλήτες είχαν μήκος 3,000 πόδια, με ελάχιστο βάθος 35 πόδια, υπερεπαρκείς γερανούς, άφθονους χώρους αποθήκευσης, 22 μίλια λωρίδες φόρτωσης σε σιδηροδρομικά βαγόνια, και εύκολη πρόσβαση στο οδικό δίκτυο. Η φυσική θέση των εγκαταστάσεων επέτρεπε την διάλυση και των μεγαλύτερων πλοίων, και έτσι το διαλυτήριο στο Faslane έγινε το μεγαλύτερο στην Βρετανική Κοινοπολιτεία.Έπαυσε την λειτουργία του το 1980.

Πηγές

«Ματαρόα, 1945. Από τον μύθο στην ιστορία» (εκδ. Ασίνη)

THE NEW ZEALAND MARITIME RECORD

Metal Industries Ltd Faslane yard saw many famous ships and fascinating people. 9th February 2022. By Craig Borland
@helensburghadv

https://www.shipsnostalgia.com/

Jerusalem Artichoke – Ηλίανθος ο Κονδυλόριζος

Στα αγγλικά εκτός από ‘Jerusalem artichoke, η ρίζα είναι γνωστή ως sunroot, sunchoke, ή topinambur. Στα ελληνικά η ορθή ονομασία της είναι ‘Ηλίανθος ο κονδυλόριζος’ [Helianthus tuberosus], όμως η ονομασία που προτιμώ είναι αυτή που χρησιμοποιείται στη Μύκονο, ‘ηλιάκι’ (το ανέφερε σε άρθρο του ο Δημήτρης Ρουσουνέλος). Υπάρχουν βέβαια και οι ονομασίες κανκιόφολα στην Κέρκυρα και κολοκασούδι στην Κύπρο, τοπιναμπούρ στα τηλεοπτικά παιχνίδια, και η άμεση μετάφραση «Αγκινάρες Ιερουσαλήμ».

Πρόκειται για τη ρίζα του λουλουδάτου φυτού που έφερε στην Ευρώπη από τη Βόρεια Αμερική τον 17ο αιώνα ο ιδρυτής του Quebec Γάλλος εξερευνητής και αποικιοκράτης Samuel de Champlain. Σε αυτόν οφείλουμε το ένα μισό της ιδιόμορφης ονομασίας «Αγκινάρες Ιερουσαλήμ», αφού έγραψε ότι η γεύση της ρίζας του θύμησε αγκινάρα. Το άλλο μισό οφείλεται σε παραφθορά της γλώσσας. Τα λουλούδια του φυτού στρέφουν το πρόσωπο τους προς τον ήλιο, οπότε στην ιταλική ονομασία του φυτού προστέθηκε η λέξη «Girasole (sunflower)». Στην παραφθορά το Girasole έγινε Jerusalem. Το φυτό όμως δεν έχει σχέση ούτε με την Ιερουσαλήμ, ούτε με τις αγκινάρες.
Τα λουλούδια του φυτού είναι τόσο όμορφα, που ο μεγάλος Γάλλος ζωγράφος Claude Monet τα ζωγράφισε το 1880. Ο πίνακας αυτός σήμερα εκτίθεται στο μουσείο National Gallery of Art, στην Washington DC στις ΗΠΑ.

Claude Monet Jerusalem Artichoke Flowers, 1880, National Gallery of Art, Washington DC. Free use under CCO

Η ρίζα αυτή περιέχει ινουλίνη, που είναι ένας υδατάνθρακας παρόμοιος με τη φρουκτόζη. Το ανθρώπινο σώμα δεν έχει ένζυμα ικανά να διασπάσουν την ινουλίνη στο στομάχι και το λεπτό έντερο, οπότε αυτή φτάνει ακέραια στο παχύ έντερο, όπου την παραλαμβάνουν τα εκεί παρεπιδημούντα βακτήρια και την διασπούν. Στη διαδικασία αυτή παράγεται ως παραπροϊόν διοξείδιο του άνθρακα, που είναι αέριο, οπότε κάποια στιγμή θα δραπετεύσει από την κοιλιακή χώρα δια της οπισθίας οδού. Δεν πρέπει όμως να παραπονιέται κανείς, πάντα υπάρχει μια σκιά και στον λαμπρότερο ήλιο.

Jerusalem Artichokes Salad

Το μπιστρό Hereford Road άνοιξε στον αριθμό 3 του ομώνυμου δρόμου το 2007, στον χώρο που στο παρελθόν φιλοξενούσε ένα κρεοπωλείο στη συνοικία Notting Hill Gate στο Λονδίνο. Το βρήκα στον οδηγό εστίασης Michelin και το επισκέφθηκα το φθινόπωρο του 2012. Όπως τότε, έτσι και σήμερα (2022), το μπιστρό έχει χαρακτηρισθεί ως «Bib Gourmand», που σημαίνει ότι βρίσκεις σε αυτό φαγητό καλής ποιότητας σε λογικές τιμές. Η κουζίνα του έχει χαρακτηρισθεί από τον οδηγό Michelin «παραδοσιακή Βρετανική». Σερβίρει νόστιμα βρετανικά πιάτα χωρίς πολλά συνοδευτικά, με πρώτης ποιότητας υλικά. Πολλά από τα πιάτα του έχουν εντόσθια.

Σοτ μπιστρό Hereford Road γεύτηκα για πρώτη φορά τα ηλιάκια, στο πιάτο ‘Jerusalem artichokes salad’, που αποδίδω στα ελληνικά ‘Ηλιάκια σαλάτα.’Όταν παρήγγειλα τη σαλάτα με τις αγκινάρες Ιερουσαλήμ δεν είχα ιδέα από όλα αυτά, και νόμιζα ότι θα γευθώ κάποια ιδιαίτερη ποικιλία αγκινάρας. Η γεύση του υλικού στο πιάτο με έπεισε ότι δεν ήταν αγκινάρα, μου άρεσε όμως κι έτσι το απόλαυσα. Έχω την εντύπωση ότι ο σεφ τις έβρασε πρώτα και μετά τις πέρασε από τη σχάρα πριν τις σερβίρει στη σαλάτα. Η σάρκα ήταν γλυκιά, με αρώματα καπνού και αμυλώδης και πήγαινε εξαιρετικά με την λιπαρότητα της μαγιονέζας και την αψάδα και κάψα του αγριοράπανου .

Edward Hopper: The “Martha McKeen” of Wellfleet, 1944

Edward Hopper is one of my favourite painters.

This is a post about Hopper’s painting of a sailing boat.

I quote from the Carmen Thyssen-Bornemisza collection expert’s report.

“Although, according to Jo Hopper’s notation in the record book, The “Martha McKeen” of Wellfleet represents a late August morning off Cape Cod and Hopper began this painting on 10 August, he did not complete the canvas until after he returned to New York in December 1944. Jo also recorded a subtitle, “Where Gulls Fill Their Gullets.” When Hopper was asked about the title of this painting by the publisher of a small monograph of his work, he responded emphatically: “I should like to retain the title ‘The Martha McKeen of Wellfleet’ if possible. The young lady that the picture is named after has taken us sailing in Wellfleet harbor so often that the title has a sentimental value for us and Martha McKeen also. The title was given purposely to please her and I think it would make her feel badly if it were to be changed. There is no vessel with this name as far as I know. It was named after our friend.”

Hopper was inspired to paint this and some of his other sailing pictures by sailing with Martha and Reggie McKeen of Wellfleet, a much younger couple. He had been forced to give up sailing on his own by Jo who thought it was too dangerous. While the canvas was in progress, the Hoppers also went to Provincetown so that he could study the gulls at a fish house on the railroad wharf. Jo felt that the man depicted at the tiller might be Hopper himself.

Ever since he built a catboat as a teenager, Hopper adored sailing. His love of solitude must have enhanced his enjoyment of sailing. He sketched numerous sailing boats as a boy in his hometown, Nyack, New York, a Hudson River port that had a shipbuilding industry during that time. The first painting he ever sold was Sailing the only work he exhibited in the famous New York Armory Show of 1913.

Although sailing boats appear in the oils he painted in Gloucester, the next action pictures occur in watercolour: The Dory, 1929 and Yawl Riding a Swell, 1935. The “Martha McKeen” of Wellfleet follows three other canvases of sailing scenes: The Long Leg, 1935; Ground Swell, 1939 and The Lee Shore, 1941. Each of these paintings utilises a horizontal strip of sky and sea, and sometimes land, parallel to the picture plane. Hopper’s only preparatory sketch for The “Martha McKeen” of Wellfleet reveals that he originally considered placing a standing figure near the mast rather than the two seated men seen in the final painting. His resolution is an impressive canvas with strong blue tonalities played off against the white sails and sand bar. Sunlight dramatises the entire composition and the gulls cast blue shadows. The action appears rather frozen in time but Hopper effectively captured the great strength of the sea and man’s momentary harmony with it.”

Gail Levin

In the Whitney Museum of Art in New York there is one study for the painting.

Study for The “Martha McKeen” of Wellfleet, 1944

Fabricated chalk on paper

Sheet: 15 1/16 × 22 1/8in. (38.3 × 56.2 cm)

Whitney Museum of Modern Art, New York, USA

The painting itself belongs to the Carmen Thyssen-Bornemisza Collection. I saw it in the Museo Nacional Thyssen-Bornemisza, in Madrid during my August 2016 visit there. I have taken all the photographs that follow during this visit.

The “Martha McKeen” of Wellfleet, 1944

Museo Nacional Thyssen-Bornemisza, Madrid, Spain

Coffee Shop Images

This post presents coffee shop images.

Last Update: 16 March 2024.

Anonymous, Interior of a coffeehouse, circa 1690 – 1700

Height: Height: 147 millimetres
Width: Width: 220 millimetres

The British Museum, London, UK

Interior of a London Coffee-house; maid in white lace frontage behind canopied bar and manservant taking clay pipes from a chest, at centre, another servant pouring coffee, to right, group of men seated on benches with newspapers and cups, in background, fire with cauldron, various paintings and notices on wall.

This drawing is a rare visual record of a late 17th-century London coffee house interior, in a style similar to that used for fan painting of the period. The costumes suggest a date in the mid or late 1690s.

Caffè Florian, style and quality from 1720

The Venetian coffeehouse since 1720

Edouard Manet, Au café 1878

Oil on canvas, 78 x 84 cm

Oskar Reinhart Collection ʻAm Römerholz̕, Winterthur, Switzerland

Edouard Manet, Intérieur de café, date indéterminée

graphite ; lavis d’encre de Chine ; papier vélin quadrill?,

H. 14,1 ; L. 18,7 cm,

Achat, 1954,©

RMN-Grand Palais (Musée d’Orsay)/DR

Edouard Manet (French, 1832-1883), The Café-Concert, ca. 1879

Manet was the quintessential “Painter of Modern Life,” a phrase coined by art critic and poet Charles Baudelaire. In 1878-79, he painted a number of scenes set in the Cabaret de Reichshoffen on the Boulevard Rochechouart, where women on the fringes of society freely intermingled with well-heeled gentlemen. Here, Manet captures the kaleidoscopic pleasures of Parisian nightlife. The figures are crowded into the compact space of the canvas, each one seemingly oblivious of the others. When exhibited at La Vie Moderne gallery in 1880, this work was praised by some for its unflinching realism and criticized by others for its apparent crudeness.

Gustave Caillebotte, In a Café, 1880

Musée d’Orsay, on deposit to the Musée des Beaux-Arts, Rouen.

Fernand Lungren, American, 1857–1932. In the Café, 1882–84

In 1882 Fernand Lungren travelled to Paris, where he briefly attended classes at the Académie Julian before abandoning formal training in favour of direct observation of the city and its people. Here, a fashionably dressed woman sits alone and alert. Her presence is a sign of modern Paris’s changing social environment, in which café culture offered women new opportunities for leisure in public spaces. Although Lungren employed a dense, hard-edged style, his interest in modern life and the effects of light (here both gas and electric lighting) was nevertheless indebted to French Impressionism.

Vincent van Gogh, Café Terrace at Night (1888)

chalk, reed pen, India ink and graphite on laid paper
Dimensions height: 62.8 cm (24.7 in); width: 47.1 cm (18.5 in)

Dallas Museum of Art, USA

Vincent van Gogh, Café Terrace at Night (September 1888)

Oil on canvas, 80.7 × 65.3 cm (31.8 × 25.7 in)

Kröller-Müller Museum, Otterlo, Netherlands

After finishing Café Terrace at Night, Van Gogh wrote a letter to his sister expressing his enthusiasm:

I was interrupted precisely by the work that a new painting of the outside of a café in the evening has been giving me these past few days. On the terrace, there are little figures of people drinking. A huge yellow lantern lights the terrace, the façade, the pavement, and even projects light over the cobblestones of the street, which takes on a violet-pink tinge. The gables of the houses on a street that leads away under the blue sky studded with stars are dark blue or violet, with a green tree. Now there’s a painting of night without black. With nothing but beautiful blue, violet and green, and in these surroundings the lighted square is coloured pale sulphur, lemon green. I enormously enjoy painting on the spot at night. In the past they used to draw and paint the picture from the drawing in the daytime. But I find that it suits me to paint the thing straightaway. It’s quite true that I may take a blue for a green in the dark, a blue lilac for a pink lilac, since you can’t make out the nature of the tone clearly. But it’s the only way of getting away from the conventional black night with a poor, pallid and whitish light, while in fact a mere candle by itself gives us the richest yellows and oranges.

[Letter 678 (in French) from Vincent van Gogh to Wilhelmina van Gogh, Arles, 9 and 16 September 1888]

Vincent van Gogh, The Night Café, 1888

Medium oil on canvas
Dimensions height: 72.4 cm (28.5 in); width: 92.1 cm (36.2 in)

Yale University Art Gallery, New Haven, Connecticut, USA

The interior depicted is the Café de la Gare, 30 Place Lamartine, run by Joseph-Michel Ginoux and his wife Marie, who in November 1888 posed for Van Gogh’s and Gauguin’s Arlésienne.

In August 1888, the artist told his brother in a letter:

Today I am probably going to begin on the interior of the café where I have a room, by gas light, in the evening. It is what they call here a “café de nuit” (they are fairly frequent here), staying open all night. “Night prowlers” can take refuge there when they have no money to pay for a lodging, or are too drunk to be taken in.

[Letter from Vincent van Gogh to Theo van Gogh
Arles, 6 August 1888]

Paul Marie Verlaine (1844-1896) au Café François 1er, 69 boulevard Saint-Michel dans le 5e arrondissement de Paris. Photographie de Paul François Arnold Cardon dit Dornac (entre 1890 et 1896)

Henri de Toulouse-Lautrec, At the Café La Mie, about 1891, 53 x 67.9 cm

Museum of Fine Arts, Boston, USA

Lautrec based this painting on a staged photograph in which his friend Maurice Guibert played the role of a sleazy low-life type in the company of an unidentified woman. The practice of deriving paintings from photographs was one that Lautrec embraced starting in the 1880s. The painting’s title comes from “Un miché à la mie,” 19th-century slang for a client who neglects to pay a prostitute for her services. Might this play on words have a bearing on the enigmatic relationship between these two figures?

Henri de Toulouse-Lautrec, French, 1864–1901. Monsieur Boileau at the Café, 1893

France, 19th century, Oil and tempera with charcoal on millboard

Sheet: 80.3 x 65 cm (31 5/8 x 25 9/16 in.); Framed: 105.4 x 89.5 x 8.3 cm (41 1/2 x 35 1/4 x 3 1/4 in.)

Hinman B. Hurlbut Collection 1925.1409

Cleveland Museum of Arts, USA

Cleveland’s 1925 purchase of this work by Henri de Toulouse-Lautrec marked the first acquisition of one of the artist’s drawings by a museum in the United States. Its subject, Monsieur Boileau, was a gossip columnist known to drink heavily at Le Mirliton, a nightclub. Here, saturated, acidic tones evoke the room’s gas lamps and thinned oil paint absorbs into its support, producing texture that complements the scene’s grittiness. In his own time, Toulouse-Lautrec was considered a portraitist for such depictions of friends and other inhabitants of his neighborhood. He preferred drawing for its immediacy, using it to record his sitters’ personalities through materials and formal choices. (from the Museum’s website)

Henri de Toulouse-Lautrec, Au Café Le consommeteur et la cassière chlorotique, 1898

oil on cardboard, 81.5 x 60 cm

Kunsthaus Zürich, Zürich, Switzerland

Picasso. Au Caffe. 1900

Picasso. Au Caffe. 1900

Musee D’Orsay – Paris: In A Café – Edgar Degas

The sense of despair is unmistakable in this painting of two miserable, shabbily-dressed absinthe drinkers who seem too drunk to keep their eyes focused, let alone communicate with one another. The subjects weren’t real drunkards however, but two of Degas’ friends, the actress Ellen Andrée and fellow artist Marcellin Desboutin.

The problem was that the painting was so convincing that people started believing that these well-know figures were actual alcoholics. The work did so much damage to their reputations that eventually Degas had to come out publicly and explain that they were simply modeling for him.

Erma Bossi (1885-1952)
Im Café (Interieur mit Figuren)
c. 1909-10
Oil on cardboard

At the Café, 1911 – Emil Nolde

Coffee 1915 Pierre Bonnard 1867?1947 Presented by Sir Michael Sadler through the Art Fund 1941 http://www.tate.org.uk/art/work/N05414

Pierre Bonnard – Le Café (Coffee), 1915. Oil on canvas, 73.0 × 106.4 cm. Tate Gallery, London, UK

1916. Thessaloniki, Liberty Square.

Unknown photographer.

Walter Gramatté, Café, 1918, oil on canvas

Born on this day…. Walter Gramatté January 8, 1897 Berlin , GR Died: February 9, 1929, Hamburg, was a German expressionist painter who specialized in magic realism. He worked in Berlin, Hamburg, Hiddensee and Barcelona. He often painted with a mystical view of nature. Many of his works were inspired by his experiences in the First World War and his illness. His works were classified as “Degenerate art” by the Nazi government in 1933 and were not exhibited again until after the war. He was the inspiration for the painter “Catell”, a character in the novel Die Stadt hinter dem Strom by Hermann Kasack.

Otto Dix, Alte im Café (K. 9) 1920

Drypoint, 1920, from Radierwerk I, signed in pencil, dated, titled, numbered 14/20 (there was also a numbered edition of 10), published by Heinar Schilling, Dresdner Verlag, Dresden, on cream wove paper, unframed

plate: 250 by 185mm 9 3/4 by 7 3/8 in

sheet: 480 by 350mm 19 by 14in

Otto Dix, At the Café (Im Café), 1922

Medium:Watercolor and ink on paper

Dimensions:19 1/4 x 14 3/8″ (48.9 x 36.5 cm), Paper:Wove.

1922-Maurice-Brange,-Au-Café–Solita-Solano-and-Djuna-Barnes-in-Paris

Ernst Ludwig Kirchner (German, 1880–1938)
“Cafe”, 1928

Art Deco Cafe, illustration by Martin Wickstrom

Farmer in the cafe. Pie Town, New Mexico in 1940. Photograph by Russell Lee, for the Farm Security Administration

The FSA was one of many New Deal agencies created during the Great Depression in the United States. The FSA resettled poor farmers on more productive land, promoted soil conservation, provided emergency relief, and loaned money to help farmers buy and improve farms. The photographers documented this work and more, providing us with a window into this era.

Caffé Greco, Rome 1948. Photo Irving Penn

Aldo Palazzeschi, Goffredo Petrassi, Mirko, Carlo Levi, Pericle Fazzini, Afro, Renzo Vespignani, Libero de Libero, Sandro Penna, Lea Padovani, Orson Welles, Mario Mafai, Ennio Flajano, Vitaliano Brancati and Orfeo Tamburi.

Paris 1957

Alberto Giacometti and his wife Annette at Café Express in Paris December 1957
📸 by Robert Doisneau

Renato Guttuso, Caffè Greco, 1976

Acrylic on lined cardboard. 186 x 243 cm
Museo Nacional Thyssen-Bornemisza, Madrid

It is a painting dedicated to Giorgio de Chirico.

The profile figure of Giorgio de Chirico, an artist whom Guttuso regarded as the last survivor among the great geniuses of the century, is shown seated on the left, gazing at the rest of the people. According to the artist, his presence acted as a “catalyst” of the scene, although he went on to explain that “the fascination with the place largely stemmed from the people who had passed through it, from Buffalo Bill to Gabriele d’Annunzio.” (Paloma Alarcó).

Nikos Moropoulos, Kafeneio in Nafplio (Coffee Shop in the City of Nafplio), 2006

Oil on canvas, h: 100 cm x w: 70 cm

This is one of the few remaining traditional coffee shops (kafeneio) in Greece. The label reads “Kafeneion Kloni”. It is located in Constitution Square, City of Nafplio, the first capital of the modern (post 1821) Greek State.

Art Institue of Chicago – Modern Art

Today my topic is works of modern art from the Art Institute of Chicago which I last visited in April 2013. I have taken all the photographs.

The following posts are relevant to the Art Institute of Chicago.

Head of a Woman

Woman in a Tub

Jackson Pollock, The Key, 1946. Oil on linen.
Robert Rauschenberg, Short Circuit, 1955, Oil, fabric, notebook paper, postcard, printed reproductions, concert program, and autograph on canvas, wood supports, and cabinets with paintings by Susan Weil and Elaine Sturtevant. View 1
Robert Rauschenberg, Short Circuit – View 2
Robert Rauschenberg, Short Circuit – View 3
Robert Rauschenberg, Short Circuit – View 4
Robert Rauschenberg, Short Circuit – View 5
Jean Dubuffet, Genuflection of the Bishop, 1963. Oil on canvas
Jean Dubuffet, Two nude women, 1942. Gouache, possibly casein, on panel
Davod Hockney, American Collectors, 1968. Acrylic on canvas

Gerhard Richter, Mouth, 1963. Oil on canvas
Alex Katz, Vincent and Tony, 1969. Oil on Canvas
Andy Warhol, Mao, 1972. Acrylic, silkscreen ink, and pencil on linen
Willem de Kooning, Head 3, 1973. Bronze. View 1
Willem de Kooning, Head 3, 1973. Bronze. View 2
Willem de Kooning, Head 3, 1973. Bronze. View 3
Willem de Kooning, Untitled IX, 1975. Oil on linen
Rachel Harrison, Pablo Escobar, 2010. Wood, polystyrene, cement, acrylic, and ceramic peppers
Rachel Harrison, Pablo Escobar, 2010. Wood, polystyrene, cement, acrylic, and ceramic peppers – Detail
John Chamberlain, Toy, 1961. Steel, paint and plastic – View 1
John Chamberlain, Toy, 1961. Steel, paint and plastic – View 2
John Chamberlain, Toy, 1961. Steel, paint and plastic – View 3
Jeff Koons, Woman in a Tub, 1988. Porcelain – View 1
Jeff Koons, Woman in a Tub, 1988. Porcelain – View 2
Jeff Koons, Woman in a Tub, 1988. Porcelain – View 3

Crete, Greece

I share some of the photos I took over the years on the island of Crete in Greece.

Fishing boat in Kolymbari, Chania – Ψαρόβαρκα στο Κολυμπάρι, Χανιά
Ruin in Kolymbari – Ερειπωμένο σπίτι στο Κολυμπάρι
Lobster in Kolymbari – Αστακός στο Κολυμπάρι
House in Vrahassi – Σπίτι στο Βραχάσι
House in Vrahassi – Σπίτι στο Βραχάσι
Taverna ‘Platanos; in Vrahassi – Ταβέρνα “Πλάτανος”, Βραχάσι
The port in the city of Chania – Το λιμάνι στα Χανιά
Building in the port of Chania – Κτίριο στο λιμάνι των Χανίων
Houses in the port of Chania – Σπίτια στο λιμάνι των Χανίων
Gate in Rethymno – Πϋλη στο Ρέθυμνο
Gate in Rethymno – Πϋλη στο Ρέθυμνο
Minoan Palace in Kmossos – Το παλάτι του Μίνωα στην Κνωσσό