Thorn of a bitter love – ακανθος πικρης αγαπης

«Oταν έχει τις πληγήν βαθείαν κρυφήν, εις την θάλασσαν πρέπει να πλέει, μόνος, ολομόναχος»!

Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθεί ως πέντε οργυυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ’ έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας τας αύρας και τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα’ ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναύς μαγική, η ναύς των ονείρων…

Ονειρο στο Κυμα


Να δράξη την Αρχόντω από τον βραχίονα… από την μασχάλην… όχι, από την μέσην, Και έπλεεν ήδη, έπλεε κ’ εκολυμβούσε μαζί της. Δια μίαν φοράν ας γίνη γλυκιά η πικρή και αλμυρά θάλασσα.

Έφευγεν, έφευγεν ως δελφίνι, εφύσα κ’ εξέρνα το νερόν ως φάλαινα, και προέβαλλε κοπτερόν τον βραχίονα ως ξιφίας. Έπλεε με τον δεξιόν βραχίονα, κ’ εσφιχταγκάλιαζε την νέαν με τον αριστερόν. Άνω την κεφαλήν της, άνω. Ν’ αναπνέη το δακτυλιδένιο στοματάκι της… “Μη φοβάσαι, αγάπη μου!” Και μικρόν κατά μικρόν θα εξετοπίζετο οργυιάς και οργυιάς… θα εζύγωνε, θα επλησίαζεν εις την ξηράν. “Τώρα, τώρα, εφτάσαμε, ψυχή μου”. Κανέν δυστύχημα δεν έμελλε να συμβή. Όλος ο κόσμος θα εσώζετο. “Εζαλίσθης, ψυχή μου; Όλα καλά τώρα. Επνίγη κανείς; Όχι, αφού εγλύτωσες συ”. Ώ, πώς θα έπεφταν αφανισμένοι, μισοπνιγμένοι, στάζοντες θάλασσαν, επάνω εις την άμμον. Αναπλασμένοι και αναβαπτισμένοι. Νέος Αδάμ και νέα Εύα, φέροντες τους χιτώνας θαλασσοβρεγμένους κολλητά εις την επιδερμίδα των, περισσότερον παρά γυμνοί.

Ερως – Ηρως

“Ο Παπαδιαμάντης ζωγραφίζει το αόρατο. Κινηματογραφεί τον άνεμο. Βάζει τη σιωπή και χορεύει. Και φανερώνει στα αλλόκοτα μάτια μας ορατή την κίνηση του νεαρού δέντρου, πώς μεγαλώνει.
Η γλώσσα του σωφυλλιάζει με τον ήχο της σταλαματιάς, και με το διάνεμα των φύλλων της λεύκας. Τον κοιτάμε να φωτίζει απλά τις έγνοιες και τον καημό του καθημερινού ανθρώπου, και νιώθουμε να μας λογχίζουν τα κοντάρια το φως, όταν ορμάει η μέρα το πρωί και κυριεύει τους λόφους.
Όλα τα φέρνει και όλα τα παίρνει το κυμάτισμα της φωνής του :
Tη λίγη ελπίδα των ανθρώπων και την πολλή απαντοχή τους. Το πέρασμά μας από τη ζωή το βιαστικό. Και το φευγιό μας για πάντα. Τις χαρές απλές και τις λύπες αμεμψίμοιρες. Ο ασβέστης του ψέλνει, οι θάλασσες ανεβαίνουν, το κυπαρίσσι του φυλάει σκοπιά το νούμερο δύο με τέσσερες.
Είναι το ξόμπλι του ένα δίχτυ ησυχίας, που μέσα του πέφτουν και χωνεύουν καλόβολα όλα τα έργα του θεού και των ανθρώπων.
Όμβροι, ανεμοζάλη, η άνοιξη των σπάρτων. Η θροή του καλαμιώνα, οι απορρώγες βράχοι, η δρόσος Αερμών. Τα δέντρα, οι πόες, τα πουλιά, οι αιγιαλοί, οι ορίζοντες. Η ανυμέναιη κόρη που έμεινε, τα ράσα του καλού ιερέα, του παπα-Αδαμάντιου, η ξενιτειά, τα καράβια και τα κάρβουνα. Και ακόμη η στολή η χιονόλευκη του μπάρμπα-Γιαννιού του Έρωτα παραμονή Χριστούγεννα.
Ο Παπαδιαμάντης μιλά για τον άνθρωπο, ακόμη κι όταν φαίνεται πως δε μιλά για τον άνθρωπο.
Σ’ ένα διήγημά του, από τον κορμό κάποιου δεσπόζοντα δρυ και βασιλικού, αναδύεται το στυλό ανάστημα μιας νύφης-δρυάδας. Τα εξαίσια λυγίσματα εκείνου του θηλυκού είναι ο δαίμονας-πειρασμός των αγίων. Οι στάλες της δροσιάς που στάζει το σώμα της γίνουνται αναμμένα κάρβουνα που πέφτουν και καίνε την ερωτική πενία και το ποθοπλάνταγμα σε όλους τους σεβνταλήδες. Και τέτοιος σαρκώθηκε ο οξύς ερωτισμός στη φαντασία του Παπαδιαμάντη και στα όνειρά του.
Το ποίημά του Όνειρο στο κύμα είναι το στέμμα της ερωτικής ποίησης ολόκληρης της νέας λογοτεχνίας μας.
Μέσα στον άνθρωπο συρρέει και διαλύεται όλος ο φυσιολόγος και ο παγανιστής Παπαδιαμάντης.”

Δημητρης Λιαντινης (Τα Ελληνικα, σελ. 61-62)

“Σ’ όποια του σελίδα κι αν σταθούμε, αναγνωρίζουμε κάτω από τον χριστιανό τον Eλληνα· κάτω από τον μυστικοπαθή, τον μεσημβρινόν αισθησιάρχη· κάτω από τον άνθρωπο της εκκλησίας, τον άνθρωπο της σάρκας, των μυριστικών χόρτων, του γιαλού”».

Oδυσσέας Eλύτης (“Eν λευκώ”, εκδ. Iκαρος 1992, σελ. 93)

Εργο της Πωλινας Ζιωγα

Οσοι αντεξατε και διαβασατε μεχρις εδω, θα καταλαβετε περι τινος προκειται.

Ο Αλεξανδρος Παπαδιαμαντης ειναι απο τους μεγαλυτερους εκφραστες ερωτικου παθους.