The Greek Writer Aris Alexandrou – Ο λογοτέχνης και ποιητής Άρης Αλεξάνδρου

Today I want to pay tribute to Aris Alexandrou, a Greek writer who became known for his novel “The Mission Box”.

Σήμερα τιμώ τον μεγάλο Ελληνα Συγγραφέα Αρη Αλεξάνδρου, που είναι ευρύτερα γνωστός από το μυθιστόρημα του “Το Κιβώτιο”.

Γιος του Βασίλη Βασιλειάδη, Ελληνα από την Τραπεζούντα και της Πολίνας Αντοβνα Βίλγκελμσον, Ρωσίδας εσθονικής καταγωγής, ο Αριστοτέλης Βασιλειάδης, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Αρη Αλεξάνδρου, γεννήθηκε στο Λένινγκραντ το 1922. Ήρθε με τους γονείς του στην Ελλάδα το 1928 και εγκαταστάθηκαν στην αρχή στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στην Αθήνα. Τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Βαρβάκειο το 1940 και έδωσε εξετάσεις στο Πολυτεχνείο, όπως επιθυμούσε ο πατέρας του. Τελικά πέρασε στην ΑΣΟΕΕ, αλλά το 1942 την εγκατέλειψε αποφασίζοντας να στραφεί στη μετάφραση. Ήταν η εποχή, μέσα στην Κατοχή που συνίδρυσε (με τους Ανδρέα Φραγκιά, Γεράσιμο Σταύρου κ.ά.) μια αντιστασιακή ομάδα.

Η απομάκρυνσή του από την ενεργό κομματική δράση και η μη συμμετοχή του στις δραστηριότητες της Αριστεράς και εδώ ειδικά στα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944, δεν εμπόδισαν τις αγγλικές στρατιωτικές αρχές, που είχαν έρθει στην Ελλάδα, να τον συλλάβουν και να τον στείλουν στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα, όπου έμεινε έως τον Απρίλιο του ’45. Επίσης, παρόλο που δεν έχει ανάμειξη στον εμφύλιο πόλεμο συλλαμβάνεται το 1948 και, επειδή αρνείται να αποκηρύξει τις ιδέες του, στέλνεται και παραμένει διαδοχικά στα στρατόπεδα Μούδρου, Μακρονήσου και Άγιου Ευστράτιου, από τον Ιούλιο του 1948 έως τον Οκτώβριο του 1951. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης βιώνει την μοναξιά του “πρώην” μέλους του ΚΚΕ. Οι πρωην συντροφοι του δεν του συγχωρούν ότι διαφωνεί ανοιχτά με το κόμμα.

Γυαρος

Μετά ένα χρόνο, το Νοέμβριο του 1952, και ενώ είχε μείνει ελεύθερος δικάζεται από το Στρατοδικείο Αθηνών ως ανυπότακτος (κατά την εποχή που ήταν εξόριστος). Ο Αλεξάνδρου δεν αναφέρει στους στρατοδίκες το προφανές: ότι δηλαδή όταν ήταν να παρουσιαστεί στο στρατό ήταν ήδη εξόριστος! Αντί τούτου δηλώνει κομμουνιστής. Σημειώνω ότι είχε ήδη απομακρυνθεί από το ΚΚΕ. Καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε 10 χρόνια ειρκτή και έμεινε διαδοχικά στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου. Στη Γυάρο οι συνθήκες είναι ακραίες, Δεν τους αφήνουν καν να βγούνε από τα κτίρια. Ο Αλεξάνδρου βιώνει την απόλυτη μοναξιά, αφοί οι πρώην “σύντροφοι” του τον έχουν αποκηρύξει.

Στην αναθεώρηση της δίκης η ποινή του περιορίστηκε στα 7 χρόνια και απολύθηκε τον Αύγουστο του 1958 με τη χάρη του ενός τρίτου. Από τις φυλακές βγαίνει τελικά τον Αύγουστο του 1958 και τον επόμενο χρόνο παντρεύεται την Καίτη Δρόσου για να εγκατασταθούν στο σπίτι της, στην οδό Σπετσών 45. Το 1966 αρχίζει να γράφει το «Κιβώτιο», το οποίο ολοκληρώνεται το 1972 στο Παρίσι. Με τη δικτατορία φεύγουν και οι δύο για το Παρίσι, από τον φόβο μιας νέας σύλληψης.

Ο Αλεξανδρου με την Καιτη Δροσου στο Παρισι

Εκεί αναγκάστηκε να κάνει (και ο ίδιος και η Καίτη Δρόσου) πολλές χειρωνακτικές δουλειές. Ενδεικτικά αναφέρω ότι εργάστηκε σαν συσκευαστής (έκανε πακέτα) για τoν μεγάλο οίκο μόδας Hermes. Όταν περάσαν οι εορτές και δεν χρειαζοντουσαν πια βοήθεια για τα πακέτα, ο Αλεξάνδρου τους έπεισε να τον κρατήσουν για να πλένει και καθαρίζει κάθε πρωί τα πεζοδρόμια μπροστά από το διάσημο μαγαζί  στην Faubourg Saint Honore. Μετα έκανε διάφορες άλλες μικροδουλειες, ενώ η Καιτη Δροσου δούλευε σαν καθαρίστρια.

Ο Αρης Αλεξανδρου πέθανε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 2 Ιουλίου 1978 από καρδιακή προσβολή και μόλις πρόφτασε να δει τη μετάφραση του «Κιβώτιου» στα γαλλικά από τις εκδόσεις Gallimard.

Το «Κιβώτιο» θεωρείται κλασικό δείγμα αντι-μυθιστορήματος, καθώς ανατρέπει (χωρίς να ξενίζει) τους κανόνες και κώδικες της πεζογραφίας. Έχει περίπου τη δομή ενός προσωπικού ημερολογίου. Ο μύθος του «Κιβωτίου» είναι  συνοπτικά ο εξής: Μια 40μελής ομάδα επίλεκτων κομμουνιστών αναλαμβάνει τη μεταφορά ενός κιβωτίου από μια πόλη σε άλλη πόλη. Κανείς από την ομάδα δε γνωρίζει το περιεχόμενο του κιβωτίου. Οι διαταγές είναι αυστηρές, δεν επιτρέπεται  η βραδυπορία και οι τραυματίες πρέπει να «κυανίζονται» δηλαδή να εκτελούνται.
Τελικά, το κιβώτιο παραδίδεται στα χέρια των αρμοδίων, μετά από πολλές περιπέτειες, από το μοναδικό επιζήσαντα .
Όταν οι παραλήπτες ανοίγουν το κιβώτιο, διαπιστώνουν (με έκπληξη;) ότι είναι άδειο. Ο επιζήσας θεωρείται υπεύθυνος. Συλλαμβάνεται και  φυλακίζεται.

Ο Αλεξανδρος Αργυρίου σχολιάζει:

“Ο αφηγητής (ή ο συγγραφέας) δολιχοδρομώντας ανάμεσα στις αναρίθμητες απορίες (του ή μας) φτάνει συχνά στην άκρη του γκρεμού. Και επειδή εκεί επικρατεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, που ο αφηγητής έχει αποδείξει ότι του είναι ισχυρό, ή της αυτοκαταστροφής που δρα υπόγεια, απομένουν δυο (τουλάχιστον) λύσεις για να διαλέξει: Ή τη σιωπή ή να συνεχίσει το παιχνίδι της αλήθειας – αυτοτραυματιζόμενος· με εμφανή τα στοιχεία της απόγνωσης.

Πιστεύω ότι το αφήγημα Κιβώτιο παίζεται από την αρχή του έως το τέλος, είτε έμμεσα είτε άμεσα, με συνείδηση της αβεβαιότητας απέναντι στα πράγματα, σε ό,τι ονομάζεται πραγματικότητα, στις ανθρώπινες πράξεις και προθέσεις και στην προφανή αντίφαση της άρνησης της λογικής δια της λογικής. Και όσο αποδεχόμαστε ότι η λογική εκφράζεται δια του λόγου, το Κιβώτιο σχοινοβατεί συνεχώς επάνω στις δυνατότητες του λόγου. Ένα όργανο που “ψεύδεται άμα και αληθεύει”.”

Η φιλία του Αλέξανδρου με τον Γιάννη Ρίτσο

Ο Αλεξάνδρου βρέθηκε στην παρέα του Ρίτσου, ανεξάρτητα από την Καίτη Δρόσου, χάρη στον, συμμαθητή του από το Βαρβάκειο, Ανδρέα Φραγκιά. Η φιλία του Αλεξάνδρου με τον Ρίτσο τον στήριξε και τον ενθάρρυνε στις πολύ δύσκολες στιγμές της ζωής του. Σε αντίθεση με άλλους πρώην συντρόφους, ο Ρίτσος ανεδείχθη σε άνθρωπο με διαρκή και ειλικρινή φιλικά συναισθήματα.

Η Καιτη Δροσου με τον Ριτσο

Η Καιτη Δρόσου αναφέρει: «Η συμπάθεια ήταν από την αρχή αμοιβαία. Κι έπειτα, βρέθηκαν κι οι δυο στου Γκοβόστη, όπου γίνονταν καταπληκτικές εκδόσεις, σκυμμένοι πάνω από τα τυπογραφικά δοκίμια. Ο Αρης μετέφραζε από τα ρωσικά, κι ο Γιάννης τα ξανακοίταζε μαζί μ’ έναν ρωσόφωνο ακόμα, μην τυχόν και τους ξεφύγει κάτι. Η δουλειά τούς έφερε κοντά…»

Πόσο διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες ήταν, όμως! «Σίγουρα. Ο Γιάννης κηρύσσει! Με την καλή έννοια, βέβαια, αλλά κηρύσσει. Ενώ ο Αρης μιλάει μόνο όταν έχει κάτι να πει. Και, όταν έχει κάτι να πει, είναι πάντα σχετικό με την τέχνη. Σαν τον Φραγκιά κι αυτός, όταν διαπίστωνε ότι ο συνομιλητής του έχει αντίθετη άποψη, δεν έμπαινε στη διαδικασία να τον μεταπείσει -“δεν βγάζει πουθενά” έλεγε. Και μεταξύ μας ακόμη, στα λίγα χρόνια που προλάβαμε να ζήσουμε μαζί, τις λέξεις δημοκρατία, ελευθερία, ισότητα, διανόηση δεν τις μεταχειριζόμασταν. Τη χαρά ή τη δυσαρέσκειά μας την εκφράζαμε μέσω λαϊκών γαλλικών τραγουδιών…»

Ο Αλεξάνδρου είχε χάσει από νωρίς την εμπιστοσύνη του στο Κόμμα. «Επιτρέπεται να θαυμάζουν έναν ηγέτη λες και είναι Θεός; με ρώτησε μετά την προβολή ενός ντοκιμαντέρ από τις γιορτές της απελεύθερωσης στη Μόσχα, με τις εικόνες του λαμπροστολισμένου Στάλιν ακόμα νωπές. Η λέξη προσωπολατρία, όμως, εμφανίστηκε πολύ αργότερα…»

Ο συγγραφέας του «Κιβωτίου», έχοντας παραδεχθεί μέσα του την ήττα του Εμφυλίου, διέσχισε τα χρόνια της εξορίας του απομονωμένος από τους συντρόφους του, κι ας είχε σπεύσει ο Ρίτσος να εγγυηθεί γι’ αυτόν ότι είναι τίμιος κι ότι δεν θα βλάψει το Κόμμα ποτέ. Ούτως ή άλλως, οι δρόμοι τους χώρισαν. Έπρεπε να φτάσει το ’58, οπότε επέστρεψε κι ο Αλεξάνδρου από τη Γυάρο στην Αθήνα, για να μιλήσουν ξανά.

Γυαρος

«Το θέμα με τον Αρη και τον Γιάννη δεν ήταν να τα βρουν στα ιδεολογικά» συνεχίζει η κ. Δρόσου. «Το θέμα ήταν ποιος θα κάνει πρώτος την κίνηση να βγάλει το χαρτί απ’ την τσέπη, ποιος δηλαδή θα προκαλέσει ξανά συζήτηση πάνω σ’ ένα γραπτό, όπως θα μιλούσε στον δάσκαλό του». Απ’ τη μεριά της, το είχε ξεκαθαρίσει στον Αλεξάνδρου -«δεν ξέρω τι θα κάνεις εσύ, εγώ εξακολουθώ να συναντιέμαι με τον Ρίτσο». Κι εκείνος αμέσως της απάντησε: «Τότε γιατί δεν του λες να ‘ρθει;»

Η πρόσκληση αφορούσε το διαμέρισμα της οδού Σπετσών, εκεί όπου συνεχίζει να επιστρέφει κι η ίδια κάθε χρόνο από τη Γαλλία, το διαμέρισμα που εγκατέλειψαν οι δυο τους άρον άρον τον Απρίλιο του ’67, με μόνο εφόδιο τα ρούχα που φορούσαν.

Οι αποστάσεις που τήρησαν από τους Έλληνες αυτοεξόριστους «ήταν επιλογή μας», λέει, «καθώς τότε (σ.σ.: κατά τη διάσπαση του ΚΚΕ) έπρεπε να δηλώσει κανείς πού ανήκει, αν είναι υπέρ του Κολιγιάννη ή κατά».

Με τον Ρίτσο, ωστόσο, ο οποίος γνωρίζει νέες διώξεις τώρα, πιάνουν και πάλι ν’ αλληλογραφούν. Ο ποιητής, κάθε φορά που λαμβάνει αποσπάσματα του «Κιβωτίου», δεν σταματά να εγκαρδιώνει τον Αλεξάνδρου και να τον επικροτεί. «Είναι ένα όργιο φαντασίας», θα του γράψει όταν το διαβάσει ολοκληρωμένο, «που καλύπτει την ιστορική πραγματικότητα κι αποκαλύπτει την άλλη πραγματικότητα της πιο πειστικής φαντασίας, της γεννημένης απ’ τους καθημερινούς εφιάλτες της ασυνεννοησίας, της καταπίεσης, της υποχρεωτικής συγκατάβασης…»

Μόνη από το 1978, η Καίτη Δρόσου έχει να το λέει: «Εμείς γίναμε αριστεροί μέσα από τα βιβλία. Και για τις ιδέες μας αρνηθήκαμε οικογένειες και καριέρες, δεν προβάλαμε αιτήματα προσωπικά. Και ποιος δεν ήταν μαζί μας! Από τον Στάινμπεκ ώς τον Αϊνστάιν, συνοδοιπόροι όλοι! Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω γιατί μια ομάδα φέρθηκε έτσι και μας κατηγόρησε ότι κάναμε κακό στην εργατική τάξη…»

Με τι μάτια τώρα πια

Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.

Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό

κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία

ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες

μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις

τα εξηντατέσσερα

μπορούσες να ‘σφιγγες τα δόντια

έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια

μπορούσες ν’ αρπαζόσουνα από ‘να φύλλο πράσινο

απ’ τα γυμνά κλαδιά

απ’ τον κορμό

μα ναι το ξέρω

γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα

να πιαστείς

όμως εσύ να τα ‘μπηγες τα νύχια

και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια

σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος

κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.

Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς

να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας

στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένο ν στα λουλούδια

να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη

ακούγοντας τον πόλεμο

σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη

να ‘χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο

να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων

κι από τη μέσα κάμαρα-

όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ

και τώρα με τι χέρια να ‘ρθεις και να μ’ αγγίξεις μέσ’

από τη σίτα*

με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που ‘χω τριγύρω μου τις πέ-

τρες σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής

με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει

όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου

τσαλαπατημένη

κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη

σαν υγρασία σάπιου χόρτου.

[Το ποίημα περιέχεται στη συλλογή Ευθύτης οδών (1959).]

Αντρέας Φραγκιάς

Η Μαρτυρια του Αντρεα Φραγκια για τον Αλεξανδρου:

“Για όσους τον γνώρισαν, μαζί με το έργο, παραμένει η ανθρώπινη παρουσία που είχε μια εντελώς ιδιαίτερη μοναδικότητα ως ατομικός χαρακτήρας και ως ακραία αντιπροσωπευτική περίπτωση μιας ολόκληρης γενιάς και μιας κατάστασης που έμεινε εντελώς ξεχωριστή. Η μοναδικότητα εκτός από τα άλλα συνίσταται και στην απόλυτη ταύτιση του ανθρώπου με το έργο του, γιατί όταν γίνεται λόγος για το χαρακτήρα του, γίνεται αναπόφευκτη σαν η καλύτερη δυνατή σκιαγράφηση η παραπομπή σε δικά του κείμενα. Και αντίστροφα, τα κείμενα αυτά είναι στοιχεία της βιογραφίας και της ψυχογραφίας του. Η ταύτιση υπάρχει πλήρης, χωρίς ρωγμές. Η προσωπικότητα αυτή διαμορφώθηκε πολύ νωρίς κι έφτασε σε βαθμό απολυτότητας και συνέπειας. Η αυστηρότερη συνέπεια εκδηλώνεται προς τον εαυτό του. Εσωτερική ζωή, πνευματική λειτουργία, συμπεριφορά και ύφος γραφής γίνονται ένα, τόσο συμπαγές που είναι αδύνατο να ξεχωριστεί το ένα από το άλλο. Ένας ορθολογισμός μαθηματικού τύπου που συχνά μπορούσε να φτάσει στην αυστηρή διατύπωση θεωρήματος, μια ευθύγραμμη και σχεδόν επίπεδη συμπεριφορά χωρίς οξύτητες, μια καλή, συχνά αγαθή, προαίρεση και μια έμφυτη ουσιαστική ευγένεια. Ο καθημερινός φανατισμός του ήταν ότι δε θύμωνε ποτέ. Του ήταν άγνωστος ο υψηλός τόνος, η ρητορία, το εντυπωσιακό, ή οποιαδήποτε επίδειξη. Κάτω από αυτή τη φαινομενική απάθεια, που έφτανε συχνά να φαίνεται αδιαφορία, λειτουργούσε αδιάκοπα με υψηλή ευαισθησία, ζωηρό ενδιαφέρον, πνευματική εγρήγορση, ένας παλλόμενος ψυχισμός. Ο άνθρωπος αυτός που φαινόταν μοναχικός και αποσυρμένος διψούσε για ανθρώπινη επαφή, για ειλικρινείς και χωρίς συμβατικότητες εγκάρδιες σχέσεις, αναζητούσε την πνευματική ακεραιότητα και το βαθύτερο ουσιαστικό ανθρωπισμό.”