Θουκυδίδου: Περικλέους Επιτάφιος (ΙΙ, 34-46) Thucydides: Pericles’ Funeral Oration

Αυτό το άρθρο έχει θέμα του τον Επιτάφιο Λόγο του Περικλή, όπως αυτός παρατίθεται από τον Θουκυδίδη στην “Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου”, Βιβλίο ΙΙ εδάφια 34-46.

Την έμπνευση για το άρθρο μου την έδωσε το τρίτομο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη, με την εκπληκτικής ζωντάνιας ανάγνωση του επιταφίου. Κυριολεκτικά “μου άνοιξε τα μάτια”. Λίγο μετά ανακάλυψα στην βιβλιοθήκη μου τον “Περικλέους Επιτάφιο” του Ι.Θ. Κακριδή, κι έτσι “έδεσε το σιρόπι”. Ο τόμος της “Εστίας” με τη μετάφραση του Αγγέλου Βλάχου περίμενε υπομονετικά στο βάθος για να πάρει τη θέση που του αξίζει.

Η Δομή του Επιταφίου (3, σ.36)

Ο Ι. Θ. Κακριδής διακρίνει τα ακόλουθα μέρη στον Επιτάφιο.

Α. Προοίμιο (εδάφιο 35)

Β. Έπαινος των προγόνων, των πατέρων, και της σύγχρονης γενιάς (εδάφιο 36). Για τις γενιές της αθηναϊκής ιστορίας, βλέπε παρακάτω.

Γ. Έπαινος της αθηναϊκής πολιτείας (εδάφια 37-41)

Δ. Έπαινος των νεκρών (εδάφια 41-42)

Ε. Παραινετικός λόγος (εδάφια 43-45)

Ζ. Επίλογος (εδάφιο 46)

Περνάω τώρα στην αναλυτική παρουσίαση του Επιταφίου, ανά εδάφιο.

Το πρωτότυπο κείμενο θα προηγείται σε πλαγιαστά γράμματα, και θα ακολουθεί η απόδοση και τα σχόλια. Σε κάποια σημεία η έμφαση θα είναι στη γλώσσα και την απόδοση του κειμένου, σε άλλα στο περιεχόμενο. Εξ άλλου γλώσσα (σημαίνον) και περιεχόμενο (σημαινόμενο) πάντοτε παίζουνε παιχνίδια.

Εδάφιο 36

Ο Ι.Θ. Κακριδής αναφέρει ότι οι τρεις αθηναϊκές γενιές ήσαν οι εξής (3, σ.6):

  • Πρόγονοι: από τη μυθική αρχή έως το τέλος των περσικών πολέμων το 479 π.Χ.
  • Πατέρες: έως τη συνθήκη των Αθηναίων με τους Λακεδαιμονίους το 445 π.Χ.
  • Σύγχρονη γενιά: “καθεστηκυία ηλικία”. Ο Περικλής ήταν περίπου εξήντα ετών όταν εκφώνησε τον Επιτάφιο.

“τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε”

“Γιατί έζησαν οι ίδιοι πάντα μια γενιά μετά την άλλη στη χώρα αυτή” (3, σ.7)

Εδώ ο Περικλής μνημονεύει την “πανάρχαια παρουσία των Αθηναίων στο ίδιο έδαφος, για την οποία ήταν εξαιρετικά υπερήφανοι, την αυτοχθονία τους.” (2, σ.176)

“ἐλευθέραν δι’ ἀρετὴν παρέδοσαν”

“…και με την παλικαριά τους μας την παράδωσαν ως τώρα λεύτερη” (3, σ.7)

Ο Άγγελος Βλάχος (1) αποδίδει την αρετή ως ανδρεία.

Ο Καστοριάδης από την άλλη μεριά, αποδίδει την αρετή με βάση την αρμονία. “Ένα άτομο έχει αρετήν αν είναι καλά προσαρμοσμένο ως προς αυτό που έχει αναλάβει να κάνει ή κατέχει την αρετήν απολύτως εάν βρίσκεται σε αρμονία με τον εαυτό του.” (2, σ. 176)

ἀπὸ δὲ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ’ αὐτὰ καὶ μεθ’ οἵας πολιτείας καὶ τρόπων ἐξ οἵων μεγάλα ἐγένετο, ταῦτα δηλώσας πρῶτον εἶμι”

“Ποιος εστάθηκε ο δρόμος μας για να φτάσουμε σ’ εκείνα και με ποιάν πολιτεία κι’ από ποιους τρόπους ζωής έγιναν μεγάλα, αυτά θα δείξω πρώτα” (3, σ.9)

Ο Καστοριάδης αποδίδει τις λέξεις ως ακολούθως (2, σ. 177):

επιτήδευσις -> συνήθεια

πολιτεία -> θεσμοί και μέθοδοι διακυβέρνησης

τρόποι -> ήθη

Ο Καστοριάδης αναφέρεται στη συνέχεια στο νεωτερισμό της αντίληψης ως προς τι δημιουργεί την ισχύ μιας ανθρώπινης ομάδας. Στον Όμηρο, κάποιος θα κατακτήσει ή δεν θα κατακτήσει την αρχήν και τη νίκη επειδή είναι ή δεν είναι γενναίος, επειδή είναι ή δεν είναι αγαπητός στους θεούς. (2, σ. 179)

Εδάφιο 37

Στο εδάφιο αυτό αρχίζει ο έπαινος της Αθηναϊκής Πολιτείας, με αναφορές στο πολίτευμα και τους νόμους.

“Χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλοναὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους.”

“Το πολίτευμα που έχομε σε τίποτε δεν αντιγράφει τα ξένα πολιτεύματα. Αντίθετα, είμαστε πολύ περισσότερο εμείς παράδειγμα για τους άλλους παρά μιμητές τους.” (1)

“Το πολίτευμα που έχουμε δε γυρεύει να πάρει τους νόμους του από τους ξένους. Πιο πολύ είμαστε εμείς το παράδειγμα σε μερικούς παρά που ξεσηκώνουμε ο,τι κάνουν οι άλλοι.” (3, σ.9)

“Έχουμε ένα πολιτικό καθεστώς που δεν φθονεί τους νόμους των άλλων και αντί να μιμείται τους άλλους, αποτελεί μάλλον υπόδειγμα γι’ αυτούς.” (2, σ. 180)

“καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται·”

“Το Πολίτευμα μας λέγεται Δημοκρατία, επειδή την εξουσία δεν την ασκούν λίγοι πολίτες, αλλά όλος ο λαός.” (1)

“Το όνομα του (πολιτεύματος), επειδή δε ζούμε στηριγμένοι πάνω στους λίγους παρά στους περισσότερους, είναι κυριαρχία του δήμου, δημοκρατία.” (3. σ.9)

Ο Ι.Θ. Κακριδής σημειώνει ότι “σε μια πόλη δημοκρατία είναι οι ‘πλείονες’ μόνο, όχι όλοι οι πολίτες”.

Ο Καστοριάδης επισημαίνει ότι “οικείν” σημαίνει κυριολεκτικά, τρόπος του κατοικείν, και μας θυμίζει την στροφή από το ποίημα του Friedrich  Hölderlin – In lieblicher Bläue 

Voll Verdienst, doch dichterisch,wohnet der Mensch auf dieser Erde.” 

Εντελώς επάξια,αλλά ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτήν τη γη

Εδώ στο βάθος προβάλλει και ο Martin Heidegger, αλλά δεν θα επεκταθώ.

“μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν,ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδαὖ κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν, ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται”

“Όσον αφορά τα ίδια, τα ιδιωτικά ή τα ιδιαίτερα συμφέροντα, οι πολίτες αντιμετωπίζονται κατά ίσο τρόπο από τους νόμους. Όσον αφορά τη δημόσια αξιοσύνη ο καθένας αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνει σε αυτό που κάνει. Όσον αφορά τα κοινά, δηλαδή τα αξιώματα και τον πολιτικό ρόλο, δεν δείχνουμε προτίμηση σε κάποιον λόγω της καταγωγής του (από μέρους), αλλά με βάση την αρετή του.Ούτε κάποιος ο οποίος είναι φτωχός αλλά θα μπορούσε να κάνει κάτι για την πόλη , θα εμποδιστεί λόγω της κοινωνικής αφάνειας στην οποία βρίσκεται” (2, σ. 182)

Ο Ι.Θ. Κακριδής παρατηρεί ότι “η προτίμηση (των αρχόντων, των εχόντων δημόσιο αξίωμα) με βάση την αρετή” αποτελεί την αναβίωση του αριστοκρατικού αξιώματος, όπου την αρετή δεν την καθορίζει πια η καταγωγή, ή ο πλούτος, όπως στις γνήσιες αριστοκρατίες και ολιγαρχίες. (3, σ.50-51)

“ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν, τῶν τε αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ τῶν νόμων, καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν.”

“Ενώ επιδεικνύουμε ανοχή στις ιδιωτικές μας σχέσεις, όσον αφορά τα δημόσια πράγματα δεν παραβαίνουμε το νόμο διότι μας εμποδίζει το δέος. Με αυτόν τον τρόπο δείχνουμε προσοχή τόσο σε αυτούς που κατέχουν εκ περιτροπής τα αξιώματα, όσο και στους νόμους. Κυρίως στους νόμους που είναι υπέρ εκείνων οι οποίοι υφίστανται την αδικία, καθώς και τους νόμους που, αν και άγραφοι, επιφέρουν ως ποινή το δημόσιο όνειδος.” (2, σ.182-183)

Είναι ενδιαφέρον ότι ο Καστοριάδης αποδίδει τους “αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντες” σαν “αυτούς που κατέχουν εκ περιτροπής τα αξιώματα”, ενώ ο Άγγελος Βλάχος απλά ως “άρχοντες”, ακριβώς όπως και ο Ι.Θ. Κακριδής, που σχολιάζει:

“Τον πολίτη τον κυβερνάει τώρα πια μια τόσο υψωμένη συνείδηση, ώστε να είναι απέναντι της πιο πολύ υπόλογος, αυτής το δέος να τον κρατάει να μην παρανομήσει, όχι κανένας εξωτερικός φραγμός, η τιμωρία του νόμου, είτε η διαταγή του άρχοντα. Σ’ αυτήν ακριβώς την πρόθυμη, αυτόβουλη  υποταγή του στο νόμο, προπαντός τον άγραφο, βρίσκει ο Αθηναίος την απόδειξη πως είναι λεύτερος.” (3, σ. 51)

Εδάφιο 38

Το εδάφιο αυτό είναι πιο “ελαφρύ” σε σχέση με το προηγούμενο, και αναφέρεται στους τρόπους και τους παράγοντες ξεκούρασης και απόλαυσης των Αθηναίων.

Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες, ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ’ ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει.”

“Έχουμε εφοδιαστεί με πλήθος θεραπείες ή αντισταθμίσεις για τους μόχθους και τα έργα μας, τόσο μέσω των αγώνων και των θρησκευτικών μας τελετών, όσο επίσης και με τις ευπρεπείς ιδιωτικές κατασκευές. ενώ η ευχαρίστηση την οποία προσφέρουν καθημερινά διώχνει τις έγνοιες και τις αντιξοότητες.” (2, σ. 183)

Ο Καστοριάδης επισημαίνει ότι στο σημείο αυτό ο Περικλής και ο Θουκυδίδης φαίνεται να θεωρούν ότι οι συνθήκες στέγασης των Αθηναίων υπερέβαιναν τις καθαρά λειτουργικές απαιτήσεις και συνέβαλαν και αυτές στην άμβλυνση των προβλημάτων της ζωής.

“Επεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων”

“Λόγω της σπουδαιότητας της πόλης μας έρχονται σε αυτήν – εισάγουμε – όλα τα προϊόντα ολάκερης της γης. Και τα αγαθά που εμείς παράγουμε δεν μας είναι περισσότερο οικεία από τα αγαθά που παράγουν οι άλλοι άνθρωποι.” (2, σ. 184)

“Κι’ ακόμα μας έρχονται, έτσι μεγάλη που είναι η πόλη μας από την πάσα γη τα πάντα και φτάνουμε τα αγαθά που γίνονται εδώ να μην τα χαιρόμαστε καθόλου σαν πιο δικά μας απ’ ο,τι και των άλλων ανθρώπων.” (3. σ. 11)

Ο Ι.Θ. Κακριδής σχολιάζει ότι το εδάφιο αυτό δίνει μια εικόνα της ζωής στην Αθήνα που διαφέρει ριζικά από εκείνη της Σπάρτης, “που δεν επιτρέπει καμιά πολυτέλεια στον πολίτη της, στο φαΐ του, στο ντύσιμο του, στο σπίτι του.” (3, σ. 51)

Ο Καστοριάδης τονίζει την εισαγωγή προϊόντων που ανατρέπει τις προσεγγίσεις της “αυτάρκειας”.

Εδάφιο 39

Το εδάφιο αυτό αναφέρεται στην στρατιωτική εκπαίδευση και προετοιμασία.

” Διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γὰρ πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, ὃ μὴ κρυφθὲν ἄν τις τῶν πολεμίων ἰδὼν ὠφεληθείη, πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τὸ πλέον καὶ ἀπάταις ἢ τῷ ἀφ’ ἡμῶν αὐτῶν ἐς τὰ ἔργα εὐψύχῳ”

“Και στη μελέτη των πολεμικών ξεχωρίζουμε από τους αντιπάλους μας σ’ αυτά τα σημεία.πρώτα πρώτα που την πόλη μας την κρατούμε ανοιχτή σε όλους και διώχνουμε ποτέ ξένο κανένα, για να τον εμποδίσουμε να μάθει ή να ιδεί κάτι, που άν δεν το κρύβαμε και το έβλεπε κάποιος από από τους εχτρούς μας θα μπορούσε τάχα να ωφεληθεί. Γιατί εμείς την πίστη μας τη στηρίζουμε όχι στις ετοιμασίες τόσο και στα ξεγελάσματα (χαρακτηριστικά της σπαρτιατικής μελέτης των στρατιωτικών), όσο στην ψυχική από εμάς τους ίδιους δύναμη, όταν είναι να ενεργήσουμε.” (3, σ. 11)

Ξενηλασία ήταν το δικαίωμα των εφόρων της Σπάρτης να διώχνουν όταν θέλουν τους ξένους από τη χώρα, ενώ σχετικός ήταν και ο αδιάκοπος φόβος των Σπαρτιατών μήπως προδοθούν τα μυστικά της πόλης.

Σημειώνω ότι είναι η πρώτη φορά στον Επιτάφιο που ο λόγος καθίσταται άμεσα αντιθετικός. Τα προσόντα των Αθηναίων παρουσιάζονται σε “έναντι” των αντιπάλων τους, που παρόλο ότι δεν κατονομάζονται, είναι οι Λακεδαιμόνιοι.

Επίσης η εμφατική αναφορά στην “Ανοικτή Πόλη” εν καιρώ πολέμου προαναγγέλλει την “Ανοικτή Κοινωνία” του Karl Popper.

Κλείνοντας το εδάφιο, ο Περικλής εγκωμιάζει την Αθήνα που θέλει να ζουν οι πολίτες της ελεύθεροι και ξένοιαστοι, ακόμη και ράθυμοι στον καιρό της ειρήνης, και να απολαμβάνουν τη ζωή, ώστε την ώρα του πολέμου να πολεμούν γιατί το θέλουν οι ίδιοι και όχι γιατί τους το επιβάλει κάποιος νόμος. Και ίσως αυτό τελικά να είναι η “ευψυχία”.

Εδάφιο 40

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετεὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας· πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ αἴσχιον.

“Αγαπούμε το ωραίο και μένουμε απλοί. Αγαπούμε τη θεωρία και δεν καταντούμε νωθροί. Ο πλούτος στέκει για μας πιο πολύ αφορμή για κάποιο έργο παρά για παινεψιές και λόγια. Και τη φτώχεια του να την παραδεχτεί κανείς, δεν είναι ντροπή. Ντροπή είναι να μην κοιτάξει δουλεύοντας να την ξεφύγει.” (3, σ.13-15)

“Αγαπούμε το ωραίο, αλλά μένομε απλοί και φιλοσοφούμε χωρίς να είμαστε νωθροί. Τον πλούτο μας τον έχομε για να τον χρησιμοποιούμε σε έργα και όχι για να καυχιόμαστε. Δεν θεωρούμε ντροπή την φτώχεια. Ντροπή είναι να μην την αποφεύγει κανείς δουλεύοντας.” (1)

Ο Καστοριάδης δεν παραμένει – όπως πάντα – σε μια απόδοση, αλλά διευρύνει το θέμα, ισχυριζόμενος ότι ο Περικλής λέει: “ασκούμε τη σοφία και την ομορφιά, αυτός είναι ο τρόπος ύπαρξης μας.” Και συνεχίζει: “αυτό σημαίνει να είσαι Αθηναίος: να φιλοσοφείς και να φιλοκαλείς… Εδώ ο Περικλής ενσωματώνει τη θεωρία με οργανικό τρόπο στη συνολική ζωή του ανθρώπινου όντος, ατομική και συλλογική, πολιτειακή και πολιτική – μια ζωή που είναι, εν πάση περιπτώσει, ζωή εντός και δια της πόλεως.” (4, σ. 247, 249)

Η τοποθέτηση του Καστοριάδη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι “είναι δυνατό να ξεφύγουμε από τα ψεύτικα διλήμματα – άτομο ή συλλογικότητα, πολιτική κοινότητα ή κοινωνία των πολιτών – με τα οποία τρέφεται η πραγματικότητα που μπορούμε να ονομάσουμε νεωτερικό ατύχημα”. (4, σ. 247)

Θέτει επίσης “εκτός πεδιάς” την πλατωνική και αριστοτελική αντίληψη που αναδεικνύει το “βίον θεωρητικόν” σε υπέρτατη μορφή της ζωής. (4, σ.249)

“ἔν τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι”

“Οι ίδιο εμείς, φροντίζομε και τις ιδιωτικές μας υποθέσεις και τα δημόσια πράγματα κ’ ενώ ο καθένας μας φροντίζει τις δουλειές του, τούτο δεν μας εμποδίζει να κατέχομε και τα πολιτικά.” (1)

“Και πάλι η φροντίδα αυτή του καθενός για τη δική του τη δουλειά και για το δικό του το σπίτι δεν τον κάνει αδιάφορο για της πολιτείας τα πράγματα.” (3, σ.53)

“Κι είμαστε οι ίδιοι που φροντίζουμε και για τα δικά μας και τα πολιτικά μαζί πράγματα, κι’ ενώ καθένας μας κοιτάζει τη δουλειά του, δεν κατέχουμε γι’ αυτό λιγότερο τα πολιτικά.” (3, σ.15)

“μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶν δε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλἀχρεῖον νομίζομεν”

“Μόνο εμείς θεωρούμε πως είναι όχι μόνον αδιάφορος, αλλά και άχρηστος εκείνος που δεν ενδιαφέρεται στα πολιτικά.” (1)

“Γιατί όποιον δεν θέλει να πάρει μέρος στα πολιτικά, στην Αθήνα τον βλέπουν σαν έναν άνθρωπο άχρηστο, όχι ήσυχο.” (3, σ.53)

Εδάφιο 41

“Ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς῾Ελλάδος παίδευσιν εἶναι καὶ καθἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρἡμῶν ἐπὶπλεῖστἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι.”

“Με μια λέξη, τολμώ να πω ότι η Αθήνα είναι ο δάσκαλος των Ελλήνων και νομίζω πως ο κάθε μας πολίτης θα μπορούσε, με τη μεγαλύτερη ευκολία και χάρη, πολλά και άξια έργα να κάνη σε πολλές εκδηλώσεις της ζωής.” (1)

Ο Καστοριάδης αποδίδει και επεκτείνει:

“Η πόλη είναι παίδευσις, παιδεία και εκπαίδευση της Ελλάδας, και κάθε πολίτης ατομικά είναι ικανός να εκτελέσει μέσα σε αυτήν ένα μέγιστο αριθμό πραγμάτων, με τη μεγίστη διττή χάρη…. Ωστόσο αυτό που μοιάζει με παράλογη υπεροψία αποδείχτηκε σε τελική ανάλυση μια μάλλον μετριοπαθής εκτίμηση, διότι αυτή η συγκεκριμένη Αθήνα δεν υπήρξε μόνο η εκπαίδευση της Ελλάδας, αλλά και όλων όσοι δημιούργησαν αυτό που ονομάζουμε ελληνοδυτικό πολιτισμό.” (4, σ.250)

Ο ελληνοδυτικός πολιτισμός στηρίζεται στην διαδικασία του “κρίνειν και επιλέγειν”. Ο πολίτης μπορεί με επιχειρήματα να απορρίψει τους θεσμούς της πολιτικής κοινότητας και να προτείνει καινούργιους, διαφορετικούς θεσμούς. Αναφέρομαι στον πολίτη επειδή η πολιτική λειτουργία και η θεσμοθέτηση της πολιτικής κοινότητας είναι κορυφαία διαδικασία και φαινόμενο, και καθορίζει όλα τα άλλα.

Ο Καστοριάδης προχωρά και σε μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση, συγκρίνοντας αυτήν την αντίληψη του πολίτη με τον ορισμό του δίκαιου άνδρα και καλού πολίτη τον οποίο δίνει ο Πλάτων  στην Πολιτεία “τα εαυτού πράττειν και μη μη πολυπραγμονείν, να ασχολείται δηλαδή κανείς με τις δικές του υποθέσεις και να μην κάνει πολλά πράγματα… Πρόκειται προφανώς για τον ιδανικό πολίτη ενός αυταρχικού καθεστώτος.” (2, σ.191)

Ένα επίθετο που παρεξηγήθηκε από πολλούς είναι το “αύταρκες σώμα”. Ο Ι.Θ. Κακριδής μάλιστα αντιπαραθέτει το σημείο αυτό με κάποιες ρήσεις του Σόλωνα όπως αυτές παρατίθενται από τον Ηρόδοτο: “Έτσι και ο ένας άνθρωπος δεν έχει καθόλου αυτάρκεια. Έχει το ένα, θα του λείπει το άλλο…”. (3, σ.58)

Ο Καστοριάδης από την άλλη μεριά, αποδίδει το σημείο αυτό ως το επαρκές αποτέλεσμα στο οποίο μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος ως σώμα, ως μονάδα δηλαδή. Η ατομική ανάπτυξη και εξέλιξη είναι δυνατή στην πόλη της Αθήνας, και δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την πόλη ή έξω από αυτήν. (2, σ.198)

Εδάφιο 42

“καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴνπόλιν ὕμνησα, αἱ τῶν δε καὶ τῶν τοιῶν δε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν῾Ελλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶν δε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη”

Καὶ εἶπα τὰ περισσότερα ποὺ εἴχα νὰ πῶ, γιατὶ αὐτῶν ποὺ κοίτονται ὲδῶ καὶ τῶν ὁμοίων τους ἡ ἀνδρεία ἐστόλισε τὴν πολιτεία μὲ ὅσα ἐγώ, ὑμνώντας την, εἶπα πὼς ἔχει. Λίγοι εἶναι οἱ Ἕλληνες ποὺ δὲν εἶναι, σὰν καὶ τοὺς γενναίους αὐτούς, κατώτεροι ἀπὸ τὸν ἔπαινο ποὺ τοὺς γίνεται. (1)

“τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν μεταὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες,ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ] ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ διἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν.”

Λογαριάζοντας πὼς ἀνώτερο ἀπ’ ὅλα εἶναι νὰ τιμωρήσουν τὸν ἐχθρὸ καὶ πὼς ἀπ’ ὅλους τοὺς κινδύνους αὐτός τὸν ὁποῖο ἀντίκρυζαν ἦταν ὁ ἐνδοξότερος, τὸν ἀντιμετώπισαν γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τοὺς πολεμίους. Μὴ ξέροντας ἄν θά ἐπιτύχουν, βασίστηκαν στὴν ἐλπίδα, στὴν μάχη, ὅμως, ἀπάνω δεν στηρίχθηκαν παρὰ στον ἐαυτό τους γιὰ νὰ πολεμήσουν. Προτίμησαν ν’ ἀντισταθοῦν καὶ νὰ πεθάνουν παρὰ νὰ δειλιάσουν καὶ νὰ ζήσουν κι ἀπόφυγαν ἔτσι τὴν ντροπὴ τῆς καταλαλιάς, θυσιάζοντας τὴν ζωή τους γιὰ τὸ ἔργο ποὺ εἴχαν ἀναλάβει. Ἡ στιγμὴ ποὺ τοὺς βρῆκε τὸ χτύπημα τῆς μοίρας δὲν ἦταν γι’ αὐτοὺς στιγμὴ φόβου, ἀλλὰ δόξας. (1)

Εδάφιο 43

Καὶ οἵδε μὲν προσηκόντως τῇ πόλει τοι οίδε ἐγένοντο·”

Οι άνθρωποι αυτοί ενήργησαν προσηκόντως, κατά τρόπον αντάξιο της πόλεως. (2, σ.199)

Στάθηκαν ἀντάξιοι τῆς πολιτείας ποὺ τοὺς ἀνάθρεψε. (1)

“ἀλλὰ μᾶλλον τὴν τῆς πόλεως δύναμιν καθ’ ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καὶ ἐραστὰς γιγνομένους αὐτῆς, καὶ ὅταν ὑμῖν μεγάλη δόξῃ εἶναι, ἐνθυμουμένους ὅτι τολμῶντες καὶ γιγνώσκοντες τὰ δέοντα καὶ ἐν τοῖς ἔργοις αἰσχυνόμενοι ἄνδρες αὐτὰ ἐκτήσαντο, καὶ ὁπότε καὶ πείρᾳ του σφαλεῖεν, οὐκ οὖν καὶ τὴν πόλιν γε τῆς σφετέρας ἀρετῆς ἀξιοῦντες στερίσκειν, κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι.”

Πρέπει νὰ βλέπετε τὸ μεγαλεῖο τῆς πολιτείας στὶς καθημερινὲς της ἐκδηλώσεις καὶ να συλλογίζεστε πὼς τῆς τὸ ἔδωσαν ἄνδρες γενναῖοι ποὺ εἶχαν τὸ αἴσθημα τοῦ καθήκοντος καὶ μεγάλη φιλοτιμία σὲ κάθε ἔργο ποὺ ἀναλάμβαναν. Ἄν, καμιά φορά, ἀτυχοῦσαν σὲ κάποιο ἐγχείρημα, δὲν στεροῦσαν ὅμως τὴν πατρίδα ἀπ’ τὴν ἀνδρεία τους, γιατὶ θεωροῦσαν πὼς ἡ ὡραιότερη κοινὴ προσφορὰ ἦταν νὰ θυσιαστοῦν γι’ αὐτήν. (1)

Οι άντρες που έδωσαν στην πόλη τη δύναμη της το έκαναν όντας θαρραλέοι, γνωρίζοντας αυτό που έπρεπε να κάνουν και δρώντας με αιδώ. (2, σ.199)

Ο Καστοριάδης ισχυρίζεται ότι οι τρεις παραπάνω όροι είναι η θεωρία των τριών ιδιοτήτων της ψυχής και των τριών βασικών αρετών που θα αναπτύξει στη συνέχεια ο Πλάτων στην Πολιτεία (ΙV, 436).

Η τόλμη και το θάρρος αντιστοιχεί στο θυμό, το μέρος της ψυχής που μπορεί να θυμώσει, η αισχύνη έχει σχέση με την επιθυμία, ενώ η γνώση παραπέμπει στο λογιστικό, και τη σοφία.(2, σ.200)

“ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ’ ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται”

Γιατί των ανθρώπων των ξεχωριστών τάφος είναι η γη ολόκληρη. Και δεν φανερώνει το όνομα τους μιας στήλης η επιγραφή στην πατρική τους χώρα μόνο. Και στα ξένα μέρη σε καθενός την ψυχή μέσα φωλιάζει άγραφη η θύμηση, όχι τόσο για το έργο που έκαμαν, πιο πολύ για το φρόνημα τους. (3,σ.23)

“γιατὶ τάφος τῶν μεγάλων εἶναι ἡ πᾶσα γῆ καὶ δὲν φανερώνεται ἀπὸ τὴν ὲπιγραφὴ μιὰς στήλης στὴν πατρική τους χώρα. Καὶ στὰ πιὸ μακρινὰ μέρη, ἡ μνήμη τους, ἄγραφη, μένει ζωηρότερη μέσα στὶς ψυχές, περισσότερο γιὰ τὴν ἀνδρεία τους παρὰ γιὰ τὸ ἔργο ποὺ ἔκαναν.” (1)

Ο Καστοριάδης σημειώνει ότι αυτή η μνήμη, αυτή η ανάμνηση που φωλιάζει στον καθένα, είναι ανάμνηση όχι του έργου τους, αλλά της “γνώμης” τους, που και αυτός αποδίδει ως φρόνημα, όπως και ο Ι.Θ. Κακριδής. (2, σ.201)

“οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ’ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους”

Ἔχοντας αὐτοὺς γιὰ παράδειγμα καὶ ξέροντας πὼς εὐτυχία θὰ πῆ ἐλευθερία καὶ ὲλευθερία σημαίνει ἀνδρεία, δὲν πρέπει νὰ δειλιάζετε μπροστὰ στοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου.(1)

Ο Καστοριάδης παραπέμπει στην ρήση του Rousseau “πρέπει να επιλέξουμε την ελευθερία ή την ανάπαυση”. (2, σ.202)

ἀλγεινοτέρα γὰρ ἀνδρί γε φρόνημα ἔχοντι ἡ μετὰ τοῦ [ἐν τῷ] μαλακισθῆναι κάκωσις ἢ ὁ μετὰ ῥώμης καὶ κοινῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος.

Γιὰ τοὺς ἀνδρείους ὁ ἐξευτελισμὸς τῆς δειλίας εἶναι χειρότερος ἀπ’ τὸν γενναῖο κι ἀναπάντεχο θάνατο.(1)

Εδάφιο 44

Δι’ ὅπερ καὶ τοὺς τῶνδε νῦν τοκέας, ὅσοι πάρεστε, οὐκ ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢπαραμυθήσομαι. ἐν πολυτρόποις γὰρ ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες· τὸ δ’ εὐτυχές, ο῏ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσιν,ὥσπερ οἵδε μὲν νῦν, τελευτῆς, ὑμεῖς δὲ λύπης, καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη”

Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς γονεῖς ποὺ ἦρθαν στὴν τελετὴ δὲν τοὺς κλαίω τόσο ὅσο θέλω νὰ τοὺς παρηγορήσω. Ξέρουν πώς ἀνδρώθηκαν γιά ν’ ἀντικρύσουν τὶς πολλὲς τροπὲς τῆς ζωῆς. Ἀλλά εἶναι τύχη τὸ νὰ βρῆ κανεὶς ἕνα δοξασμένο τέλος. (1)

“…δεν θέλω να κλάψω μαζί σας, αλλά μάλλον να σας παρηγορήσω. Γνωρίζω ότι η ζωή είναι φτιαγμένη από ποικίλες μεταπτώσεις (μεταφράζει η Jaqueline de Romilly). Πρόκειται κυριολεκτικά για “δύσκολες συγκυρίες”.Μας έρχεται στο νου η φράση του Σόλωνα στον Κροίσο, την οποία μας μεταφέρει ο Ηρόδοτος¨όλα τα ανθρώπινα πράγματα είναι ξυμφοραί – απρόβλεπτες και ανορθολογικές, όσον αφορά τις επιθυμίες του ατόμου, αλληλουχίες γεγονότων.” (2, σ. 2013)

Ο Καστοριάδης καταλήγει με την επισήμανση ότι ο Περικλής λέει τότε κάτι το εκπληκτικό που καταδεικνύει την ελληνική αντίληψη για τη ζωή του ανθρώπου: η ευτυχία, η καλή τύχη, είναι να τύχει να βρει κανείς τον πιο ευγενή θάνατο ή το πένθος του να έχει ευγενή αιτία, να βρει σε τελευταία ανάλυση ότι ευτυχία και ζωή είχαν ως κοινό μέτρο τον θάνατο.

“ὅσοι δ’ αὖπαρηβήκατε, τόν τε πλέονα κέρδος ὃν ηὐτυχεῖτε βίον ἡγεῖσθε καὶ τόνδε βραχὺν ἔσεσθαι, καὶ τῇ τῶν δε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε. τὸ γὰρ φιλότιμον ἀγήρων μόνον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι, μᾶλλον τέρπει, ἀλλὰ τὸ τιμᾶσθαι.”

Ὅσοι ἀπὸ σᾶς εἴστε μεγάλης ἡλικίας, ἄς θεωρῆτε κέρδος τὴν ὥς τώρα εὐτυχισμένη σας ζωή καὶ ἄς εὔχεστε πὼς λίγα εἶναι τὰ χρόνια ποὺ σᾶς μένουν ἀκόμα νὰ ζήσετε μὲ παρηγοριὰ τὴ δόξα τῶν παιδιῶν σας. Μόνο ἡ ἀγάπη γιὰ τὶς τιμὲς δὲν φθείρεται. Στὸ γήρας, ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία δὲν εἶναι, ὅπως λένε, τὰ χρήματα, ἀλλὰ οἱ τιμές.(1)

Ο Καστοριάδης υποσημειώνει ότι ο αστρονόμος Laplace παραπονιόταν, πεθαίνοντας, ότι ο άνθρωπος κυνηγά μόνον χίμαιρες.   Και πράγματι, μπροστά στον θάνατο η τιμή και η δόξα μπορεί να φαίνεται ότι δεν έχουν αρκετό βάρος. Ωστόσο, ο άνθρωπος είναι άνθρωπος ακριβώς επειδή κυνηγά χίμαιρες, ενώ τα πάντα, και η ίδια η δόξα, εξαρτώνται μυστηριωδώς από την ποιότητα και το περιεχόμενο αυτής της χίμαιρας. (2, σ. 212)

.

Αντί επιλόγου

Κλείνοντας αυτή την “ανάγνωση” του Επιταφίου, θα ήθελα σύντομα να αναφερθώ σε δύο αλληλένδετα ζητήματα που έχουν τεθεί.

Το πρώτο ζήτημα είναι εκείνο της “αυθεντικότητας”, κατά πόσον δηλαδή ο αναγραφόμενος λόγος είναι πιστός στα όσα είπε ο Περικλής. Ο Ι.Θ. Κακριδής (3) ισχυρίζεται ότι ο λόγος είναι φτιαχτός, και είναι λόγος που θα ήθελε να ακούσει ο Θουκυδίδης για την αγαπημένη του Αθήνα. Ο Καστοριάδης πάλι (2) θεωρεί ότι ο Θουκυδίδης είναι κατά το δυνατόν πιστός στα όσα άκουσε από τον Περικλή.Όμως ο Καστοριάδης ξεπερνάει το θέμα της “περίκλειας” αυθεντικότητας. Αναφέρει χαρακτηριστικά: “Όπως ας πούμε δεν έχει σημασία άν την “Κριτική του Καθαρού Λόγου” την υπαγόρευσε στον Immanuel Kant ένας άγνωστος. ο οποίος τον επισκεπτόταν στις 5 το πρωί, ή άν είναι πράγματι έργο του Kant. Αυτό που έχει σίγουρα σημασία είναι ότι μεταξύ του 1770 και 1781, κάποιος άνθρωπος στη Γερμανία μπόρεσε να σκεφτεί αυτά που βρίσκουμε στην Κριτική, και ότι ένας Αθηναίος σκέφτηκε κι έγραψε αυτά τα πράγματα περί τα τέλη του 5ου αιώνα.” (2, σ. 200)

Το δεύτερο ζήτημα, αφορά τον χρόνο συγγραφής του Επιταφίου. Πότε συνέγραψε ο Θουκυδίδης τον Επιτάφιο; Στον πρώτο χρόνο του πολέμου,, ή στο τέλος του; Ή μήπως και στις δύο χρονικές στιγμές; Έγραψε δηλαδή τον Επιτάφιο τον πρώτο χρόνο του πολέμου, και μετά τον ξανάγραψε στο τέλος του. Ο Ι.Θ. Κακριδής θεωρεί ότι ο Επιτάφιος γράφτηκε δύο φορές. Ο Mark Toher στο άρθρο του “On “Thucydides’ Blunder”: 2.34.5″ θεωρεί πιθανά και τα δύο σενάρια. Να γράφτηκε μια εκδοχή του επιταφίου το 429 και μετά να ξαναγράφτηκε το 404, μετά το τέλος του πολέμου.

Ο γερασμένος και κουρασμένος από την εικοσαετία εξορία Θουκυδίδης, γυρνάει στην αγαπημένη του πόλη, και την βρίσκει ερειπωμένη και κατειλημμένη από τους Σπαρτιάτες.  Ο άνθρωπος που έγραψε “αντικειμενικά” την ιστορία του πολέμου, βρίσκεται μπροστά στην φρίκη της ηττημένης πόλης. Μιας πόλης που λάτρεψε και εξακολουθεί να λατρεύει. Δεν είναι παράλογο λοιπόν να υποθέσουμε ότι ξαναγράφει τον επιτάφιο του Περικλέους, αφού ο Περικλής ήταν ο άνθρωπος που πεθαίνοντας στον τρίτο χρόνο του πολέμου άφησε πίσω ένα κενό που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ και – ίσως -οδήγησε στην τελική ήττα.  Ο ξαναγραμμένος Επιτάφιος αποτελεί ύμνο προς την Δημοκρατία, ύμνο προς τον Περικλή, ύμνο προς την Αθήνα που καταστράφηκε, αλλά παρόλα αυτά θα παραμείνει ζωντανή εις τους αιώνες.

Πηγές

1. Θουκυδίδου, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου. Μετάφραση Αγγέλου Βλάχου. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1998.

2. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα, Τόμος Γ’, Θουκυδίδης, η ισχύς και το δίκαιο. Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2011. Στον τόμο αυτό γίνεται εκτεταμένη αναφορά στον Επιτάφιο.

3. Ι.Θ. Κακριδή, Περικλέους Επιτάφιος. Κείμενο, Μετάφραση, Επιλεγόμενα. Αθήνα 1943. Εκτός από τη μετάφραση, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα επιλεγόμενα του Ι.Θ. Κακριδή.

4. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα, Τόμος Β’, Η Πόλις και οι Νόμοι. Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2011. Στον τόμο αυτό γίνεται ανάλυση του εδαφίου 40 του Επιταφίου.

(Η αναφορά στις πηγές στο κείμενο γίνεται σε παρένθεση, με πρώτο τον αριθμό της πηγής, και στη συνέχεια την σελίδα.)