Soap Production in Greece – Η Ελληνική Σαπωνοποιϊα

Το Σαπούνι από ελαιόλαδο χρησιμοποιείται εδώ και αιώνες στη Μεσόγειο, τόσο για την προσωπική υγιεινή όσο και ως γενικής χρήσης καθαριστικό. Το αγνό σαπούνι ελαιολάδου θεωρείται το καλύτερο καθαριστικό για το δέρμα, καθώς ξεβουλώνει τους πόρους του δέρματος απομακρύνοντας αποτελεσματικά τη σκόνη, λιπαρά κατάλοιπα και νεκρά κύτταρα. Φτιάχνεται από φυσικές πρώτες ύλες και το τελικό προϊόν δεν περιέχει καθόλου πρόσθετα.

Ο Απόστολος Πατούνης απογονος του ιδρυτη της ομωνυμης μοναδας παραγωγης σαπουνιου (βλεπε παρακατω) μας εξηγεί:

«Το σαπούνι γίνεται ψητό: το λάδι, μαζί με καυστική σόδα και διαλύματα αλατιού, βράζει σε μεγάλα καζάνια για μια βδομάδα. Στη συνέχεια όλο αυτό το υγρό μείγμα μπαίνει για άλλες δυο- τρεις μέρες σε καλούπια, όπου και στερεοποιείται. Εκεί, επιτόπου, το κόβουμε σε τεμάχια και με σφυρί σφραγίζουμε πάνω στο καθένα τη φίρμα μας. Χρησιμοποιώ ακόμα τις σφραγίδες του παππού μου. Αυτά μπαίνουν κατόπιν σε ξύλινα τελάρα, τα ξηραντήρια, για τρεις με τέσσερις μήνες, ώσπου να ξεραθούν τελείως και να είναι πια έτοιμα σαπούνια».

  • Πράσινο σαπούνι”, από ακατέργαστο πυρηνέλαιο ελιάς. Το πυρηνέλαιο φτιάχνεται από σπασμένες ολόκληρες ελιές (σάρκα και κουκούτσι και περιέχει χλωροφύλλη η οποία δίνει το πράσινο χρώμα στο φρέσκο σαπούνι. Το χρώμα αυτό ξεθωριάζει σιγά σιγά καθώς το σαπούνι στεγνώνει και ωριμάζει. Το πράσινο σαπούνι χρησιμοποιείται κυρίως για δουλειές του σπιτιού και ειδικά για το πλύσιμο των ρούχων. Είναι επίσης αντισηπτικό και ευεργετικό για περιπτώσεις δερματικών παθήσεων, αλλεργειών, ελκών και μυικών προβλημάτων.
  • “Άσπρο σαπούνι” ελιαιολάδου που φτιάχνεται από αγνό, παρθένο ελαιόλαδο τύπου “Λαμπάντε”. Χρησιμοποιείται για την προσωπική υγιεινή, σώμα, χέρια, πρόσωπο.
  • “Άσπρο σαπούνι τύπου Μασσαλίας” στο οποίο πρστίθεται εκτός από το ελαιόλαδο και φοινικέλαιο το οποίο το κάνει να αφρίζει καλύτερα

(Source: Green Corfu)

To Σαπωνοποιείο ”Πατούνη” στην Ζακυνθο και την Κερκυρα

Στον αστικό ιστό της Κέρκυρας, στην καρδιά της παλιάς βιομηχανικής πόλης, διατηρείται ένα αυθεντικό κομμάτι του βιοτεχνικού παρελθόντος. Το ιστορικό Σαπωνοποιείο Πατούνη, που γνώρισε μεγάλη ακμή, λειτουργεί ακόμη και σήμερα σε ένα οίκημα που χτίστηκε το 1891 για να λειτουργήσει αρχικά, ως υποκατάστημα του οίκου Μπαζάκη – Πατούνη, που ιδρύθηκε στη Ζάκυνθο το 1850.

Το έναυσμα για την ίδρυση του «Μέγα Εργοστασίου Σάπωνος Μπαζάκη και Πατούνη», δόθηκε στα ξαδέλφια Απόστολο Πατούνη και Σπύρο Μπαζάκη από μία εμπορική συνεργασία με Γάλλους, τους οποίους οι δαιμόνιοι επιχειρηματίες από τους Καλαρρύτες της Ηπείρου, προμήθευαν με κάπες από μαλλί αιγοπροβάτων, προορισμός των οποίων ήταν ο στρατός του Ναπολέοντα του Γ’.
«Κατέβαζαν τις κάπες στη Ζάκυνθο και τις φόρτωναν για τη Μασσαλία, ωστόσο αντί για χρήματα, έπαιρναν σαπούνι Μασσαλίας, το οποίο εμπορευόντουσαν στα Επτάνησα. Κάποια στιγμή, ο καπετάνιος που έκανε το εμπόριο, ο οποίος κυκλοφορούσε στα σαπωνοποιεία της Μασσαλίας και μάθαινε τη διαδικασία της παραγωγής, τους εξηγεί πώς φτιάχνεται το σαπούνι και τα δύο ξαδέλφια αρχίζουν να σκέφτονται τη δημιουργία ενός σαπωνοποιείου. Έτσι το 1850, ξεκινούν τη δική τους παραγωγή «σάπωνος πρασίνου εξαιρετικού ανόθευτου», μας διηγείται ο Απόστολος Πατούνης, πέμπτη γενιά σαπωνοποιός.

(source: monumenta)

Η σαπωνοποιία  Πατούνη είναι μία οικογενειακή επιχείρηση 5 γενεών. Έχει τις ρίζες της, στην πρώτη Ελληνική Σαπωνοποιία που ιδρύθηκε στη Ζάκυνθο το 1850. Το 1891 η δραστηριότητα της οικογένειας επεκτείνεται στην Κέρκυρα, κτίζοντας το εν λόγω σαπωνοποιείο στην Ιωάννου Θεοτόκη. Σήμερα, η σαπωνοποιία αποτελεί μία μικρή, υγιέστατη επιχείρηση με προσωπικό 2 άτομα, πλήρους απασχόλησης. Παράγει σαπούνι σύμφωνα με την κερκυραϊκή παράδοση, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά κερκυραϊκό ελαιόλαδο ως πρώτη ύλη. Τα τελευταία δώδεκα χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής διοχετεύεται στο εξωτερικό, με κυρίαρχη αγορά αυτή της Ιαπωνίας.
Επιπλέον,  ο χώρος αποτελεί ένα αυθεντικό, εν λειτουργία μνημείο προβιομηχανικής  αρχαιολογίας, μοναδικό στο είδος του, με υψηλή προσέλευση επισκεπτών και εκπαιδευτικών εκδρομών, (ενδεικτικά για το 2009,υπολογίζονται ότι επισκέφτηκαν το σαπωνοποιείο 2500 τουρίστες περίπου και 14 καταγεγραμμένες εκπαιδευτικές ομάδες).
(source: Corfu times)
Soap Production “Patounis”
Χαρακτηρίζουμε  ως μνημείο σύμφωνα  με τις διατάξεις  του άρθρου 6 παρ.1β  του ν.3028/2002, το  κτίριο της ‘Σαπωνοποιίας  Πατούνη’, με τον  εξοπλισμό του  IN SITU,…, διότι:
  1. Η ‘Σαπωνοποιία Πατούνη’ αποτελεί σημαντική μαρτυρία της βιομηχανικής άνθισης στην Κέρκυρα του 19ου αιώνα, που εξακολουθεί να λειτουργεί χρησιμοποιώντας μέρος του αρχικού εξοπλισμού με τις ίδιες παραδοσιακές τεχνικές παραγωγής και για το λόγο αυτό είναι σπάνια σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια και ιδιαίτερα σημαντική για τη διατήρηση της μνήμης της παράγωγής και επεξεργασίας των προϊόντων της ελιάς που σταδιακά εκλείπει.
  2. Το κτίριο, πέραν της ιστορικότητας που αφορά την χρήση, διαθέτει και αξιόλογα μορφολογικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία, καθώς και στοιχεία της εποχής που τεκμηριώνουν την αρχιτεκτονική τυπολογία των κτισμάτων του τέλους του 19ουαιώνα τα οποία στο ισόγειο είχαν επαγγελματική χρήση και στον όροφο κατοικία.»
(ΦΕΚ  288 από 11-7-08).
Η Βιομηχανια ΑΒΕΑ Χανιων
ABEA Factory in Nea Chora, Chania, Crete
Η ιστορία της ΑΒΕΑ ξεκίνησε το 1889. Τότε, ο γάλλος χημικός Ιούλιος Δέης (Jules Deiss), μετά από ευρεσιτεχνία του στο Ίδρυμα Παστέρ του Παρισίου, ίδρυσε την εταιρεία και το εργοστάσιο στην περιοχή της Νέας Χώρας έξω από τα τείχη της πόλης και δίπλα στο Εβραϊκό νεκροταφείο. Ο ίδιος είχε δημιουργήσει εργοστάσιο με ίδιους σκοπούς στην Τυνησία. Το εργοστάσιο σε πρώτο στάδιο παρήγαγε πυρηνέλαιο και επεξεργαζότανε τον ελαιοπυρήνα. Το πυρηνέλαιο μάλιστα εξαγόταν στη Γαλλία, με σκοπό την παραγωγή σαπουνιού τύπου Μασσαλίας.Τα Χανιά αποτελούσαν ένα πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη τέτοιου είδους βιομηχανιών. Ήδη λειτουργούσαν αρκετές βιοτεχνίες παραγωγής ντόπιου σαπουνιού και η πλούσια ελαιοπαραγωγή της Κρήτης μαζί με μια σχετική σταθερότητα που προσέφερε η Σύμβαση της Χαλέπας στην Ημιαυτόνομη Κρητική Πολιτεία, δημιούργησε ένα κλίμα για ανάπτυξη νέων πρωτοβουλιών. Τα Χανιά, αποκτούν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα υπό την παρουσία των στόλων των «Προστάτιδων Δυνάμεων». Αποτέλεσαν πόλο έλξης για δεκάδες υπήκοους ευρωπαϊκών κρατών οι οποίοι και δημιουργούν την παροικία τους ασχολούμενοι κυρίως με το εμπόριο και τη βιομηχανία.Αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς είχαμε το 1894 αφού αγοράζεται από την εταιρία Sahel Tunisien. Τότε, για την εξυπηρέτηση των λειτουργιών του μιας και αποτελούσε τη μεγαλύτερη βιομηχανία της πόλης, γίνεται το πρώτο ρήγμα στα τείχη στην περιοχή της πύλης του San Salvatore το έτος 1899. Η άδεια οικοδόμησης δόθηκε από το «Γενικόν Διοικητικόν Συμβούλιον Κρήτης»
ΑΒΕΑ

To 1917 η εταιρεια περασε στα χερια των επιχειρηματιών Π. Μαρκαντωνάκη, Κ. Ναξάκη, Κ. Μανουσάκη και Γ. Κασιμάτη. Η επωνυμία της εταιρείας καταχωρήθηκε σ’ αυτήν που έμελλε να μείνει γνωστή ως Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρία «ΑΝΑΤΟΛΗ», δηλαδή ΑΒΕΑ. Το καταστατικό υπογράφεται από την προσωρινή κυβέρνηση Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη στις 16 Ιανουαρίου 1917 και οι δραστηριότητές της επεκτείνονται στην εμπορία και επεξεργασία ελαιολάδων και στην παραγωγή σαπουνιών.

Το 1935 το εργοστάσιο ανακατασκευάζεται και λειτουργεί με επιτυχία μέχρι τον πόλεμο. Οι αλλεπάλληλοι βομβαρδισμοί κατέστρεψαν μεγάλο κομμάτι των υποδομών του. Οι ζημιές αποκαταστάθηκαν μεταπολεμικά και η λειτουργία του συνέχισε. Νέα αλλαγή καθεστώτος ιδιοκτησίας το 1951 αφού μετατρέπεται σε συνεταιριστική – μέχρι σήμερα – και εκπροσωπείται από τους παραγωγούς του Νομού Χανίων.

Το εργοστάσιο εγκαταλείφθηκε σταδιακά. Πρώτα η μετεγκατάσταση του πυρηνελαιουργείου της ΑΒΕΑ το 1994 στο Δήμο Κεραμειών. Και το 2004 με τη μετεγκατάσταση του τυποποιητηρίου λαδιών, του τμήματος παραλαβής ελαιολάδου, των γραφείων διοίκησης στο Δήμο Ελευθερίου Βενιζέλου και τη μετεγκατάσταση του σαπωνοποιείου και της ραφιναρίας λαδιών στο Δήμου Κεραμειών.

ΑΒΕΑ

Μια φωτια στις 29 Απριλιου 2011 καταστρεφει ολοσχερως το εγκαταλελειμενο εργοστασιο στη Νεα Χωρα Χανιων, και μαζι με αυτο και ενα κεφαλαιο βιομηχανικης ιστοριας και κληρονομιας της Κρητης και της Ελλαδας.

ΕΑΣ Λεσβου

Με τις κατάλληλες προσαρμογές στις σύγχρονες συνθήκες παραγωγής, το εργοστάσιο είναι από τα λίγα πια στην Ελλάδα που παράγουν σαπούνι αποκλειστικά από ελαιόλαδο.

Όπως εξηγεί ο εκπρόσωπος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου Νίκος Μάτας, “πολλοί λανθασμένα πιστεύουν ότι το αγνό σαπούνι ελαιόλαδου είναι γυαλιστερό, έχει πράσινο, διαυγές χρώμα. Η αλήθεια είναι ότι το αγνό παρθένο σαπούνι ελαιόλαδου έχει χρώμα λαδί, θολό. Η γυαλάδα αποκτιέται από το σαπούνι με τη χρήση ζωικών λιπαρών ουσιών, όπως είναι το λίπος του γουρουνιού. Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων μάς υποχρεώνουν να χρωματίζουμε, με φυτικές ουσίες βέβαια, και εμείς το σαπούνι. Στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στην Ιαπωνία, όπου η ΕΑΣ Λέσβου κάνει μεγάλες εξαγωγές, οι καταναλωτές είναι πιο ενημερωμένοι και μας το ζητούν με το φυσικό του χρώμα. Είναι σαφές ότι το προϊόν αυτό, που προέρχεται από τον καρπό της ελιάς με όλες τις φαρμακευτικές του ιδιότητες, περιποιείται και φροντίζει περισσότερο το δέρμα από τα υπόλοιπα συνθετικά σαπούνια”.

Βέβαια, τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα σαπούνια διαφημίζονται ως σαπούνια από ελαιόλαδο. “Αυτό συμβαίνει γιατί πληθαίνουν οι καταναλωτές που ζητούν φυσικά προϊόντα χωρίς χημικά πρόσθετα. Ωστόσο, η νομοθεσία που διέπει την παραγωγή και την εμπορία του σαπουνιού επιτρέπει την προβολή με τον παραπάνω τρόπο, ακόμη και αν το τελικό προϊόν περιέχει μόνο ένα μικρό μέρος λιπαρών ελαιόλαδου – τα περισσότερα περιέχουν μόλις 20%”, λέει ο κ. Μάτας.

Η Λέσβος είναι μία από τις σημαντικές ελαιοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας, καθώς στο νησί καλλιεργούνται περίπου 11 εκατ. ελαιόδεντρα και η μέση ετήσια παραγωγή ελαιόλαδου φτάνει τους 20.000 τόνους(10% της εθνικής παραγωγής).

Ο κ. Μάτας υπογραμμίζει πως το σαπωνοποιείο της ένωσης αποτελεί και έναν παραγωγικό τρόπο ανακύκλωσης των λαδιών και των ραφινελαίων που δεν μπορούν να διατεθούν στην κατανάλωση, καθώς στη Λέσβο δεν υπάρχει χωματερή που να μπορεί να δεχθεί τους 400-500 τόνους καταλοίπων που δημιουργούνται κάθε χρόνο.

Μέχρι πριν από λίγο καιρό ο κλάδος της σαπωνοποιίας στη Λέσβο, που κάποτε αποτελούσε σημαντική πηγή πλούτου για το νησί, είχε χάσει τη λάμψη του. Με την καταγραφόμενη στροφή των καταναλωτών στα βιολογικά προϊόντα, η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου θέλει να αναδείξει το συγκριτικό πλεονέκτημα του σαπουνιού της, που θεωρείται η ανερχόμενη εμπορική δύναμη του νησιού.

(Source: Macedonia)

Ένα από τα παλαιότερα βιομηχανικά κτήρια είναι το σαπωνοποιείο της ΕΑΣ Λέσβου, που βρίσκεται μέσα στο βιομηχανικό συγκρότημα της Σκάλας Παμφίλων. Στην ιδιοκτησία της Ένωσης Συνεταιρισμών πέρασε στα 1929, όμως ο ακριβής χρόνος κατασκευής του δεν είναι γνωστός. Εκτιμάται όμως πως είχε κατασκευασθεί πριν από το παρακείμενο πυρηνελαιουργείο της Ένωσης που κατασκευάστηκε στα 1870. Οι χοντροί του τοίχοι, τα μεγάλα παράθυρα του, οι μεγάλες δεξαμενές σαπωνοποίησης που διαθέτει δεν θυμίζουν με τίποτα τους μουσειακούς χώρους άλλων συνομήλικων του βιομηχανικών κτηρίων της Λέσβου, αφού αυτό συνεχίζει να είναι σε λειτουργία και για την εξυπηρέτηση σύγχρονων διαδικασιών παραγωγής έχουν γίνει πάρα πολλές προσθήκες και προσαρμογές. Παρʼ όλα αυτά ο χαμηλός φωτισμός στους χώρους του ισογείου, το άδειο ξηραντήριο στο δεύτερο όροφο, οι παμπάλαιες δεξαμενές σαπωνοποίησης δίνουν την εικόνα ενός εργοστασίου που έχει μείνει δύο αιώνες πίσω. Μια εικόνα που -παραφράζοντας τον τίτλο του γνωστού μυθιστορήματος- δείχνει «πώς δενότανε ?το σαπούνι».

Ακόμη και οι πρόσχαροι εργαζόμενοι του σαπωνοποιείου δείχνουν να έχουν βγει από την εποχή της πρώτης βιομηχανικής ανάπτυξης της Λέσβου. Η μηχανή ξήρανσης ζεστού και κρύου αέρα, η μηχανή συρρίκνωσης και η μηχανή ξήρανσης της σαπωνόμαζας αν και έχουν κάποια ηλικία δείχνουν σαν να έχουν κάνει μια βουτιά στο παρελθόν, αφού το κτήριο είναι τουλάχιστον ένα αιώνα μεγαλύτερο από αυτά.
Ο χημικός της ΕΑΣ Λέσβου Μιχάλης Πεντογένης μας εξηγεί ότι το σαπωνοποιείο της ΕΑΣ Λέσβου είναι ένα από τα λίγα της χώρας που παράγουν σαπούνι αποκλειστικά από ελαιόλαδο και υλοποιούν όλα τα στάδια της παραγωγής. Με έκπληξη ακούσαμε τον κ. Πεντογένη να μας εξηγεί πως πολλά σαπούνια που αναφέρουν στην ετικέτα τους ότι παράγονται από ελαιόλαδο έχουν ένα μικρό ποσοστό ελαιολάδου (20%) και τα υπόλοιπα λιπαρά είναι ζωικά ώστε το τελικό προϊόν να είναι πιο λαμπερό.
Χημικά πρόσθετα χρησιμοποιούνται και για να αποκτήσει χρώμα η άρωμα το σαπούνι. Αναφορά «σαπούνι από ελαιόλαδο» στις ετικέτες των σαπουνιών γίνεται τα τελευταία χρόνια γιατί οι καταναλωτές όλο και περισσότερο ζητούν φυσικά προϊόντα χωρίς χημικά πρόσθετα. Ωστόσο η νομοθεσία που διέπει την παραγωγή και εμπορία του σαπουνιού μέχρι σήμερα δεν έχει λάβει υπόψη τις νεότερες εξελίξεις στην παραγωγή και στις καταναλωτικές συνήθειες, έτσι ο όρος «σαπούνι από ελαιόλαδο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη κι αν το τελικό προϊόν περιέχει μόνο ένα μικρό μέρος λιπαρών ελαιολάδου.
Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται ραγδαία η ζήτηση του σαπουνιού από ελαιόλαδο ως αποτέλεσμα της επιστροφής των καταναλωτών σε φυσικά προϊόντα. Η τάση αυτή είναι δικαιολογημένη κατά τον κ. Πεντογένη αφού το ελαιόλαδο είναι η καλύτερη λιπαρή ουσία για το ανθρώπινο δέρμα. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2006 οι πωλήσεις σαπουνιού της ΕΑΣ Λέσβου έφθασαν στους 170 τόνους. Μεγάλο μέρος της παραγωγής αυτή εξάγεται στο εξωτερικό.
Εκτός από το τελικό προϊόν, δηλαδή τις μικρές πλάκες σαπουνιού που παράγει και εμπορεύεται η ΕΑΣ Λέσβου, παράγει και πουλάει σε σαπωνοποιεία μεγάλες ποσότητες σαπωνόμαζας (δηλαδή σαπούνι που δεν έχει μορφοποιηθεί) και το οποίο χρησιμοποιείται για την παραγωγή σαπουνιών με την προσθήκη ζωικών λιπαρών.
Το πρώτο στάδιο της παραγωγής περιλαμβάνει την σαπωνοποίηση του ελαιολάδου μέσα σε μεγάλες δεξαμενές με την χρήση καυστικού νατρίου. Το «ψήσιμο» του σαπουνιού διαρκεί τρία ή τέσσερα οκτάωρα. Στο διάστημα αυτό γίνεται σταδιακή προσθήκη καυστικού νατρίου μέχρι ο ψήστης, δηλαδή ο εργάτης που παρακολουθεί την διαδικασία σαπωνοποίησης, να διαπιστώσει ότι το ελαιόλαδο που βρίσκεται μέσα στην δεξαμενή έχει κορεστεί.
Στο επόμενο στάδιο γίνονται τέσσερις με πέντε εκπλύσεις της σαπωνόμαζας προκειμένου να αφαιρεθεί η πλεονάζουσα ποσότητα καυστικού νατρίου (η περίσσια όπως την λένε οι σαπωνοποιοί) που υπάρχει και το νερό. Η κάθε μια έκπλυση κρατάει περίπου ένα οκτάωρο. Στο τελευταίο στάδιο της έκπλυσης γίνεται ο διαχωρισμός του σαπουνιού από το αλάτι, η εξαλάτωση. Αυτό το στάδιο ολοκληρώνεται όταν στο κάτω μέρος της δεξαμενής μείνει το αλατόνερο και στο πάνω μέρος η ρευστή σαπωνόμαζα.
Στο παρελθόν η ρευστή σαπωνόμαζα τοποθετούνταν σε καλούπια, εκεί γίνονταν η ξήρανση της και η κοπή της με μεγάλα μαχαίρια. Η ξήρανση των σαπουνιών γίνονταν με την χρήση του ηλιακού φωτός. Αυτό επέβαλε τα σαπωνοποιεία να διαθέτουν μεγάλες αίθουσες με πολλά παράθυρα. Σε αυτές γίνονταν η ξήρανση και η κοπή.
Στις μέρες μας η ρευστή σαπωνόμαζα με μια αντλία οδηγείται στο μηχάνημα ξήρανσης. Αυτό το μηχάνημα βγάζει ξερό σαπούνι που έχει την μορφή μακαρονιού. Στη συνέχεια η σαπωνόμαζα περνάει νέα μηχανική κατεργασία στο τέλος της οποίας παίρνει την μορφή μπαστουνιού. Τα μπαστούνια του σαπουνιού οδηγούνται στο κοπτικό μηχάνημα όπου κόβονται, αυτό είναι το πρώτο στάδιο της τελικής μορφής που ο καταναλωτής θα πάρει στο χέρι του. Μετά την κοπή του σαπουνιού γίνεται η ξήρανση της επιφάνειας του με την χρήση ζεστού και κρύου αέρα. Μετά το σαπούνι σφραγίζεται και περαιτέρω ξήρανση. Η συσκευασία γίνεται ανάλογα με την επιθυμία του εμπόρου που θα αγοράσει το σαπούνι. Το σύνηθες είναι να τοποθετηθεί σε μικρή πλαστική σακούλα η οποία συρρικνώνεται για να μειωθεί ο χώρος που καταλαμβάνει. Σε άλλες περιπτώσεις δημιουργούνται πλαστικές ή χάρτινες συσκευασίες από ένα, δύο ως πέντε μικρά σαπούνια πάντα με βάση τις επιθυμίες των εμπόρων πελατών.

(Source: Greek News Online)