Μια μερα του Δεκεμβρη – αποπειρα στοχασμου πανω στο Θανατο (A day in December – an attempt to contemplate Death)

Αυτη η μερα ειναι γεματη μνημες. Μνημες αγαπημενων που πεθαναν αλλα δεν χαθηκαν. Ο θανατος του Αλεξη Γρηγοροπουλου αποτελεσε την αφορμη για αυτη την αναρτηση, που οντας γεματη Θανατο αποπειραται να  στοχαστει και να τον κατανικησει δια του στοχασμου και της μνημης.

The day brings a lot of memories. Memories of loved ones who are no longer with me on this earth. The trigger for this shower of memories is the death of a 15 old student – Alexis Grigoropoulos – last year by a policeman in downtown Athens.

Θελω να κανω αρχη με το υπεροχο ποιημα του Γκετε “Der Erlkoenig”, που το μελλοποιησε ο Σουμπερτ. Εδω εχομε την ανυπερβλητη ερμηνεια του βαρυτονου Dietrich Fischer Dieskau.

I want to start with Goethe’s poem “Der Erlkoenig”, which Schuebert turned into a beautiful song (lieder).

There is no better interpretation of the approach of Death, its flirting with the innocent child, and the final abduction.

Here it is sung by the King of Baritones, Dietrich Fischer Dieskau.

Ποιος καλπαζει τοσο αργα μεσα στο σκοταδι και τον ανεμο;

Ειναι ο πατερας με το παιδι του.

Κρατει το παιδι μεσα στην γουβα του χεριου του

Το κρατει προστατευμενο, και ζεστο.

Who rides, so late, through night and wind?
It is the father with his child.
He holds the boy in the crook of his arm
He holds him safe, he keeps him warm.

“Γιε μου, γιατι σκεπαζεις το προσωπο σου με τοση αγωνια;”

“Πατερα, δεν τον βλεπεις τον Βασιλια;

Τον Βασιλια με την κορωνα και την ουρα;”

“Γιε μου, ενα παιχνιδι της ομιχλης ειναι”

“My son, why do you hide your face so anxiously?”
“Father, do you not see the Erl king?
The Erl king with crown and tail?”
“My son, it’s a wisp of fog.”

“Αγαπημενο μου Παιδι, ελα, φυγε μαζι μου!

Ποσα πανεμορφα παιχνιδια θα παιξω εγω μαζι σου!

Στην παραλια μας περιμενουν τοσα ομορφα λουλουδια

κι η μητερα μου εχει τοσες χρυσες φορεσιες”

“You lovely child, come, go with me!
Many a beautiful game I’ll play with you;
Some colourful flowers are on the shore,
My mother has many golden robes.”

“Πατερα, πατερα μου, ακουσες

Τις υποσχεσεις του Βασιλια;”

“Παιδι μου μην ανησυχεις,

Ειναι ο αερας που σφυριζει μεσα απο τα ξερα φυλλα.”

“My father, my father, can’t you hear,
What the Erl king quietly promised me?”
“Be calm, stay calm, my child;
The wind rustles through dry leaves.”

“Θελεις να ερθεις μαζι μου, αγαπητο μου παιδι;

Οι κορες μου θα σε περιποιηθουν,

Οι κορες μου σερνουν τους χορους μεσα στη νυχτα

Και θα σε αποκοιμησουν με τους χορους και τα τραγουδια τους.”

“Do you want to come with me, dear boy?
My daughters shall wait on you fine;
My daughters lead the nightly dances
And will rock and dance and sing you to sleep.”

“Πατερα, πατερα μου, δεν βλεπεις εκει,

Τις κορες του Βασιλια στο σκοτεινο μερος;”

“Παιδι μου βλεπω καλα,

Οι γερικες ιτιες εχουν γκριζα φυλλα.”

“My father, my father, can’t you see there,
The Erl king’s daughters in the gloomy place?”
“My son, my son, I see it well:
The old willows they shimmer so grey.”

“Σ΄αγαπω, με θελγει η ομορφια σου,

Κι αν ερθεις οικειοθελως, θα σε αναγκασω.”

“Πατερα, πατερα μου, με αρπαζει τωρα!

Ο Βασιλιας με λαβωσε!”

“I love you, your beautiful form entices me;
And if you’re not willing, I shall use force.”
“My father, my father, he’s grabbing me now!
The Erl king has done me harm!”

Ο πατερας τρεμει, καλπαζει γοργα,

Κρατωντας το παιδι που βογγαει στην αγκαλια του.

Με δυσκολια φτανει στο κτημα του,

Στην αγκαλια του το παιδι ειχε πεθανει.

The father shudders; he rides swiftly,
He holds the moaning child in his arms.
He can hardly manage to reach his farm;
In his arms, the child was dead.

Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;

Ο Θανατος επηρε τον  Υιο και η Παναγια θρηνει τον μεγαλο θρηνο.  Το τελος επηλθε, ο Υιος ταξιδεψε στο Βασιλειο του Σκοτους.

“Oh my sweet spring, my sweetest child, where is your beauty gone?” cries the Holy Mother over the dead body of Jesus.

Death has now captured the Son, and the Mother is weeping.

Εδω με την βοηθεια του Γιωργου Σεφερη επερχεται το γυρισμα, η ανατροπη, η κατανικηση του Θανατου, που ειναι η κατανικηση του Φοβου του Θανατου. Παραθετω πρωτα το ποιημα.

And here comes the turn, the overthrow, the defeat over Death, which is the defeat of the Fear of Death, with the help of George Seferis, and his poem “Epiphany”.

Επιφανια, Γιωργος Σεφερης, 1937

(Epifania, George Seferis, 1937)

Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγ-
γαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλ-
λιά σου
χρυσά. τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στη κορυφή τους. βραδιάζει.

Κράτησα τη ζωή μου. στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσεξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στη παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.

Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της
Ανεβαίνω τα βουνά. μελανιασμένες λαγκαδιές. ο χιονι-
σμένος κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι
δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη
σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ. ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα
χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνή σου λέγοντας “ευτυχία”.
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των
νερών
κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλει-
στά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες
που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που
σ’ αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτε-
ρά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο
γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν
εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους σε πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή, κράτησα τη ζωή μου

Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.

The flowering sea and the mountains in the moon’s waning
the great stone close to the Barbary figs and the asphodels
the jar that refused to go dry at the end of the day
and the closed bed by the cypress trees and your hair
golden; the stars of the Swan and that other star, Aldebaran.

I’ve kept a rein on my life, kept a rein on my life, travelling
among yellow trees in driving rain
on silent slopes loaded with beech leaves,
no fire on their peaks; it’s getting dark.
I’ve kept a rein on my life; on your left hand a line
a scar at your knee, perhaps they exist
on the sand of the past summer perhaps
they remain there where the north wind blew as I hear
an alien voice around the frozen lake.
The faces I see do not ask questions nor does the woman
bent as she walks giving her child the breast.
I climb the mountains; dark ravines; the snow-covered
plain, into the distance stretches the snow-covered plain, they ask nothing
neither time shut up in dumb chapels nor
hands outstretched to beg, nor the roads.
I’ve kept a rein on my life whispering in a boundless silence
I no longer know how to speak nor how to think; whispers
like the breathing of the cypress tree that night
like the human voice of the night sea on pebbles
like the memory of your voice saying ‘happiness’.

I close my eyes looking for the secret meeting-place of the waters
under the ice the sea’s smile, the closed wells
groping with my veins for those veins that escape me
there where the water-lilies end and that man
who walks blindly across the snows of silence.
I’ve kept a rein on my life, with him, looking for the water that touches you
heavy drops on green leaves, on your face
in the empty garden, drops in the motionless reservoir
striking a swan dead in its white wings
living trees and your eyes riveted.

This road has no end, has no relief, however hard you try
to recall your childhood years, those who left, those
lost in sleep, in the graves of the sea,
however much you ask bodies you’ve loved to stoop
under the harsh branches of the plane trees there
where a ray of the sun, naked, stood still
and a dog leapt and your heart shuddered,
the road has no relief; I’ve kept a rein on my life.

The snow and the water frozen in the hoofmarks of the horses.

(interpretation by Edmund Keeley and Philip Sherrard)

Η προτελευταια στροφη τα λεει ολα και δινει και την απαντηση:

“ο δρομος δεν εχει αλλαγη” δηλαδη το πεπρωμενον φυγειν αδυνατον, για αυτο μην ζητας αλλους δρομους, δεν υπαρχουν, κοιτα το δρομο που εχεις και να τον διαβεις, με αρωγο την μνημη.

Η διαδρομη του ποιητη “κρατωντας τη ζωη του” και αναμετρηση του με το παγωμενο νερο και το χιονι τον εφερε μπροστα στην κατανικηση του Φοβου του Θανατου.