Lamentο per il Sud – Salvatore Quasimodo (Θρήνος για το Νότο – Σαλβατόρε Κουασιμόντο)

Σήμερα θέλω να μοιραστώ μαζι σας το ποιημα “Θρήνος για το Νότο”, που εγραψε ένας απο τους αγαπημένους μου Ιταλούς ποιητές, ο Σαλβατόρε Κουασιμόντο. Γεννήθηκε το 1901 στη Σικελία και απέθανε το 1968 στη Νάπολη της Καμπανιας. Αναπαυεται στο Κοιμητηριο Μονουμενταλε στο Μιλανο. Το 1959 του απονεμηθηκε το Βραβείο Νομπελ Λογοτεχνιας. Αρχικα παραθετω το ποιημα στα ιταλικα, και συνεχιζω με την ελληνικη αποδοση.

Today I want to share with you the poem “Lamento per il Sud”, written by one of my favourite Italian poets, Salvatore Quasimodo. He was born in Sicily on 1901 and died in Napoli on 1968. He is resting in the Monumentale Cemetery in Milano. In 1959 he was awarded the Nobel Prize for Literature. I start with the poem in Italian, and then give the interpretation in Greek.

Σαλβατορε Κουασιμοντο
Σαλβατορε Κουασιμοντο

Lamento per il Sud

La luna rossa, il vento, il tuo colore
di donna del Nord, la distesa di neve…
Il mio cuore è ormai su queste praterie,
in queste acque annuvolate dalle nebbie.
Ho dimenticato il mare, la grave
conchiglia soffiata dai pastori siciliani,
le cantilene dei carri lungo le strade
dove il carrubo trema nel fumo delle stoppie,
ho dimenticato il passo degli aironi e delle gru
nell’aria dei verdi altipiani
per le terre e i fiumi della Lombardia.
Ma l’uomo grida dovunque la sorte d’una patria.
Più nessuno mi porterà nel Sud.
Oh, il Sud è stanco di trascinare morti
in riva alle paludi di malaria,
è stanco di solitudine, stanco di catene,
è stanco nella sua bocca
delle bestemmie di tutte le razze
che hanno urlato morte con l’eco dei suoi pozzi,
che hanno bevuto il sangue del suo cuore.
Per questo i suoi fanciulli tornano sui monti,
costringono i cavalli sotto coltri di stelle,
mangiano fiori d’acacia lungo le piste
nuovamente rosse, ancora rosse, ancora rosse.
Più nessuno mi porterà nel Sud.
E questa sera carica d’inverno
è ancora nostra, e qui ripeto a te
il mio assurdo contrappunto
di dolcezze e di furori,
un lamento d’amore senza amore.

Θρήνος για το Νότο

Το κόκκινο φεγγάρι, ο άνεμος, το χρώμα σου της

βόρειας γυναικας, οι χιονισμένες πεδιάδες…

Η καρδιά μου ανήκει σ’αυτούς τους αγρούς,

σ’αυτά τα βυθισμενα στην ομίχλη νερά.

Λησμόνησα τη θάλασσα,

το βαρύ κοχύλι που φυσούσαν οι Σικελοί βοσκοί,

τον ήχο απο τις άμαξες πάνω στους δρόμους.

όπου το καρούμπο ριγεί ανάμεσα στα καπνισμένα

καλάμια.

Λησμόνησα τους ερωδιούς και τους

πελαργούς που διασχίζουν τον αέρα

πάνω απο τους πράσινους λόφους της

Λομβαρδίας τις στεριές και τα ποτάμια.

Αλλά παντού ο άνθρωπος κραυγάζει το

πεπρωμένο της πατρίδας του.

Κανείς δε θα με φέρει πίσω στο νότο ξανά.

Ω, ο Νότος είναι κουρασμένος να σέρνει στην ξηρά

τους νεκρούς απο τους βάλτους της ελεονοσίας,

είναι κουρασμένος απο την ερημιά,

κουρασμένος απο τα δεσμά,

το στόμα του είναι κουρασμένο

να το καταριούνται σε κάθε γλώσσα

έχοντας ουρλιάξει το θάνατο μέσα απο την ηχώ των πηγαδιών του,

έχοντας ρουφήξει το αίμα απο την καρδιά του.

Παρ’όλα αυτά τα παιδιά του επιστρέφουν στα βουνά,

κρατώντας τα άλογα κάτω απο τα αστέρια

τρώγοντας τα λουλούδια της ακακίας κατά μήκος των δρόμων

κόκκινο ξανά, ακόμα κόκκινο, ακόμα κόκκινο.

Κανείς δε θα με φέρει πίσω στο Νότο ξανά.

Και αυτό το απόγευμα του χειμώνα είναι ακόμα δικό μας,

και εδώ σου εκφραζω ξανα

με γλυκα και παραταιρη οργη,

το θρήνο ενος ερωτα xωρις αγαπη.

ΥΓ. Έκανα παρεμβασεις στην Ελληνική απόδοση της Ειρηνης Μπέινα και Δέσποινας Θραψίμη