Set keel to breakers, forth on the godly sea, and
We set up mast and sail on that swart ship,
Bore sheep aboard her, and our bodies also
Heavy with weeping, and winds from sternward
Bore us onward with bellying canvas,
Crice’s this craft, the trim-coifed goddess.
Then sat we amidships, wind jamming the tiller,
Thus with stretched sail, we went over sea till day’s end.
Sun to his slumber, shadows o’er all the ocean,
Came we then to the bounds of deepest water…
«Ήδη ὁ ήλιος, επιφανεὶς ακόμη μίαν φοράν, έκλινε προς την δύσιν. Ήτο τρίτη και ημίσεια ώρα. Και ὁ ήλιος εχαμήλωνε, εχαμήλωνε. Και ἡ βαρκούλα του μπαρμπα-Στεφανή, με το ανθρώπινον φορτίον της, εχόρευεν, εχόρευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχομένη εις υγρὰ όρη, πότε κατερχομένη εις ρευστάς κοιλάδας, νυν μεν εις την ακμὴν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νυν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής. Και ὁ ιερεὺς έλεγε μέσα του την παράκλησιν όλην, από το «Πολλοίς συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι ὁ μπαρμπα-Στεφανής εστενοχωρείτο, μὴ δυνάμενος επὶ παρουσία του παπά να εκχύση ελευθέρως τας αφελείς βλασφημίας του, τας οποίας εμάσα κι έπνιγε μέσα του, ὑποτονθορύζων: «Σκύλιασε ὁ διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο! Το Μουχαμετη σου, μέσα!» Κι ἡ θειὰ το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείον του Σταυρού, έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε», κι επανελάμβανεν: «Έλα, κ᾿στὲ μ᾿! Βοήθα, Παναΐα μ᾿!» Και τα κύματα έπληττον την πρώραν, έπληττον τα πλευρὰ του σκάφους, και εισορμώντα εις το κύτος εκτύπων τα νώτα, εκτύπων τους βραχίονας των ἐπιβατών. Και ὁ ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και ἡ βαρκούλα εκινδύνευε ν᾿ αφανισθή. Και η απορρώξ βραχώδης ακτὴ εφαίνετο διαφιλονικούσα την λείαν προς τον βυθὸν της θαλάσσης».
Αλεξανδρος Παπαδιαμαντης, Στο Χριστο στο Καστρο
“Through thunder and storm, from distant seas
I draw near, my lass!
Through towering waves, from the south
I am here, my lass!
My girl, were there no south wind
I could never come to you:
ah, dear south wind, blow once more!
My lass longs for me.”
Richard Wagner, The Flying Dutchman
“Driven on by storms and violent winds,
I have wandered over the oceans –
for how long I can scarcely say:
I no longer count the years.
It’s impossible, I think, to name
all the countries where I’ve been;
the only one for which I yearn
I never find, my homeland!”
Richard Wagner, The Flying Dutchman
The hero is the symbolical exponent of the movement of libido. Entry into the dragon is the regressive direction, and the journey to the East (the “night sea journey”) with its attendant events symbolizes the effort to adapt to the conditions of the psychic inner world. The complete swallowing up and disappearance of the hero in the belly of the dragon represents the complete withdrawal of interest from the outer world. The overcoming of the monster from within is the achievement of adaptation to the conditions of the inner world, and the emergence (“slipping out”) of the hero from the monster’s belly with the help of a bird, which happens at the moment of sunrise, symbolizes the recommencement of progression.[“On Psychic Energy,” CW 8, par. 68.]
All the night sea journey myths derive from the perceived behavior of the sun, which, in Jung’s lyrical image, “sails over the sea like an immortal god who every evening is immersed in the maternal waters and is born anew in the morning.[“Symbols of the Mother and of Rebirth,”CW 5, par. 306.] The sun going down, analogous to the loss of energy in a depression, is the necessary prelude to rebirth. Cleansed in the healing waters (the unconscious), the sun (ego-consciousness) lives again.
(Source: Lexicon of Jungian Terms)
Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.
The secret voice of the Sea
enters our heart
it moves and rejoices it.
Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων; —
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων,
που σάβανό των έχουν τον ψυχρόν αφρό,
και κλαίν για ταις γυναίκες των, για τα παιδιά των,
και τους γονείς των, για την έρημη φωλιά των,
ενώ τους παραδέρνει πέλαγο πικρό,
Is it a song, or the complaint of the ones that sunk? –
the tragic complaint of the dead,
whose shroud is the cold foam,
and cry for their wifes and their children,
and their parents, and their empty nest,
while the bitter waves batter them,
σε βράχους και σε πέτραις κοφτεραίς τους σπρώχνει,
τους μπλέκει μες στα φύκια, τους τραβά, τους διώχνει,
κ’ εκείνοι τρέχουνε σαν νάσαν ζωντανοί
με ολάνοιχτα τα μάτια τρομαγμένα,
και με τα χέρια των άγρια, τεντωμένα,
από την αγωνία των την υστερνή.
and pushes them on to sharp rocks and stones,
tangles them in weeds, pulls them, pushes them,
and they run as if they were alive
with eyes scared wide open,
and their hands tense, spread,
full of the tension of death.
Κ. Καβαφης, Αποσπασμα απο τα Αποκηρυγμενα, Ικαρος, 1983
C. Cavafy, Excerpt from the Denounced Poems, Icaros, 1983
(The interpretation in English is mine)
«Όχι! Όχι! Δεν βρίσκεται η χαρά στην άλλη όχθη μόνον! Είναι εδώ, μεσ’ στις ψυχές μας, μέσα σε τούτες τις καρδιές, είναι παντού για όσους μπορούν να σπάσουν τα δεσμά των, αφού και μέσα μας ο ήλιος ανατέλλει και δείχνει την πορεία μας παντού όπου πηγαίνει, φως εκ φωτός αυτός, πυρσός λαμπρός του υπερτάτου φαροδείκτου, που όλοι τον παραλείπουν οι άλλοι, του φαροδείκτου, σύντροφοι, που είναι ο ουρανός!»
“No! No! Happiness does not exist only on the distant shore! It is here, inside our souls, inside these hearts, it is everywhere for those who can break their chains, as is the sun that rises inside and guides us wherever we go, light out of light, a shining torch of the supreme beacon, which we tend to forget, the sky! ”
Έτσι ελάλησα και κάθε αμφιταλάντευσις απέπτη απ’ τις ψυχές μας. Η αγαλλίασίς μου στους άλλους μετεδόθη, και, όλοι, κοιτάζοντας τον ήλιο, πετάξαμε τα σύνεργα της πλοιαρχίας – χάρτες, διαβήτες, εξάντας και φακούς – και αρπάζοντας τους σκούφους μας, εμείς, οι ναυτικοί εκ ναυτικών, τρέξαμε στο καράβι μας (το λέγαν “Άγιος Σώζων”) και όλοι, φλεγόμενοι από την νέα μας πίστη, χωρίς πλέον να ψάχνουμε το “πού” και “πώς”, τα παλαμάρια λύσαμε και υψώνοντας τα πανιά μας, αδίσταχτα σαλπάραμε με μια κραυγή:
«Κύριε των δυνάμεων μεθ’ ημών γενού».
Thus I spoke and every doubt flew away from our souls. My uplifting was transferred to the others, and all, watching the Sun, threw out all the instruments of navigation – maps, compasses, sextants and lenses – and snatching our caps, we, the mariners, the mariners of mariners, run to our ship (it was named “Saint Saviour”) and all, burning in our newly found faith, without any more searching for the “where” and “how”, we released the mooring lines and raising our sails, sailed without hesitation with one cry:
“Lord of the powers be with us”.
Ανδρεας Εμπειρικος, Οκτανα
Andreas Empeiricos, Octana
(The interpretation in English is mine)
‘God, he said quietly. Isn’t the sea what Algy calls it: a great sweet mother? The snotgreen sea. The scrotumtightening sea. (Πλεων δ'<ε>) Epi oinopa ponton (We’re sailing upon the wine-dark sea). Ah, Dedalus, the Greeks. I must teach you. You must read them in the original. Thalatta! Thalatta! She is our great sweet mother. Come and look.’
James Joyce, Ulysses
Note: Homer’s “πλεων δ’επι οινοπα ποντον επ’ αλλοθροους ανθρωπους” is in-scripted on The Iron Footbridge in Frankfurt. It is therefore fitting to conclude with a poem of Frankfurt’s famous son,
Johann Wolfgang von Goethe.
CALM AT SEA.
SILENCE deep rules o’er the waters,
Calmly slumb’ring lies the main,
While the sailor views with trouble
Nought but one vast level plain.
Not a zephyr is in motion!
Silence fearful as the grave!
In the mighty waste of ocean
Sunk to rest is ev’ry wave.
Goethe 1795
Happy Travelling!
Happy New Year!
Πολλές ευχές για καλή χρονιά!
Αν και μπαινοβγαίνω συχνά εδώ σπάνια σχολιάζω, σήμερα όμως που είδα θάλασσα και Παπαδιαμάντη….θαλασσινή γάρ την αγαπώ σ’ όλες τις εκδοχές, ήρεμη, φουρτουνιασμένη, γαλανή, γκρί, μου κάνει παρέα πολλά χρόνια τώρα με την ίδια ένταση και πάθος όπως την πρώτη φορά που την αντίκρισα!
Ποπη Καλως Ηλθες!!!!
Ειδες η θαλασσα!!!!
Κι εμενα με μαγευει και με ταξιδευει, ακομη κι οταν την βλεπω απο μακρυα η την ονειρευομαι.
Η ενταση της πρωτης στιγμης ειναι σαν το φως που το ακολουθουμε παντα.
Καλη Χρονια!!!
Η θάλασσα, ένα μυστήριο που δεν το έχουμε επαρκώς φωτήσει. Ίσως γιατί δεν το έχουμε επαρκώς δεχτεί, ίσως γιατί δεν έχουμε ακόμη ταπεινωθεί μπροστά του. Τα ηλιοβασιλέματα, οι μαγευτικές θέες υπό τον έλεγχο μας. Η φουρτούνα, το άγριο κύμα, φαινόμενα εξέχοντα, εύκολα οδηγούν στην οντοποίηση του κακού, του θανάτου. Και όπου δημιουργούνται οντότητες μπορείς να τις αποφύγεις, μπορείς να προσφύγεις, έχεις την ψευδεύσθηση του ελέγχου, γίνεσαι θρήσκος. Υπάρχει όμως και η θάλασσα μετά το ηλιοβασίλεμα, γαλήνια, κατασκότεινη, χωρίς φεγγάρι και άστρα. Εκεί δεν υπάρχουν οντότητες υποχθόνιες, διαβολικές, δεν υπάρχει τίποτα. Εκεί δεν υπάρχει τρόμος, υπάρχει φόβος. Φόβος απέναντι στο είναι, στο είναι που αληθεύει σαν χρόνος. Σαν δρόμος στο τίποτα. ‘Ισως εκεί να καταλάβεις ότι έφτασες στα όρια, στα όρια της ατομικότητας.
Μανωλη!!!!!
Η θαλασσα ειναι η υπερτατη Μητρα του Θανατου!!!
Η κληση της ειναι μεγα τολμημα, καθοσον δεν ξερεις αν θα γυρισεις.
Κατι που το ξερουν καλα οι ναυτικοι.
Ως μητρα θανατου, αποτελει και κατοπτρο στο οποιο αντανακλαται το Ειναι
και το Ειδωλο του δεν μπορουμε να το αποφυγουμε.
Ταξιδευουμε και διπλα μπροστα πισω πανω ευρισκεται, αιωρειται, ιπταται, το Ειδωλο του Ειναι.
Δυσκολη η συνυπαρξη και η εξοικειωση με το Ειναι.
Πολλες φορες αδυνατη.
Στον καπετάνιο του ιστολογίου αφιερώνω με πολλή αγάπη και εκτίμηση με την ευχή ο άνεμος να πνέει ούριος τους στίχους του Walt Whitman
O Captain my Captain! our fearful trip is done,
The ship has weathered every rack, the prize we sought is won,
The port is near, the bells I hear, the people all exulting,
While follow eyes the steady keel, the vessel grim and daring;
But O heart! heart! heart!
Bon voyage atelier!!!!!!!!
Ρουλα!!!!!
Καλως ορισατε στην Αργω, τη νηα του ατελιε!!!!
Ειμεθα ετοιμοι για αναχωρηση με αγνωστη κατευθυνση. Τα αμπαρια ειναι γεματα, οι κωπηλατες σφριγηλοι, τα ζωντα ζωα ηρεμα και καλοθρεμμενα. Εβαλα και μερικα μυρωδικα φυτα στη γεφυρα για να εχομε.
Θα σαλπαρει μαζι μας και ο Ουολτ Ουιτμαν και ο Εζρα Παουντ, που τους φερνει τωρα η Ναταλια με το Υπσιλον.
μπορώ να πω ότι είναι ένα καταπληκτικό post…
με εξαιρετικά επιλεγμένα κείμενα, εικόνες, πίνακες…
άσε που έδειξες κι ένα ταλέντο σου, του μεταφραστή λογοτεχνικών κειμένων… έχεις ξαναμεταφράσει? μετάφρασε εζρα πάουντ ας πούμε 🙂
ειναι κανενα εικαστικο δικο σου? από τα χωρις ονομα…
καλή χρονιά παναθήναιε…
Ναταλια!!!!!!
Ευχαριστω!!!!! Ελα γρηγορα, θα φορτωσουμε στην Αργω και το Υπσιλον, μην αργεις, σε περιμενουμε μαζι με τους καλεσμενους σου, τον Ουολτ και τον Εζρα, και σου εχω κλεισει καμπινα με στρογγυλο φινιστρινι και επαργυρους μεντεσεδες.
Δεν εχουμε ημερα επιστροφης, οποτε γυρισουμε.
Καλοταξιδη χρονια επι της Αργους!