Εισαγωγη
Το 2013 συμπληρωνονται 150 χρονια απο τη γεννηση του Κ. Καβαφη.
Ξεφυλλιζοντας τα “Ανεκδοτα Ποιηματα¨εκδοσεις Ικαρος 1982, σε μνημη Αλεκου Σεγκοπουλου και χαρι Κυβελης Σεγκοπουλου, και φιλολογικη επιμελεια Γ.Π. Σαββιδη, αρχισα να γραφω αυτο το αρθρο.
Ανθολογισα (επελεξα) λοιπον πεντε ποιηματα και τα συνοδευω με τεσσερα σχολια.
Αν μ’ Ηγάπας
Εκ του Γαλλικού (1884;)
Αν του βίου μου το σκότος
φαεινή έρωτος ακτίς
διεθέρμαινεν, ο πρώτος
της αλγούσης μου ψυχής
ο παλμός ήθελεν ήτο ραψωδία ευτυχής.
Δεν τολμώ να ψιθυρίσω
ό,τι ήθελον σε ειπεί:
πως χωρίς εσέ να ζήσω
μοι είναι αφόρητος ποινή –
αν μ’ ηγάπας… πλην, φευ, τούτο είν’ ελπίς απατηλή!
Αν μ’ ηγάπας, των δακρύων
ήθελον το τέρμα ιδεί·
και των πόνων των κρυφίων.
Οι δε πλάνοι δισταγμοί
δεν θα ετόλμων πλέον να δείξουν την δολίαν των μορφή.
Εν τω μέσω οραμάτων
θείων ήθελ’ ευρεθείς.
Ρόδα θαλερά την βάτον
θα εκόσμων της ζωής –
αν μ’ ηγάπας… πλην, φευ, τούτο είν’ απατηλή ελπίς!
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
α. Ο Καβαφης στην Κωνσταντινουπολη (1882-1885)
Το ποιημα αυτο γραφτηκε πιθανωτατα στην Κωνσταντινουπολη μαλλον το 1884, στα σιγουρα πριν απο το 1885. Ηταν 21 ετων. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης το γένος Πέτρου, ή Κ. Π. Καβάφης, γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια της Αιγυπτου, όπου οι γονείς του εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1840.
Τὸ 1882 στὴ διάρκεια τῆς αἰγυπτιακῆς ἐξέγερσης κατὰ τῶν Ἄγγλων, ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια Καβάφη μετακομίζει στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ σπίτι τοῦ Φαναριώτη παππού του, Γεωργάκη Φωτιάδη. Ἡ τριετὴς παραμονὴ τοῦ ποιητῆ στὴν Πόλη ἀποδεικνύεται ἰδιαιτέρως σημαντική, καθὼς ἐκείνη τὴν περίοδο ἀρχίζει νὰ ἐκδηλώνει τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν πολιτικὴ καὶ τὴν δημοσιογραφικὴ σταδιοδρομία. Τὸ πιὸ ἀξιοσημείωτο αὑτῆς τῆς περιόδου εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ παραμονή του στὴν Πόλη συμπίπτει μὲ τὶς πρῶτες μαρτυρημένες συστηματικές του προσπάθειες νὰ ἐπιδοθεῖ στὴν τέχνη τοῦ ποιητικοῦ λόγου. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο συμπληρώνει καὶ τὶς μελέτες τοὺ πάνω στὴν ἀρχαία καὶ μεσαιωνικὴ ἑλληνικὴ φιλολογία ποὺ εἶχε ἀρχίσει τὴν ἐποχὴ ποὺ βρισκόταν στὴν Ἀγγλία.
Τὸν Ὀκτώβριο τοὺ 1885 ὁ Καβάφης γυρίζει στὴν Ἀλεξάνδρεια μαζὶ μὲ τὴν μητέρα τοὺ καὶ τοὺς ἀδελφούς του, Ἀλέξανδρο καὶ Παῦλο. Μὲ τὴν ἐπιστροφή του ἐγκαταλείπει τὴν ἀγγλικὴ ὑπηκοότητα καὶ παίρνει τὴν ἑλληνική.
La Jeunesse blanche
Ιανουαριος 1895
Η φιλτάτη, η άσπρη μας νεότης,
α η άσπρη μας, η κάτασπρη νεότης,
που είν’ απέραντη, κ’ είναι πολύ ολίγη,
σαν αρχαγγέλου άνω μας πτερά ανοίγει!…
Όλο εξαντλείται, όλο αγαπάει·
και λιώνει και λιγοθυμά εις τους ορίζοντας τους άσπρους.
A πάει εκεί και χάνεται εις τους ορίζοντας τους άσπρους,
για πάντα πάει.
Για πάντα, όχι. Θα ξαναγυρίσει,
θα επιστρέψει, θα ξαναγυρίσει.
Με τα λευκά της μέλη, την λευκή της χάρι,
θα έλθ’ η άσπρη μας νεότης να μας πάρει.
Με τα λευκά της χέρια θα μας πιάσει,
και μ’ ένα σάβανο λεπτό απ’ την ασπράδα της βγαλμένο,
με κάτασπρο ένα σάβανο απ’ την ασπράδα της βγαλμένο
θα μας σκεπάσει.
β. Georges Rodenbach
Ο Βελγος ποιητης και συγγραφεας ειχε γραψει μια ποιητικη συλλογη ομοτιτλη με το ποιημα το Καβαφη. Εφοιτησε στο Κολλεγιο των Ιησουϊτων του Σεν-Μπαρμπ, οπως και ο Maurice Maeterlinck που ελαβε το Νομπελ Λογοτεχνιας το 1911.
Ο Αλεξανδρινος ποιητης φαινεται να τιμα τον Βελγο ως απολογητη του πανεμορφου Θανατου. Η ποιητικη συλλογη “Η Λευκη Νεοτης” δημοσιευθηκε το 1886. Το πιο γνωστο εργο του ειναι το διηγημα Bruges-la-Morte. Μια χαρακτηριστικη φραση απο το εργο:
“Bruges was his dead wife. And his dead wife was Bruges. The two were untied in a like destiny. It was Bruges-la-Morte, the dead town entombed in its stone quais, with the arteries of its canals cold once the great pulse of the sea had ceased beating in them.”
Παρθεν
Μαρτιος 1921
Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»
Ο Καβαφης αναφερεται στο ακολουθο δημοτικό ποίημα του Ποντου.
Πάρθεν η Ρωμανία
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην°
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον.
Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
“Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!”
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
(Δημοτικό τραγούδι του Πόντου)
κονεύω: σταθμεύω για ανάπαυση ή για ύπνο.
σου: στου.
Ηλί’ τον κάστρον: το κάστρο του Ήλιου.
εσείξεν: έσεισε, τίναξε.
σο: στο.
Ατό: αυτό.
κι: δεν.
Σίτ’: ενώ, καθώς.
κρούω: χτυπώ, δέρνω.
δερνοκοπισκάσαι: δέρνεσαι και χτυπιέσαι.
γ. Η Αλωση της Πολης
Tο ποίημά «Πάρθεν», γραμμένο στο 1921, είναι εκμυστήρευση του ποιητή για την εντύπωση που του προξένησε το διάβασμα των ιστορικών δημοτικών μας τραγουδιών, και ιδιαίτερα ενός που είναι γραμμένο στο γλωσσικό ιδίωμα της Τραπεζούντας και σχετίζεται με την Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως και της Θεσσαλονίκης. Ο τίτλος του ποιήματος του Καβάφη «Πάρθεν» σημαίνει «επάρθη», δηλαδή έπεσε στα χέρια των Τούρκων η Κωνσταντινούπολη. Μαζί με το ποίημα της Αλώσεως θυμάται και τ άλλα δημοτικά τραγούδια των κλεφτών.
Η Αγγελικη Ζιακα, σημειωνει στο πολυ ενδιαφερον αρθρο της “Η ελληνική λαϊκή μούσα και το Ισλάμ κατά την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας“:
“Το προφητικό όραμα του ποιήματος που παρουσιάζει την Ρωμανία να ανθίζει ακόμη και νεκρή, οδήγησε,
κατά την Ε. Γλύκατζη‐Αρβελέρ, τους Έλληνες να υιοθετήσουν ως σύμβολο της ιστορίας τους, συχνά βέβαια άτεχνο,
το μυθικό πουλί φοίνιξ, που ξαναγεννιέται από τις στάχτες του.
Βλ. Ελ. Γλύκατζη‐Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, μτφρ. από την γαλλική, Αργώ, Αθήνα 1977, σ. 144. ”
Θεοφιλος Παλαιολογος
Μαρτιος 1903;
Ο τελευταίος χρόνος είν’ αυτός. Ο τελευταίος των Γραικών
αυτοκρατόρων είν’ αυτός. Κι αλίμονον
τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του.
Εν τη απογνώσει του, εν τη οδύνη
ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος
λέγει «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην».
A Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγο,
πόσον καημό του γένους μας, και πόση εξάντλησι
(πόσην απηύδησιν από αδικίες και κατατρεγμό)
οι τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν.
δ. Η ορθογραφια του Καβαφη
Ο Παντελης Μπουκαλας εγραψε στην Καθημερινη σχετικα με την “απηύδησιν“.
“Aντίθετα, «λάθος με νόημα», εσκεμμένο, θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί εκείνο το «απηύδησιν» του «κρυμμένου» ποιήματος «Θεόφιλος Παλαιολόγος», που σωστά (παρότι λανθασμένο…) τυπώθηκε έτσι ακριβώς από τον Γ. Π. Σαββίδη και ανατυπώνεται τώρα, από τον Mανόλη Σαββίδη λ.χ. στο «K. Π. Kαβάφης, Ποιήματα (1882-1932)» («Eρμής», 2003) ή από τη Σόνια Iλίνσκαγια στο «K. Π. Kαβάφης, Aπαντα τα ποιήματα» («Nάρκισσος», 2003). Λαθεμένο είναι βέβαια το «απηύδησις», και δεν χρειάζεται ν’ ανοίξει κανείς τα λεξικά για να δει το σωστό «απαύδησις». Δεν είναι πάντως εντελώς απίθανο να λαθεύει επίτηδες ο Kαβάφης, μεταφέροντας την αύξηση του ρήματος στο ουσιαστικό για να επιτείνει ακριβώς την έννοια της απαυδήσεως σε συμφραζόμενα που το απαιτούν: «A Kύρ Θεόφιλε Παλαιολόγο / πόσον καϋμό του γένους μας, και πόση εξάντλησι / (πόσην απηύδησιν από αδικίες και κατατρεγμό) / η τραγικές σου λέξεις περιέχουν». Kαι τώρα ακόμα, όσο ακούω, λόγιοι και λαϊκοί προτιμούν, χάριν εμφάσεως, τον αυξημένο τύπο, «απηύδισα», σ’ ένα ρήμα μάλλον δημοτικό, και όχι το περισσότερο αναμενόμενο «απαύδισα».”
Μιση Ωρα
Ιανουαριος 1917
Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα
όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
Είναι, δεν λέγω, λύπη. Aλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές —βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός—
είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
πολύ ωραίο αυτό το post για τον Κωνσταντίνο…
και τα ποιήματα σπέσιαλ
well done
Εκτιμω ιδιαιτερως την αποδοχη αλλα και την ψυχικην ευφοριαν που αποπνεει το σχολιο σας!
πολύ ωραίο αυτό το post για τον Κωνσταντίνο…
και τα ποιήματα σπέσιαλ
well done
Εκτιμω ιδιαιτερως την αποδοχη αλλα και την ψυχικην ευφοριαν που αποπνεει το σχολιο σας!