Το κείμενο αυτό προέκυψε από την ανάγκη να εκφράσω κάποιες σκόρπιες σκέψεις με την συμπλήρωση 46 χρόνων από την 17η Νοεμβρίου 1973.
Διευκρινίζω εκ των προτέρων ότι οι σκέψεις αυτές δεν έχουν υποχρεωτική ή δεδομένη αναφορά στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Η μνήμη λειτουργεί με περίεργο τρόπο, οι συνειρμοί δεν είναι γραμμικοί.
Το κείμενο αυτό δεν είναι απότιση τιμής σε όσες και όσους την αξίζουν για όσα έγιναν τότε. Αυτό το πράττουν με ιδιαίτερα αποτελεσματικό και επαρκή τρόπο πάμπολλοι όσοι κάθε χρόνο.
Έχω την αίσθηση ότι ευρίσκομαι στην κορυφή του Ολύμπου και ατενίζω την Ελληνική επικράτεια.
Η ορατότητα είναι εξαιρετική, τα βλέπω όλα και σε μεγάλη απόσταση.
Αυτή η γεωγραφική υπόσταση είναι η πατρίδα μου.
Αισθάνομαι όμως ότι αυτή η πατρίδα εδώ και πολλά χρόνια τώρα έχει πάρει λάθος δρόμο, ίσως ένα δρόμο χωρίς επιστροφή.
Η Ελλάδα ζει υπό καθεστώς επιτροπείας. Δεν αποτελεί ανεξάρτητη και αυτοδιάθετη Πολιτεία, είναι – για διάφορους λόγους – δέσμια και υποτελής σε άλλες χώρες.
Μπορεί κάποιος να πει ότι πάντα έτσι ήταν. Ίσως, εμένα όμως αυτό με ενοχλεί, με χαλάει. Μπορεί άλλος να πει ότι υπάρχουν και χειρότερα. Ούτε αυτό με ανακουφίζει, έτσι που είναι η Ελλάδα είναι με σκυμμένο το κεφάλι.
Εκτός από την επιτροπεία, η Ελλάδα ζει συνέχεια υπό καθεστώς ενεργούς απειλής από την γείτονα χώρα Τουρκία. Η απειλή αυτή δε τους τελευταίους μήνες κορυφώθηκε με την εισβολή της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Κύπρου (δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου της Κύπρου, Πρόδρομου Προδρόμου).
Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά συνδυάζονται με εφιαλτικό τρόπο σε ότι αφορά την αμυντική θωράκιση της Ελλάδας. Η συνολική αμυντική δαπάνη ανέρχεται μόλις στο 1.7% του ΑΕΠ, και από αυτήν μόνο το 30% αφορά λειτουργικά έξοδα και αγορές εξοπλισμών. Το υπόλοιπο είναι μισθοδοσία. Η Τουρκία έχει αναπτύξει αμυντική βιομηχανία και παράγει το 70% των εξοπλισμών της. Η αμυντική βιομηχανία στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτη.
Με δύο λόγια η Ελλάδα είναι μια εξαρτημένη χρεοκοπημένη χώρα χωρίς επαρκή αμυντική θωράκιση, που υφίσταται συνέχεια προσβολές και απειλές από την Τουρκία, που είναι πλέον θέμα χρόνου πότε θα επιχειρήσει το νέα της μεγάλο εγχείρημα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η μεγαλοπρεπής ανεπάρκεια του ΝΑΤΟ να επιτελέσει τον ρόλο του στην διαρκή πρόκληση της Τουρκίας, και η στρατιωτική ανυπαρξία της “Ενωμένης Ευρώπης” αποδεικνύουν για μια ακόμη φορά ότι η Ελλάδα δεν έχει συμμάχους στο στρατιωτικό πεδίο. Είναι απλά αυτή μόνη με τη μοίρα της.
Οι εξαιρετικά κρίσιμες και επώδυνες αυτές εξελίξεις δεν αφύπνισαν το πολιτικό σύστημα ούτε και τα πολιτικά αντανακλαστικά των πολιτών. Βυθίστηκε το ΠΑΣΟΚ και ανεδύθη ο ΣΥΡΙΖΑ. Άλλαξε ο Μανωλιός…
Αυτό το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να αντικρίσει και να αντιμετωπίσει την τραγική κατάσταση της Ελλάδας, που ευτελίζεται και υποβαθμίζεται κάθε μέρα που περνάει.
Και οι πολίτες είναι ανήμποροι να οργανωθούν από μόνοι τους και να το απαιτήσουν. Ανάμεσα σε αυτούς και εγώ. Και η ευθύνη βαραίνει όλους μας, ανεξαιρέτως.
Μιλάω για την πατρίδα μου και νοιάζομαι για την πατρίδα μου επειδή το Είναι μου περνάει μέσα από αυτήν. Επειδή δεν μπορώ να υπάρξω χωρίς αυτήν.
Και ψέγω τον εαυτό μου που την κατάντησα μαζί με τους συμπολίτες μου σε αυτήν την κατάντια και το μαύρο χάλι.
Και δεν μπορώ να κοιτάξω στα μάτια τα νέα παιδιά και να επιχειρήσω να περιγράψω αυτό που συνέβη. Εδώ περισσότερο από οπουδήποτε αλλού εκείνο που μετράει είναι το αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα είναι τραγικό, και πιθανώτατα μη αναστρέψιμο.
Μπορεί κάποιος να πει ότι η προσέγγιση μου είναι ισοπεδωτική. Ίσως. Όμως αυτό δεν αλλάζει την πραγματικότητα, ούτε και απεκδύει ευθυνών την κάθε Ελληνίδα και τον κάθε Έλληνα.
Την 28η Οκτωβρίου 1940 ο φιλογερμανός Μεταξάς είπε το ΟΧΙ και οι Ελληνίδες και οι Έλληνες ενωμένοι μεγαλούργησαν στο μέτωπο και συνέτριψαν τους Ιταλούς εισβολείς. Μέχρι και ο αμετροεπής Νίκος Ζαχαριάδης αναγκάστηκε από τη φυλακή να κάνει στροφή 180 μοιρών και να καλέσει σε υπεράσπιση της πατρίδας.
Από τότε χάσαμε τον μπούσουλα και δεν τον ξαναβρήκαμε.
Και εμείς, η γενιά του Πολυτεχνείου, πετάξαμε στους υπονόμους μια ιστορική ευκαιρία να τιμήσουμε, να δυναμώσουμε και να υπερασπίσουμε την πατρίδα μας.
Χαθήκαμε κι εμείς στις έριδες, στις εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις, στην προώθηση της άκρατης ατομικότητας και την ουσιαστική κατάργηση της συλλογικότητας, που ενεργοποιούνταν μόνο σαν όχημα ευκαιρίας, π.χ. σαν ευτελισμένος συνδικαλισμός που κατεβάζει διακόπτες ή ξεβρακώνεται.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, δολοφονούμε καθημερινά ό,τι απέμεινε από τη γλώσσα μας, το θεμέλιο του πολιτισμού μας, που ξεφτίζει και μεταλλάσσεται σε κώδικα επικοινωνίας ανθρωποειδών με 400 λέξεις, οι μισές από τις οποίες είναι παραφθαρμένα αγγλικά.
Το μόνο που αισθάνομαι για όλα αυτά είναι ντροπή, και την ανάγκη να ζητήσω από τη νέα γενιά συγγνώμη. Η γλυκυτάτη πατρίδα μου βυθίζεται, μαζί της δε τώρα βυθίζομαι και εγώ.