Χαμούρα(ες): οι καρποί των δένδρων που έχουν ήδη πέσει χάμω προ της συγκομιδής και είναι ακατάλληλοι, κακής ποιότητος (καθώς πρέπει ορισμός).
Χαμούρα (συνώνυμο): Χαμάδα.
1. Ντοπιολαλιά Σάμου. Ελιές ποικιλίας θρουμπολιάς, που τρώγονται μόλις πέσουν από το δέντρο, χωρίς καμία επεξεργασία, χωρίς ξεπίκρισμα.
2. Επίσης αναφέρεται σε προικοσύμφωνο της Σύρου που χρονολογείται από το 1671: “Ενα φουστάνι από τσίτι ριγωτό…ένα λύχνο χωματένιο και άλλον έναν από ντενεκέ…Τρία ρεάλια, πέντε παράδες και επτά άσπρα, δέκα οκάδες ελιές και πέντε οκάδες χαμάδα.” (Πηγή: Σημασιολογική εξέλιξη των τουρκικών λεξιλογικών δανείων στη νέα ελληνική.Διπλωματική Εργασία: Ποπωβίδου Μιλένα (ΑΕΜ 1289)
Επιβλέπων Καθηγητής: Κυριαζής Δώρης, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2017)
Χαμούρα (παλιοχαμούρα, που είναι ακόμη χειρότερο): Η τσούλα, η εύκολη, η γυναίκα του πεζοδρομίου (του δρόμου ορισμός, του λιμανιού, σίγουρα όχι του σαλονιού) – υπενθυμίζω τον στίχον λαϊκότροπου άσματος “Άσπρα μούρα, μαύρα μούρα, είσαι μια παλιοχαμούρα”.
Χαμούρα: Ο παμπόνηρος, πανέξυπνος και καπάτσος άνθρωπας. Μπορεί να ειπωθεί είτε καταπρόσωπο, οπότε λογίζεται ως έπαινος, ή τουλάχιστον με έκδηλα εύθυμη διάθεση, είτε πίσω από την πλάτη του άλλου, οπότε αποκτά αρνητική έννοια: ο επικίνδυνος παμπόνηρος, πανέξυπνος και καπάτσος άνθρωπος, η σουπιά. (ακόμη μια απόδοση από κύκλους του πεζοδρομίου, θεωρώ όμως ότι είναι τραβηγμένη από τα μαλλιά).
Χαμούρα (συνώνυμο): καλντεριμιτζού, η ελευθερίων ηθών γυναίκα που εκδίδεται στο δρόμο καθόσον δεν διαθέτει ιδίαν στέγην ή δεν έχει ενταχθεί εις το δυναμικόν λειτουργούντος οίκου ανοχής.
Χαμουρεύομαι: επιδίδομαι εις ενέργειες οι οποίες με φέρουν εις κατάστασιν προσιδιάζουσαν εκέινην της χαμούρας – υπενθυμίζω τον στίχον λαϊκότροπου άσματος “Μωρή Ντουντού δεν ντρέπεσαι να πας να χαμουρεύεσαι”.
Χαμουραμπί: βασιλιάς της Βαβυλώνας από το 1792 μέχρι το 1750 π.Χ.. Το όνομα αυτό δεν έχει καμμία νοηματική σχέση με τη “χαμούρα”, αλλά η εντυπωσιακή ομοιότητα μου προκαλέι ερωτήματα.