Στα τέλη της δεκαετίας 1960 – αρχές της δεκαετίας του 1970 η πόλη της Ρόδου διέθετε δύο εστιατόρια επί της θαλάσσης: την ψαροταβέρνα – μπουζουξίδικο “Ο Μπαμπούλας” και το “Κοντίκι”. Ο “Μπαμπούλας” εδραζόταν επι πασσάλων εμπηγμένων εις τον βυθό στην “δεύτερη¨ γειτονιά του Κόβα, ενώ το “Κοντίκι” ήτανε μια επίπεδη πλωτή κατασκευή, αγκυρωμένη και δεμένη στο λιμανάκι του Νεωρίου της Ρόδου. Δεν είμαι σίγουρος ότι είχε μηχανή για μανούβρες μέσα στο λιμάνι.
Σημείωσα μάλιστα και ένα πικρόχολο σχόλιο επιχειρηματία στον χώρο της διασκέδασης της Ρόδου από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ότι το Κοντίκι ήτανε μια σχεδία που τη ρίξανε στη θάλασσα κι έτσι ξεκίνησε. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Το δεδομένο όμως είναι ότι έστω και σαν σχεδία, μια πολύ απλή κατασκευή δηλαδή, το εστιατόριο πέτυχε.
Για τον “Μπαμπούλα” έγραψα ένα άρθρο, κάτι που οδήγησε τον αγαπητό φίλο χχ να μου ζητήσει κάτι και για το Κοντίκι, το οποίο είχαμε στο παρελθόν επισκεφθεί πλειστάκις μαζί.
Οταν δημοσίευσα το άρθρο για πρώτη φορά λίγες μέρες πριν, ζήτησα βοήθεια από όσους ήξεραν κάτι περισσότερο για οτ ΚΟΝΤΙΚΙ. Ανταποκρίθηκαν άμεσα οι Στάμος Καράβας, Kim Sjogren, Νϊκος Ιγγλέσης, Νικόλαος Παπασταματίου και μου έστειλαν στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησα στην δεύτερη έκδοση του άρθρου αυτού. Τους ευχαριστώ θερμά.
Το γαστρονομικό τοπίο της Ρόδου εκείνη την εποχή ήτανε προσανατολισμένο στις σταθερές και αναγνωρισμένες αξίες. Αναφέρω ενδεικτικά τις σκορδάτες κοκκινιστές μελιτζάνες του Ρετζέπ στους ΤΡΕΙΣ (όπως επεσήμανε ο Νικόλαος Παπασταματίου), τα αφράτα κεφτεδάκια του Βράχου στα Τριάντα, τα ολόφρεσκα ψάρια και θαλασσινά στα ταβερνάκια της Παλιάς Πόλης όπως ο Πιζάνιας (άνοιξε το 1970). Το Ξενοδοχείο των Ρόδων, στη δεκαετία του 1950, είχε το μοναδικό εστιατόριο για πολυτελή εστίαση, έκλεισε όμως μέσα στη δεκαετία του 60. Υπήρχαν και εστιατόρια με ελληνική και διεθνή μουσική, όπως στο Ξενοδοχείο Θέρμαι, εκεί όμως η έμφαση δεν ήταν στο φαγητό, αλλά στη μουσική.
Το άνοιγμα του εστιατορίου Κοντίκι το 1964 από τον Κωνσταντινοπολίτη Νίκο Σαρρή (ο Νίκος Ιγγλέσης μου ανέφερε ότι η σύζυγος του Σαρρή ήταν παιδίατρος , και έμεναν Βασιλόπαιδος Μαρίας και Β Κωνσταντίνου) και τον συνεταίρο του Γιώργο Λιτόπουλο στιγματοδότησε το ξεκίνημα της πολυτελούς εστίασης στη Ρόδο. Η ξύλινη κατασκευή αποτέλεσε έργο ξυλουργών από τη Σάμο, ενώ όλο το προσωπικό στο ξεκίνημα του εστιατορίου ήτανε από την Πόλη, και ο Μετρ από ένα πεντάστερο ξενοδοχείο στο Μπράιτον της Αγγλίας, όπως με ενημέρωσε ο Kim Sjogren.
Ο Σαρρής ήτανε ένα πρόσωπο σημαντικό για την εξέλιξη ου τουρισμού στη Ρόδο, αφού λειτούργησε ως μέντορας του πατέρα του Kim Sjogren για τη σύσταση και λειτουργία του Triton Holidays.
Το 1971 οι Σαρρής και Λιτόπουλος πώλησαν το Κοντίκι στους Θανάση Σέρβο και τον Ευάγγελο Κουλουμπή.
Ο πατέρας μου το λάτρευε, του άρεσε αυτή η πινελιά πολυτέλειας, και μοιραζότανε αυτή την ευχαρίστηση με καλούς οικογενειακούς φίλους. Δεν θυμάμαι να έχουμε πάει στο Κοντίκι ποτέ μόνοι μας (η οικογένεια).
Στη σάλα του εστιατορίου κυριαρχούσε το ξύλο, και το άπλετο φως, αφού η κατασκευή δεν είχε “τοίχους”, και τα τζάμια άνοιγαν το εσωτερικό στον έξω κόσμο με τον καλύτερο τρόπο.
Τα πάντα έλαμπαν, πεντακάθαρα, χωρίς κόκκο σκόνης, από τα λινά τραπεζομάντηλα, τα ποτήρια, μέχρι και τα μαχαιροπήρουνα.
Στην είσοδο, η υποδοχή από τον Μετρ και τους σερβιτόρους, μου θύμιζε την αντίστοιχη στα πλοία της εποχής, από τον ύπαρχο, και τους καμαρώτους, με τα χρυσά σιρίτια και κορδόνια. Φορούσανε σκούρο μπλε σακάκι και μαύρο παντελόνι. Η θερμότητα της υποδοχής είχε κάποια σχέση και με το ότι ο πατέρας μου, ήτανε απλόχερος με τα φιλοδωρήματα στο προσωπικό, και είχε αποκτήσει και διατηρήσει ως εκ τούτου φήμη που ενεργοποιούσε άπαντες να παραταχθούν στην είσοδο για την υποδοχή του Μορόπουλου.
Η επιβίβαση έστω και για μια επίσκεψη, όχι υποχρεωτικά ένα ταξίδι, σε πλεούμενο ήτανε και παραμένει μια μεγάλη απόλαυση για μένα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι επειδή ήμαστε οικογενειακοί γνωστοί με τον πλοίαρχο του κρουαζιερόπλοιου “Ρομάντικα”, είχα την ευκαιρία να το επισκέπτομαι τα απογεύματα για ένα παγωτό, και να απολαμβάνω την ώρα που οι γονείς μου μιλάγανε με τον καπετάνιο. Αν το πώ απλά, με το που ανέβαινα στο Κοντίκι ήμουνα “φτιαγμένος” και προδιατεθειμένος να περάσω σούπερ καλά. Ακόμη και η πιο ήπια ταλάντωση, λειτουργούσε άμεσα στο σύμπαν μου σαν το καλύτερο ηρεμιστικό.
Η πελατεία ήτανε πάντα ντυμένη στην τρίχα, ένα μίγμα από Έλληνες αλλά και ξένους. Ένα από τα βράδια που περάσαμε στο Κοντίκι ήτανε εκεί και ο Αμερικανός ηθοποιός Τσάρλτον Ηστον, ο Μπεν Χουρ της νεότητος μας. Χαμογελαστός και προσηνής, έδωσε σε όλα τα παιδιά μια φωτογραφία του με το αυτόγραφο του. Κάποια στιγμή θα την βρώ μέσα σε μια κούτα με χιλιάδες άλλα αντικείμενα και θα την αναρτήσω.
Εκείνο όμως που είχε τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση της εμπειρίας ενός γεύματος στο Κοντίκι σε σχέση με άλλα εστιατόρια και ταβέρνες ήτανε ο ρυθμός. Τα πάντα κυλούσανε με ένα αργό, ήρεμο ρυθμό, που σε βοηθούσανε να απολαμβάνεις το φαγητό, χωρίς άλλες έγνοιες.
Το Κοντίκι σέρβιρε ευρωπαϊκή κουζίνα. Δεν θυμάμαι καν αν σέρβιρε μουσακά, ή χωριάτικη σαλάτα.
Σχεδόν πάντοτε η οικογένεια και η παρέα ακολουθούσε το πρωτόκολλο πρώτο και δεύτερο πιάτο. Γενικότερα, το μενού και η κατεύθυνση του εστιατορίου δεν ευνοούσε τους μεζέδες. Για δεύτερο πιάτο η μαμά έτρωγε ψάρι, ο μπαμπάς με ακολουθούσε συνήθως με τουρνεντό ή κορντόν μπλέ, η Τώνια δεν θυμάμαι τι προτιμούσε. Για πρώτο πιάτο εγώ συνήθως έπαιρνα κανελόνια με μπεσαμέλ. Εξαιρετικά νόστιμο!
Το πολύ αγαπημένο μου κύριο (δεύτερο) πιάτο ήτανε το τουρνεντό (Tournedo), μαζί με το σνίτζελ Cordon Bleu.
Το τουρνεντό είναι ένα κομμάτι από το μοσχαρίσιο (βοδινό) φιλέτο σωταρισμένο και σερβιρισμένο με σως μαδέρα σε μια βάση από τηγανητό ψωμί. Στο Κοντίκι τύλιγε ο μάγειρας γύρω από το φιλέτο δύο λωρίδες μπεϊκον για νοστιμιά. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, το “Τουρνεντό Ροσίνι” είναι διαφορετικό πιάτο, με την ίδια βάση, το φιλέτο. Έχει τρούφες και φουα γκρά, υλικά που δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή στη Ρόδο, ούτε και στην κουζίνα του Κοντίκι. Το απλό τουρνεντό όμως ήταν εξαιρετικό.
Το σνίτζελ Cordon Bleu είναι ένα τυλιχτό σνίτζελ, με τυρί γκρυγιερ και ζαμπόν. Υποθέτω ότι ο μάγειρας έκανε τις κατάλληλες προσαρμογές, ειδικά στο τυρί. Το πιάτο όμως ήταν εξαιρετικό. ¨Αν θυμάμαι καλά είχε και την εκδοχή σνίτσελ Χοφμαν, που δεν περιλαμβάνει το τυρί, και ενδεχομένως να εμπλουτίζει τη γέμιση με μπέϊκον.
Θα πρέπει να σημειώσω το τροχήλατο τραπεζάκι από το οποίο σέρβιραν τα επιδόρπια. Κίνδυνος θάνατος, αφού πολύ εύκολα το πιάτο γέμιζε με τεράστιες ποσότητες απίστευτα γευστικών γλυκών.
Μέχρι το 1973 που μετοίκησα στην Αθήνα για να φοιτήσω στο Πολυτεχνείο, δεν θυμάμαι άλλο εστιατόριο πολυτελείας.
Οι επισκέψεις στο νησί αραίωσαν σταδιακά και σχεδόν σταμάτησαν μετά τον θάνατο του πατέρα μου τον Απρίλιο 1977, οπότε δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω την εξέλιξη της εστίασης στη Ρόδο. Πληροφορήθηκα ότι κάποια στιγμή το Κοντίκι έκλεισε, και μετά ξανάνοιξε σαν Bar – Restaurant “Kontiki Next”, με δύο ορόφους. Οσο καλό και αν είναι όμως το νέο Κοντίκι, μόνο το παλιό θα παραμείνει στην καρδιά μου, με τις καλύτερες αναμνήσεις.