Αφήγημα σε συνέχειες
26 Μαρτίου 2022. Ώρα πρωϊνή.
Η φίλη μου η Μάρθα μετέβη στην Ζανζιβάρη για διακοπές λίγες μέρες πριν. Την αποκαλώ φίλη παρόλον ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω και άλλους επιθετικούς χαρακτηρισμούς, προς χάριν απλότητος και προκειμένου να αναδυθούν εκ του κειμένου και της κρίσεως της αναγνώστριας τα χαρακτηριστικά της σχέσεως μου με την Μάρθα.
Κατέλυσε στο ξενοδοχείο Park Hyatt Zanzibar.
Το όνομα της προέρχεται από το αραμαϊκό όνομα Marta που σημαίνει “οικοδέσποινα ή κυρία”. Έχει τις ρίζες του στη λέξη mar που σημαίνει “πικρός, δυνατός, κύριος, αφέντης”.
Η Μάρθα μου έγραψε ότι ήθελε να παρελάσει εχθές, την ημέρα που εορτάζουμε την Εθνική Επανάσταση, αλλά δεν την άφησαν. Η Ζανζιβάρη έχει αυστηρούς κανόνες στην κυκλοφορία, κι έτσι δεν έκλεισαν τους δρόμους για να παρελάσει η Μάρθα. Άπλωσε λοιπόν την Ελληνική σημαία που κουβαλούσε στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου και τραγουδούσε ασταμάτητα τον Εθνικό Ύμνο μέχρι που βράδιασε. Η Διεύθυνση του ξενοδοχείου ανησύχησε και φώναξε ασθενοφόρο. Ανέβηκαν οι άνθρωποι με το φορείο επάνω και κρατούσαν και ένα άσπρο μεγάλο φόρεμα που είχε κορδέλες από πίσω αλλά όταν τους είπε η Μάρθα ότι είναι Ελληνίδα και εορτάζει, δεν της το φόρεσαν. Απλά της έκαναν μια ένεση για να πέσει λίγο η πίεση της, είχε ανεβάσει από τον εθνικό ενθουσιασμό.
Το βράδυ που ξύπνησε χαλαρή και όμορφη, η Μάρθα βγήκε στην παραλία να βρει εστιατόριο να φάει μπακαλιάρο. Πείναγε πολύ. Δεν βρήκε μπακαλιάρο, αλλά χταποδάκι για ορεκτικό και σκορπίνα στα κάρβουνα για κύριο. Τι μπακαλιάρος, τι σκορπίνα, σκέφτηκε, όλα είναι στο μυαλό και την ψυχή μας, επιθυμίες και προσδοκίες, άλλες διαμορφωμένες, άλλες θολές και σκοτεινές.
Αποκοιμήθηκε με την μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Την νανούρισε ο φλοίσβος και η φωνή μιας νεάνιδος που τραγουδούσε τοπικά άσματα a cappella.
Ο πόθος, ο έρωτας, η λαχτάρα να αντικρύσεις τον αγαπημένο, δεν έχουν πατρίδα.
Ονειρεύτηκε τον Ντον Εουσέμπιο, θείο της μητέρας της, Πορτογάλο τυχοδιώκτη, με τον οποίο ήταν ερωτευμένη όταν διήγε την ευαίσθητη ηλικία των 9 ετών.
Ο Ντον Εουσέμπιο είχε ένα αγρόκτημα στο Εστορίλ, στο οποίο η Μάρθα περνούσε τα καλοκαίρια όταν ήταν μαθήτρια. Τα πρωϊνά πήγαινε για ιππασία με το πόνυ που της είχε χαρίσει ο θείος της, που της είχε αδυναμία. Τα απογεύματα έπαιζε με τα παιδιά των υπηρετών, και παρακολουθούσε τον ντον Εουσέμπιο καθώς αυτός ετοιμαζόταν για να πάει να παίξει στο Καζίνο του Εστορίλ που ήτανε δίπλα στο αγρόκτημα.