Arthur Rimbaud – Αρθούρος Ρεμπώ

Ο ποιητής και στιχουργός Νίκος Γκάτσος έγραψε το 1976 τους στίχους ενός τραγουδιού με τίτλο «Μεθυσμένο Καράβι». Το μελοποίησε ο Μάνος Χατζηδάκις και το περιέλαβε στο άλμπουμ «Αθανασία».

Αρθούρε Ρεμπώ
απόψε θα μπω
στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι
μακριά ν’ ανοιχτώ
σε κύκλο φριχτό
που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει

Εκείνη την εποχή ψηλάφιζα την ποίηση, του τέλους του 19ου αιώνα, ο Ρεμπώ ήταν στο μυαλό μου ένας αντάρτης της ποίησης. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα ζούσα και εργαζόμουν στην Αγγλία. Οι «Εκλάμψεις» ήταν στο κομοδίνο δίπλα στο κρεββάτι μου. Με βοηθούσαν να σβήσω τις παραστάσεις της εργάσιμης ημέρας και να ταξιδέψω σε έναν άλλο κόσμο.
Ο Βερλαίν έγραψε ότι η ποίηση του Ρεμπώ απελευθέρωσε την ποίηση από την γλώσσα της κοινής λογικής. Ο υπερρεαλιστής André Breton περιέγραψε τον Ρεμπώ σαν «ένα πραγματικό θεό της εφηβείας».
Ο Ρεμπώ γεννήθηκε το 1854. Ο πατέρας του Frédéric ήταν στρατιωτικός και η μητέρα του Vitalie Cuif μια καθώς πρέπει κόρη εύπορου αγρότη από την περιοχή της Σαρλβίλ, που όσοι την γνώρισαν δεν την είδαν ποτέ να χαμογελά. Απέκτησαν πέντε παιδιά. Όταν υπηρετούσε στη Βόρεια Αφρική, ο πατέρας είχε μεταφράσει το Κοράνι και δημοσιεύσει ένα βιβλίο με αστεία της Αραβίας. Από την άλλη μεριά, η μητέρα ήταν ένας πρακτικός άνθρωπος που έλεγε ότι το μόνο που μετράει στη ζωή είναι οι πράξεις. Ο πατέρας εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ο Αρθούρος ήταν 5 ετών.

Σε επιστολή του τον Μάϊο 1871 στον δάσκαλο του Izambard, ο «προφήτης» ποιητής προαναγγέλλει την αποδόμηση του εαυτού:
“Je est un autre”
«Εγώ είναι κάποιος άλλος»
Τον Σεπτέμβριο του 1871 έγραψε στον ποιητή Paul Verlaine (Βερλαίν) και του στέλνει κάποια δείγματα της γραφής του. Ο Βερλαίν του απάντησε «Πρόσελθε αγαπητή μεγάλη ψυχή, σε περιμένουμε, σε ποθούμε.» Μέσα στον φάκελο ο Βερλαίν είχε εσωκλείσει το εισιτήριο τρένου για το ταξίδι του Ρεμπώ από την Σαρλβίλ στο Παρίσι.
Ο Βερλαίν ήτανε τότε 27 χρονών, «ερασιτεχνικά» ομοφυλόφιλος, αλκοολικός, και βίαιος. Συχνά βιαιοπραγούσε κατά της εγκύου συζύγου του Ματθίλδης. Η άφιξη του Ρεμπώ στο Παρίσι δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο την οικογενειακή κατάσταση του Βερλαίν, που αναγκάστηκε να βρει κατάλυμα εκτός της οικογενειακής εστίας, σε κάποιους φίλους του.
Ο Ρεμπώ εντάχθηκε αμέσως στον κύκλο των λογοτεχνών και καλλιτεχνών του Παρισιού, και απεικονίσθηκε από τον Henri Fantin-Latour στο ομαδικό πορτραίτο “Γύρω από το τραπέζι” που φιλοτεχνήθηκε το 1872. Στο πορτραίτο δίπλα του κάθεται ο Βερλαίν.
Από το φθινόπωρο του 1871 μέχρι τον Ιούλιο του 1873, το ζευγάρι των ποιητών περιπλανήθηκε από το Παρίσι στο Βέλγιο στο Λονδίνο και, τελικά, πίσω στις Βρυξέλλες ξανά, πίνοντας αψέντι, καπνίζοντας χασίς, επιδεικνύοντας δημόσιο με ανάρμοστο τρόπο τα συναισθήματα τους, καυγαδίζοντας, και – όπως περηφανεύτηκε κάποτε ο Βερλαίν – κάνοντας έρωτα «σαν τίγρεις».
Η εκρηκτική σχέση του Ρεμπώ με τον Βερλαίν, που χαρακτηρίστηκε «τρελή αγάπη» (amour fou) κατέληξε τον Ιούλιο του 1873 με ένα επεισόδιο σε ένα ξενοδοχείο στις Βρυξέλλες, όπου ο Βερλαίν σε κατάσταση μέθης πυροβόλησε τον Ρεμπώ με περίστροφο. Η σφαίρα τον βρήκε λίγο πάνω από τον καρπό του χεριού του. Ο Γάλλος συγγραφέας Charles Dantzig σε ένα άρθρο του αναφέρει ότι ο Ρεμπώ κάλεσε την αστυνομία. Μετά από την ανάκριση που περιέλαβε μια εξευτελιστική ιατρική εξέταση, ο Βερλαίν καταδικάστηκε σε κάθειρξη δύο ετών, ενώ ο Ρεμπώ γύρισε στο αγρόκτημα της μητέρας του.
Πολλοί θεωρούν το ζευγάρι Ρεμπώ – Βερλαίν σαν τον Αδάμ και την Εύα της σύγχρονης ομοφυλοφιλίας. Υπάρχουν όμως ενδείξεις προς μια άλλη κατάσταση. Ο Ρεμπώ στον βαθμό που ενδιαφερόταν για κάποιον άλλο από τον εαυτό του, ενδιαφερόταν κυρίως για γυναίκες. Στην Αβησσυνία συζούσε με μια πανέμορφη γυναίκα που φορούσε ευρωπαϊκά ενδύματα και κάπνιζε τσιγάρα. Δεν αποκλείεται ο Βερλαίν, ένας πολύ άσχημος άνδρας, να ήταν ένα πείραμα του Ρεμπώ, μέρος ενός προγράμματος λελογισμένου εκτροχιασμού των αισθήσεων, στα πλαίσια του οποίου ο έφηβος φιλοδοξούσε να επανεφεύρει την αγάπη, την κοινωνία, και την ποίηση..

Ο Bod Dylan (Μπομπ Ντίλαν) διάβασε Ρεμπώ στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η ποίηση του Ρεμπώ γονιμοποίησε τη δημιουργικότητα του. Στο τραγούδι του «You’re Gonna Make Me Lonesome When You Go» (άλμπουμ «Blood on the Tracks», 1975) ο Ντίλαν αναφέρεται στους δύο ποιητές. Η απόδοση στα ελληνικά είναι δική μου.


Situations have ended sad
Relationships have all been bad
Mine have been like Verlaine’s and Rimbaud’s
But there’s no way I can compare
All them scenes to this affair
You’re gonna make me lonesome when you go

Καταστάσεις που κατέληξαν με λύπη
Σχέσεις που όλες υπήρξαν κακές
Οι δικές μου υπήρξαν σαν εκείνη του Βερλαίν και του Ρεμπώ
Αλλά δεν υπάρχει τρόπος να συγκρίνω
Οποιαδήποτε από αυτές με αυτήν την περίπτωση
Θα με κάνεις να αισθάνομαι μοναξιά όταν θα φύγεις

Bod Dylan, You’re Gonna Make Me Lonesome When You Go

Μετά την επιστροφή του στην φάρμα της μητέρας του, ο Ρεμπώ πέρας το καλοκαίρι του 1873 δουλεύοντας το κείμενο που είχε αρχίσει να γράφει νωρίτερα τον ίδιο χρόνο. Αυτό το κείμενο αποτέλεσε το έργο «Μια Εποχή στην Κόλαση», το πιο γνωστό του ποιητή, από τα κείμενα που θεμελίωσαν τον Ευρωπαϊκό μοντερνισμό.
Τον Οκτώβριο 1873 εκδόθηκε στις Βρυξέλλες το ποίημα «Μια Εποχή στην Κόλαση». Ο Ρεμπώ ήταν τότε μόλις 19 ετών. Είναι το μόνο βιβλίο με ποίηση του που εξέδωσε ο ίδιος ο ποιητής. Το ποίημα (εννέα χιλιάδες στίχοι) αρχικά δεν έκανε κάποια εντύπωση. Για μεγάλο διάστημα δε, επικρατούσε η φήμη ότι ο Ρεμπώ έκαψε όλα τα αντίτυπα που παρέμεναν απούλητα στο τυπογραφείο. Αργότερα όμως διαψεύσθηκε. Τα απούλητα αντίγραφα ήταν στιβαγμένα σε μια σοφίτα στο τυπογραφείο.


«Εγώ που αποκάλεσα τον εαυτό μου άγγελο ή προφήτη, εξαιρετέο από κάθε ηθική, προσγειώνομαι στο έδαφος με αποστολή να ψάξω και να αγκαλιάσω την ζοφερή!»
Μια Εποχή στην Κόλαση

Οι δύο πρώην φίλοι συναντήθηκαν ξανά μια τελευταία φορά το 1875 στη Γερμανία. Ο αποφυλακισμένος Βερλαίν είχε ασπασθεί στην φυλακή τον Καθολικισμό και κρατούσε στη διάρκεια της συνάντησης το κομποσκοίνι της προσευχής του. Εικάζεται ότι στο χρονικό διάστημα 1873 – 1875, ο Ρεμπώ έγραψε τα σαράντα ποιήματα που παρέδωσε στον πρώην εραστή του. Ο Βερλαίν έδωσε στην συλλογή που εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο 1886 τον τίτλο «Εκλάμψεις».
Στις σημειώσεις που επιμελήθηκε και προσέθεσε στο πρόγραμμα των συναυλιών της Ορχήστρας Δωματίου της Βοστώνης τον Μάϊο 2007 ο Jeremy Black, διαβάζω ότι ο Άγγλος μουσικοσυνθέτης Benjamin Britten (Μπέντζαμιν Μπρίττεν) αισθάνθηκε βαθιά μέσα του την συναισθηματική ένταση αυτών των ποιημάτων και αποφάσισε να τα μελοποιήσει αμέσως μετά. Η σοπράνο Sophie Wyss στην οποία ο συνθέτης αφιέρωσε τον κύκλο τραγουδιών που συνέθεσε αναφέρει:
«Ήταν τόσο πλημμυρισμένος από αυτή την ποίηση που δεν μπορούσε να σταματήσει να μιλάει γι’ αυτήν. Υποθέτω ότι βρήκε ένα βιβλίο με τα ποιήματα του Ρεμπώ στο σπίτι του [W.H.] Auden στο Birmingham, όπου είχε παραμείνει πρόσφατα.»
Η πρόταση που για τον Britten αποτελεί το κλειδί για την ποίηση του Ρεμπώ είναι η ακόλουθη:


“J’ai seul la clef de cette parade sauvage”
«Μόνο εγώ κατέχω το κλειδί αυτής της άγριας παρέλασης»
Εκλάμψεις

Μόνο ο καλλιτέχνης, παρακολουθώντας τον κόσμο απέξω, μπορεί να κατανοήσει την «άγρια παρέλαση» της ζωής.
Κάποια στιγμή το 1875 ο Ρεμπώ αποκήρυξε την ποίηση και άρχισε να ταξιδεύει. Αν έγραψε ποιήματα μετά τα 21 χρόνια του, αυτά δεν έχουν διασωθεί. Διασώθηκαν όμως πολλά γράμματα που έγραψε στην μητέρα και την αδελφή του, αφηγούμενος ανάμεσα σε άλλα τη ζωή του στην Αβησσυνία.

“Η μέρα μου τελείωσε. Αφήνω την Ευρώπη. Ο θαλασσινός αέρας θα κάψει τα πνεμόνια μου, άγνωστα κλίματα θα μαυρίσουν το δέρμα μου.”
Μια Εποχή στην Κόλαση

Το 1878 ο Ρεμπώ βρήκε μια δουλειά σαν επόπτης λατομείου στην Κύπρο. Στο πρώτο του γράμμα από την Κύπρο, τον Φεβρουάριο 1878 εκφράζει την απομόνωση που θα χαρακτηρίσει το υπόλοιπο του βίου του.
“Το πλησιέστερο χωριό είναι μια ώρα δρόμος με τα πόδια. Εδώ δεν υπάρχει τίποτε, παρά μια συστάδα βράχων, ένας ποταμός και η θάλασσα. Δεν υπάρχουν σπίτια. Δεν υπάρχει χώμα, κήποι, δένδρα.”
Τον Μάϊο 1880 ο Ρεμπώ ανέλαβε επιστάτης στην κατασκευή του Κυβερνείου της Κύπρου, όμως λίγους μήνες αργότερα έγραψε στην οικογένεια του ότι έφυγε από την Κύπρο, μετά από διαφωνίες για τον μισθό του. Ένας γνωστός του στην Κύπρο ανέφερε ότι η αιτία της αναχώρησης από την Κύπρο ήταν ένα ατύχημα στο οποίο σκοτώθηκε ένας εργάτης. Τον είχε βρει μια πέτρα που πέταξε ο Ρεμπώ.
Μια χειμωνιάτικη μέρα το 1883, ο Γάλλος έμπορος καφέ Alfred Bardey επέστρεφε από τη Μασσαλία στο λιμάνι του Άντεν στην Αραβία. Στο πλοίο συνάντησε ένα νεαρό δημοσιογράφο, τον Paul Bourde και έπιασε την κουβέντα μαζί του. Καθώς ο Bardsey περιέγραφε την εμπορική του επιχείρηση, που είχε έδρα το Άντεν, έτυχε να αναφέρει το όνομα ενός από τους υπαλλήλους του – «ένα ψηλό, ευχάριστο και ολιγομίλητο άνδρα» – όπως το περιέγραψε. Προς έκπληξη του Bardey, ο Bourde δεν πίστευε το όνομα που άκουσε. Αυτό δεν οφειλόταν τόσο στο ότι ήταν συμμαθητής στο σχολείο με τον υπάλληλο που ανέφερε ο συνομιλητής του, όσο το ότι, όπως πολλοί Γάλλοι που ακολουθούσαν την σύγχρονη λογοτεχνική ζωή, νόμιζε ότι ο συμμαθητής του ήταν νεκρός.

Ο υπάλληλος του Bardey ήταν ο Ρεμπώ, που είχε αφιχθεί λιμάνι στο Άντεν τον Αύγουστο του 1880 και λίγο μετά προσελήφθη στην εμπορική εταιρεία του Bardey με αρμοδιότητα για την παραλαβή δεμάτων καφέ από τους παραγωγούς. Στην αρχή ο Ρεμπώ είχε βάση το λιμάνι του Άντεν. Αργότερα όμως, έμαθε για το Χαράρ, και ζήτησε να εγκατασταθεί εκεί. Το Χαράρ, μεγάλο κέντρο σπουδών των Σούφηδων, χτίστηκε τον 16ο αιώνα χωρίς η παλιά πόλη (που αποκαλείται ‘Jugol Harar ‘) να έχει αλλάξει από τότε. Μέχρι το 1855, όταν ο Sir Richard Burton έφθασε εκεί, ήταν απρόσιτο από τους ξένους. Σήμερα έχει χαρακτηρισθεί πόλη Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO.
Το 1880 ο Ρεμπώ διέρχεται για πρώτη φορά την πύλη της παλιάς πόλης στο Χαράρ. Έμεινε στην Αφρική μέχρι το 1891. Για να φτάσει εκεί είχε διασχίσει τον κόλπο του Άντεν με ένα ξύλινο πλοιάριο και επί 20 ημέρες επί αλόγου την έρημο της Σομαλίας. Ο Ρεμπώ διέμεινε στο Χαράρ για μια περίοδο πέντε ετών, σε τρία διαστήματα ανάμεσα στο 1880 και το 1891. Η διαμονή ήταν παραγωγική για τον Ρεμπώ, που στο τέλος της δεκαετίας του 1880 είχε καταφέρει να γίνει ένας από τους μεγαλέμπορους εξωτερικού εμπορίου στην περιοχή της νότιας Αβησσυνίας. Η δραστηριότητα αυτή είχε και τα απρόοπτα της.
Όταν προμήθευσε στον μελλοντικό Αιθίοπα Αυτοκράτορα Menelik II όπλα, αναγκάστηκε να υποκύψει σε εκβιασμό που οδήγησε σε δραστική μείωση της τιμής τους. Παρόλα αυτά, ίσως η προμήθεια αυτή επηρέασε σημαντικά την ιστορία της Αιθιοπίας. Όταν η Ιταλία εισέβαλε στην Αιθιοπία το 1896, προσπαθώντας να την καταλάβει, ο Menelik συνέτριψε τον εισβολέα στην Adwa, εν πολλοίς χάρη στα όπλα που του προμήθευσε ο Ρεμπώ. Η Ιταλία αναγκάστηκε κατόπιν τούτου να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Αιθιοπίας.
Ο Ρεμπώ πέθανε το Νοέμβριο του 1891 από καρκίνο στη Μασσαλία, στο νοσοκομείο Hôpital de la Conception. Ήταν 37 ετών. Πριν πεθάνει, εξέφρασε την επιθυμία να ταφεί στην Αβησσυνία, την χώρα που τόσο πολύ αγάπησε. Το καλοκαίρι του 1891 έγραψε:
“Ελπίζω να επιστρέψω εκεί…. θα ζω για πάντα εκεί”
Όμως ο Ρεμπώ δεν επέστρεψε στο Χαράρ. Ήταν τόσο άρρωστος που το μεγάλο ταξίδι με το πλοίο του ήταν αδύνατο. Την ώρα του θανάτου του, έγραφε σε γράμμα του προς τον Διευθυντή των ναυτιλιακών γραμμών «Messageries Maritimes» τα ακόλουθα:
“Ενημερώστε με για την ώρα της επιβίβασης.”
Μέχρι την τελευταία του πνοή, ο ιδιοφυής αντάρτης της κοινωνίας και της ζωής είχε σκοπό να γυρίσει στο Χαράρ, την πόλη που μπόρεσε να βρει την γαλήνη. Ο Ρεμπώ ετάφη στον γενέθλιο τόπο του, την Charleville (Σαρλβίλ) των Αρδεννών στη βορειοανατολική Γαλλία, κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο. Η επιτύμβιος στήλη στο μνήμα του γράφει «Προσευχήσου γι’ αυτόν».
Η Πάτι Σμιθ ανακάλυψε τον ποιητή σε ηλικία 16 ετών όταν έπεσε στα χέρια της ένα μεταχειρισμένο βιβλίο με ποιήματα του Ρεμπώ. Στην εισαγωγή της ανθολογίας “The Anchor Anthology of French Poetry,” έκδοση του 2000, η Σμιθ γράφει:


«Όταν ήμουν δεκαέξι χρονών, εργαζόμενη σε ένα εργοστάσιο σε μια μικρή πόλη στο νότο της πολιτείας Jersey, η σωτηρία και ανάπαυση μου από το ζοφερό (εργασιακό) περιβάλλον μου ήταν ένα ταλαιπωρημένο αντίγραφο των Εκλάμψεων του Αρθούρου Ρεμπώ, που το κουβαλούσα στην κωλότσεπη. Παρόλο ότι δεν καταλάβαινα όλα όσα διάβαζα, (το βιβλίο) με μετέφερε σε ένα κόσμο εξυψωμένης ποιητικής γλώσσας, και αυτή τη γλώσσα την αισθανόμουνα περισσότερο οικεία από την άξεστη και παραφθαρμένη γλώσσα του εργοστασίου.»

Η Σμιθ επισκέφθηκε τον τάφο του το 1973, όπως αναφέρει στο βιβλίο της «M Train» (Vintage Books, First Edition August 2016). Είχε μαζί της μπλέ χάντρες από το Χαράρ. Τις «φύτεψε» γύρω από τη βάση ενός αμφορέα που ήταν στο πλάι του τάφου, ελπίζοντας ότι έστω και εκ των υστέρων, ο ποιητής θα βρισκόταν κοντά σε κάτι από τον τόπο που τόσο αγάπησε.

Γιατί ο Ρεμπώ σταμάτησε να γράφει ποιήματα τόσο νωρίς; Η απάντηση μπορεί να είναι πολύ απλή. Ίσως δεν είχε να πει κάτι περισσότερο.


Πηγές
1. Where Rimbaud Found Peace in Ethiopia, By Rachel B. Doyle, The New York Times. Feb. 27, 2015
2. Arse Poetica: When Rimbaud was good, he was very, very good. By Ruth Franklin. The New Yorker. November 9, 2003
3. Rebel Rebel. Arthur Rimbaud’s brief career. By Daniel Mendelsohn. The New Yorker. August 22, 2011