Πιο πρόσφατη επιμέλεια: 12 Αυγούστου 2024
«Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.»
Αδημοσίευτοι στίχοι που βρέθηκαν στην ατζέντα του Νίκου Καββαδία, πιθανά για να μπουν στον πρόλογο της συλλογής «Τραβέρσο».
μπαρκάρω: <από το ιταλικό imbarcare> επιβιβάζομαι σε πλοίο, ή φεύγω με πλοίο ως ναυτικός
Ήταν Κυριακή, 17 Μάϊου 1974, όταν ο Νίκος Καββαδίας, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές και συγγραφείς, 64 ετών τότε, γεννημένος το 1910, συνάντησε φίλους του στο Τουρκολίμανο (έτσι το λέγαμε τότε το Μικρολίμανο) για μεσημεριανό φαγητό. Στις 4 το ίδιο απόγευμα μπαρκάριζε στο κρουαζιερόπλοιο «Υδροχόος», όπου ήταν Ασυρματιστής Α’. (Σημειώνω ότι εδώ και τριάντα χρόνια δεν υπάρχει πια θέση ασυρματιστή στα καράβια.) Ο «Υδροχόος» έμελλε να είναι το στερνό καράβι του Καββαδία. Γύρισε από το μπάρκο στον «Υδροχόο» το Νοέμβριο του 1974 και πέθανε ξαφνικά στην Αθήνα εννιά μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1975 από εγκεφαλικό, περιμένοντας το επόμενο μπάρκο που δεν ήρθε ποτέ (το πλοίο ήτανε φορτηγό και άργησε να έρθει).
Στην αποβάθρα του τελευταίου μπάρκου πήγε τον Καββαδία ο φίλος του Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος. Εκεί ποζάρισαν οι δύο φίλοι για την φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα «Επτά Ημέρες» της «Καθημερινής» (Φεβρουάριος 1999).Γιατί να πήρε άραγε την απόφαση να μπαρκάρει και πάλι ο Καββαδίας; Το ερώτημα αυτό γεννήθηκε καθώς κοίταζα την φωτογραφία, που αγκαλιάζει δύο διαφορετικούς κόσμους. Τον στεριανό Παπαδημητρακόπουλο, και τον ναυτικό Καββαδία, λίγο πριν τον αποχωρισμό.
Δεν υπάρχει απάντηση του ίδιου του Καββαδία στο ερώτημα αυτό. Ο «φυσιολογικός άνθρωπος» θα κοίταζε να μείνει στην Αθήνα, κοντά στους φίλους και γνωστούς, κοντά στην ανερχόμενη ποιητική του διαδρομή, με την επικείμενη έκδοση της συλλογής «Τραβέρσο». Όμως ο Καββαδίας δεν είναι ο «φυσιολογικός» άνθρωπος. Είναι ο περιθωριακός, είναι ο ναυτικός. Αυτή του η ιδιότητα θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την απόφαση του, αναλύοντας την σε δύο διαστάσεις: τον Θάνατο και τον Έρωτα.
Ο Θάνατος (και η Σωτηρία)
Το 1932 ο Καββαδίας έγραψε το ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ», επιχειρώντας να δώσει απάντηση στο ερώτημα που είχε θέσει τότε ο Εμμανουήλ: «Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…»
Γράφει ο Καββαδίας:
«Γνωρίζω κάτι που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δεν σας γνώρισα ποτέ… σκεφτείτε εγώ.
Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ»
(Νίκος Καββαδίας, «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ», Μαραμπού, 1933)
Θα υποθέσω ότι ένας από τους λόγους του μπάρκου του Καββαδία είναι η Σωτηρία. Καθώς πλησιάζει ο Θάνατος, ο Άνθρωπος αποζητά την Σωτηρία. Κι αυτή τη Σωτηρία ο Ναυτικός Νίκος Καββαδίας τη βρίσκει στη θάλασσα. Τη θάλασσα του ναυτικού. Η σωτηρία στη θάλασσα είναι ταυτόχρονα και απόδραση στη θάλασσα, είναι ταυτόχρονα και επιστροφή στην μεγάλη Ερωμένη. Ο Καββαδίας γυρνάει στη θάλασσα για να πεθάνει εκεί, και τρέμει και μόνο με την ιδέα ότι μπορεί να τον βρει ο θάνατος στην στεριά. Το άγχος του κοινού και θλιβερού θανάτου το εκφράζει ολοκάθαρα:
«Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.»
(Νίκος Καββαδίας, «Mal du départ», Μαραμπού, 1933)
Για τον Καββαδία το να είναι ναυτικός ήτανε συστατικό στοιχείο του ΥΠΑΡΧΕΙΝ, και δεν γινότανε να το αποχωριστεί. Η πραγματική ζωή του ήτανε η ζωή του ναυτικού. Η ζωή στη στεριά ήτανε το διάλειμμα, η παρένθεση. Δεν θα «λευτερωθεί» ποτέ από την θάλασσα.
«Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ‘καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια…»
(Νίκος Καββαδίας, «Βάρδια», 1954).
«Ξανάπιασα πάλι βάρδια. Θα λευτερωθώ κάποτε από την Μεσόγειο;»
(Genova 21.4.1954, επιστολή του Καββαδία από το «Ιωνία» προς τον φίλο του λογοτέχνη Μ. Καραγάτση).
Ο Έρωτας
Το 1973, σε ηλικία 63 ετών, ο Καββαδίας συνάντησε σε μια παρουσίαση του έργου του από τον Καθηγητή Μ. Μητσάκη στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ την φιλόλογο Θεανώ Σουνά, την οποία ερωτεύτηκε. Από την αρχή όμως αυτός ο έρωτας ήτανε προβληματικός, αφού νεαρή φιλόλογος ήτανε μόλις 25 χρονών, και από ότι φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα, ο έρωτας του Καββαδία παρέμεινε ανεκπλήρωτος.
«Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή
το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου.»
(Γράμμα του Νίκου Καββαδία προς την Θεανώ Σουνά, χωρίς ημερομηνία)
Μια φωτογραφία βεβαιώνει ότι η Θεανώ Σουνά ήτανε παρούσα στο μεσημεριανό γεύμα που προηγήθηκε του τελευταίου μπάρκου. Και σίγουρα ήτανε και ένας από τους λόγους που μπάρκαρε ο Καββαδίας. Πως αλλιώς θα μπορούσε ο ναυτικός Καββαδίας να διαχειριστεί το τεράστιο αδιέξοδο του έρωτα του; Μόνο φεύγοντας μακριά, μόνο δραπετεύοντας στη θάλασσα.
Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…Θεανώ
Μόνο που το καράβι πήρε μόνο του τον Καββαδία, που κατάφερε να πείσει την Θεανώ ότι οι δύο τους δεν έχουν μέλλον.
«Της έλεγα, της επέμενα να φύγει, εγώ εξήντα πέντε, εσύ είκοσι πέντε, δεν ταιριάζει, φύγε. Και έφυγε. Και τώρα την παρακαλώ να γυρίσει και δεν γυρίζει. Ἑσύ᾽, μου λέει, ῾δεν επέμενες να σ᾽ αφήσω; Ε, σ᾽ άκουσα, τώρα τι θέλεις;᾽ Προχθές έπιασα ένα τσιγάρο και τώρα σκέφτομαι να το ξαναρχίσω. Να τ᾽ αρχίσω;»
(Μήτσος Κασόλας «Νίκος Καββαδίας: Γυναίκα – Θάλασσα – Ζωή: Αφηγήσεις στο μικρόφωνο» (Αθήνα 2004)
«Ὁ έρωτάς σου μία πληγή και τρείς κραυγές.»
(Νίκος Καββαδίας, «Αντινομία», Τραβέρσο, 1974)
Αναπόφευκτη κατάληξη η απελπισία. Ο κόσμος ερήμωσε, η αγάπη χάθηκε, ο άντρας γέρασε, μοναδική του προσμονή πια ο θάνατος.
«Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερό τιμόνι.
Mια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.»
(Νίκος Καββαδίας, «Πικρία», Τραβέρσο, 1975)
Δεν είναι τυχαίο ότι η «Πικρία» είναι το τελευταίο ποίημα του Καββαδία. Το έγραψε στις 7 Φεβρουαρίου 1975, λίγες μέρες πριν πεθάνει ξέμπαρκος, μόνος, χωρίς τη Θεανώ, στη στεριά.
Να το βιβλιο που θα ψαξω να βρω τωρα! Τον Καββαδια σαν παιδια τον γνωρισαμε απο τα μελοποιημενα ποιηματα του. Που παντα ομως αγγιζαν ολο τον κοσμο ακομα κι αυτους που δεν ειχαν ναυτικους στην οικογενεια. Ποσο μαλλον εμενα. Στα μεσα της δεκαετιας του ’70 χαριζωμια ποιητικη συλλογη στον πατερα μου και τον βλεπω να δακρυζει. Οι μεγαλοι ερχονται στονχωρο της λογοτεχνιας σιγα σιγα και ησυχα. Χωρις μαρκετινγκ και εκδορικα κολπα. Τι να σου γραψω φιλε Παναθηναιε, σημερα διαβασα μια απο τις πιο ωραιες αφιερωσεις σου.
Δεσποιναριον!!!!!
Εισθε απο ναυτικην οικογενειαν; Μου διεφυγε τοσον σημαντικη πληροφορια;
Παρακαλω επιεβαιωστε αρμοδιως ινα επιληφθω.
Ο Καββαδίας μπαρκάρει για το μακρινό ταξίδι ουσιαστικά χωρίς αποσκευές, απροετοίμαστος. Προετοιμασία σημαίνει πρό-θεση, απαίτηση ότι φανεί να είναι όπως το έχει σχεδιάσει η λογική. Η αλήθεια τότε εκπίπτει στην σύμπτωση νοουμένου και όντος, σε ορθότητα. Ο Καββαδίας ανοίγεται στην απέραντη θάλασσα, το πέπλο εκείνο που κρύβει τα πάντα, χωρίς προετοιμασία δηλαδή χωρίς πρόθεση, χωρίς απαίτηση. Ότι συναντήσει, θα είναι απρόοπτο, ανάδυση από την αποκρύπτουσα θάλασσα, έξοδος δηλαδή από την λήθη, α-λήθεια. Ο λόγος του δεν είναι τότε η περαιτέρω διάδοση των φλύαρων συζητήσεων των σαλονιών, λόγος πλάνος, αλλά λόγος συλ-λεκτικός διαρθρωτικός του είναι. Λόγος από πρώτο χέρι. Ο συλ-λεκτικός λόγος, ως λόγος εμπειρίας άμεσης, είναι εγκατάσταση-παγίωση της α-λήθειας του είναι. Τίμημα η μάχη με την αγωνία του αγνώστου, ρίζα δε παντός άγνωστου ο θάνατος.
Ο Καββαδίας μπαρκάρει χωρίς αποσκευές, οδεύει δηλαδή πάνοπλος στην γιγαντομαχία του είναι.
Σε πολλες λαικες παραδοσεις η θαλασσα ειναι η μεγαλη μητερα του Θανατου. Ταξιδι στη θαλασσα ειναι αναμετρηση με τον Θανατο που παραμονευει. Ο ταξιδιωτης ειναι γυμνος απεναντι στο Θανατο. Γιαυτο και μπορει να ζησει.
Εξαδερφε,
μου θυμισες την πρωτη φορα που ως εφηβη διαβασα το ‘Πουσι’.Νομιζω το ειχε χαρισει στον Ποπο ο Φωντας ο Διαλυσμας…κι επεσε στα χερια μου…
Κυλουσαν οι λεξεις και διαβαζα εκθαμβη…που ναταν αραγε το Πορτ Πηγκασους;Τι ειναι η σαλαμαστρα;
Και ηρθε εκεινο το “Φυγε,εσε σου πρεπει στερεα γη…’ σαν μαχαιρια,πολυ μετα καταλαβα το γιατι..
Ειναι ακομα ενας απο τους αγαπημενους μου ποιητες,κι ενας απο τους λογους ειναι ακριβως αυτο που επισημαινεις:ηταν εντος,δεν εγραφε απο την αποσταση του εστετ που φανταζεται την ζωη του ναυτικου,ηταν ναυτικος που εγραφε και ποιηματα…
τα σεβη μου στο ατελιε
Ο ναυτικος ποιητης και συγγραφεας μου φαινεται παντα ζωντανος, να μιλαει στην γοργονα που εχει χαραγμενη στο χερι, να γραφει σα να συνομιλει με τους συντροφους του τους ναυτικους.
Μεσάνυχτα καὶ ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στὸ γιαλὸ τὰ φῶτα σὲ προδίνουν,
μὰ πρύμα πλώρα μόνο ἐσὺ πατᾶς στοχαστικά,
κρατώντας στὰ χεράκια σου τὸ λύχνο τοῦ Ἀλαδδίνου…
μεγάλος ποιητής
εξαιρετικό post και μεταφορά ταξιδιάρικης διάθεσης στους bloggers που διαβάζουν το site σου…
το ταξιδι ελκει και μαγευει, ακομη και οσους δεν ταξιδευουνε ποτε
ποσο μαλλον οταν σε καλει ο πρωτομαστορας καββαδιας
οταν σου υποσχεται ατελειωτες νυχτερινες βαρδιες