Ο «Μπαμπούλας» ήτανε μια ψαροταβέρνα στην περιοχή Κόβα στην πόλη της Ρόδου, που το βράδυ λειτουργούσε σαν μπουζουξίδικο. Ο πατέρας μου λάτρευε αυτό το μαγαζί και πέρασε σε αυτό πολλά μεσημέρια τρώγοντας ψάρια και θαλασσινά αλλά και – ίσως περισσότερα – βράδια διασκεδάζοντας με την παρέα του. Το μαγαζί του «Μπαμπούλα είχε και μια άλλη ιδιομορφία. Ήτανε μια ελαφρά ξύλινη κατασκευή που ήτανε στηριγμένη σε πασσάλους, που ξεκινούσε από την προκυμαία και προχωρούσε μέσα στη θάλασσα. Υπήρχε κάτι σαν μια μικρή γέφυρα που ένωνε το πεζοδρόμιο με την ξύλινη κατασκευή. Από μακριά το “συγκρότημα ” φαινότανε σαν μια παραμορφωμένη παράγκα.
Δεν γνωρίζω πότε άνοιξε ο Μπαμπούλας. Σε άρθρο του ο κ. Σεραφείμ Αθανασίου, που τοποθετήθηκε ως χωροφύλακας στην Τροχαία Ρόδου αμέσως μετα την απελευθέρωση των Δωδεκάνησων το Μάρτιο του 1947, ανέφερε:
“Και μέσα στην πόλη της Ρόδου, περιοχή του Κόβα, όπου βρισκόταν τότε το μοναδικό κέντρο (ψαροταβέρνα) Μπαμπούλα, δεξιά και αριστερά της οδού Καναδά, υπήρχαν χωράφια με φασολιές, ντομάτες, καρποφόρα δένδρα και αραιά πανέμορφα σπίτια.” (αναδημοσιεύτηκε στη “Ροδιακή” το 2012)
Η περιοχή του Κόβα είναι στο ανατολικό μέρος της πόλης της Ρόδου. Στις δεκαετίες 1920-1930 οι Ιταλοί κατασκεύασαν πολλά βιομηχανικά και βιοτεχνικά κτήρια εκεί. Ενδεικτικά αναφέρω τα Δημοτικά Σφαγεία (1925), την Ηλεκτρική Βιομηχανία (1921), το Οινοποιείο της CAIR (1928) και την αλευροβιομηχανία SAMICA (1938). Στην δεκαετία του 1960 η περιοχή είχε ήδη γίνει κέντρο για μικροβιοτέχνες, συνεργεία αυτοκινήτων, καταστήματα ελαστικών, βουλκανιζατέρ μικρά εργαστήρια και μάντρες. Το 1964 οι γονείς μου αγόρασαν μία Alfa Romeo Giulia 1300 από τον Αλέξη Αρνά, που είχε το συνεργείο του στην περιοχή. Στον Αλέξη πήγαινε για σέρβις και η Alfa Romeo GTA του επιχειρηματία και οδηγού αγώνων Γιάννη Μεϊμαρίδη, που με το παρατσούκλι «Μαύρος» λάμβανε μέρος στον αγώνα ταχύτητας (Circuit) που γινόταν στην πόλη της Ρόδου από το 1958 μέχρι το 1971. Ο «Μαύρος» σκοτώθηκε στον αγώνα τον Οκτώβριο 1971. Από τότε δεν ξανάγινε αγώνας Circuit σε πόλη της Ελλάδας.
Αυτό το συνεργείο είναι η πρώτη μου ανάμνηση από την περιοχή. Η ταβέρνα του “Μπαμπούλα” είναι η δεύτερη ανάμνηση.
Η πρώτη φορά που πήγα ήτανε ένα μεσημέρι, με λιακάδα, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960. Ο πατέρας μου προχώρησε μέσα στο μαγαζί και βρήκε τον ιδιοκτήτη Κώστα Οικονομάκη, που είχε το παρατσούκλι ο “Μπαμπούλας” με το οποίο τον αποκαλούσανε όλοι. Ο διάλογος ήτανε απλός, και όπως κατάλαβα από τον αυτοματισμό του, είχε επαναληφθεί πολλές φορές.
Ο πατέρας μου: “Γεια σου Μπαμπούλα, τι έχεις φρέσκο σήμερα;”
Ο Μπαμπούλας: “Κύριε Μορόπουλε έχω μεγάλα μπαρμπούνια.”
Ο πατέρας μου: “Βάλε τα στα κάρβουνα.”
Το μαγαζί ήτανε προς το φτωχό και ατημέλητο.
Καθίσαμε στο σχεδόν ακάλυπτο μέρος της ταβέρνας, και φάγαμε όλα τα μπαρμπούνια που είχε ο Μπαμπούλας εκείνο το μεσημέρι. Θυμάμαι ακόμα τα ολόφρεσκα μπαρμπούνια και το περίεργο οίκημα επάνω στη θάλασσα. Σχεδόν πενήντα χρόνια μετα, μιλώντας το 2013 με τον θείο μου τον Γιώργο για φρέσκο ψάρι, μου ανέφερε τον Μπαμπούλα και τα μπαρμπούνια του, μνήμες από την επίσκεψη του στη Ρόδο το 1965. Ο θείος Γιώργος ζούσε στο Σικάγο από το 1952 μέχρι το θάνατο του το 2023, και όμως δεν είχε ξεχάσει τα μπαρμπούνια του Μπαμπούλα!
Όμως στου Κόβα υπήρχε και μια άλλη ζωή, η ζωή της νύχτας. Κι αυτή η ζωή της νύχτας είχε ένα μεγάλο πρωταγωνιστή: τον Μπαμπούλα. Εκεί που τα μεσημέρια οικογένειες τρώγανε ψάρια και θαλασσινά, και με την μυρωδιά των εδεσμάτων της θάλασσας ακόμη στην ατμόσφαιρα, τα βράδια παίζανε τα μπουζούκια.
Μερικά βράδια – ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των καλλιτεχνίδων – στο κέντρο εμφανίζονταν και χορεύτριες με ελαφρά ενδυμασία. Στη δεκαετία του 1960 οι περισσότεροι λαϊκοί τραγουδιστές και οργανοπαίκτες πέρασαν από τον Μπαμπούλα. Ο Γιάννης Καμπουρίδης, που ήτανε στη δεκαετία του 1960 Ενωμοτάρχης, εκπαιδευτής στη Σχολή Χωροφυλακής Ρόδου αναφέρει σε συνέντευξη του στη “Ροδιακή”:
” Στο κέντρο του «Μπαμπούλα», στου Κόβα, τραγουδούσε ο Καζαντζίδης, η Καίτη Γκρέυ, ο Γαβαλάς. Όλοι πέρασαν από τη Ρόδο. “
Στην ιστοσελίδα της πόλης “Κοκκινόγεια Δράμας” διαβάζω για την τραγουδίστρια Σεβάς Χανούμ (Σεβαστή Παπαδοπούλου): “Από το 1966 μέχρι το 1970 σε διάφορα κέντρα της Ελλάδας, όπως: στο «Μπαμπούλα» της Ρόδου, στη «Βεντέτα» (1968) της Θεσσαλονίκης με τον Τσιτσάνη.”
Από μαρτυρίες γνωστών του Σωτήρη Καλυμνάκη, διαβάζω: “Στην ταβέρνα «Μπαμπούλας» στην Ρόδο ιδιοκτήτης ήταν ένας θείος του πήγε να δουλέψει και κάθισε 4 χρόνια .Εκεί συνεργάστηκε και με την Καίτη Γκρέυ .“
Όμως το νυκτερινό πρόσωπο του Μπαμπούλα είχε μεγάλη γκάμα εκφράσεων, που δεν περιορίζονταν μόνο στα μπουζούκια και τους χορούς οριεντάλ. Ο Γιώργος Ζαχαριάδης, φίλος και δημοσιογράφος της “Ροδιακής”, γράφει στην ιστοσελίδα της εφημερίδας:
“Κάθε φορά που ερχόταν αεροπλανοφόρο στη Ρόδο , οι νταβατζήδες του Πειραιά φρόντιζαν να φέρνουν γυναίκες και μουσικά συγκροτήματα από την Αθήνα για την διασκέδαση των ναυτών. Και τα καμπαρέ στου Κόβα γέμιζαν γυναίκες που πρόσφεραν διάφορες «υπηρεσίες» στους Αμερικανούς, μάλιστα δε το φημισμένο νυχτερινό κέντρο της εποχής ο «Μπαμπούλας» δεν λειτουργούσε σαν μπουζουξίδικο, αλλά σαν καμπαρέ με «καλλιτέχνιδες» από την Αθήνα.”
Είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ τον Μπαμπούλα και βράδι, και μάλιστα μετα από έντονη διαφωνία των γεννήτορων μου. Η μητέρα μου διερωτάτο με μάλλον έντονο τρόπο “τι δουλειά έχουν τα παιδιά στο κέντρο αυτό”, μια και δεν μπορούσε να αρθρώσει τη λέξη “μπουζουξίδικο”. Από την άλλη μεριά ο πατέρας μου, διαμαρτυρότανε γιατί “ένα ψάρι θα φάμε, θα ακούσουμε λίγη μουσική και θα φύγουμε”.
Επικράτησε ο πατέρας στη διαμάχη αυτή και καταλήξαμε όλοι οικογενειακά στον Μπαμπούλα στην αρχή της νύχτας. Δεν μπορώ να πω ότι θυμάμαι λεπτομέρειες, αλλά το μαγαζί ήτανε πήχτρα. Όσο λίγοι ήτανε το μεσημέρι που πήγα με τον μπαμπά, τόσοι πολλοί ήτανε το βράδι. Τα γκαρσόνια έκαναν τεμενάδες στον μπαμπά, που όπως κατάλαβα αργότερα ήτανε “διακεκριμένος” πελάτης, “χρυσός χορηγός” θα λέγαμε σήμερα. Ο ίδιος ο Μπαμπούλας ήρθε στο τραπέζι και πήρε την παραγγελία. Και αφού φάγαμε, αρχίσανε τα όργανα. Η αδελφή μου θυμάται ότι αυτό συνέβη το 1964, και ότι έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε ο Βαγγέλης Περπινιάδης.
Αυτό ήτανε το πρώτο και το τελευταίο βράδι που πήγαμε οικογενειακά στου Μπαμπούλα. Συνεχίσαμε βέβαια να πηγαίνουμε για ψάρια το μεσημέρι σε κάθε ευκαιρία. Ανεξάρτητα από το τι χαμός γινότανε τα βράδια με τα όργανα και τα τραγούδια, ο Μπαμπούλας είχε φρέσκο λαχταριστό ψάρι!
Ο Μπαμπούλας ήτανε μαγαζί για όλους. Καμμιά σχέση με τα σημερινά μαγαζιά της νύχτας, που το καθένα έχει την δική του ομάδα και τύπο πελατών. Ο Μπαμπούλας καλοδεχότανε καλλιτέχνες, ηθοποιούς, μεροκαματιάρηδες, επιστήμονες, επαγγελματίες, σκοτεινούς αλλά και φωτεινούς πάσης κατηγορίας. Όπως έμαθα αργότερα, την ημέρα του Σάββατου, από καιρού εις καιρόν, ο πατέρας μου έπαιρνε τους συνεργάτες του και κατεβαίνανε από το εργοτάξιο στου Μπαμπούλα κατά τις 4 το απόγευμα. Τρώγανε για μεσημέρι, πηγαίνανε σπίτι για ξεκούραση, και ξαναβρισκόντουσαν εκεί το βράδι για να κλείσει σωστά η εβδομάδα.
Κάποια μέρα ο Μπαμπούλας έπαψε να υπάρχει πια.
Το οίκημα κατεδαφίστηκε, για να μην πω – όπως είναι το σωστό καταθαλασσώθηκε.
Λεπτομέρειες δεν ξέρω. Κατά πάσα πιθανότητα ο Μπαμπούλας κατεδαφίστηκε ως κτίσμα παράνομο, ή / και ως κτίσμα που δεν ήταν συμβατό με την σχεδιαζόμενη ανάπτυξη του λιμένος της Ακάντια. Η αδελφή μου μου ανέφερε ότι είχαν αρχίσει οι κινήσεις για να κατεδαφίσουν τον Μπαμπούλα απο το 1956, και τελικά το κτίσμα κατεδαφίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Ο Μπαμπούλας όμως θα παραμείνει αξέχαστος.
Ευχαριστίες
Ευχαριστώ θερμά τον φίλο δημοσιογράφο Γιώργο Ζαχαριάδη που προσέφερε φωτογραφίες από το αρχείο του, οπως επισης και την διεύθυνση της εφημερίδας “Ροδιακή” για το πολύτιμο υλικό που άντλησα από το αρχείο της.
Απίστευτη η πολυμορφία του Μπαμπούλα. Θα έλεγα ξεπερνά και αυτήν του κοτοπουλοσκυλάδικου. Μακάριοι οι ειδότες!
εξαιρετικό άρθρο και post
ειλικρινά το διάβασα χωρίς δεύτερη ανάσα
παρουσιάζει μια τόσο νοσταλγική διάθεση που ήταν αδύνατον να μην συγκινηθώ… δεν ξέρω αν σου έχει τύχει να θέλεις να μπεις σε φωτογραφία…
εύγε