Επιμελήθηκα το κείμενο την 29η Αυγούστου 2024. Πρώτη δημοσίευση 15 Ιανουαρίου 2023.
Αγάπησα τα πλοία της γραμμής και τα ταξίδια στη θάλασσα από τον πατέρα μου, που δεν ταξίδευε με αεροπλάνο. Από εκείνον έμαθα τη λέξη «μπουνάτσα», που προέρχεται από την ενετική ‘bonazza’, και σημαίνει κάλμα, αρυτίδωτη θάλασσα, θάλασσα σα λάδι. Από τον πατέρα μου έμαθα και τους ανέμους.
Αναφέρω τους αγαπημένους μου ανέμους. Η «τραμουντάνα», από το λατινικό trans-montanus, που σημαίνει «πάνω από τα βουνά» (για τους Λατίνους τις Άλπεις). Είναι το όνομα που δίνουν οι ναυτικοί της Μεσογείου στον Βόρειο άνεμο. Ο «γαρμπής» είναι νοτιοδυτικός άνεμος. Η λέξη έχει προέλθει από την αραβική garbī `δυτικός΄ και την συγγενική της ενετική ‘garbin’. Ο «σιρόκος» είναι νοτιοανατολικός άνεμος, προέρχεται από την ιταλική – ενετική λέξη ‘scirocco’.
Το ταξίδι με πλοίο μου έδινε μια αίσθηση απόδρασης από την καθημερινότητα μου, μια τελετουργική εμβάπτιση σε κάτι καινούργιο, διαφορετικό, ξέγνοιαστο, συνεχώς ανανεούμενο. Το πλοίο ήταν μια κολυμβήθρα που καθάριζε και ηρεμούσε το νου και την ψυχή. Αυτή την αίσθηση και την τελετουργική διαδικασία την ‘μετέφερα’ αρκετά χρόνια αργότερα στα υπερατλαντικά αεροπορικά ταξίδια που έκανα από την Αγγλία στον Καναδά. Ο τρόπος που ο άνθρωπος βιώνει την πραγματικότητα μπορεί να έχει πολλά ‘πλαίσια’ και περιβάλλοντα’.
Τι εύκρατη που γίνεται η σκέψη , όταν
τα μπλε σου βγαίνουν περίπατο.
Οδυσσέας Ελύτης
Τα πλοία εκείνης της εποχής – μιλάμε για τις δεκαετίες 1960 και 1970 – ήτανε «βάρκες σε σχέση με τα σημερινά. Αναφέρω χαρακτηριστικά τον Μιαούλη, Κανάρη, Καραϊσκάκη, Αικατερίνη, Μιμίκα.
Το ταξίδι ξεκινούσε από το λιμάνι της Ρόδου. Μόλις κατεβαίναμε από το ταξί ερχόντανε οι αχθοφόροι να πάρουνε τις βαλίτσες. Η στολή τους ήτανε ένα μπλε λουλακί πουκάμισο καμωμένο από χοντρό ύφασμα κι ένα κασκέτο. Μερικοί ήταν ξυπόλητοι. Περιττό να πω ότι όλοι ξέρανε τον «κύριο Μορόπουλο». Περνάγαμε το διάδρομο του Τελωνείου (μετά την απελευθέρωση τους από τον ιταλικό ζυγό τα Δωδεκάνησα είχαν ένα ειδικό δασμολογικό καθεστώς) και κατευθυνόμασταν προς το πλοίο που τότε έδενε πλευρικά και κατέβαζε σκάλα για τους επιβάτες. Με τον αχθοφόρο να τρέχει μπροστά, μπαίναμε στο χώρο υποδοχής του πλοίου.
Ο πατέρας μου πάντοτε ταξίδευε σε καμπίνα πρώτης θέσης ή λουξ και γευμάτιζε στην τραπεζαρία του πλοίου. Τα φιλοδωρήματα που έδινε τον είχαν καταστήσει γνωστό και δημοφιλή στους καμαρότους και τους σερβιτόρους των πλοίων της γραμμής.
Ο αχθοφόρος πήγαινε με ένα καμαρότο τις αποσκευές στην καμπίνα και μετά πηγαίναμε στο σαλόνι όπου ο μπαμπάς απολάμβανε το ουίσκι του καπνίζοντας ένα τσιγάρο.
Από τις πιο όμορφες στιγμές του ταξιδιού ήταν η αναχώρηση, μια διαδικασία που ξεκινούσε με την αναγγελία «Προσοχή! Προσοχή! Παρακαλούνται οι κύριοι επισκέπται να εξέλθουν του πλοίου. Το πλοίο είναι έτοιμο για αναχώρηση.» Λίγο μετά ένας ναύτης «έλυνε» τη σκάλα, δηλαδή αφαιρούσε τα πλευρικά κολωνάκια και μετά την ανέβαζε για να διπλώσει και να «κουμπώσει» στα πλευρά του πλοίου. Παράλληλα με το ανέβασμα της σκάλας οι ναυτεργάτες στην προκυμαία έλυναν τους κάβους και οι μηχανές φούλαραν όπισθεν ολοταχώς. Σε λίγα λεπτά το πλοίο είχε αποκολληθεί από την προκυμαία και εκτελούσε την μανούβρα για να γυρίσει και να βγει από το λιμάνι. Το πραγματικό ξεκίνημα του ταξιδιού ήταν η στιγμή που έχοντας κάνει τη μανούβρα, ο καπετάνιος έδινε το πρόσταγμα «Πρόσω ολοταχώς»!
Τέλη Νοεμβρίου 1973, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, πήρα το πλοίο να γυρίσω στο πατρικό σπίτι στη Ρόδο. Ήμουν πρωτοετής που δεν είχε προλάβει να εγκλιματισθεί στην φοιτητική ζωή στην Αθήνα, αφού η χρονιά είχε αρχίσει στις 5 Νοεμβρίου και λίγο μετά έγινε η κατάληψη του Πολυτεχνείου. Ο πατέρας μου ήταν μόνος στη Ρόδο, η μητέρα μου ήταν στην Αθήνα ψάχνοντας να βρει την αγνοούμενη αδελφή μου, κι εγώ πήγα να κάνω παρέα στον μπαμπά που καθότανε σε αναμμένα κάρβουνα. Το πλοίο της συννεφιασμένης ημέρας ήταν η Μιμίκα. Η ψυχολογική μου διάθεση λίγο πριν φύγει το πλοίο (αν θυμάμαι καλά έφευγε στις 2 το μεσημέρι και έφτανε στη ρόδο το άλλο πρωί) δεν ήταν καλή. Αγνοούνταν η Τώνια και αυτό τα μαύριζε όλα. Ο καιρός ήταν υγρός, είχε μπουνάτσα, ο ορίζοντας θολός. Όλο το ταξίδι πέρασε έτσι. Όμως η γαλήνη της θάλασσας, ακόμη και μέσα στη μουντάδα της ημέρας και της νύχτας, και η απεραντωσύνη της, που μέσα της δεν ήμουν παρά ένας ελάχιστος κόκκος, με ηρέμησαν και με βοήθησαν να φτάσω στη Ρόδο έτοιμος να υποστηρίξω ψυχολογικά τον μπαμπά, που τα είχε σχδόν χαμένα. Σε αυτό βοηθούσαν νυχθημερόν και στελέχη της Ασφάλειας Ρόδου που τον συναντούσαν συστηματικά και τον φυτίλιαζαν με σενάρια καταστροφής για την Τώνια. Το επόμενο πρωί έφθασα στη Ρόδο και κατάφερα μέσα στις λίγες μέρες που έμεινα εκεί να ηρεμήσω τον πατέρα μου και να μετριάσω τις συνέπειες των απερόγραπτων ‘ειδήσεων’ που του μετέφεραν τα στελέχη της Ασφαλείας.
Ένα καλοκαίρι στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με τον αείμνηστο φίλο Νικόλα Χατζηγρηγορίου πήραμε το πλοίο από τη Ρόδο και πήγαμε στην Σητεία της Κρήτης. Ο Νικόλας έπεισε τον πατέρα του να μας παραχωρήσει το αυτοκίνητο του, ένα Φόρντ Τάουνους. Το πλοίο δεν είχε γκαράζ, ανέβασαν το αυτοκίνητο με το βίντσι και το έδεσαν πάνω στην κουβέρτα της πλώρης. Στο κατάστρωμα γνωρίσαμε μια παρέα Γερμανούς δασκάλους που κάνανε περιοδεία στα νησιά. Μιλούσαμε ώρες πολλές. Για την ομάδα «Baader-Meinhof», για τους «Gastarbeiter», (φιλοξενούμενοι εργάτες, όρος της δεκαετίας του 1970, για τους οικονομικούς μετανάστες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), για το πόσο κακοπληρωμένοι ήσαν οι δάσκαλοι στη Γερμανία. Είναι σα να τους έχω τώρα δίπλα μου. Οι Γερμανοί συνταξιδιώτες μου έδωσαν την εικόνα μιας (Δυτικής τότε) Γερμανίας βαθιά διχασμένης, που συμπλήρωνε την εικόνα που σχημάτιζα από μυθιστορήματα όπως «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» (Die verlorene Ehre der Katharina Blum) του Γερμανού συγγραφέα Heinrich Böll (1974), που έγινε ταινία το 1974 από τους Volker Schlöndorff και Margarethe von Trotta.