Ένας μεσήλικας άντρας, ο Robert, γράφει με μολύβι στο σημειωματάριο του. Έχει καθήσει σε ένα τραπέζι στο καφενείο Les Deux Magots του Παρισιού. Που και που σηκώνει το βλέμμα και κοιτάει γύρω του. Περισσότερο για να ξεκουράσει τα μάτια του, παρά για να δεί κάτι.
Η Susan άφησε τη βαλίτσα της στο ξενοδοχείο της και πήγε στο καφενείο για ένα καφέ, και μιά Παρισινή ανάσα. Πάντα μια επίσκεψη σε αυτό το καφενείο στο Παρίσι είναι ένα προσκύνημα.
Το βλέμμα της έπεσε πάνω στον σκυμμένο στο σημειωματάριο του Robert, και τον πλησίασε.
Ο Robert σήκωσε το κεφάλι και αντίκρυσε τη Susan.
‘Είστε περαστική και εσείς;’ τη ρωτά.
‘Ήρθα στο Παρίσι για να σε γνωρίσω και να δω τι γράφεις, γιατί 20 χρόνια μετά θα σε κάνω γνωστό στο λογοτεχνικό κοινό της Αμερικής’ του απαντά η Susan.
Εκείνη τη στιγμή φθάνει στο καφενείο ο Walter. Κατευθύνεται προς το τραπέζι της Susan και βλέπει ότι ο Robert είναι στο διπλανό τραπέζι.
Δίνει ένα φιλί στο μάγουλο στη Susan, και ακουμπά το χέρι του στον ώμο του Robert.
‘Καλημέρα καλέ μου φίλε, εγώ σε ξέρω, τώρα θέλει να σε γνωρίσει η Susan.’