Όλα τα χρόνια που την γνώριζα φορούσε το ίδιο άρωμα, κάπνιζε την ίδια μάρκα τσιγάρα, και έπινε το ίδιο ουίσκι.
Έβαφε μόνο τα νύχια των ποδιών της, με χρώμα κόκκινο, κάτι που όπως έλεγε χρωστούσε στην Φρίντα Κάλο.
Της άρεσε το μαύρο χρώμα, και τα ρούχα της Βίβιαν Γουέστγουντ. Ήτανε πάντα ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας.
Τα καλοκαίρια φορούσε αυθεντικό καπέλο Παναμά με φυσική ψάθα και μαύρη φαρδιά κορδέλα.
Είχε μια φυσική ομορφιά που αναδεικνύονταν από μόνη της. Δεν χρειαζόταν μακιγιάζ και κραγιόν, μερικές φορές φορούσε, άλλες όχι.
Δεν το είχε πάρει πάνω της το ότι ήταν τόσο όμορφη και είχε τόσους θαυμαστές. Ήτανε ερωτευμένη.
Με τον Έρωτα.
Είχε ένα αγαπημένο νησί και πήγαινε σε αυτό Πάσχα και καλοκαίρι.
Πήγαινε στα μπουζούκια, στον Στράτο Διονυσίου, και χόρευε τσιφτετέλι.
Πήγαινε και στη Βασιλική Όπερα στο Κόβεν Γκάρντεν και άκουγε την αγαπημένη της Τραβιάτα.
Την ημέρα της γιορτής της υποδεχόταν τους φίλους και γνωστούς με φαγητό και ποτό. Στο τέλος της βραδιάς, αφού είχαν φύγει οι καλεσμένοι, πέταγε τις γόβες της, ξάπλωνε στον καναπέ του σαλονιού και σιγοτραγουδούσε μέχρι να αποκοιμηθεί.