Σήμερα είναι η μεγάλη γιορτή του Ιωάννη του Προδρόμου και τιμώ την μνήμη του πατέρα μου, Ιωάννη Μορόπουλου. Γεννήθηκε στην Ιστιαία Ευβοίας, γιος του Νικόλαου και της Αγγελικής, και σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Ε.Μ.Π. Αποφοίτησε το 1949 μετά την πολυετή στρατιωτική του θητεία και διορίστηκε μηχανικός στη νεοσύστατη Νομαρχία Δωδεκανήσου, με έδρα τη Ρόδο, την οποία αγάπησε σα δεύτερη πατρίδα του. Εκεί γνώρισε την μητέρα μου, που είχε διορισθεί φιλόλογος στην Εμπορική Σχολή, την οποίαν ηράσθη σφόδρα. Παντρεύτηκαν το 1951 και απέκτησαν δύο παιδιά.
Ο προϊστάμενος του πατέρα μου το 1949 στη Ρόδο ήταν ο Νικήτας Αβραμέας, Πολιτικός Μηχανικός, παντρεμένος με τη Ζωή Αβραμέα, που πριν τον πόλεμο ήταν νοσηλεύτρια στην Βασιλική Αυλή. Οι γονείς μου – ο καθένας χωριστά – γνωρίστηκαν με το ζεύγος Αβραμέα στην μικρή κοινωνία όσων είχαν πάει στη Ρόδο για την ανοικοδόμηση, ταιριάξανε και κάνανε πολύ παρέα, κάτι που οδήγησε στα στέφανα. Ο Νικήτας και η Ζωή Αβραμέα στεφάνωσαν το ζεύγος Μορόπουλου.
Ένας άλλος μηχανικός που συνεργάστηκε με τον πατέρα μου ήταν ο Χριστοφίδης (δυστυχώς δεν θυμάμαι το μικρό του όνομα). Ερχότανε συχνά στη Ρόδο με τη γυναίκα του Μαίρη Χριστοφίδου και κάνανε πολύ παρέα με τους γονείς μου και τους Αβραμέα.
Έτσι με το που γεννήθηκε η αδελφή μου η Ζωή Αβραμέα και η Μαίρη Χριστοφίδου έγιναν οι νονές της.
Μετά τα πρώτα χρόνια στη Ρόδο, ο πατέρας μου αποφάσισε να ασκήσει το ελεύθερο επάγγελμα. Το έργο που θυμάμαι είναι οι εγκαταστάσεις της φωνής της Αμερικής στη Ρόδο, που δεν υπάρχουν πια. Το καλοκαίρι με έπαιρνε μαζί του από το πρωί στο εργοτάξιο και με έβαζε να κάνω δουλειές. Η αγαπημένη μου ήτανε να “ποτίζω” το μπετόν με το λάστιχο. Επειδή έβλεπα ότι κάθε Σάββατο πρωί πλήρωνε τους εργάτες, του ζήτησα να πληρώνει κι εμένα, κάτι που έκανε με τεράστιο χαμόγελο. Είχα κι ένα κουμπαρά και τα έβαζα όλα τα χρήματα μου εκεί, αφού κατάφερνα για τα δικά μου έξοδα να παίρνω – με διάφορες δικαιολογίες – λεφτά από την αδερφή μου.
Απέκτησε σχέσεις με τους Αμερικάνους μηχανικούς που είχαν έρθει στη Ρόδο για το έργο, και με μερικούς έγινε πολύ φίλος. Θυμάμαι το ζεύγος Rosenblatt από την Βαλτιμόρη, που είχαν εγκατασταθεί στη Ρόδο με τα δύο παιδιά τους. Πέρα από το ότι ήτανε υπέροχοι άνθρωποι, είχανε ένα σπίτι τεράστιο στην αυλή του οποίου υπήρχε μία γούρνα που το καλοκαίρι τα παιδιά είχαμε μετατρέψει σε πισίνα, παρόλο που είχε μέσα φυτά και χορτάρια. Όταν γύρισαν στην Αμερική, οι Rosenblatt μας άφησαν όλες τις συσκευές που είχαν. Η ναυαρχίδα ήταν ένα τεράστιο ψυγείο Westinghouse, στο οποίο χωρούσαμε και η αδερφή μου και εγώ. Το χωριστήκαμε με πόνο ψυχής όταν πέθανε ο πατέρας μου και κλείσαμε το σπίτι στη Ρόδο.
Εκτός από τις προσωπικές σχέσεις όμως, οι Αμερικάνοι μηχανικοί αναγνώρισαν την συμβολή του πατέρα μου στο έργο αποδίδοντας του την τιμητική ιδιότητα του μέλους της American Society of Civil Engineers (ASCE). Ήτανε κάτι για το οποίο ήτανε περήφανος.
Με τους Αμερικάνους σχετίζεται κι ένα άλλο επεισόδιο από τις πατρικές μου αναμνήσεις. Ήτανε Πάσχα του 1965 και πολλά πλοία του Έκτου Στόλου επισκέφθηκε τη Ρόδο. Ο φιλόξενος πατέρας μου κάλεσε 60 αξιωματικούς να φάμε μαζί το Πάσχα. Σούβλισε 10 αρνιά και έφερε και ορχήστρα, με την Αννούλα από το Βόλο, που ήτανε η αγαπημένη του τραγουδίστρια στον κέντρο “Μπαμπούλας“. Έγινε χαμός, και είχαμε και ειδύλλιο στο τέλος, αφού ένας πλοίαρχος ερωτεύθηκε σφόδρα την εξαδέλφη της μητέρας μου, την θεία Μαίρη, που μας επισκεπτόταν συχνά.
Η φιλοξενία και η απλοχεριά ήτανε έμφυτα στον πατέρα μου. Θυμάμαι τόσους και τόσους επισκέπτες από την Αθήνα, που ερχόντουσαν στο σπίτι μας στη Ρόδο, σχετικούς και άσχετους. Όλους τους περιποιήθηκε σα να ήτανε πολύ κοντινοί φίλοι.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ήτανε η αγάπη που έτρεφε για τους εργάτες και τους εργοδηγούς που είχε στα συνεργεία του. Πολλά απογεύματα Σαββάτου, όταν σχολάγανε από το εργοτάξιο, τους πήγαινε με ταξί στον “Μπαμπούλα” να φάνε και να πιουν και να διασκεδάσουν. Όταν μεγαλώσαμε, η αδερφή μου κι εγώ τον πειράζαμε, και τον αποκαλούσαμε “βασιλικό κομμουνιστή”. Γιατί και βασιλικός ήτανε μέχρι το κόκκαλο (στο δημοψήφισμα του 1974 ήτανε για κλάματα) και φερότανε στους εργάτες σα να ήτανε συνέταιροι του. Το “βασιλικός” του άρεσε, για το “κομμουνιστής” είχε σοβαρές ενστάσεις! Από τότε όμως (δεκαετία 1970) έλεγε ότι η Κίνα είναι ο γίγαντας που κοιμάται και κάποτε θα κυριεύσει τον κόσμο.
Στις γιορτές ερχόντουσαν στο σπίτι, μαζί με τις οικογένειες τους, οι επιστάτες και εργοδηγοί. Θυμάμαι τον Λουκά, και τον Τριαντάφυλλο. Αξέχαστος θα μου μείνει ο Αργύρης Γιαννακές (ο “Αργυράκος”) από την Απολακκιά της Ρόδου, που επειδή η οικογένεια του ήτανε στο χωριό και δεν μπορούσε να πηγαινοέρχεται, περνούσε τη βδομάδα στο σπίτι μας, και τα βράδια που βγαίνανε οι γονείς μου, πρόσεχε την αδερφή μου κι εμένα. Ευγενικός, χαμογελαστός, υπέροχος άνθρωπος!
Το 1968 ο πατέρας μου μου ανέθεσε μια ειδική αποστολή. Να τον εκπροσωπήσω στον γάμο της νεώτερης αδελφής του, που θα γινότανε στην Αθήνα. Εκείνος δεν μπορούσε να παραστεί λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων. Με πήγε στον ράφτη, μου έραψε ένα κοστουμάκι, και με έβαλε στο αεροπλάνο. Θυμάμαι ότι είχανε έρθει και μέλη της οικογένειας από την Αμερική, που δεν τους είχα ξαναδεί κι όλοι ρωτάγανε για τον Γιάννη. Πάντως όλα πήγανε καλά, κι ο γάμος στέφθηκε με επιτυχία.
Εκτός από καλός μηχανικός, ήτανε και καλός δάσκαλος. Όταν σταμάτησε τις εργολαβίες κι έκανε μόνο μελέτες και επιβλέψεις μάζευε στο γραφείο του νέους μηχανικούς και τους βοηθούσε να λύσουν προβλήματα θεωρίας και πρακτικής. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Κοσμά Σφυρίου, που αργότερα εξελέγη βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ, να συνεργάζεται με τον πατέρα μου, τον οποίο και αναφέρει κάθε φορά που συναντιόμαστε.
Η αγαπημένη του βόλτα στην πόλη της Ρόδου ήτανε στο Μαντράκι. Το ταξί – πάντα με ταξί, δεν ήθελε να οδηγεί – τον άφηνε στο Μαντράκι, και αφού έκανε τη βόλτα του πήγαινε στο μεγάλο καφεζαχαροπλαστείο “Ακταίον” και απολάμβανε το ουϊσκι του.
Είχε πολλά παρατσούκλια, αφού τον αγαπούσαμε όλοι. Το πιο χαρακτηριστικό είναι “Σπανιόλος”. Επειδή του άρεσε και η λέξη “μόρτης”, τον λέγαμε κι έτσι. Κι έτσι τον θυμόμαστε.