The dead in the Greek Language – Ο νεκρός στην ελληνική γλώσσα: ένα απάνθισμα

“Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, 

όταν δεν φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απόμειναν.”

Γιώργος Σεφέρης, “Πάνω σ΄ένα ξένο στίχο”, 1931

Το παρόν απάνθισμα γεννήθηκε εντελώς τυχαία, καθώς αναρωτιόμουνα ότι κάποιες λέξεις της ελληνικής γλώσσας έχουν διατρέξει ανέπαφες τουλάχιστον 25 αιώνες (νεκρός, θάνατος), ενώ άλλες αλλοιώθηκαν στη διαδρομή ή ακόμη και χάθηκαν (νέκυς).

Νέκυς

Είναι αρχαία ελληνική λέξη, που χρησιμοποιεί ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Ραψωδία Χ, 386) :

κεῖται πὰρ νήεσσι νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος
Πάτροκλος…

Άκλαυτος, άθαφτος, νεκρός κείτετ᾽ εκεί στες πρύμνες
ο Πάτροκλος… (μετάφραση Πολυλά)

Στην αρχή της Ραψωδίας Χ (42) , γίνεται χρήση της λέξης “κείμενος” γι να αποδώσει το νεκρό:

τάχα κέν ἑ κύνες καὶ γῦπες ἔδοιεν κείμενον

γύπες και σκύλοι γρήγορα νεκρόν θα τον ετρώγαν

 

(Ο, Η) Νεκρός, νεκρή

Είναι αρχαία ελληνική λέξη, που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.

Αναφέρω χαρακτηριστικό απόσπασμα από τις Ιστορίες του Θουκυδίδη στο πρωτότυπο, και σε μετάφραση Αγγέλου Βλάχου.

[4.97.2] Ἐκ δὲ τῶν Ἀθηναίων κῆρυξ πορευόμενος ἐπὶ τοὺς νεκροὺς

Ένας κήρυκας των Αθηναίων που πήγαινε να ζητήσει τους νεκρούς

Ο Αισχύλος στην Ορέστεια χρησιμοποιεί τις λέξεις: τεθνηκώς, θανών.

Ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα χρησιμοποιεί τις λέξεις: καταφθιμένος (201), κατθανών (298).

Ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη χρησιμοποιεί την λέξη “θανών” (900-901):

ἐπεὶ θανόντας αὐτόχειρ ὑμᾶς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα κἀπιτυμβίους

γιατί νεκρούς μ’ αυτά μου εγώ τα χέρια σας έλουσα, σας στόλισα και μ’ όλα
τα νεκρικά σάς τίμησα τα δώρα

fayum1
Πορτραίτο Φαγιούμ, 140 μ.Χ. © The Trustees of the British Museum

Η Χριστιανική Θρησκεία εισήγαγε τον δυϊσμό, αποθνήσκει το σώμα, αλλά επιβιώνει το Πνεύμα.

Ο Γρηγόριος ο Νύσσης στην πραγματεία του για τα παιδιά που πεθαίνουν χρησιμοποιεί μια πολύ ενδιαφέρουσα λέξη, που δεν την έχω ξαναδεί:

“Τι χρη γιγνώσκειν περί των προ ώρας αναρπαζομένων;”

τι πρεπέι να γνωρίζουμε για εκείνους που αναρπάζονται πριν την ώρα τους;

Η χρήση της μετοχής “κεκοιμημένος” παραπέμπει στην Χριστιανική Πίστη για την δεύτερη ζωή, το σώμα κοιμήθηκε, αλλά η ψυχή φτερουγίζει εις την μακαρίαν ζωήν

“Μετὰ πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων, τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου, Σῶτερ, ἀνάπαυσον, φυλάττων αὐτὴν εἰς τὴν μακαρίαν ζωήν, τὴν παρά σοί, φιλάνθρωπε.” (Νεκρώσιμος Ακολουθία).

Συναφείς λέξεις είναι: ο θανών (χρησιμοποιείται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα) τελευτήσας (αναφέρεται από τον Επίκουρο), αποθανών, τεθνεώς, πεθαμένος, εκλιπών, μεταστάς, αποδημήσας, εκδημήσας, κοιμηθείς.

Πολλές φορές δεν αναφέρεται η λέξη νεκρός, αλλά το επίθετο / μετοχή που αναφέρεται στον τρόπο του θανάτου.

Έτσι, ο Παπαδιαμάντης στο “Νεκρό Ταξιδιώτη”, αρχίζει με την πρόταση:

“Ὅταν εὑρέθη ὁ πνιγμένος, ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὸν βράχον τοῦ Κοιμητηρίου,…”

Άλλες,  η λέξη “νεκρός” συνοδεύεται από μια σειρά επίθετα, και μετοχές, όπως λίγο παρακάτω στο “Νεκρό Ταξιδιώτη”:

“…εἶδαν νεκρὸν πνιγμένον, πτῶμα φουσκωμένον, μισοσφιγμένον ἀπὸ τὴν ἅλμην, καὶ ὄχι πολὺ ὀδωδός.”

Funerary_stele_of_Hegeso_on_the_Kerameikos_in_Athens
Επιτύμβια στήλη της Ηγησώς

(Αδικο)Χαμένος 

Ο Γιώργος Σεφέρης σημειώνει στις “Μέρες Ε'” ότι “στη χώρα του λαϊκού παραμυθιού οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν, αλλά χάνονται.”

Στην καθομιλουμένη, αναφερόμαστε με παρόμοιο τρόπο στον θάνατο ανθρώπων που θεωρούμε “άδικο”.

 

Αυτόχειρ, Αυτόχειρας

Εκείνος που έχει προκαλέσει τον θάνατο του, έχει αυτοκτονήσει.

 

(Το) Πτώμα

Το νεκρό σώμα, το άψυχο σώμα, το σώμα ενός νεκρού. Προέρχεται από το ρήμα “πίπτω”, πέφτω (και δεν ξανασηκώνομαι).

(Η) Σορός

Στην αρχαία Ελλάδα, ήταν η τεφροδόχος, το αγγείο δηλαδή όπου τοποθετούνταν οι στάχτες του αποβιώσαντα. Σήμαινε επίσης και την σαρκοφάγο, το φέρετρο, τη νεκροθήκη, ή την κάσα.

Σήμερα η λέξη αναφέρεται κυρίως στο νεκρό σώμα, το οποίο όμως έχει ετοιμασθεί για τον τελικό αποχαιρετισμό, και συνήθως έχει τοποθετηθεί μέσα στο φέρετρο, αλλά και στο φέρετρο.

Οι περιποιήσεις και η φροντίδα των συγγενών και φίλων, και της κοινότητας των ανθρώπων γενικότερα, μετασχηματίζουν ένα πτώμα σε σορό, πριν της απευθύνουν τον ύστατο χαιρετισμό.

(Το) Λείψανο

Ο,τι απομένει από τον άνθρωπο όταν αποδημήσει η ψυχή του. Σήμερα έχει σχεδόν απόλυτα θρησκευτική χρήση και αναφέρεται σε Αγίους.

Λείψανο είναι και η ταριχευμένη σορός. Το 1924, η ταριχευμένη σορός του Βλαντιμίρ Λένιν τοποθετήθηκε σε γυάλινο θάλαμο στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα. Προσωρινός συγκάτοικός του υπήρξε η σορός του Ιωσήφ Στάλιν, η οποία πρωτοεκτέθηκε το 1953 για να μετακομίσει 8 χρόνια αργότερα σε κανονικό τάφο. Άλλα ταριχευμένα σώματα κομμουνιστών ηγετών που συνεχίζουν να εκτίθενται μέχρι σήμερα είναι εκείνα του Μάο Τσετούνγκ  (στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου) και του Βιετναμέζου Χο Τσι Μινχ (στο Ανόι).

(Η) Μούμια

Ο ταριχευμένος νεκρός.

 

(Ο) Μακαρίτης

Ο άνθρωπος που έχει πεθάνει, ο συχωρεμένος, αυτός που απαλλάχθηκε από τα δεινά της ζωής, ο αξιομακάριστος.

(Το) Σκήνωμα 

Η λέξη προέρχεται από τη “σκηνή” και απαντάται στην Παλαιά Διαθήκη, όπου σημαίνει “σώμα”.

Σήμερα αναφέρεται κυρίως στα λείψανα ενός Αγίου.