Η λέξη αυτή είναι σύνθετη.
Το πρώτο της μέρος προέρχεται από το “σπάζω”.
Είναι παραφθορά, αναφέρεται μάλλον σε κάτι σπασμένο.
Το δεύτερο της μέρος προέρχεται από τα παΐδια, τα πλευρά του σώματος.
Η λέξη αναφέρεται σε κάποιον άνθρωπο που είναι τόσο αδύνατος, που είναι εύκολο να του σπάσεις τα πλευρά, ή που τα πλευρά του είναι τόσο εκτεθειμένα που σπάζουν εύκολα.
Την λέξη την έμαθα από τον πατέρα μου, και δεν την έχω ακούσει από κάποιον άλλο. Μάλλον ήτανε δικής του εμπνέυσεως και κατασκευής.
Την χρησιμοποιούσε για να χαρακτηρίσει τον ΧΧ, γιο μιας φίλης οικογένειας, που ήταν πολύ αδύνατος. Ο ΧΧ την εποχή εκείνη ήτανε ούτε 10 ετών.
Ο ΧΧ ερχότανε συχνά στο σπίτι μας, και η μεγάλη επιχείρηση του πατέρα μου ήτανε να τον κρατήσει για φαγητό το μεσημέρι, ή το βράδυ, ανάλογα με την περίσταση, και να τον ταΐσει.
Η διαδικασία ήτανε απλή.
Κάθιζε τον ΧΧ στο τραπέζι δίπλα του, και του γέμιζε συνέχεια το πιάτο, κραυγάζοντας και γελώντας ταυτόχρονα: “Φάε ρε σπασο-παΐδη!”
Ο ΧΧ στην αρχή φοβήθηκε, δεν είχε αντιμετωπίσει κάτι παρόμοιο στον πρότερο βίο του. Η οικογένεια του ήτανε αστική, με την πραγματική έννοια του όρου, και στο τραπέζι δεν είχανε τέτοια συμβάντα.
Στη συνέχεια όμως, ο ΧΧ εξοικειώθηκε με την τελετουργία, και κατάλαβε ότι οι κραυγές του πατέρα μου ήτανε περισσότερο έκφραση αγάπης και παραίνεσης να φάει λιγάκι για να δυναμώσει, παρά κάτι άλλο.
Η τραπεζαρία μας ήτανε δίπλα στην κουζίνα, διασυνδεόταν με αυτήν με ένα πέρασμα σαν το “πάσο” των εστιατορίων, οπότε ήτανε πολύ εύκολο να έχομε αδιάλειπτη τροφοδοσία για να φάει ο ΧΧ. Η δε μητέρα μου, μαθημένη καλά από τις ιδιορρυθμίες του πατέρα μου, φρόντιζε να υπάρχει πάντα επαρκής ποσότητα και ποικιλία στα οικογενειακά τραπέζια.
Ο “κύριος Γιάννος” λοιπόν έγινε φίλος του ΧΧ και οι συνεστιάσεις έγιναν συχνότερες. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια περίοδο που η οικογένεια του ΧΧ είχε ένα οικογενειακό θέμα που απαιτούσε την συχνή απουσία της μητέρας του ΧΧ, οπότε ο ΧΧ ερχότανε στο σπίτι μας, και “έπεφτε” στην αγκαλιά του “κυρίου Γιάννου”, που άλλο δεν ήθελε για να φτιάξει η διάθεση του.
“Φάε ρε σπασο-παΐδη!”
Η σίτιση του ΧΧ είχε πλέον γίνει απαραίτητη για την οικογενειακή μας ευρυθμία.
Το σκηνικό επαναλαμβανόταν και σε εξόδους σε εστιατόρια και ταβέρνες, ίσως με ηπιώτερο τελετουργικό, χωρίς ποτέ όμως να λείπει η φράση κλειδί.
“Φάε ρε σπασο-παΐδη!”
Τελικά όλες οι προσπάθειες του “κυρίου Γιάννου” πήγανε σε καλή μεριά, ο ΧΧ έγινε άντρας δύο μέτρα μπόι. Κι εγώ με την θύμηση του, κάθισα και έγραψα αυτό.