Bandit Story: Μια ιστορία με ληστοσυμμορίτες 1916 – 1919


« Όταν ήμουν Γενικός Διοικητής λυμαινόταν την περιφέρεια Γρεβενών η ληστοσυμμορία Βερβέρα. Ήταν αυτός ο βασιλιάς των Γρεβενών, όπως είναι σήμερα βασιλιάς των Σερβίων ο Γιαγκούλας, φοβερότερος τούτου και σεβαστός στους κατοίκους της περιφερείας του. Για την εξόντωση της ληστοσυμμορίας Βερβέρα χρησιμοποίησα όλα τα μέσα και σε προσωπικούς εκτέθηκα κινδύνους. Με συντριβή καρδιάς εφάρμοσα ακόμη και το νόμο κατά των περιθαλπόντων αυτόν μελών της οικογενείας του. Τέλος η ληστοσυμμορία αυτή διαλύθηκε, ο δε Βερβέρας φονεύτηκε».
Από άρθρο του Γενικού Διοικητή της Κυβέρνησης Βενιζέλου στους Νομούς Κοζάνης και Φλώρινας την περίοδο 1916 -1920 Ιωάννη Ηλιάκη στην εφημερίδα των Αθηνών «Ελεύθερον Βήμα» στις 16/03/1925.

Ο Κωνσταντίνος Βερβέρας γεννήθηκε στο Μαυρονόρος το 1870. Πατέρας του ήταν ο Θανάσης Προκοπίου και μητέρα του η Μαλαματή, κάτοικοι Μαυρονόρους. 

Στο Μακεδονικό Αγώνα εντάχθηκε στην ομάδα του Διαμάντη Μάνου και έλαβε μέρος στη μάχη του Όρλιακα στις 29 Απριλίου 1906. Συμμετείχε επίσης στην καταδίωξη των Τουρκαλβανών που ήλθαν με την προτροπή του Μπεκήρ αγά, μέσω Τίστας (Ζιάκα), για να καταλάβουν και να λεηλατήσουν τα Γρεβενά στις αρχές Νοεμβρίου του 1912.
Κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού (1916-1917) ο Βερβέρας τάχτηκε με το μέρος του βασιλιά Κωνσταντίνου και εντάχθηκε στα ανταρτικά σώματα που είχαν συγκροτήσει το φθινόπωρο του 1916 στα όρια της Ουδέτερης Ζώνης (περιοχή Κηπουριού) ο Τσόντος-Βάρδας και ο Ιωάννης Καραβίτης. Ο Βερβέρας ανέλαβε οπλαρχηγός μιας ομάδας ανταρτών με περιοχή ευθύνης τα χωριά δυτικά – νοτιοδυτικά των Μαυραναίων. Η αποστολή τους ήταν να εμποδίσουν τους Βενιζελικούς και τους Γάλλους να παραβιάσουν το νότιο όριο της Ζώνης και να κατέβουν προς τη Θεσσαλία.
Οι άνδρες των ομάδων αυτών τέθηκαν σε διωγμό από τους Γάλλους που είχαν υπό τον έλεγχό τους στην αρχή την Ουδέτερη Ζώνη και από την άνοιξη του 1917 σε συνεργασία με τους βενιζελικούς ολόκληρη την Ελλάδα. Οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την περιφέρεια Γρεβενών τον Ιούλιο του 1917, διότι είχε τελειώσει η αποστολή τους, καθώς τον προηγούμενο μήνα είχε απομακρυνθεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και την εξουσία ασκούσε σε ολόκληρη τη χώρα η κυβέρνηση Βενιζέλου.
Ο Βερβέρας, μη έχοντας τη δυνατότητα να εγκατασταθεί στο χωριό του, διότι ήταν καταζητούμενος από τους Γάλλους και τους βενιζελικούς, βγήκε στο βουνό και προέβη στις αρχές του 1918 στη σύσταση μιας ληστοσυμμορίας με μέλη τον εικοσάχρονο γιο του Ιωάννη, τον ανιψιό του Λάμπρο Γκόλια, τον Ιωάννη Καραούλη και το ληστοφυγόδικο Ιωάννη Σειρηνιώτη. Οι τρεις πρώτοι ήταν άτομα νεαρής ηλικίας και κατάγονταν από το χωριό Ζιάκα, ενώ ο Σειρηνιώτης καταγόταν από τον Άγιο Γεώργιο Γρεβενών. Ο λόγος που ο Βερβέρας είχε μαζί του στο βουνό το γιο του ήταν γιατί φοβόταν μην τυχόν τον συλλάβουν και τον κλείσουν φυλακή ή τον στείλουν εξορία, όπως συνέβη αργότερα με τα λοιπά μέλη της οικογενείας του.
Ο Βερβέρας με τους οπαδούς του περιφερόταν συνήθως στη δασωμένη περιοχή γύρω από τα χωριά Βράστινο (Ανάβρυτα) – Αλατόπετρα – Πολυνέρι – Λάβδα – Περιβολάκι.
Στις αρχές του 1919 ο Βερβέρας περιφερόταν στα βουνά των Γρεβενών μαζί με τον Κακαφίκα. Εν τω μεταξύ είχαν πλησιάσει τον Κακαφίκα διάφοροι γνωστοί και συγγενείς του, οι οποίοι βρίσκονταν σε συνεννόηση με τον έπαρχο και τον αστυνομικό διοικητή Γρεβενών και τον έπεισαν ότι, σε περίπτωση που θα σκότωνε τον Βερβέρα, εκτός από τα χρήματα της επικήρυξης (20.000 δρχ.) θα απαλλασσόταν από τις κατηγορίες του φυγόδικου ληστή και της υπόθαλψης της οικογένειας Βερβέρα. Ο Κακαφίκας δελεάστηκε από την προσφορά και, καθώς στις 9 Μαρτίου 1919 βρισκόταν με τον Βερβέρα στο ύψωμα βόρεια των ερειπίων Νιτρουζίου (2 χλμ. δυτικά του Μεγάρου), τον πυροβόλησε αιφνιδιαστικά με το όπλο στο κεφάλι και τον σκότωσε. Πήρε το κεφάλι του και το παρέδωσε στα Γρεβενά στις αστυνομικές αρχές, βγαίνοντας μάλιστα και φωτογραφία με το κομμένο κεφάλι. Στη συνέχεια το κεφάλι εναποτέθηκε κάτω από τον πλάτανο της κεντρικής πλατείας Γρεβενών σε κοινή θέα. Το ύψωμα, που έλαβε χώρα το φονικό, ονομάστηκε έκτοτε «Ράχη Βερβέρα». Προτού αναχωρήσει ο Κακαφίκας από τον τόπο του εγκλήματος παράχωσε προσωρινά το ακέφαλο πτώμα, για να μη το ανακαλύψουν οι ευρισκόμενοι εκεί κοντά περιφερόμενοι ληστές. Στον τόπο του εγκλήματος μετέβησαν αμέσως ο υποδιοικητής (έπαρχος) Γρεβενών Εμμανουήλ Διαλλινάς και ο μοίραρχος Ιωάννης Μπονάκης, για να βεβαιωθούν ότι πράγματι τα γεγονότα εξελίχτηκαν όπως τα περιέγραψε ο Κακαφίκας.