Η Μάρθα – Αφήγημα σε Συνέχειες (Μέρος 3ο)

3 Απριλίου 2022. Ώρα πρωϊνή.

Κάθε πρωϊνό στην Ζανζιβάρη μοιάζει με το προηγούμενο, εκτός από τις ημέρες που ο καθαρός ουρανός και ο ήλιος εναλλάσσονται με τη βροχή. Η βροχή χαμηλώνει ακόμη περισσότερο τις στροφές της ζωής, την κάνει πιο ράθυμη, η υγρασία διαπερνά το κορμί σαν ένα ήπιο αλλά δραστικό ναρκωτικό.

Η Μάρθα βγήκε στο μπαλκόνι για να υποδεχθεί την πρωϊνή βροχή.

Στο μυαλό της κλωθογύριζε το ερώτημα με το οποίο έκλεισε η αυλαία την περασμένη νύχτα.

«Τι στην ευχή ήρθα να κάνω στη Ζανζιβάρη;»

Αποφάσισε να πάρει το πρωϊνό της στο δωμάτιο, και κάθισε να μου γράψει την επιστολή που παραθέτω με ακρίβεια παρακάτω.

Είναι η 26 Αυγούστου 1960 και η μητέρα της Μάρθας Ρόζα μαζί με τους γονείς και τον αδελφό της ευρίσκονται εν πλώ, επιβιβασθέντες στο υπερωκεάνειο «Βασίλισσα Φρειδερίκη», με προορισμό την Λισαβώνα. Συνταξιδεύουν με την οικογένεια του Ανδρέα Παπανδρέου, πρωτότοκου γιού του Γεωργίου Παπανδρέου, αρχηγού της Ένωσης Κέντρου, που έχει προορισμό τη Νέα Υόρκη.

Ο πρώτος ενδιάμεσος σταθμός του δρομολογίου του υπερωκεανείου ήταν η Νάπολη στην Καμπανία της Ιταλίας. Η Ρόζα είδε τον Ανδρέα Παπανδρέου να κατεβαίνει πρώτος την σκάλα και να κατευθύνεται προς ένα τηλεφωνικό θάλαμο που υπήρχε στην αποβάθρα. Τι να συνέβαινε άραγε; Τα όσα αναφέρει στη συνέχεια η Ρόζα τα άκουσε από τον ίδιο τον Ανδρέα στη συνέχεια του ταξιδιού. Της τα εκμυστηρεύτηκε καθώς ξόδευαν ένα απόγευμα μαζί στο μεγάλο σαλόνι του πλοίου, την ώρα που η Μαργαρίτα και τα παιδιά ήσαν στις καμπίνες τους λόγω θαλασσοταραχής. Η συζήτηση αυτή ήτανε η αρχή μιας μακράς φιλίας ανάμεσα στο Ρόζα και τον Ανδρέα.  

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Το φθινόπωρο του 1959 έλαβε εκπαιδευτική άδεια ενός έτους και μετέβη με την οικογένεια του στην Αθήνα, όπου παρέμεινε μέχρι τον Αύγουστο του 1960. Κατά την παραμονή του στην Αθήνα ο Ανδρέας αναθέρμανε τις σχέσεις του με τον καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ξενοφώντα Ζολώτα, που εκείνη την εποχή ήταν Διοικητής στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ο Ζολώτας εκτιμούσε τον Α. Παπανδρέου και μίλησε για αυτόν στον Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, με στόχο να βρεθεί ένας τρόπος για να επιστρέψει ο Ανδρέας στην Ελλάδα.  

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ήταν ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, και Υπουργός Προεδρίας στην Κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του Μαΐου 1958. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος από τον Ιανουάριο 1959 ήταν ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Οι δύο άνδρες άκουσαν με προσοχή τον Ζολώτα, τον οποίο εκτιμούσαν και εμπιστευόντουσαν, να τους μιλάει για τον Α. Παπανδρέου. Και οι δύο είχαν την μετριοπάθεια και ευρυμάθεια που απαιτείται για να ακούσουν και μετάσχουν στη διαμόρφωση ενός σχεδίου που θα επέτρεπε στον γιό του αρχηγού της Ενώσεως Κέντρου να επιστρέψει στην Ελλάδα. Και αυτό έπραξαν.

Σαν πρώτο βήμα του σχεδίου, πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η ημερομηνία δεν είναι γνωστή. Ο Ανδρέας έκανε καλή εντύπωση στον Πρωθυπουργό, και το σχέδιο προχώρησε στο δεύτερο βήμα. Την 5η Ιουλίου 1960 ο Ανδρέας έστειλε στον Πρωθυπουργό επιστολή με την οποία εκδηλώνει την πρόθεση του να επιστρέψει στην Ελλάδα προκειμένου να αναλάβει τη Διοίκηση του υπό σύσταση «Κέντρου Οικονομικών Ερευνών», ή/και να γίνει Σύμβουλος στην Τράπεζα της Ελλάδος, η/και να γίνει καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.     

Η προτίμηση του Ανδρέα ήταν η διοίκηση του «Κέντρου Οικονομικών Ερευνών», που αργότερα μετονομάστηκε σε ΚΕΠΕ. Όπερ και εγένετο. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενέκρινε την σύσταση της νέας μονάδας και την ανάληψη της διοίκησης της από τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο Ανδρέας είπε σ τη Ρόζα ότι όταν κατέβηκε από το πλοίο στη Νάπολη τηλεφώνησε στον πατέρα του και του είπε ότι πήρε την μεγάλη απόφαση, και θα γυρίσει στην Ελλάδα. Διαφορετική είναι η αφήγηση του Μόντυ Στερνς, Αμερικανού διπλωμάτη που τοποθετήθηκε στην Αμερικανική Πρεσβεία της Αθήνας στο τέλος του 1958 και απέκτησε φιλικές σχέσεις με την οικογένεια Παπανδρέου. Το καλοκαίρι του 1981 ο Στερνς τοποθετήθηκε πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα.

Σύμφωνα με τον Στερνς, η Μαργαρίτα Παπανδρέου του είπε ότι ο Ανδρέας κατέβηκε από το πλοίο για να τηλεφωνήσει σε μια νεαρή Ελληνίδα που εργαζόταν στην Αμερικανική αποστολή βοηθείας, και την είχε γνωρίσει στην διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα.

Ο Ανδρέας γύρισε στην Ελλάδα την 16η Ιανουαρίου 1961 και διορίστηκε Επιστημονικός Διευθυντής και Πρόεδρος του «Κέντρου Οικονομικών Ερευνών». Στην θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1964.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου επέστρεψε στην Ελλάδα χωρίς καμία παρέμβαση του Γεωργίου Παπανδρέου, που ήταν στην κυριολεξία θεατής και ακροατής στις εξελίξεις. Σε επιστολή του στον γιο του με ημερομηνία 26/9/1960, ο Γεώργιος Παπανδρέου αναφέρει ότι σύμφωνα με αυτά που μαθαίνει από τους Τσάτσο, Κανελλόπουλο και Ζολώτα, όλα πάνε καλά και εκτιμά ότι οι μηνιαίες αποδοχές του Ανδρέα στη νέα του θέση θα είναι 39.000 δραχμές. Σημειώνω ότι το 1960 ο «επι βαθμώ καθηγητού» διοριζόμενος εκπαιδευτικός λειτουργός ελάμβανε μικτές μηνιαίες αποδοχές 2.090 δραχμές.

Εδώ σταματά η σημερινή αφήγηση της Μάρθας. Αναφέρει στην επιστολή της ότι η κουφόβραση που επικρατεί την έχει σχεδόν υπνωτίσει και θα κατέβει στην πισίνα για να δροσιστεί, μήπως και ξυπνήσει.

 «Τι στην ευχή ήρθα να κάνω στη Ζανζιβάρη;»

Δεν βαριέσαι, και αύριο μέρα είναι ψιθύρισε η Μάρθα  και φόρεσε το μαγιό της.