17 Απριλίου 2022. Ώρα πρωϊνή.
Η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να αντικρύζεις το φαινόμενο της ζωής. Κάποτε έρχεται μια μέρα που λάμπει το φως. Μετά όμως ξαναρχίζει η εναλλαγή του σκότους με το σκότος.
Κάπως έτσι αισθανόταν η Μάρθα αυτόν τον καιρό. Στα δεσμά του σκότους, του ερεβώδους σκότους, που την είχε αιχμαλωτίσει από τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι ο μεγάλος έρωτας της ζωής της είχε σβήσει σαν το κερί. Τρεμόσβηνε για χρόνια τώρα, ωσότου δύο μήνες πριν απέδωσε το πνεύμα. Ό,τι είχαν απομείνει δηλαδή, που δεν ήταν και πολλά.
Επρόκειτο για μια καταστρεπτική εξέλιξη.
Η Μάρθα είχε αλλάξει τη ζωή της για να μπορέσει να δοθεί χωρίς όρια σε αυτόν τον έρωτα.
Και τώρα δεν μπορούσε να πάρει την παλιά ζωή της πίσω.
Ούτε και ήξερε αν είχε μια νέα ζωή μπροστά της.
Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν συντρίμμια και αποκαΐδια.
Η τελευταία πράξη του δράματος ήταν εντυπωσιακή.
Βράδυ στο νησί. Οι δύο τους στο μπαρ αμίλητοι. Εκείνος απλά καπνίζει. Εκείνη καπνίζει και πίνει. Κάποια στιγμή σηκώνονται και φεύγουν. Οδηγεί εκείνη. Σε μια κλειστή στροφή ξύνει την ξερολιθιά. Όλο το δεξί φτερό θέλει αντικατάσταση. Ίσα ίσα τσουλάει ο τροχός.
Με τα χίλια ζόρια φτάνουν στο σπίτι.
«Τα κατάφερες πάλι» της λέει εκείνος.
«Δικό μου το αυτοκίνητο, το κάνω ό,τι θέλω» του απαντά.
«Όσο πιο πολύ πίνεις, τόσο περισσότερο θολώνει το μυαλό σου, δεν ξέρεις τι κάνεις, δεν ξέρεις τι λες» επιμένει εκείνος.
«Αυτά να τα λες αλλού, όχι σε μένα!» απαντά σε έξαλλη κατάσταση η Μάρθα.
Την πλησιάζει και την ραπίζει.
Το χέρι του πιάνεται στο σκουλαρίκι της και «ανοίγει». Το αίμα απλώνεται παντού.
Το ξημέρωμα τον βρήκε να πλένει με το λάστιχο την ματωμένη βεράντα.
Η Μάρθα είχε αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα.
Όταν ξύπνησε μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε χωρίς να πει κουβέντα.