Ο Γιώργος ο Μανάβης


Ο Γιώργος ο μανάβης είχε στη δεκαετία του 1960 ένα πάγκο με τα καλά του μαναβικά και φρούτα στην Νέα Αγορά της πόλης της Ρόδου, ένα υπέροχο πολυγωνικό κτίσμα με την ιχθυαγορά στο κέντρο του, που σήμερα δεν λειτουργεί πλέον ως αγορά. Στο μυαλό μου ο χώρος της αγοράς της Ρόδου στη δεκαετία του 1960 ήταν ένας χώρος μαγικός, έσφυζε από ζωή και πραμάτειες, μυρωδιές και χρώματα.
Η Νέα Αγορά κατασκευάστηκε το 1924 – 1926 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Florestano di Fausto και είχε μόνο ισόγειους χώρους για καταστήματα. Η προσθήκη ορόφου με χώρους γραφείων έγινε το 1950 επι δημαρχίας Πετρίδη
Πήγαινα στην αγορά με την μητέρα μου, πριν εκείνη πάει στο σχολείο για να διδάξει, και πάω κι εγώ στο δικό μου το σχολείο για να διδαχθώ. Μου άρεσε πολύ αυτή η πρωινή βόλτα με την μητέρα μου στην αγορά επειδή την ήξερε όλος ο κόσμος και εισέπραττα κι εγώ μια ζεστασιά από την αυθόρμητη ανθρώπινη επικοινωνία. Εκείνη λάτρευε την αγορά, τους ανθρώπους, τα καλούδια, και αυτό το εισέπρατταν οι μαγαζάτορες και την αγαπούσαν πολύ.
Ανάμεσε σε όλους, ο Γιώργος ο μανάβης είναι η φυσιογνωμία που έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη, είναι σα να πήγα στο μανάβικο εχθές. Μαύρο σγουρό μαλλί, μπριγιαντίνη, μουστάκι φροντισμένο, μάτια καστανά υγρά και ολίγον θολωμένα, με ένα χαμόγελο αντιφατικό, κάτι σαν χαρμολύπη. Ξυρισμένος πάντα στην εντέλεια, με πεντακάθαρο άσπρο πουκάμισο και μια σκούρα μπλε ποδιά που έφτανε από τη μέση μέχρι τον αστράγαλο.
Το σήμα κατατεθέν του Γιώργου, που το έβλεπες από μακριά, ήτανε ένα κόκκινο γαρύφαλλο που φιγουράριζε στο αριστερό του αυτί. Καθότανε μπροστά στον πάγκο, σε ένα καρεκλάκι καφενείου, και είχε δίπλα του ένα μικρό τραπεζάκι, όπου τοποθετούσε το «γάλα» του, που το έπινε από το πρωί, καπνίζοντας σέρτικα. Κάθε φορά που πηγαίναμε πρόσφερε στην μητέρα μου, η οποία όμως του απαντούσε ευγενικά ότι δεν πίνει γάλα. Σε μένα δεν προσέφερε ποτέ.
Μου πήρε λίγο καιρό για να καταλάβω ότι το γάλα ήτανε νερωμένο ούζο «Κολοσσός», που ο Γιώργος το τιμούσε δεόντως, και το προσέφερε σε όλη την πελατεία, πλην εμού.
Εκείνη την εποχή όλα τα προϊόντα ήτανε ντόπια, δεν ερχόντουσαν φορτηγά με το καράβι. Εξάλλου το καράβι δεν χώραγε φορτηγά, τα εμπορεύματα ερχόντουσαν με την παλέτα και φορτωνόντουσαν με το βίντσι.
Η νοστιμιά των εμπορευμάτων του Γιώργου θα μου μείνει αξέχαστη. Η ειδικότητα του ήτανε οι ντομάτες εποχής. Μόλις η μητέρα μου του ζήταγε ντομάτες, τιναζότανε όρθιος σα να ήτανε σε ελατήριο και διάλεγε τις καλύτερες, προσφέροντας πάντα ένα κομμάτι για να δοκιμάσει.
Η διαδικασία της αγοράς κρατούσε 15 λεπτά το πολύ, έπρεπε να γυρίσουμε σπίτι να αφήσουμε τα ψώνια και μετά να πάμε στο σχολείο. Ήτανε ο καλύτερος τρόπος να ξεκινήσει η ημέρα. Το 1965 μετατέθηκε η μητέρα μου – δυσμενώς, επειδή ο πατέρας μου ήτανε Καραμανλικός – σε ένα σχολείο στο Κριεκούκι κι έτσι πήρε την αδελφή μου κι εμένα και πήγαμε στην Αθήνα.
Δεν θυμάμαι να ξαναείδα τον Γιώργο εκ του φυσικού, όμως τώρα που γράφω γι’ αυτόν είναι σα να τον είδα εχθές.