Ηδονή ή λογικότητα; – Pleasure or Logic?

Ποια είναι η πηγή της ανθρώπινης ευδαιμονίας; Η ηδονή ή η λογικότητα;

Το ερώτημα απασχόλησε τους Έλληνες και τους Ρωμαίους της ελληνιστικής εποχής (323 π.Χ. – 31 π.Χ.), στη διάρκεια της οποίας ακόμη και μετά την πολιτική κατάκτηση της Ελλάδας από τη Ρώμη, η φιλοσοφία παρέμεινε κυρίως ελληνική δραστηριότητα. 

Ο Επίκουρος θεωρούσε ότι η πηγή της ανθρώπινης ευδαιμονίας είναι η ηδονή. Ο Ζήνων θεωρούσε ότι η πηγή της ανθρώπινης ευδαιμονίας είναι η λογικότητα.

Επίκουρος και επικούρειος, για πολλούς, αποτελούν συνώνυμα του φιλήδονα, του καλοπερασάκια και του τρυφηλού. Σε πολλά «έγκυρα» λεξικά όλου του κόσμου, διαβάζουμε ότι ο επικουρισμός, η επικούρεια αντίληψη για τη ζωή, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η λατρεία των ευχαριστήσεων, η μόνιμη αναζήτηση, τέρψεων, ηδονών και καλοπέρασης. Σε αυτό το πνεύμα, ο σεφ Σαρλ Ράνχοφερ (Charles Ranhofer) που μαγείρευε στο φημισμένο εστιατόριο Ντελμόνικο (Delmonico) στη Νέα Υόρκη στα τέλη του 19ου αιώνα, ονόμασε το βιβλίο του ‘Ο Επικούρειος: Το κλασσικό βιβλίο μαγειρικής του 1893’ (The Epicurean: The Classic 1893 Cookbook).  Όμως όλα αυτά απέχουν πολύ από την ζωή και τη διδασκαλία του Επίκουρου.

Ο Επίκουρος γεννήθηκε στη Σάμο το 341 π.Χ. Σε ηλικία 18 ετών πήγε στην Αθήνα για τα δύο χρόνια της πολιτικής και στρατιωτικής του θητείας. Τα επόμενα 15 χρόνια παρέμεινε στα νησιά του  ανατολικού Αιγαίου και τα μικρασιατικά παράλια. Γύρισε στην Αθήνα το 307 π.Χ. σε ηλικία 34 ετών και παρέμεινε εκεί μέχρι τον θάνατο του το 270 π.Χ.

Σε αντίθεση με τους ιδεαλιστές, η Επικούρεια Σχολή έχει μια υλιστική θεώρηση του κόσμου και δίνει πρωτεύουσα θέση στην ηδονή στα πλαίσια μιας συνταγής για την καλοζωία. Στην είσοδο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πλάτωνα στην Αθήνα, την Ακαδημία, υπήρχε η επιγραφή: «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω», δηλαδή «Να μην εισέλθει αυτός που δεν ξέρει γεωμετρία». Αντίθετα παραδίπλα, στην Σχολή του Επίκουρου, η επιγραφή έλεγε: «Ξένε, εδώ θα περάσεις καλά. Εδώ το υπέρτατο αγαθό είναι η ηδονή». Κατά τον Επίκουρο η ηδονή (ευχαρίστηση) είναι το άλφα και το ωμέγα μιας ευτυχισμένης ζωής.

Για τον Επίκουρο μια ηδονή είναι θεμιτή από ηθική πλευρά και πρέπει να την επιδιώκουμε, εφόσον αποτελεί μέσο διασφάλισης της κορυφαίας ηδονικής κατάστασής μας, που δεν είναι άλλη από την ψυχική μας ηρεμία. Ακόμα και ο πόνος, εάν ορισμένες φορές μας βοηθάει στην κατάκτηση της ψυχικής μας ηρεμίας, αποκτά θετική σημασία. Όμως η ηδονή κατά τον Επίκουρο είναι ορισμένη αρνητικά, σαν «η απουσία του πόνου από το σώμα και του φόβου από την ψυχή». Όταν μια επιθυμία είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί, αυτό είναι σημάδι ότι είτε είναι αφύσικη είτε είναι περιττή. Η ευχαρίστηση είναι το υπέρτατο αγαθό, όμως για να μπορέσει κανείς να την απολαύσει, θα πρέπει να διαθέτει τις πολιτικές αρετές της σύνεσης, της εντιμότητας και της δικαιοσύνης.

Ο Επίκουρος δεν αρνιόταν ότι υπάρχουν θεοί, όμως απέρριπτε την πίστη ότι οι θεοί είναι υπεύθυνοι για οποιοδήποτε φυσικό γεγονός. Έτσι χάραζε σαφή διαχωριστική γραμμή προς τον Αριστοτέλη που θεωρούσε ότι ο Θεός είναι καθαρή Νόηση που δεν ενεργεί στον κόσμο άμεσα, αλλά με τη μεσολάβηση των ουράνιων σωμάτων. Ο Επίκουρος θεωρούσε εξίσου εσφαλμένη και επικίνδυνη την πίστη ότι οι θεοί ασκούν κάποια επιρροή στα ανθρώπινα θέματα. Με τον τρόπο αυτό αρνούνταν τα θεμέλια της ελληνικής λαϊκής θρησκείας.   

Ο Επίκουρος μπορούσε να ικανοποιηθεί με ολίγα, και με μια λιχουδιά γινόταν ολόκληρο συμπόσιο. Η ικανοποίηση με ολίγα οδηγεί στην αυτάρκεια, που με τη σειρά της καταλήγει στην ελευθερία.

Στο πλαίσιο της μετριοπαθούς μορφής του ηδονισμού, το κριτήριο επιλογής μεταξύ των ηδονών δεν είναι πλέον ποσοτικό, δηλαδή η έντασή τους, αλλά ποιοτικό. Ο Επίκουρος διακρίνει τις καταστηματικές από τις κατά κίνησιν ηδονές, θεωρώντας τις πρώτες ανώτερες από τις δεύτερες. Οι κατά κίνησιν ηδονές είναι δυναμικές ηδονές, με την έννοια ότι όταν καρποφορούν, κάποιος εκπληρώνει μια επιθυμία του που όσο δεν την ικανοποιούσε ένιωθε δυσφορία. Η ικανοποίηση της πείνας, λοιπόν, κατά το χρονικό διάστημα που συντελείται, είναι μια κατά κίνησιν ηδονή. Η κατάσταση της ηρεμίας που ακολουθεί όταν ο άνθρωπος πλέον έχει χορτάσει, κατά τον Επίκουρο, είναι μια καταστηματική μορφή ηδονής. Άν όμως παρασυρθεί, φάει κατά τρόπο ανεξέλεγκτο και βαρυστομαχιάσει, θα έχει εκπληρώσει μια κατά κίνησιν ηδονή του, αλλά μη έχοντας αποκτήσει την καταστηματική ηδονή της ηρεμίας και της γαλήνης θα είναι δυστυχισμένος.

Με τον θάνατο έρχεται το τέλος όχι μόνο του σώματος αλλά και της ψυχής. Οι θεοί ούτε επιβραβεύουν ούτε τιμωρούν τους ανθρώπους. Το σύμπαν είναι άπειρο και αιώνιο. Τα γενόμενα στον κόσμο συμβαίνουν τελικά, με βάση τις κινήσεις και τις αλληλεπιδράσεις των ατόμων που διακινούνται στον κενό χώρο.

Οι τέσσερις “αρχές” που πρόβαλλε ο Επίκουρος είναι γνωστές ως η ‘τετραφάρμακος’:

Άφοβον ο θεός, ανύποπτον

Ο θεός δεν είναι για φόβο (διότι η θεϊκή δύναμη δεν απειλεί εκ φύσεως),

ο θάνατος και ταγαθόν μεν εύκτητον,

ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία (διότι δεν υπάρχει μετά θάνατο ζωή) και το καλό (ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε) εύκολα αποκτιέται,

το δε δεινόν ευκαρτέρητον. 

το δε κακό αντέχεται (ό,τι μας κάνει να υποφέρουμε, εύκολα μπορούμε να το υπομείνουμε).

Μετά τον θάνατο του Επίκουρου κάποιοι από τους ακόλουθους του πήγαν στη Ρώμη, βρήκαν ομοϊδεάτες τους που είχαν ασπασθεί τις ιδέες του Επίκουρου, και συνέστησαν Επικούρειες Κοινότητες εκεί. Η φιλοσοφία του Επίκουρου έγινε πολύ δημοφιλής στους κύκλους των μορφωμένων  Ρωμαίων. Μια επιφανής Επικούρεια Σχολή ιδρύθηκε στη Νάπολη, με πρώτο διευθυντή τον Σύρο. Στην παραθαλάσσια πόλη του Ηρακλείου (Ερκουλάνουμ), ο Έλληνας φιλόσοφος Φιλόδημος ίδρυσε την μεγαλύτερη βιβλιοθήκη με πάπυρους για τον Επίκουρο. Βλέπε και το εδάφιο που ακολουθεί για το επίγραμμα του Φιλόδημου.

Κατά τον 19ο αιώνα, η φιλοσοφία του Επίκουρου εντυπωσίασε τον Κάρολο Μαρξ, ο οποίος το 1841 έγραψε διατριβή υπό τον τίτλο: «Διαφορά μεταξύ της φυσικής φιλοσοφίας του Δημόκριτου και του Επίκουρου», την οποία υπέβαλε στην Φιλοσοφική Σχολή τού Πανεπιστημίου της Ιέννας στη Γερμανία, και με αυτήν έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα. Αργότερα ο Μαρξ ασπάστηκε τις στωικές ιδέες του Χέγκελ για το “Πνεύμα της (προδιαγεγραμμένης) Ιστορίας”.

Ο Έλληνας φιλόσοφος Ζήνων γεννήθηκε στο Κίτιο της Κύπρου το 333 π.Χ. και απέθανε στην Αθήνα το 262 π.Χ. Γύρω στο 300 π.Χ.  Ίδρυσε στην Αθήνα την Στωική Σχολή φιλοσοφίας, στην οποία άρχισε να διδάσκει γύρω στο 300 π.Χ.  Από το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. ο Στωικισμός απέκτησε σταθερά θεμέλια στη Ρώμη. Ο Παναίτιος από τη Ρόδο (185 – 100 π.Χ.) ήταν στενός φίλος με τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό, και η εξάπλωση του Στωικισμού στους Ρωμαίους κατά την ύστερη δημοκρατία οφείλει πιθανόν πολλά στην επίδραση του.

Ο Ζήνων κληρονόμησε από τους κυνικούς φιλοσόφους τη θεμελιακή άποψη για όλον τον Στωικισμό, ότι η πραγματική φύσις του ανθρώπου συνίσταται στη λογικότητα του. Για τους Στωικούς η λογικότητα είναι η μοναδική πηγή της ανθρώπινης ευδαιμονίας. Η ανθρώπινη φύση είναι έτσι συγκροτημένη ώστε να αναπτύσσεται από κάτι μη λογικό και ζωώδες σε μια δομή που καθορίζεται από το λογικό. Όπως αναφέρει ο Aulus Gellius, ο Ζήνων υποστήριζε ότι η ηδονή είναι πράγμα αδιάφορο, δηλαδή κάτι που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό.

Για τους Στωικούς το ισοδύναμο της ύπαρξης του Θεού είναι η θεϊκότητα της Φύσης. Θεωρούσαν ότι ο κόσμος μας, στον οποίο ενυπάρχει ο θεϊκός σκοπός και ενεργεί για το συμφέρον των λογικών όντων, είναι ο καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους. Οι αρρώστιες και οι φυσικές καταστροφές δεν αποτελούν καθεαυτές αντικείμενο του σχεδίου της Φύσης, αλλά αναπόφευκτη συνέπεια των καλών πραγμάτων που υπάρχουν. Η σθεναρή υπεράσπιση της θεϊκής πρόνοιας από τους Στωικούς αποτελεί πλήρη αντιστροφή της επικούρειας στάσης. Απόρροια του θεϊκού σκοπού και πρόνοιας είναι η αιτιοκρατία, την οποία υποστήριξαν οι Στωικοί. Κάθε συμβάν πρέπει να έχει μια αιτία. Η τύχη είναι απλά ένα όνομα για τις ανεξιχνίαστες αιτίες. Αυτή η αντίληψη οδήγησε στην κριτική ότι η στωική αιτιοκρατία καταργεί κάθε ανθρώπινη ελευθερία της πράξης. 

Οι Στωικοί ισχυρίζονταν ότι η αρετή, ο περιεκτικός σκοπός της ανθρώπινης φύσης, συγκροτεί απολύτως την ευδαιμονία. Για να ευδαιμονεί ο άνθρωπος δεν χρειάζεται παρά μόνο αρετή. Ο Αριστοτέλης όρισε την ευδαιμονία ως ‘ενέργεια της ψυχής σύμφωνη με την αρετή’, αναγνώρισε όμως ότι είναι απαραίτητο να κατέχει κανείς σε ικανοποιητικό βαθμό περιουσία, υγεία και άλλα αγαθά. Ο ισχυρισμός των Στωικών ότι τίποτε άλλο δεν προσδιορίζει την ευδαιμονία εκτός από την αρετή φαίνεται να είναι εσφαλμένος.