Με βάση την εμπειρία που έχω αποκομίσει επισκεπτόμενος καταστήματα εστίασης, προσδιόρισα κάποια χαρακτηριστικά των καταστημάτων που είτε θετικά είτε αρνητικά βοηθούν σε καλύτερες επιλογές και εμπειρίες. Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να δομήσουν μια λίστα ‘επιλογής και αξιολόγησης’ και προσαρμόζονται εύκολα στις προτιμήσεις και τις απαιτήσεις κάθε αναγνώστριας.
Χαρακτηριστικό 1: Αριθμός πιάτων στο μενού
Όσο μεγάλη και αν είναι μια κουζίνα καταστήματος εστίασης, δεν μπορεί να παρασκευάζει επί τόπου πολλά πιάτα σε εύλογο χρόνο και με κόστος που είναι διατεθειμένη να πληρώσει η πελατεία. Ένα εύλογο όριο είναι να έχει το μενού έως 10 πρώτα και έως 10 δεύτερα πιάτα, με το άθροισμα τους να μην ξεπερνάει τα 20. Μενού με πολλά πιάτα σημαίνει τις περισσότερες φορές ότι τα πιάτα είναι έτοιμα και κατεψυγμένα και απλά ζεσταίνονται στο φούρνο μικροκυμάτων πριν σερβιριστούν.
Παίρνω για παράδειγμα μια ψησταριά. Είναι μια κατηγορία καταστήματος εστίασης που κατά κανόνα δεν προσφέρει περισσότερα από 10 κύρια πιάτα: κοτόπουλο, αρνίσια παϊδάκια, μοσχαρίσια μπριτζόλα, μοσχαρίσιο φιλέτο, χοιρινή μπριτζόλα, και παντσέτα. Και τα πρώτα πιάτα ή οι μεζέδες σπάνια ξεπερνούν τα 10. Συνήθως περιορίζονται στα απολύτως κλασσικά τηγανητά κολοκυθάκια και μελιτζάνες τηγανητές, τα ψητά λουκάνικα, ίσως και μία πίτα. Δεν συμπεριλαμβάνω στα πρώτα τις απλές σαλάτες και τις αλοιφές, που είναι έτοιμες και απλά σερβίρονται.
Οτιδήποτε ξεφεύγει από τα όρια αυτά προς τα επάνω είναι προβληματικό. Αν για κάποιο άλλο λόγο το κατάστημα φαίνεται ενδιαφέρον, πριν καθίσω στο τραπέζι δεν διστάζω να ρωτήσω ευθέως.
‘Πως καταφέρνετε να μαγειρεύετε επί τόπου τόσα πιάτα;’
Αν δεν πάρω μια ικανοποιητική απάντηση, απομακρύνομαι εν τάχει. Καλύτερα να φάω ένα νόστιμο σουβλάκι στο κοντινό ψητοπωλείο.
Χαρακτηριστικό 2: Φωτογραφίες πιάτων στον φυσικό χώρο του καταστήματος
Ορισμένα καταστήματα εστίασης προβάλουν στον φυσικό χώρο τους φωτογραφίες των πιάτων τους. Οι φωτογραφίες αυτές είναι συνήθως κακές, τυπωμένες σε μια πλαστική επιφάνεια που με τον καιρό ξεφτίζει και αποπνέει μια παρακμή και φθορά που απέχει παρασάγγες από την θετική αύρα που θα πρέπει να υπάρχει στο κατάστημα. Ίσως οι φωτογραφίες μπήκαν κάποια στιγμή σε καταστήματα που βρίσκονταν σε τουριστικά μέρη για να βοηθήσουν τον ξένο επισκέπτη να καταλάβει τι θα φάει. Όμως δεν μπορώ να φανταστώ την ψησταριά στην Κάτω Ραχούλα να βάζει στην τζαμαρία της φωτογραφίες με παϊδάκια και πατάτες τηγανητές. Ένας άλλος λόγος μπορεί να έχει σχέση με κουζίνες άλλων χωρών. Έτσι, ένα εστιατόριο που προσφέρει πιάτα από την Ταϊλάνδη, αναρτά φωτογραφίες από τα εδέσματα του, μια και ο Έλληνας πελάτης κατά κανόνα δεν έχει ιδέα τι είναι κάθε πιάτο.
Εδώ όμως τίθεται το απλό ερώτημα. Είναι μια φωτογραφία ενός πιάτου, όσο καλή και αν είναι, ικανή να δώσει στον πελάτη την πληροφορία που απαιτείται για να γευθεί το πιάτο; Η απάντηση είναι αρνητική. Ο τρόπος να μάθει ο πελάτης κάτι για ένα πιάτο είναι να ρωτήσει το προσωπικό της σάλας του καταστήματος, ή και τον ίδιο τον σεφ, αν είναι διαθέσιμος. Ρωτάει, ακούει, και αποφασίζει. Όσα και να μάθει όμως, μόνο η δοκιμή του πιάτου θα απαντήσει τα ερωτήματα που μπορεί να έχει ο πελάτης. Εξάλλου το να δοκιμάζεις πιάτα που δεν γνωρίζεις είναι ένας από τους βασικούς λόγους για να γευματίζεις σε καταστήματα εστίασης. Κάποτε η γνωριμία είναι θετική, άλλοτε είναι αρνητική.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και για εκείνον που δεν ερωτά για να μάθει τι είναι ένα πιάτο, η προσφερόμενη εικόνα είναι απλά μια εικόνα που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δώσει μια κίβδηλη επιβεβαίωση σε ένα ανασφαλή πελάτη ότι το ‘άγνωστο’ πιάτο είναι εντάξει, και όλα θα πάνε καλά αν το διαλέξει.
Χαρακτηριστικό 3: Περιγραφή των πιάτων στο μενού
Η περιγραφή ενός πιάτου στο μενού του καταστήματος δεν πρέπει να ξεπερνά τις 20 λέξεις. Αυτές πρέπει να αφορούν μόνο τα συστατικά και τον τρόπο παρασκευής και σερβιρίσματος του πιάτου. Δεν πρέπει να περιλαμβάνονται επιθετικοί προσδιορισμοί όπως γευστικό, απολαυστικό, μοναδικό, παραδοσιακό, ζουμερό, αφράτο, πιπεράτο, λεμονάτο. Όπως έγραψε ο Jay Reiner, κριτικός εστίασης στην βρετανική εφημερίδα ‘Guardian’.
Αν το μενού αισθάνεται την ανάγκη να σου πει ότι το καλαμάρι είναι τρυφερό, βρες κάπου αλλού να φας.
Αν χρησιμοποιούνται περισσότερες λέξεις, είναι πολύ πιθανό ότι το πιάτο είναι παραπάνω περίπλοκο από όσο θα έπρεπε. Σε διαφορετική περίπτωση, είτε η περιγραφή έχει γραφτεί από κάποιον άσχετο που δεν ξέρει πως να περιγράψει το πιάτο, είτε – και αυτό είναι χειρότερο – γίνεται απόπειρα να πλασαριστεί το πιάτο σε αδαείς που σαγηνεύονται από επιθετικούς προσδιορισμούς και φανταχτερούς όρους και δεν καταλαβαίνουν τι τρώνε, οπότε τους ταΐζουν με λέξεις.
Η παραβίαση του κανόνα περιγραφής ενός πιάτου στο μενού αποτελεί ισχυρή προειδοποίηση ότι μπορεί και άλλα χαρακτηριστικά του καταστήματος να είναι προβληματικά. Παρόμοια ισχύουν και για τις περιγραφές των πιάτων που μας δίνουν οι σερβιτόροι στο κατάστημα.
Υπάρχει και μια άλλη διάσταση στην περιγραφή ενός πιάτου, που αναδεικνύεται μόνον εκ των υστέρων, αφού δηλαδή γευθώ το πιάτο, και είναι η απόσταση ανάμεσα στην περιγραφή του πιάτου και την γευστική εμπειρία του. Στην περιγραφή μιας σαλάτας σε ένα διακεκριμένο εστιατόριο της Αττικής αναφέρονταν ως συστατικό το καπνιστό χέλι. Επειδή μου αρέσει πολύ, παρήγγειλα την σαλάτα αυτή. Όταν ήρθε το πιάτο στο τραπέζι πρόσεξα ότι η ποσότητα καπνιστού χελιού ήταν δύο τρία κομματάκια για δείγμα. Το πιάτο είχε καπνιστό χέλι, όπως αναφερόταν στην περιγραφή, όμως η ποσότητα του συστατικού ήταν τόσο μικρή που δεν δικαίωνε την περιγραφή του πιάτου. Το καπνιστό χέλι υπήρχε σαν δείγμα και μόνον, κάτι που έκανε το πιάτο λειψό και διατάρασσε την γευστική του ισορροπία. Επισημαίνω ότι η τιμή της σαλάτας ήταν στα ταβάνια.
Χαρακτηριστικό 4: Ο αριθμός των υλικών σε ένα πιάτο
Πρόσφατα διάβασα την συνταγή για μια σούπα στην οποία ο μάγειρας χρησιμοποιεί 40 συστατικά. Αυτό το θεωρώ αχρείαστη υπερβολή. Ο συνωστισμός των υλικών οδηγεί τις περισσότερες φορές σε ένα άγευστο παρασκεύασμα, αν όχι σε ένα γευστικό σύνολο που χαρακτηρίζεται από δυσαρμονία. Ένα καλό πιάτο μπορεί κάλλιστα να γίνει με λίγα υλικά.
Φαίνεται όμως ότι σήμερα οι σεφ δέχονται τεράστια πίεση να πρωτοτυπήσουν, οπότε βλέπουμε πιάτα που έχουν πολλά υλικά, που τις περισσότερες φορές δεν χρειάζονται όλα μαζί. Ένα κατάστημα εστίασης διαφημίζει το πιάτο «Μαρινάτος γαύρος / νεκταρίνι / μέντα / μοσχολέμονο / πλιγούρι». Η πρώτη μου αντίδραση σε αυτό είναι αρνητική. Ο γαύρος είναι μαρινάτος, που σημαίνει ότι έχει ήδη ένταση στη γεύση και τα αρώματα του. Ο συνδυασμός του με όλα τα άλλα συστατικά θα είναι πιθανότατα προβληματικός. Θα μπορούσα να δώ το μοσχολέμονο σαν συνοδευτικό, για να σιγοντάρει ήπια τα ξινά του μαρινάτου γαύρου και να δώσει άρωμα. Το νεκταρίνι όμως; Η μέντα; Δε νομίζω. Όσο για το πλιγούρι είναι παντελώς άχρηστο σε ένα πιάτο στο οποίο κυριαρχεί και πρωταγωνιστεί ο μαρινάτος γαύρος. Με δύο λόγια, ο σεφ αρκεί να εστιάσει την προσοχή και τη δεξιότητα του στο να μαρινάρει σωστά και ισορροπημένα τον γαύρο, χωρίς να προσπαθεί να προσθέσει συστατικά που είναι άσχετα, μόνο και μόνο για να γίνει μπούγιο.
Όσο ευρηματικός και αν είναι ένας μάγειρας, θα πρέπει να χειρίζεται την πρώτη ύλη με σεβασμό και να την αναδεικνύει. Έτσι θα πρέπει να έχει στο μενού του πιάτα στα οποία πρωταγωνιστεί η ολόφρεσκη ποιοτική πρώτη ύλη χωρίς περιστροφές. Εξάλλου δεν μιλάμε για αστέρια Michelin, μιλάμε για ένα κατάστημα στο οποίο ζητάμε να γευθούμε ποιοτικό φαγητό σε λογικές τιμές. Τονίζω τις τιμές, γιατί μπορεί κάποιος να νομίζει ότι όσο πιο μπουρδουκλωμένα και περίπλοκα είναι τα πιάτα του, τόσο περισσότερο μπορεί να χρεώνει για αυτά.
Χαρακτηριστικό 5: Λουλούδια
Η προσθήκη λουλουδιών σε πάρα πολλά πιάτα είναι πλέον πραγματικότητα. Είναι κάτι που απεχθάνομαι και ομολογώ ότι αν ένα κατάστημα σερβίρει πιάτα με αυτόν τον τρόπο, το αποφεύγω. Βέβαια κινδυνεύω να αποφύγω πάρα πολλά, αλλά αυτή είναι η επιθυμία μου. Το επιχείρημα ότι τα λουλούδια βελτιώνουν την εικόνα και την πολυτέλεια του πιάτου δεν στέκει κατά την γνώμη μου. Αν θέλω να δω ένα έργο τέχνης, θα πάω σε ένα μουσείο ή σε μια γκαλερί. Τα πιάτα με τα λουλούδια πόρω απέχουν από το να είναι έργα τέχνης, είναι παντελώς περιττά όσον αφορά το γαστρονομικό χαρακτήρα ενός πιάτου, και επιβαρύνουν το χρόνο και το κόστος παρασκευής.
Χαρακτηριστικό 6: Καρδιογράφημα στο Πιάτο
Τις προάλλες είχα πάει σε ένα ψητοπωλείο που προσφέρει καλής ποιότητας κρέατα ψημένα όπως τα ζητάει κανείς. Όταν ήρθε το πιάτο μου, είδα ότι η μπριτζόλα που είχα παραγγείλει έφερε επάνω της ένα σχήμα από σάλτσα μουστάρδας που έμοιαζε με καρδιογράφημα.
Καταρχάς στο γευστικό επίπεδο, την μπριτζόλα μου την θέλω σκέτη, δεν θέλω να προσθέτω σάλτσες. Το σερβίρισμα με τα καρδιογραφήματα έχει νόημα μόνο όταν η ποιότητα του κρέατος είναι κακή. Το είχε πει και ο μεγάλος Γάλλος σεφ Paul Bocuse, ότι ένα κακό πιάτο κρύβεται κάτω από μια σάλτσα.
Εκτός από το γευστικό, και το αισθητικό μέρος είναι απωθητικό.
Επέστρεψα το πιάτο όπως ήλθε, και ζήτησα να μου φέρουν μια μπριτζόλα χωρίς γραφήματα. Ευτυχώς το έκαναν χωρίς κουβέντα. Σε αντίθετη περίπτωση δεν θα με ξαναέβλεπαν.
Δυστυχώς το σπορ με τα σχήματα είναι διαδεδομένο. Σε μια άλλη περίπτωση, μου έφεραν ένα εξαιρετικό μαστέλο ψημένο στα κάρβουνα με πιτσιλίσματα από ένα μαύρο παχύρρευστο υγρό που υποθέτω είχε μέσα και μπαλσάμικο. Και αυτό το πιάτο επιστράφηκε, αφού αυτή η υποτιθέμενη σάλτσα είχε ήδη καταστρέψει την λεπτή γεύση και το άρωμα του μαστέλου.
Στους μάγειρες που τα κάνουν αυτά, έχω να πω ένα μόνο πράγμα. Αν νομίζετε ότι μια σάλτσα συμπληρώνει το κύριο συστατικό ενός πιάτου, βάλτε την στην άκρη, σε ένα μικρό κυπελάκι, με τρόπο που να μην βανδαλίζει το πιάτο. Ο πελάτης θα δοκιμάσει και θα αποφασίσει τι θέλει να κάνει.
Χαρακτηριστικό 7: Χταπόδι με καραμελωμένα κρεμμύδια και φάβα
Ο βασικός κανόνας για τα συνοδευτικά του κύριου συστατικού σε ένα πιάτο είναι ότι θα πρέπει να συμπληρώνουν διακριτικά το γευστικό φάσμα και τα αρώματα του πιάτου, χωρίς να δημιουργούν σύγχυση, μπέρδεμα, και ασάφεια στην παρουσία του κύριου συστατικού.
Μου αρέσει πολύ το χταπόδι, μου αρέσει πολύ η φάβα, αλλά ο συνδυασμός τους με μια τούρλα από καραμελωμένα κρεμμύδια είναι ένα πιάτο υπερφίαλο που φτιάχτηκε μόνο και μόνο για να δημιουργήσει εντυπώσεις, μειώνοντας την ποσότητα χταποδιού, και διατηρώντας μια σχετικά ψηλή τιμή. Χαρακτηρίζεται από ένδεια πρώτης ύλης, αφού με την φάβα και τα κρεμμύδια καλύπτονται όλες σχεδόν οι πιθανές ελλείψεις που μπορεί να έχει ο υποτιθέμενος πρωταγωνιστής του πιάτου, που είναι το χταπόδι, και εκλείπει το βασικό χαρακτηριστικό ενός καλού πιάτου, που είναι η ευκρίνεια των γεύσεων.
Στην καλύτερη περίπτωση είναι ένα πιάτο κλισέ που το προσφέρουν σχεδόν όλοι οι μάγειροι που δεν έχουν κάτι καλύτερο να μαγειρέψουν και απευθύνεται σε πελάτες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, με την έννοια ότι θα έτρωγαν οτιδήποτε έβαζε κάποιος μπροστά τους. Έχομε επομένως ένδεια στην φαντασία του μάγειρα, και ένδεια στην κρίση της πελατείας.
Επισημαίνω ότι η «επιδημία» της φάβας έχει απλωθεί και σε άλλα θαλασσινά. Νησιώτικο εστιατόριο διαφήμιζε περήφανα ότι σερβίρει πάνω σε φάβα το ψητό στα κάρβουνα καλαμάρι. Με αποπροσανατόλισε τόσο πολύ η παρουσίαση, που δεν κοίταξα αν το πιάτο έχει και καραμελωμένα κρεμμύδια. Ένα φρέσκο καλαμάρι σωστά ψημένο στα κάρβουνα είναι ένα έδεσμα που τρώγεται μόνο του, αρτυσμένο με λίγο αλάτι, λίγο λάδι και δυο σταγόνες λεμόνι. Η συνοδεία του με φάβα είναι εντελώς περιττή.
Χαρακτηριστικό 8: Το πιάτο της ημέρας, ή/και το γαστρονομικό μενού του σεφ
Σε κάποια καταστήματα υπάρχει πιάτο ημέρας, σε άλλα το γαστρονομικό μενού – πρόταση του σεφ, που είναι μια ακολουθία από πιάτα που εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο στο σύνολο τους την μαγειρική τέχνη του σεφ.
Το πιάτο ημέρας και το γαστρονομικό μενού ενέχουν κίνδυνο να είναι μετριότητες ή/και αποτυχίες. Είναι όμως ο καλύτερος τρόπος να δω το πόσο ο σεφ σέβεται τον εαυτό του και τον πελάτη του, και ποιες είναι οι μαγειρικές ικανότητες και δεξιότητες του.
Χαρακτηριστικό 9: Μαγιονέζα
Ένα βράδι δείπνησα σε ένα κατάστημα εστίασης της Αττικής που έχει εξαιρετική θέα. Οι τιμές λόγω θέας υψηλές προς πανύψηλες. Πήρα για κύριο πιάτο φέτα σφυρίδα στη σχάρα. Το ψαράκι ήρθε στεγνό, χωρίς λαδολέμονο στο πλάι, με ολίγα βραστά λαχανικά. Ζήτησα από τον σερβιτόρο να μου φέρει μαγιονέζα για να προσθέσω ένα στοιχείο λίπανσης στο πιάτο. Μου έφερε σε ένα πιατάκι του καφέ μία χαρτοπετσέτα και επάνω της ένα φιαλίδιο από έτοιμη μαγιονέζα γνωστής πολυεθνικής εταιρείας.
Μου είναι αδιανόητο ότι η κουζίνα ενός εστιατορίου που χρεώνει 60 ευρώ για μια φέτα σφυρίδα δεν μπορεί να φτιάξει σε πέντε λεπτά μια φρέσκια μαγιονέζα. Πόσο μάλλον όταν αυτοχαρακτηρίζεται και αυτοπροβάλλεται σαν εστιατόριο “fine dining”. Υπό κανονικές συνθήκες θα έκανα σκηνή και μάλιστα μεγάλη. Δεν το έπραξα επειδή στο δείπνο παρίσταντο συγγενείς μου από την Αμερική που ήταν πανευτυχείς με το φαγητό τους και δεν είχαν καταλάβει τίποτε.
Χαρακτηριστικό 10: Μπουφές
Ο μπουφές είναι ένα χαρακτηριστικό που με οδηγεί αυτόματα στην αποφυγή ενός καταστήματος εστίασης. Από την φύση του ο μπουφές χαρακτηρίζεται από χαμηλή ποιότητα και ενώ τιμή του φαίνεται καλή δεν είναι, αν λάβει κανείς υπόψη την χαμηλή ποιότητα. Ο σεφ με τον μπουφέ έχει την ευκαιρία να «ξεφορτώσει» υλικά που δεν τα θέλει για διάφορους λόγους. Προτιμώ να φάω ένα καρβέλι ψωμί με ντομάτα και ελιές και να το ευχαριστηθώ, από το να διακινδυνεύσω να περάσω από την συστοιχία δίσκων με φαγητά αμφιβόλου γεύσεως και ποιότητας.
Σχετικός είναι ο μπουφές «όσο φας και όσο πιείς», η απόδοση στα ελληνικά του αμερικάνικου «all you can eat». Εξ ορισμού τα προσφερόμενα στον μπουφέ με αυτή την τιμή είναι αμφιβόλου ποιότητας, για να το πω ευγενικά. Μόνο οι άσχετοι και οι τσιγκούνηδες ανταποκρίνονται σε τέτοιες προσφορές, που βεβαίως δεν έχουν καμιά σχέση με την ποιοτική εστίαση.
Χαρακτηριστικό 11: Καλή Απόλαυση
Μια φορά πήγα να γευματίσω σε παραλιακό εστιατόριο. Είχαμε μόλις καθίσει και συνομιλούσα με τους άλλους συνδαιτημόνες, όταν πήρε το αυτί μου κάτι που έλεγε ένας σερβιτόρος στο διπλανό τραπέζι, καθώς απέθετε τα πιάτα με το φαγητό: “Καλή σας απόλαυση!” Ναι, δεν κάνω λάθος. Λίγο μετά, όταν έφερε φαγητό και στο δικό μας τραπέζι, το άκουσα και από κοντά. “Καλή σας απόλαυση!” Μερικές μέρες αργότερα, το άκουσα και σε πτήση ελληνικής αεροπορικής εταιρείας.
Αδυνατώ να αντέξω την κακοποίηση της γλώσσας και ανθίσταμαι. Ποια καλή απόλαυση; Ποια γλώσσα είναι αυτή; Πήραμε το αγγλικό “enjoy it” και το μεταφράσαμε; Και γιατί δηλαδή δεν κάνει το “καλή σας όρεξη”; Σημειώνω ότι στα αγγλικά δεν υπάρχει έκφραση “καλή όρεξη”, και μερικοί χρησιμοποιούν εναλλακτικά το γαλλικό “bon appétit”. Να επισημάνω επίσης ότι η λέξη απόλαυση εμπεριέχει το καλή. Δεν υπάρχει κακή απόλαυση. Υποψιάζομαι ότι το «δήθεν» λάϊφ στάϊλ βρίσκεται πίσω από αυτήν την κακοποίηση. Και η αγραμματοσύνη.
Χαρακτηριστικό 12: Ο γύρος του σεφ
Ο γύρος του σεφ είναι η βόλτα που κάνει από τραπέζι σε τραπέζι. Στην Ελλάδα δεν το έχω δει σε πολλά καταστήματα. Στο εξωτερικό είναι πιο συνηθισμένο.
Ο γύρος είναι ο πιο άμεσος τρόπος για να δώσει ο πελάτης τις εντυπώσεις και τα σχόλια του στον σεφ. Ο καλός σεφ ακούει, κάνει ερωτήσεις και ευχαριστεί τον πελάτη. Αυτή είναι η εμπειρία μου από την επίσκεψη μου στο εστιατόριο Αρθάκ. Η Έλενα Αρθάκ που έχει τρία αστέρια Michelin όχι μόνο άκουσε τα σχόλια μου, που με βλέπει μια φορά στα 10 χρόνια, αλλά με ρώτησε για το πιο είναι το αγαπημένο μου πιάτο από όσα έχω δοκιμάσει στο εστιατόριο. Όταν της το είπα, ζήτησε να της στείλω ηλεκτρονικό μήνυμα 3 μέρες πριν την επόμενη επίσκεψη μου για να προμηθευθεί την πρώτη ύλη και να το ετοιμάσει.
Στον αντίποδα, ο νάρκισσος σεφ μιλάει ασταμάτητα για τον εαυτό του, ενώ ο πελάτης μάταια προσπαθεί να αρθρώσει μια πρόταση. Αυτή ήταν η εμπειρία μου σε ένα ελληνικό εστιατόριο το οποίο δεν ονοματίζω. Ο σεφ μας είπε πόσο διάσημος είναι, δεν ρώτησε καν αν μας άρεσε το φαγητό, και μετά έφυγε.
Μια εναλλακτική προσέγγιση που είναι πολύ διαδεδομένη στα ελληνικά καταστήματα είναι να ερωτάται ο πελάτης όταν πληρώνει τον λογαριασμό πως ήταν το γεύμα. Αυτός που ερωτά όμως δεν είναι ο σεφ αλλά ο υπεύθυνος σάλας ή ο σερβιτόρος του τραπεζιού. Ενίοτε και ο ιδιοκτήτης που κάθεται στο ταμείο. Από το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα.