ανάκλιντρο το [anáklindro] Ο42 : μακρόστενο κάθισμα με ράχη, όπου μπορεί κάποιος να ξαπλώσει: Aρχαίο ελληνικό. Στα συμπόσια, κατά την αρχαιότητα, οι συνδαιτυμόνες ήταν ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα.
Πύλη της Ελληνικής Γλώσσας
Οι Αρχαίοι Έλληνες δειπνούσαν ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα που ήταν τοποθετημένα σε ειδικό μέρος στους ιδιωτικούς και τους δημόσιους χώρους. Όμως το ανάκλιντρο δεν ήταν εφεύρεση των Ελλήνων. Ήρθε στην Αρχαία Ελλάδα από την Μέση Ανατολή. Το πότε δεν είναι επακριβώς γνωστό. Ο Αθήναιος αναφέρει ότι στον Όμηρο οι ήρωες κάθονταν στα συμπόσια και δεν ξάπλωναν (Δειπνοσοφιστές Α, 31). Επομένως μπορούμε να υποθέσουμε ότι το ανάκλιντρο και η στάση της κατακλίσεως κατά τη διάρκεια του δείπνου και του συμποσίου υιοθετήθηκαν μετά την εποχή του Ομήρου, δηλαδή μετά τον 8ο π.Χ. αιώνα.
Από που ξεκίνησε το ανάκλιντρο; Σε ανάγλυφη παράσταση σε τοίχο, που ανάγεται στο 645-635 π.Χ. και εκτίθεται στο British Museum στο Λονδίνο, ο βασιλιάς της Ασσυρίας Ασουρμπανιπάλ γευματίζει και πίνει στον κήπο του Νότιου Παλατιού στην πρωτεύουσα Nineveh, ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο, κάτω από τις κληματαριές. Η βασίλισσα γυναίκα του κάθεται αντικρυστά απέναντι του. Η Ασσυρία ήταν αρχαία χώρα (Βασίλειο της Μεσοποταμίας) στην κοιλάδα του Τίγρη η οποία έλαβε την ονομασία της από την αρχική πόλη-κράτος Ασσούρ, που έφερε το όνομα του ομώνυμου θεού. Η περιοχή αυτή, όπου σήμερα βρίσκεται το ΒΑ Ιράκ, είναι μεγάλη χαμηλή πεδιάδα με μικρούς λόφους και διαρρέεται από τον ποταμό Τίγρη και τους παραποτάμους του, τα άφθονα νερά και το καλό κλίμα έκαναν και στην αρχαιότητα τον τόπο αυτόν από τις πιο γόνιμες χώρες της Ασίας. Πήρε το όνομα της από την αρχαία πόλη Ασσούρ αρχική κοιτίδα των Ασσυρίων η οποία υπήρχε ως τον 14ο αιώνα που καταστράφηκε από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου και τον θεό Ασσούρ ο οποίος λατρευόταν στην πόλη. Το Ασσυριακό κράτος απετέλεσε αυτοκρατορία της οποίας η μεγαλύτερη ακμή προσδιορίζεται μεταξύ του 9ου και 7ου αιώνα π.Χ. Το Ασσυριακό κράτος καταλύθηκε οριστικά το 612 π.Χ.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε με βεβαιότητα ότι το ανάκλιντρο υπήρχε στη Μέση Ανατολή τον 7ο αιώνα. Η πρώτη μαρτυρία ανάκλιντρου στην Αττική που παραθέτω είναι οι παραστάσεις συμποσιαστών σε Αττικό ερυθρόμορφο κύπελλο, που ανάγεται στο 500 π.Χ., και σήμερα εκτίθεται στο British Museum, στο Λονδίνο. Οι συμποσιαστές κατακλίνονται ακουμπώντας το αριστερό τους χέρι επάνω σε μαξιλάρια.
Η επόμενη μαρτυρία είναι από το Συμπόσιο του Πλάτωνα που διαδραματίζεται το 416 π.Χ. Ο οικοδεσπότης τραγικός ποιητής Αγάθων κάλεσε στο σπίτι του φίλους του για να γιορτάσει. Υποδέχτηκε τον Αριστόδημο και τον κάλεσε να ξαπλώσει δίπλα στον Ερυξίμαχο (παρ’ Ερυξίμαχον κατακλίνου, 175a). Όταν προσήλθε ο Σωκράτης, ξάπλωσε και αυτός στο ανάκλιντρο και δείπνησε, όπως και οι άλλοι (κατακλινέντος του Σωκράτους και δειπνήσαντος, 176a).
Οι αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν ένα στρώμα και μαξιλάρια πάνω στην σκληρή επιφάνεια του ανάκλιντρου, ντυμένα με βαμμένο ύφασμα. Τα υφάσματα που βάφονταν με γνήσια πορφύρα, και όχι με χρώματα που προέρχονταν από φυτά, ήταν περιζήτητα στην Αρχαιότητα και αποτελούσαν σύμβολο κύρους των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, των βασιλέων και των αυτοκρατόρων. Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Νέρων διέταξε ότι μόνο η αριστοκρατική τάξη θα μπορούσε να ντύνεται με μωβ, μια παράδοση που ευδοκίμησε για πολύ περισσότερο από όσο διήρκησε η ζωή του. Η ιδιότητα της πορφύρας να είναι ανεξίτηλη είναι αυτό που την κάνει τόσο εξαιρετική κι ασυνήθιστη. Ο Πλούταρχος περιγράφει πώς ο Μέγας Αλέξανδρος μπόρεσε να ανακτήσει από τους Πέρσες υφάσματα, τα οποία είχαν βαφτεί μωβ 190 χρόνια νωρίτερα στην Ελλάδα.
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την λέξη πορφύρα για να περιγράψουν το μωβ χρώμα, έχοντας δανειστεί τον όρο από μια παλαιότερη σημιτική λέξη που χρησιμοποιούσαν οι Φοίνικες για να αναφερθούν σε συγκεκριμένα μαλάκια του είδους Purpura Murex. Τα μαλάκια αυτά ήταν η πηγή για την σπάνια κι ακριβή χρωστική πορφύρα (Tyrian purple) που προσέδιδε στις υφαντικές ύλες ένα έντονο μωβ χρώμα. Απαιτούνταν περίπου δέκα χιλιάδες τέτοια μαλάκια, ώστε να παραχθεί μόλις ένα γραμμάριο της πολύτιμης χρωστικής, γεγονός που σημαίνει ότι η χρωστική αυτή άξιζε περισσότερο από το βάρος της σε χρυσό.
Στη συνοικία του Σεβαστείου στην αρχαία πόλη της Ερέτριας βρέθηκαν βαφεία πορφύρας, τα οποία ήταν φημισμένα. Σε γειτονικά δωμάτια των εγκαταστάσεων, ανακαλύφθηκαν μεγάλες ποσότητες οστρέων πορφύρας (murex), ολόκληρα ή σπασμένα. Οι Ερετριείς εξήγαν τα βαμμένα με πορφύρα υφάσματα σε όλη τη Μεσόγειο.
Στα εύπορα σπίτια της ύστερης κλασσικής και πρώιμης ελληνιστικής περιόδου οι άνδρες δειπνούσαν στον ανδρώνα ή ανδρωνίτη που βρισκόταν κοντά στην είσοδο, όπως στο Σπίτι των Μωσαϊκών στην Ερέτρια (αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.), σε σπίτια της Ολύνθου, της Πέλλας και της Βεργίνας. Το τυπικό ορθογώνιο σχεδόν τετράγωνο δωμάτιο χωρούσε από επτά έως έντεκα ανάκλιντρα, μήκους από 1.70 έως 1.90 μέτρα, διατεταγμένα σε ημικύκλιο, με ένα τραπέζι μπροστά στο καθένα. Σε κάθε ανάκλιντρο κάθονταν ένας ή δύο καλεσμένοι. Στα εύπορα σπίτια το δάπεδο του ανδρώνα ήταν διακοσμημένο με ψηφιδωτό, όπως ήταν και ο προθάλαμος ή/και το κατώφλι. Το θέμα του ψηφιδωτού ήταν συνήθως παρμένο από τη μυθολογία. Στο μεγάλο μωσαϊκό που βρέθηκε στο δάπεδο του ανδρώνα στο Σπίτι των Μωσαϊκών στην Ερέτρια, το θέμα είναι οι μάχες των Αριμασπών με τους Γύπες, και των Λεόντων με τα Άλογα.
Στην ελληνιστική περίοδο ο χώρος του δείπνου και του συμποσίου αλλάζει. Παύει να είναι στην άκρη της κύριας κατοικίας, και γίνεται ένας μακρόστενος χώρος στον οποίο μπορεί να δειπνήσει μια παρέα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και για άλλες κοινωνικές συνευρέσεις στο σπίτι. Παραδείγματα αυτής της νέας αρχιτεκτονικής υπάρχουν στη Δήλο.
Η επόμενη στάση στη διαδρομή του ανάκλιντρου είναι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εκεί η πιο διαδεδομένη διάταξη των ανακλίντρων είναι το τρικλίνιο (triclinium). Τρία ανάκλιντρα που το καθένα μπορεί να φιλοξενήσει τρείς συνδαιτημόνες είναι σε διάταξη ημικυκλίου, με ένα κοινό τραπέζι προσβάσιμο από όλους στο κέντρο. Η συνήθης επιφάνεια των δωματίων με τα τρικλίνια είναι 6 επι 4 μέτρα. Στην Πομπηία υπήρχαν και ανοικτές τραπεζαρίες, με τα τρικλίνια τοποθετημένα στον κήπο της κατοικίας.
Από τον 2ο αιώνα μ.Χ. το στιβάδιο (stibadium), που είναι ένας ημικυκλικός καναπές που χωράει 12 άτομα και ένα το τραπέζι στο κέντρο, γίνεται το πιο διαδεδομένο έπιπλο τραπεζαρίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Πηγές
Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή στην Ελλάδα, Ερέτρια Οδηγός της Αρχαίας Πόλης. Εκδόσεις Infolio, 2004.
Judith Pike, Brillat – Savarin’s Occidentalizing of the Oriental Origins of French Cuisine. The French Review, Vol. 84, No. 5, April 2011