Ο μηχανικός πατέρας μου


Ο πατέρας μου σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, και το 1949 διορίστηκε μηχανικός στον Νομό Δωδεκανήσου που είχε ενσωματωθεί στην Ελλάδα το 1947 μετά από πολλά χρόνια ιταλικής κατοχής. Ο νομομηχανικός Δωδεκανήσου και προϊστάμενος του πατέρα μου ήταν ο Νικήτας Αβραμέας, που μαζί με την γυναίκα του Ζωή έγιναν αχώριστοι με τον πατέρα μου. Από το ζεύγος Αβραμέα ο πατέρας μου γνώρισε, ερωτεύτηκε και νυμφεύθηκε την μητέρα μου. Το ζεύγος στεφάνωσαν οι Αβραμέα.
Ένα από τα έργα που επέβλεψε ως δημόσιος υπάλληλος ήταν η κατασκευή ενός συγκροτήματος εργατικών κατοικιών κοντά στο Ροδίνι, στην πόλη της Ρόδου. Στην τελετή παραδόσεως του συγκροτήματος στους δικαιούχους, παρέστησαν ο βασιλέας Παύλος και η γυναίκα του Φρειδερίκη. Σε σχετική φωτογραφία ο πατέρας μου ανταλλάσσει χειραψία με τον βασιλέα Παύλο.
Κάποια στιγμή ο πατέρας μου αποφάσισε να ιδιωτεύσει και ασχολήθηκε με τρεις διακριτές δραστηριότητες σε έργα πολιτικού μηχανικού. μελέτες, κατασκευές και επιβλέψεις. Το μεγαλύτερο έργο του ήταν η κατασκευή κτηρίων της Φωνής της Αμερικής στην περιοχή Αφάντου στη Ρόδο. Το καλοκαίρι με έπαιρνε μαζί του από το πρωί στο εργοτάξιο και με έβαζε να κάνω δουλειές. Η αγαπημένη μου ήτανε να “ποτίζω” το μπετόν με το λάστιχο. Επειδή έβλεπα ότι κάθε Σάββατο πρωί πλήρωνε τους εργάτες, του ζήτησα να πληρώνει κι εμένα, κάτι που έκανε με τεράστιο χαμόγελο. Είχα κι ένα κουμπαρά και τα έβαζα όλα τα χρήματα μου εκεί, αφού κατάφερνα για τα δικά μου έξοδα να παίρνω – με διάφορες δικαιολογίες – λεφτά από την αδερφή μου.
Η συνεργασία με τους Αμερικάνους μηχανικούς που είχαν έρθει στη Ρόδο για το έργο, οδήγησε σε μια μεγάλη οικογενειακή φιλία με το ζεύγος Rosenblatt από την Βαλτιμόρη του Μέρυλαντ, που είχαν εγκατασταθεί στη Ρόδο με τα δύο παιδιά τους. Πέρα από το ότι ήτανε υπέροχοι άνθρωποι, είχανε ένα σπίτι τεράστιο στην αυλή του οποίου υπήρχε μία γούρνα που το καλοκαίρι τα παιδιά είχαμε μετατρέψει σε πισίνα, παρόλο που είχε μέσα φυτά και χορτάρια. Όταν γύρισαν στην Αμερική, οι Rosenblatt μας άφησαν όλες τις οικιακές συσκευές που είχαν. Η ναυαρχίδα ήταν ένα τεράστιο ψυγείο Westinghouse, στο οποίο χώρεσε άνετα ένας ροφός έξι κιλών. Δίπλα της έλαμπε στην κουζίνα μια κάτασπρη κουζίνα με γκάζι που ο φούρνος της χωρούσε να ψήσεις ολόκληρο αρνί. Το 1979 στη διάρκεια μιας επίσκεψης μου στη Βοστώνη, είχα την χαρά να συναντηθώ με την κόρη της φιλικής οικογενείας, την Τζούντι, που ήταν αρχιτέκτων και ζούσε εκεί, και να θυμηθούμε τα παιδικά μας χρόνια.
Οι Αμερικάνοι μηχανικοί αναγνώρισαν την συμβολή του πατέρα μου στο έργο αποδίδοντας του την τιμητική ιδιότητα του μέλους της American Society of Civil Engineers (ASCE). Ήτανε κάτι για το οποίο ήτανε περήφανος. Το θεωρούσε αναγνώριση των προσπαθειών και των ικανοτήτων του, και κατά κάποιο τρόπο τον παρηγορούσε που δεν μπόρεσε – λόγω των συνθηκών διαβίωσης – να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην αντισεισμική μελέτη κατασκευών.
Με τους Αμερικάνους σχετίζεται κι ένα άλλο επεισόδιο από τις πατρικές μου αναμνήσεις. Ήτανε Πάσχα του 1965 και πολλά πλοία του Έκτου Στόλου επισκέφθηκαν τη Ρόδο. Ο φιλόξενος πατέρας μου κάλεσε 60 αξιωματικούς να φάμε μαζί το Πάσχα. Σούβλισε δέκα αρνιά και έφερε και ορχήστρα, με την Αννούλα από το Βόλο, που ήτανε η αγαπημένη του τραγουδίστρια στο κέντρο “Μπαμπούλας”. Έγινε χαμός, και είχαμε και ειδύλλιο στο τέλος, αφού ένας πλοίαρχος ερωτεύθηκε σφόδρα την εξαδέλφη της μητέρας μου, την θεία Μαίρη, που μας επισκεπτόταν συχνά.
Όταν βοηθούσα τον πατέρα μου επιμελούμενος κάποια από τα σχέδια των μελετών του, μου ανέλυε πάντοτε την σημασία της σωστής μελέτης αλλά και της υποδειγματικής εφαρμογής της, ώστε η κατασκευή να είναι σωστή. Για χρήματα, έξοδα, κέρδη, δεν ανέφερε τίποτε. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Το σπουδαιότερο κίνητρο του ήταν να κάνει μια δουλειά για την οποία θα ήταν περήφανος, όχι να μεγιστοποιήσει το κέρδος του. Στον ελεύθερο χρόνο του έλυνε διάφορα προβλήματα και είχε σχετική αλληλογραφία με τον καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Θεοδόση Τάσιο, που όταν απεβίωσε ο πατέρας μου ανακοίνωσε τον θάνατο του στο αμφιθέατρο στο ΕΜΠ. Ήμουν στο 4ο έτος των σπουδών μου.
Η τάση του πατέρα μου να ασχολείται με τα δύσκολα, τον οδήγησε στο να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην αντισεισμική ικανότητα των κατασκευών που μελετούσε, επέβλεπε και κατασκεύαζε. Αυτός νομίζω ήτανε ο λόγος που ο ξενοδόχος Νίκος Σουλούνιας του ανέθεσε στην δεκαετία του 1970 την μελέτη και επίβλεψη κατασκευής του ξενοδοχείου «Αλεξία» στην πόλη της Ρόδου, το οποίο λειτουργεί συνεχώς από τότε μέχρι σήμερα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ήτανε η αγάπη που έτρεφε για τους εργάτες και τους εργοδηγούς που είχε στα συνεργεία του. Πολλά απογεύματα Σαββάτου, όταν σχολάγανε από το εργοτάξιο, τους πήγαινε με ταξί στον “Μπαμπούλα” να φάνε και να πιούν και να διασκεδάσουν. Όταν μεγαλώσαμε, η αδερφή μου κι εγώ τον πειράζαμε, και τον αποκαλούσαμε “βασιλικό κομμουνιστή”. Γιατί ήτανε βασιλικός μέχρι το κόκκαλο (στο δημοψήφισμα του 1974 ήτανε για κλάματα) και φερότανε στους εργάτες σα να ήτανε συνέταιροι του. Το “βασιλικός” του άρεσε, για το “κομμουνιστής” είχε σοβαρές ενστάσεις!
Από τους στενούς συνεργάτες του πατέρα μου θυμάμαι τον Αργύρη Γιαννακέ και τον Λουκά Παραή Ο Αργύρης Γιαννακές (ο “Αργυράκος”) από την Απολακκιά της Ρόδου, ήταν έμπειρος επιστάτης σε οικοδομικά έργα. Μια εποχή διανυκτέρευε στη διάρκεια της εβδομάδας στο σπίτι μας στην πόλη της Ρόδου επειδή η οικογένεια του ήτανε στο χωριό και δεν μπορούσε να πηγαινοέρχεται κάθε μέρα, παρά μόνο τα Σαββατοκύριακα. Τα βράδια που βγαίνανε οι γονείς μου, πρόσεχε την αδερφή μου κι εμένα. Πολλές φορές μας πήγαινε σινεμά. Ευγενικός, χαμογελαστός, υπέροχος άνθρωπος! Ο επιστάτης Λουκάς Παραής ήτανε σχεδόν πάντα δίπλα του και τον βοηθούσε, ακόμα και όταν σταμάτησε τις εργολαβίες και περιορίστηκε στις μελέτες και τις επιβλέψεις. Το Μεγάλο Σάββατο και την Κυριακή του Πάσχα ο Λουκάς ήτανε από το πρωί στο σπίτι μας, ανεκτίμητος συντελεστής στην τελετουργία του σουβλίσματος των αμνών και το ψήσιμο τους. Όταν πέθανε ο πατέρας μου ο Λουκάς ήτανε σα να είχε πεθάνει ο δικός του ο πατέρας.
Η αγαπημένη βόλτα του πατέρα μου ήτανε αργά το απόγευμα, μετά τη δουλειά του, στο Μαντράκι στην πόλη της Ρόδου. Το ταξί – πάντα με ταξί, δεν ήθελε να οδηγεί – τον άφηνε στο Μαντράκι, και αφού έκανε τη βόλτα του πήγαινε στο μεγάλο καφεζαχαροπλαστείο “Ακταίον” και απολάμβανε το ουίσκι του. Το πιο εντυπωσιακό ταξί που θυμάμαι ήταν ένα Chevrolet Impala με τα κυματιστά πίσω φτερά. Καθόμουνα και το χάζευα στην πιάτσα των ταξί που βρισκόταν δίπλα στην κεντρική αγορά της Ρόδου. Μερικές φορές πήγαινα κι εγώ στο «Ακταίον» και έτρωγα παγωτό.
Εκτός από μελέτες, επιβλέψεις και κατασκευές, ο πατέρας μου ήταν καλός και στην συμβουλευτική υποστήριξη νέων μηχανικών. Στο σπίτι μας στην πλατεία Φώκιαλη σύχναζαν νέοι μηχανικοί για να συμβουλευθούν τον πατέρα μου. Ανάμεσα τους ο Κοσμάς Σφυρίου. Η αρνητική διάσταση αυτής της ικανότητας του, ήταν ότι προσπαθούσε να κάνει το ίδιο και σε μένα και τους φίλους μου που σπουδάζανε την δομική μηχανική. Μας έβαζε να λύνουμε ασκήσεις, και ήτανε μάλλον αυστηρός.