Τα πρώτα χρόνια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ιδιαίτερα μετά την θύελλα αεροπορικών επιθέσεων με στόχο το Λονδίνο τον Σεπτέμβριο του 1940, έξι εκατομμύρια κάτοικοι της Μεγάλης Βρετανίας απομακρύνθηκαν από τις πόλεις και μεταφέρθηκαν στην ύπαιθρο, ανάμεσα σε αυτούς πολλά παιδιά. Ήταν μια πολύ δύσκολη κατάσταση ιδιαίτερα για τους γονείς που αποχωρίζονταν τα παιδιά τους και η απόφαση του χωρισμού επώδυνη. Ο πατέρας ήταν στον πόλεμο, η μητέρα δούλευε για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Τα περισσότερα παιδιά φιλοξενήθηκαν από οικογένειες. Ήταν παιδιά από εργατικές οικογένειες, που γινόντουσαν πρόσκαιρα μέλη μεσοαστικών οικογενειών, και η προσαρμογή ήταν δύσκολη. Τα πιο ‘δύσκολα’ παιδιά φιλοξενούνταν σε ξενώνες.
Η Clare Britton (1906 – 1984) γεννήθηκε στη Βόρεια Αγγλία, ένα από τα τέσσερα παιδιά στην οικογένεια ενός ιερέα με έντονη δραστηριότητα στην κοινότητα που υπηρετούσε. Το 1938 έχοντας ολοκληρώσει ένα πρόγραμμα σπουδών για κοινωνικές υπηρεσίες, ανέλαβε στην πρώτη της δουλειά σαν κοινωνική λειτουργός την υποστήριξη προβληματικών νέων σε μια κατεστραμμένη από την οικονομική κρίση πόλη στην Ουαλία. Έχοντας βιώσει την φτώχεια πολύ καιρό, επέστρεψε στο London School of Economics και το 1941 ολοκλήρωσε ένα κύκλο σπουδών για την Ψυχική Υγεία. Στη συνέχεια ανέλαβε την υποστήριξη περίπου ογδόντα παιδιών με δυσκολίες που φιλοξενούνταν σε πέντε ξενώνες στην κομητεία του Oxfordshire. Ο παιδίατρος και ψυχαναλυτής Δρ. Winnicott (1896 – 1971) πήγαινε στους ξενώνες μια φορά την εβδομάδα, την Παρασκευή, και εκεί γνώρισε την Clare Britton. Το πρόβλημα που ανέλαβε να λύσει η Britton ήταν ότι το προσωπικό στους ξενώνες δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει και με ποιον τρόπο θα μπορούσε να αξιοποιήσει την παρουσία του γιατρού. Η Clare Britton συμβούλεψε το προσωπικό να παρατηρεί τι κάνει ο Δρ. Winnicott στις επισκέψεις του, και στη συνέχεια να πράττει αντίστοιχα, ώστε στην επόμενη εβδομαδιαία επίσκεψη του γιατρού να του παρουσιάσουν το τι έκαναν και να το συζητήσουν μαζί του. Η μέθοδος αυτή απέδωσε καρπούς. Η εβδομαδιαία συνάντηση του γιατρού με το προσωπικό των ξενώνων και την Britton άρχιζε με την παρουσίαση των πεπραγμένων της εβδομάδας. Ο Winnicott άκουγε με προσοχή και τις περισσότερες φορές αντί για σχόλια έκανε ερωτήσεις, πάντα με διακριτικό τρόπο, ώστε να μην κλονίσει ή προσβάλει κάποιο ευάλωτο μέλος της ομάδας. Αυτή η διαδικασία αποτέλεσε πηγή πολύτιμης εμπειρίας για όλους και έδωσε υλικό πάνω στο οποίο αργότερα ο Winnicott συζητώντας με την Britton, διαμόρφωνε θεωρητικές έννοιες.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Κάρι (Carrie), που φιλοξενούνταν σε ένα από τους ξενώνες που φρόντιζε η Britton. Η μητέρα της την επισκέπτονταν συχνά, αλλά την έπαιρνε και την πήγαινε στο μπαρ (pub) όπου μεθούσε, και την μάζευε η αστυνομία, που την είχε μάθει πια. Η Κάρυ επέστρεφε μόνη στον ξενώνα. Μια φορά η μητέρα έστειλε στην Κάρυ ένα δέμα. Η Κάρυ πήγε στο προσωπικό του ξενώνα και τους έδειξε με περηφάνεια το δέμα που της είχε στείλει η μητέρα της. Ήτανε σταφύλια τυλιγμένα σε ένα χαρτί και βαλμένα στο κουτί, που είχανε αρχίσει να χαλάνε, και είχανε γεμίσει το κουτί με υγρά. Αυτό δεν εμπόδισε την Κάρυ να είναι ευτυχισμένη με το δέμα, ήταν όλο δικό της, και το είχε στείλει η μητέρα της. Μια βραδιά η μητέρα της έπεσε στο μπαρ και υπέστη θανάσιμο τραυματισμό. Η Κάρυ ζήτησε από την μαγείρισσα, που ήταν καλή φίλη της, να πάει να μείνει στο δωμάτιο της. Μετέφερε το κρεββάτι της στο δωμάτιο της μαγείρισσας, και έμεινε εκεί μια εβδομάδα. Μετά επέστρεψε στο κανονικό δωμάτιο της. Υπέφερε όμως από παλινδρόμηση. Πήρε ένα μπιμπερό, το γέμιζε με γάλα, και πήγαινε στο κρεββάτι της ρουφώντας το γάλα από το μπιμπερό. Το προσωπικό του ξενώνα δεν ήξερε τι να κάνει, άφηνε την Κάρυ να εκφρασθεί όπως ήθελε, και την υποστήριζε όπως καλύτερα μπορούσε. Τελικά η Κάρυ τελείωσε το σχολείο, και το προσωπικό της βρήκε δουλειά σε μια φάρμα φίλων του ξενώνα, όπου η Κάρυ πέρναγε τη μισή εβδομάδα πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας.
Τα παιδιά που έφταναν στους ξενώνες έφερναν μαζί τους και ένα κομμάτι από το παρελθόν τους, από τον κόσμο που άφησαν πίσω τους, και μέσω του αντικειμένου αυτού προσκολλιούνταν στον κόσμο αυτό, σαν να μην τον είχαν αφήσει. Για κάποια παιδιά αυτό το κομμάτι ήταν ένα ρούχο, που δεν άφηναν κανένα να αφαιρέσει από πάνω τους, αναγκάζοντας το προσωπικό του ξενώνα να τους δώσει αναισθητικό για να μπορέσουν να αφαιρέσουν τον ρουχισμό, που τις περισσότερες φορές ήταν σε άθλια κατάσταση. Για άλλα ήταν ένα αρκουδάκι που είχε περάσει τα πάνδεινα, ή ένα παπάκι που έβαζαν στη μπανιέρα μαζί τους.
Τα παιδιά κουβαλούσαν μέσα τους την αίσθηση της αποτυχίας και της ενοχής. Η θεμελιώδης υποστήριξη που έπρεπε να προσφέρει ο ξενώνας ήταν να βοηθήσει το παιδί να αναπαραστήσει το παρελθόν, όσο δύσκολο και αν ήταν αυτό. Μετά από ένα μακρύ χρονικό διάστημα, αυτή η αναπαράσταση συνέβαινε σε πολλά από τα παιδιά. Για να φτάσει όμως το παιδί στο σημείο αυτό, έπρεπε να διασχίσει μια δύσκολο και επίπονη διαδρομή. Αρχικά, μόλις το παιδί αισθανθεί ασφάλεια στο νέο το περιβάλλον, φορτώνει όλα τα κακά του παρελθόντος του σε αυτό, και πλάθει ένα κόσμο φανταστικό, όπου όλα είναι τέλεια, μακριά από τον ξενώνα. Αυτό σημαίνει ότι είναι επιθετικό απέναντι στο προσωπικό του ξενώνα, ο οποίος είναι το «κακό» περιβάλλον, που απειλεί το «τέλειο» περιβάλλον έξω από τον ξενώνα. Αν το προσωπικό του ξενώνα αντέξει αυτή τη δοκιμασία, το παιδί μπορεί χτίσει σχέσεις με το προσωπικό, που το βοηθούν να επανέλθει στην πραγματικότητα.
Οι πιο δύσκολες περιπτώσεις είναι εκείνες που το παιδί δεν έχει μέσα του σκιρτήματα ζωής. Σε αυτές το καλύτερο είναι να περιμένει ο κοινωνικός λειτουργός υπομονετικά, για να δείξει το παιδί κάποιο σημάδι, ενθαρρύνοντας και υποστηρίζοντας και την παραμικρή προσπάθεια του παιδιού.
Τέτοια ήταν η περίπτωση ενός αγοριού έξι ετών, που έχασε και τους δύο γονείς του σε αεροπορική επιδρομή. Δεν μιλούσε, δεν έπαιζε, καθόταν σιωπηλό και παρατηρούσε όσα γινόντουσαν γύρω του. Την φιλοξενία και φροντίδα του ανέλαβε μια καλή οικογένεια που είχε παιδιά. Η θετή μητέρα του είχε αντιληφθεί τι συνέβαινε στον μικρό και δεν τον πίεσε ποτέ να κάνει κάτι. Ανέχθηκε την συμπεριφορά του και έδειξε απεριόριστη υπομονή ακολουθώντας τους ρυθμούς του αγοριού. Μετά από δεκαοκτώ μήνες, το αγόρι άρχισε να συνέρχεται. Οι πρώτες του απόπειρες να παίξει ήταν υποτονικές και λάμβαναν χώρα μόνο όταν τα άλλα παιδιά ήταν έξω, και το αγόρι ήταν μόνο με την θετή μητέρα του, που φρόντιζε να έχει χρόνο για να είναι μαζί του διαβάζοντας ή πλέκοντας. Σταδιακά το παιχνίδι του αγοριού έγινε πιο περίπλοκο, όμως σταματούσε πάντα όταν έμπαινε κάποιος στο δωμάτιο. Μια μέρα έχτισε ένα καταφύγιο και αναπαρέστησε τον θάνατο των γονέων του, ρωτώντας την θετή μητέρα του «Πονάς όταν πεθαίνεις;». Το αγόρι μπόρεσε έτσι να ξεπεράσει τον θάνατο των γονέων του, έχοντας νοιώσει την ασφάλεια και την αποδοχή του στο νέο του οικογενειακό περιβάλλον. Η συμβολή της θετής μητέρας είναι καθοριστική για την εξέλιξη αυτή και για το λόγο αυτό αξιέπαινη. Βοήθησε το αγόρι όχι μόνο με την αγάπη της, αλλά με την υπομονή και την διακριτική αποδοχή της «δύσκολης» συμπεριφοράς του, που του επέτρεψε να διαχειριστεί το πένθος και την κατάθλιψη του με τον τρόπο και τον ρυθμό του. Η δουλειά της Britton ήταν τόσο καλή που της ανέθεσαν εκτός από τα καθήκοντα της κοινωνικής λειτουργού και την διαχείριση και τη διοίκηση των ξενώνων. Έτσι μπόρεσε να δίνει λύσεις σε όλα τα προβλήματα λειτουργίας των ξενώνων, τις αλλαγές προσωπικού, τις μεταφορές παιδιών και την συνολική παροχή φροντίδας, και μπόρεσε να διαμορφώσει ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο κάθε μέρα τα παιδιά μπορούσαν να βιώσουν σταθερότητα και ασφάλεια.
Η εμπειρία που απέκτησε με τα ξεριζωμένα παιδιά οδήγησε τον Winnicott σε νέες πρακτικές. Ενώ πριν τον πόλεμο περνούσε τον περισσότερο χρόνο του σε ατομικές συνεδρίες με ασθενείς, και θεωρούσε ότι η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί να αποτελεί έργο ομάδας, μετά τον πόλεμο παραδέχθηκε ότι οι κοινωνικοί λειτουργοί μετέχουν στην διαδικασία περίθαλψης και φροντίδας του ασθενή, και σηκώνουν ένα μεγάλο μέρος του φορτίου. Έτσι έδωσε προτεραιότητα σε συμβουλευτικές συναντήσεις με κοινωνικούς λειτουργούς και γονείς. Η επιτυχής συνεργασία του με την κοινωνική λειτουργό τον έπεισε ότι οι δύσκολοι ασθενείς χρειάζονται και τους δύο. Ο ψυχίατρος – ψυχαναλυτής από μόνος του δεν επαρκεί για να δώσει στον ασθενή την απαιτούμενη καθημερινή υποστήριξη (holding). Για τον Winnicott ο κοινωνικός λειτουργός εξ ορισμού πρέπει να καταλάβει την συναισθηματική ανάπτυξη του ανθρώπου καθώς μεταβαίνει με αργό αλλά σταθερό βήμα από την κατάσταση της απόλυτης εξάρτησης στην ανεξαρτησία. Ο γιατρός δεν έκρυψε το ότι η άποψη του αυτή στηρίζεται στην πίστη στην ανθρώπινη φύση.
Η σχέση του γιατρού – ψυχαναλυτή με την κοινωνική λειτουργό εξελίχθηκε και μετασχηματίσθηκε από επαγγελματική σε προσωπική. Τον Μάιο 1944 η Clare απέρριψε μια προσφορά εργασίας επειδή θα προκαλούσε διαταραχή στη σχέση της με τον Δρ. Winnicott. Ο πατέρας του Winnicott απεβίωσε τον Δεκέμβριο 1948 σε ηλικία 93 ετών. Εικάζεται ότι ο θάνατος του πατέρα απελευθέρωσε τον γιό από τα δεσμά ενός βασανισμένου γάμου. Η γυναίκα του Alice Taylor υπέφερε από ψυχικές διαταραχές και ήταν δυστυχισμένη, ο δε γάμος που έγινε το 1923 ήταν αποτυχημένος. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Winnicott άρχισε να απομακρύνεται από την συζυγική εστία. Πολλά βράδια κοιμόταν στο γραφείο του. Ήταν μία περίοδος πολύ δύσκολη για τον γιατρό, που υπέστη την πρώτη καρδιακή προσβολή του το 1949. Τον Αύγουστο του 1950 ο Winnicott μίλησε στον Karl, αδελφό της Clare, και του ανέφερε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στην προσπάθεια του να πάρει διαζύγιο. Η πίεση οδήγησε τον γιατρό στο δεύτερο καρδιακό επεισόδιο τον Σεπτέμβριο του 1950. Τελικά οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν και το διαζύγιο εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 1951. Λίγες μέρες μετά, ο Donald και η Clare ενώθηκαν σε γάμου κοινωνία. Καθώς δεχόντουσαν τα συγχαρητήρια των καλεσμένων στο γάμο, η Clare τους είπε «τον έβαλα να μου υποσχεθεί ότι θα ζήσει να γίνει τουλάχιστον εκατό χρονών».